Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Κωστής Παλαμάς: «Κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης, θα υψωθεί θριαμβευτής, σε μια γη πλατειά προφήτης, μιας πλατύτερης ψυχής»

Στις 27 Φεβρουαρίου 1943, στις 3.20 π.μ., «έσβησε» ο μέγας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς. Το μαντάτο απλώνεται σ’ όλη τη χώρα. Βαρύ το πένθος του αντιστεκόμενου λαού που, μετατρέπει την κηδεία του ποιητή σε παλλαϊκή, εθνική πράξη αντίστασης

          Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
          δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
          Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
          σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

          Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
          Ηρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
          μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
          της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
          γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
          που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
          πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “Ο Παλαμάς !”,
          ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !

          Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ενας λαός,
          σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
          κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
          κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

 

Με το «εγερτήριο» αυτό σάλπισμα του ΕΑΜίτη Αγγελου Σικελιανού πάνω από τη σορό του Παλαμά, ο ελληνικός λαός αποχαιρέτησε, στις 28 Φεβρουαρίου του 1943 τον πρωτοπόρο ποιητή τού 20ού αιώνα ψάλλοντας σύσσωμος μπροστά στους κατακτητές τον Εθνικό Υμνο. Ηταν ο επικήδειος, που συμπύκνωσε μέσα σε λίγους στίχους τη φωνή ολόκληρης της Ελλάδας. Γιατί, πράγματι, σ’ εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα.

Νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο. Το έβγαλαν έξω στον κόσμο κι από εκεί η λαοθάλασσα κατευθύνθηκε στην τελευταία κατοικία του ποιητή για να τον αποχαιρετήσει. Την προηγούμενη μέρα, χαράματα, στις 27 Φεβρουαρίου, στις 3.20 π.μ., «έσβησε» ο μέγας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς. Το μαντάτο απλώνεται σ’ όλη τη χώρα. Βαρύ το πένθος του αντιστεκόμενου λαού που, μετατρέπει την κηδεία του ποιητή σε παλλαϊκή, εθνική πράξη αντίστασης.

          «Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί
          τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού
          σαν τα σκουλήκια που πατεί μας
          μα για ν’ αντισταθή με το σπαθί,
          βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική
          και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας.»

Ο Παλαμάς ανασύνθεσε δημιουργικά μέσα στην ποίησή του τις παραδόσεις και την ιστορία όλου του ελληνικού πολιτισμού σε μια διαλεκτική ενότητα δίνοντάς μας μεγάλες συνθέσεις οι οποίες δεν αποτελούν απλές σελίδες της Ιστορίας μας, αλλά σπουδαία ανεκτίμητα υλικά της ανθρώπινης ευαισθησίας και των σκιρτημάτων της ζωής, στο στερέωμα των συνειδήσεων.

           «Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας
          κι ο εξουσιαστής
          του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου,
          γίνε δουλευτής.

          Σβήσε κάθε σου ξεχώρισμα,
          ρίχ’ το δαχτυλίδι σου αρραβώνα
          μέσα στο κανάλι του λαού,
          ένας γίνε από τους στύλους τους αμέτρητους
          του μεγάλου έργου του συντροφικού».

Μπορεί να ήταν άνθρωπος του γραφείου (ποιητής αλλά και πεζογράφος, και ιστορικός, και έγκυρος κριτικός της λογοτεχνίας μας, θεατρικός συγγραφέας και παράλληλα δημοσιογράφος και ιδρυτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος το 1931), αλλά δεν υπήρξε αποκομμένος από την οδυνηρή πραγματικότητα. Αντίθετα, την συνέλαβε με τις κεραίες της ευαισθησίας του και της ανθρωπιάς του και την κατέστησε σημαία αγωνιστική.

     Αγκαλιαστείτε, αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη,
     Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή!;

Το ποίημα «Εμείς οι Εργάτες», γραμμένο το 1913 (τ. 9, σ. 165), και δημοσιευμένο στη συλλογή Δειλοί και Σκληροί Στίχοι (α’ έκδοση 1928 και β’ έκδοση 1933), αν και γράφτηκε το 1913, η δημοσίευσή του την περίοδο, κατά την οποία κορυφώνεται σε διεθνές και ελληνικό επίπεδο η μεγάλη κρίση, και είναι έκδηλη η δεινή κατάσταση των εργαζομένων, δεν μπορεί παρά να είναι μια συνειδητή επιλογή.

          …Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
          ποτίζουμε τη γη για να γεννά
          καρπούς, λουλούδια, τ’ αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας·
          φτωχή, αλουλούδιαστη, άκαρπη, μονάχα η αργατιά,

          Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
          ζυμώνουμε   του κόσμου το ψωμί,
          πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
          και μ’ όλο το αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί,

          …Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
          στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή;

Επίσης, Ο Κύκλος των Τετραστίχων, δημοσιευμένος το 1929, είναι ενδεικτικός της στάσης του ποιητή. Στο τετρ. 118 (τ.9, σ. 274) γράφει:

          Εργάτη, είδα το δίκιο σου κ’ έλεα να ξεκινήσω
          να σταθώ πλάι σου… Μια φωνή μου έκραζε πάντα: Πίσω!
          Να είταν το αίμα μέσα μου που ρέει του νοικοκύρη;
          Να είταν η Μούσα ρηγικό που μου ‘δωκε ψαλτήρι;

Ο ποιητής διατυπώνει το σεβασμό και το θαυμασμό του μαζί για την εργατιά και στο τετρ. 117 (σ. 274):

          Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα,οι λύκοι,
          ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
          Χειμώνας άγριος. Κ’ η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
          Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.

Ο Κωστής Παλαμάς, τρεις μέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοαλβανικού πολέμου (1η Νοεμβρίου 1940), απευθύνεται στα νιάτα της Ελλάδας με ένα τετράστιχό του που επιγράφεται «Στη νεολαία μας».

           «Αυτό κρατάει ανάλαφρο μεσ’ την ανεμοζάλη
          το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
          αυτό το λόγο θα σας πω δεν έχω άλλο κανένα
          Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!»

Και καθώς τα παιδιά της Ελλάδας έγραφαν σελίδες δόξας και μεγαλείου στις δυσπρόσιτες και χιονισμένες κορυφές της Πίνδου ο Κωστής Παλαμάς συνεπαρμένος απ’ τις νίκες γράφει το τελευταίο του ποίημα με τίτλο: «Η νίκη».

           «Παιδιά μου ο πόλεμος,
          για σας περνάει θριαμβευτής
          των άδικων ο πόλεμος
          δεν είν’ εκδικητής
          είναι ο θυμός της άνοιξης
          και της δημιουργίας;
          Κι’ αν είναι, και στον πόλεμο
          μέσα η ζωή θυσία,
          ο τάφος είναι πέρασμα
          προς την Αθανασία!»

Ο ουμανισμός και διεθνισμός του Παλαμά εκφραζόταν μέσα από τον αγώνα του για την ψυχοπνευματική εξύψωση κάθε ανθρώπου, κάθε φυλής και λαχταρούσε τη μέρα που 

           «κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης
          θα υψωθεί θριαμβευτής
          σε μια γη πλατειά προφήτης
          μιας πλατύτερης ψυχής».

 

 

 

Απόψεις