«Ηχήστε, οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές, / δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα… / Βογκήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές/ σημαίες, ξεδιπλωθήτε στον αέρα!/ Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!(…)». ‘Ηταν το «εγερτήριο σάλπισμα» του ΕΑΜίτη Αγγελου Σικελιανού πάνω από τη σορό του Κωστή Παλαμά (1859- 1943).
Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 κι έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, στις 27 Φεβρουαρίου 1943. Δημοσιεύουμε εκτενές απόσπασμα από το αφιέρωμα της Αριστούλας Ελληνούδη («Παντοτινός, και του καιρού και του γένους μας, Ποιητής»),που δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 25 Φεβρουαρίου του 2001.
Δε δήλωσε ποτέ μαρξιστής και σοσιαλιστής ο Παλαμάς. Τα παιδικά, εφηβικά και φοιτητικά του χρόνια ήταν μια εποχή τραγική που όμως κυοφορούσε το καινούριο, τη δίψα των μαζών για γνώση και ανάπτυξη της επιστήμης. «Ο κόσμος αυτός που έρχεται, φέρνει μέσα του τις παλινωδίες του, τα μεγάλα νεκρά αποθέματα μιας ένδοξης ιστορίας, την αντιφατική ψυχολογία και τον εσωτερικό διχασμό του», έγραφε ο Μ. Αυγέρης. Φύση ποιητική, ανήσυχη, στοχαστική, ανοιχτή στα μηνύματα και στις ιδέες του καιρού του, ο Παλαμάς εξέφρασε τη δική του σχέση με τον καιρό του και με τούτο το στίχο:«Τέχνη και τ’ όνειρο κ’ η ζωή και η ποίηση και η πράξη».
Η ποίηση, η ζωή, το όνειρο και η πράξη του ήταν πάνω απ’ όλα Πόθος να εξυψωθεί και να αξιωθεί ο «δουλευτής λαός» μας να φτιάξει ο ίδιος τη δική του ελεύθερη, δίκαιη, ισότιμη κοινωνία, τη δική του ανεξάρτητη Ελλάδα της ειρήνης και της φιλίας των λαών. Και ο πόθος του αυτός δυσαρεστούσε και δυσαρεστεί την άρχουσα τάξη και τους «κονδυλοφόρους» της. Κάποιοι από αυτούς, κατά καιρούς, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, προσπάθησαν να καταρρίψουν την εκτίμηση του Νίκου Ζαχαριάδη στο βιβλίο του «Ο αληθινός Παλαμάς» (γραμμένο στις φυλακές της Κέρκυρας το 1937) όχι μόνο για τον πρωτοπόρο αγώνα του ποιητή για τη δημοτική γλώσσα, αλλά και για το βαθιά προοδευτικό, «το αληθινό περιεχόμενο του παλαμικού έργου», το οποίο «δε συμφέρει στην πολυκέφαλη και ποικιλόμορφη αντίδραση».
Ο Ν. Ζαχαριάδης σημείωνε «παρ’ όλες τις επιφυλάξεις μας, νιώθουμε πραγματικά το παλαμικό έργο και δεν το φοβόμαστε. Τις αρνητικές πλευρές του τις ξεπερνάμε κριτικά – δημιουργικά». Και με παράθεση αποδεικτικών στίχων του «Δωδεκάλογου», υπογράμμιζε «τους οραματισμούς του Παλαμά για το παραπέρα ξετύλιγμα όχι μόνο του λαού μας μα και ολόκληρης της ανθρωπότητας». Και «παρ’ όλες τις ελλείψεις, τους δισταγμούς, την αναποφασιστικότητα και συχνά την ασυνέπειά του», τον χαρακτήρισε ως «πρωτοπόρο λαϊκό εμψυχωτή, που έσπασε αντιδραστικά δεσμά και προλήψεις και φτερούγισε προς πιο πλατιούς και πανανθρώπινους ορίζοντες», τον οποίο «πρέπει να τόνε κρατήσουμε και να τόνε δείξουμε τέτοιον όπως είναι στην πραγματικότητα. Γιατί αυτό συμφέρει στο Λαό και στον τόπο και βοηθά στην πρόοδο».
Ομως, η ίδια η παλαμική δημιουργία θα ανατρέπει αυτούς τους ισχυρισμούς. Την απάντηση θα τη δίνει ο ίδιος «με τη φτωχή μιλιά του λαού», την οποία σαν «Ηρωας την ύψωσε ως στ’ αστέρια» (Σικελιανός) ορίζοντας το δικό του χρέος σαν αξεχώριστου απ’ το λαό πνευματικού δουλευτή:
«Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας/ κι ο εξουσιαστής/ του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου,/ γίνε δουλευτής./Σβήσε κάθε σου ξεχώρισμα,/ ρίχ’ το δαχτυλίδι σου αρραβώνα/ μέσα στο κανάλι του λαού,/ ένας γίνε από τους στύλους τους αμέτρητους/ του μεγάλου έργου του συντροφικού». Του αγώνα, δηλαδή, για τη λευτεριά, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την προκοπή του ελληνικού λαού και όλων των λαών (ο Παλαμάς στο «Δωδεκάλογο» ονομάζει πολλές χώρες και λαούς) και την έξοδο από τα σκοτάδια, την ψυχοπνευματική εξύψωση κάθε ανθρώπου, κάθε φυλής. Ο ουμανισμός και διεθνισμός του Παλαμά ήταν δοσμένος στους καταφρονεμένους και βαριόμοιρους και λαχταρούσε τη μέρα που «κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης/ θα υψωθεί θριαμβευτής/ σε μια γη πλατειά προφήτης/ μιας πλατύτερης ψυχής».
Ο Παλαμάς από την ίδια την «πάλη» του με την τέχνη κι από τη διαλεκτική της κοινωνικής πραγματικότητας έμαθε ότι «ο κόσμος ο βαθύς/ γεννιέται πάντα από ‘να πάλαιμα». Και σαν «Ο Προφήτης που κοιτάζει/ με τα μάτια του Οραμάτου/ κι ο Προφήτης που κηρύττει/ με του Αύριο το στόμα», προφήτευε πως «θα ‘ρθει η μέρα»- και ήρθε και νομοτελειακά θα ξανάρθει- της «νέας γέννας»:
«Οσο να σε λυπηθή/ της αγάπης ο θεός,/ και να ξημερώσει μιαν αυγή,/ και να σε καλέση ο λυτρωμός,/ ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!/ Και θ’ ακούσης τη φωνή του λυτρωτή,/ θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,/ και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή/ θα σαλέψης σαν τη χλόη, σαν το πουλί,/ σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα,/ και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί/ να κατρακυλίσης πιο βαθιά/ στου Κακού τη σκάλα,-/ για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί/ θα αιστανθής να σου φυτρώσουν, ω χαρά!/ τα φτερά,/ τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!».
Ο επίκαιρος Παλαμάς
Η ποίησή του έγινε πρωτεργάτρια για να «δαμαστούν τα θηρία». Ανάμεσα στα «θηρία» και οι καθαρευουσιάνοι που ήθελαν αγράμματο το λαό, τους οποίους χτύπησε αμείλικτα και με το ποίημά του «Δημοτικισμός»: «Κάμπιες και σκόροι, / και παπαγάλοι,/ κ’ εσείς, δασκάλοι,/ κ’ εσείς, ρητόροι,/ τι; με το ζόρι,/ και τη μεγάλη/ τη Γλώσσα κόρη,/ τα γυμνά κάλλη/ να τα ντροπιάστε/ ζητάτε; Να ‘στε/ καταραμένοι!/ Πέρνα, μπαμπούλα!/ Μα ο Στίχος, βούλα/ πυρή, και μένει». Ο Παλαμάς έγινε κατήγορος και των μακελάρηδων του λαού, δεόμενος για τους ραγιάδες «ανάπαψη, συγχώρεση, ευλογία!/ Δέομαι. Καίω θυμίαμα, καίω λαμπάδες, σ’ εσέ του κόσμου Ειρήνη παναγία!».
Ρομαντικός επαναστάτης
Ο Παλαμάς σχετικά με τα πιστεύω του δήλωνε «επαναστάτης, αλλά όχι σοσιαλιστής» και πιο συγκεκριμένα έγραφε «εφτά χρονών ασυμπλήρωτων ανθρωπάκος» (σ.σ. τότε που ορφάνεψε) «έλαβα την υψηλή τιμήνα διαλαλήσω προς το γένος μου το κήρυγμα του πιο περίεργου προμαρξικού σοσιαλισμού, μαγειρεμένο με χορταρικά και με κανελλογαρύφαλα ρωμαντικής κοινωνιστικής φιλοσοφίας(…)». Ο ρομαντικός, ιδιότυπος σοσιαλισμός του Παλαμά, η οργή του για τα πάθη του λαού, έβαλε τον «Δουλευτή» του να λέει: «Χέρι μου, το σίδερο παράτα/ πάψ’ εσύ, σφυρί τον πόλεμο,/ που πολέμαες με τ’ αμόνι,/ είμαι ο δουλευτής χαλκιάς/ που άλλα θέλησε και που άλλα /κατορθώνει./ Είμαι ο πλάστης ο χαλκιάς/που δεν πλάθει το σφυρί μου/ άλλο απ’ τα πανώρια τ’ ανωφέλευτα/ και μια τέχνη πρωτοταίριαστη κι αταίριαστη/ η δική μου./ Και είμαι ο σφυροκόπος που ξαφνίζει/ και τρομάζει και μακραίνει,/ όπου μαλακώτατη η δουλειά/ θα ‘βγαινε απ’ τον άλλο τεχνίτη,/ της φυσά η πνοή μου της δουλειάς/ κάτι βάρβαρο και αδούλευτο,/ πιο τραχύ απ’ το γρανίτη./ Κι όπου ο άνθρωπος προσμένει/ να το πιάση με τα χέρια του απ’ τα χέρια μου/ πλάσμα ασάλευτο και στέρεο και σκληρό,/ άθελα του φέρνω με τα χέρια μου/ μια ψυχούλα, μιαν αχτίδα, έναν αφρό».
Ο ρεαλιστής Παλαμάς ήξερε στο «Τραγούδι των προσφύγων» τα πάθη που προκαλεί ο πόλεμος και ο ξεριζωμός: «Πόσο ακριβά πληρώνεται τ’ άνθισμα των πατρίδων,/ του Μάη κι Απρίλη των εθνών ο ξαναγεννημός!/» και έλεγε την ανάγκη: «Προμήνυμά τους κάποτε δεν είναι τάχα ακρίδων/ ρήμασμα και όρνιων ταραμός;». Ο Παλαμάς τραγούδησε την Ανάγκη της νέας κοινωνικής «γέννας» με πολλά ποιήματά του. Χαρακτηριστικό του παλαμικού ρομαντικού «σοσιαλισμού» είναι και το παρακάτω, πολύ επίκαιρο, σονέτο:
«Οι δύναμες και οι γνώμες των Καισάρων
του ολέθρου ξαπολύσαν τους λεγεώνες
για τον πόλεμο, μ’ όλων των ταρτάρων
τη βοήθεια, πρωτόφαντο στους αιώνες.
Σεισμοί καταλυτές απ’ των Ταινάρων
τ’ άντρα ως του Ρήνου τους βυθούς. Γοργόνες
και Βαλκύρες ρεκάζουν: “Αρον άρον!
Σταύρωσον!” Και με σκήπτρα, με κορώνες
οι σταυρωτήδες. Τα Εθνη οι σταυρωμένοι.
Μα ορμή εκδικήτρα τα Εθνη σηκώνει
και των Καισάρων καταγής οι θρόνοι.
Κι από τα Εθνη και από Καίσαρες πιο απάνου
κι από το θέλημα όποιου λαοπλάνου,
Σπάρτακε, εσένα η Νέμεση ανασταίνει».
Πηγή: Ριζοσπάστης (25/2/2001)