«Δουλεύουμε σε εμπόλεμη συνθήκη ενώ δεν έχουμε πόλεμο. Εγώ για τον μήνα Οκτώβρη θα γράψω 14 εφημερίες, σημαίνει ότι 14 μερόνυχτα θα πρέπει να βρίσκομαι στο νοσοκομείο έτοιμη να αντεπεξέλθω σε οτιδήποτε προκύψει. Η διοίκηση δεν απαντά στις εκκλήσεις μας, δεν δίνει καμία διαβεβαίωση ότι αυτό το καθεστώς υπερεφημέρευσης θα αλλάξει. Το μόνο που μας λένε είναι ότι πρέπει να δουλεύουμε χωρίς να παίρνουμε ανάσα. Φτάσαμε να είμαστε πλέον επικίνδυνοι για τους ασθενείς και τον εαυτό μας. Οι αναισθησιολόγοι είμαστε παντού, στα χειρουργεία, στις ΜΕΘ, στα ΤΕΠ, στις κλινικές, στις ανακοπές, στις διασωληνώσεις, στη μεταφορά των βαρέως πασχόντων».
Τα παραπάνω λόγια ήταν η κραυγή αγωνίας της 44χρονης επιμελήτριας Β’ Αναισθησιολογίας Ιωάννας Δημητροπούλου, τον περασμένο Οκτώβρη, στο πλαίσιο κινητοποίησης διαμαρτυρίας για τις επικίνδυνες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στο Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου» εξαιτίας της έλλειψης γιατρών.
Είναι η γιατρός που μόλις πριν από δύο βδομάδες υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια μιας ακόμα 24ωρης εξοντωτικής εφημερίας της στο νοσοκομείο. Μέσα στην ατυχία της ήταν βέβαια τυχερή που βρισκόταν μέσα στο νοσοκομείο και αμέσως της προσφέρθηκε η αναγκαία ιατρική φροντίδα.
Το εγκεφαλικό την βρήκε μετά από μια ακόμα βάρδια εξόντωσης, αφού ήταν συνεχόμενα από τις 8 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ μέσα στα χειρουργεία. Πήγε να κάνει «μια κακή βάρδια», όπως μας μεταφέρει, και έφυγε με …μπαστούνι. «Ολες οι βάρδιες είναι έτσι, για όλους τους γιατρούς που έχουμε απομείνει. Δεν είμαι η μόνη από το Αναισθησιολογικό που έχω καταρρεύσει. Μέσα Οκτώβρη μια συνάδελφος κόντεψε να χάσει το μάτι της από λοίμωξη. Τέλος Δεκέμβρη μια άλλη έπεσε μετά από βάρδια και έσπασε το χέρι της. Ενας – ένας καταρρέουμε», συμπληρώνει.
Στο Νοσοκομείο «Παπανικολάου» λοιπόν καλύπτονται μόλις οι 8 από τις 26 οργανικές θέσεις αναισθησιολόγων. Λειτουργεί δηλαδή με κενές το 75% των θέσεων, ενώ οι αυξημένες ανάγκες του νοσοκομείου απαιτούν να υπάρχουν τουλάχιστον 40. Το νοσοκομείο βρίσκεται σε αυτό το επίπεδο υποστελέχωσης τουλάχιστον τους τελευταίους 13 μήνες, με αποτέλεσμα να λειτουργεί περίπου το 40% των χειρουργικών αιθουσών και οι λίστες αναμονής ακόμα και για επείγοντα χειρουργεία να αυξάνονται. Οι γιατροί εξαιτίας της υπερεφημέρευσης κυριολεκτικά εξοντώνονται και καταρρέουν.
Η Ι. Δημητροπούλου νιώθει θυμό και φόβο, καθώς σκέφτεται ότι θα μπορούσε να έχει πεθάνει. «Εδώ και 12 με 13 μήνες είμαστε στα “κόκκινα”, υπερεφημέρευση και υπερεργασία μέχρι εξόντωσης, με 12 και 13 εφημερίες τον μήνα. Τον Οκτώβριο σταματήσαμε τα τακτικά χειρουργεία για μια μέρα και έπεσαν να μας φάνε στην κυριολεξία. Μας αποκαλούσαν ανάλγητους και έριχναν σ’ εμάς την ευθύνη για τις λίστες αναμονής. Δεν σεβόσαστε – μας έλεγαν – τους ασθενείς που περιμένουν χρόνια για να χειρουργηθούν. Και το πρώτο πράγμα που έκανε η διοίκηση ήταν να στείλει “εντέλλεσθε”, για υποχρεωτική υπερεργασία.
Ενας συνάδελφος βγαίνει σε αναρρωτική και αυτόματα το 48ωρο εβδομαδιαίας απασχόλησης γίνεται 60ωρο. Ολοι παραβιάζουμε προς τα πάνω το ωράριο, βάζουμε πλάτη, γιατί υπάρχουν μεγάλες ανάγκες. Το νοσοκομείο λειτουργεί χάρη στο φιλότιμο γιατρών και νοσηλευτών, των εργαζομένων του.
Με τους γιατρούς τον έναν μετά τον άλλο να καταρρέουν (σπασίματα, εγκεφαλικά κ.ά.) και να βγαίνουν σε αναρρωτική, συν μία επιμελήτρια Β’ που πήρε όλη της την άδεια για να χειρουργηθεί και ήδη δήλωσε ότι θα παραιτηθεί, το νοσοκομείο θα μείνει με 5 αναισθησιολόγους τον Φεβρουάριο.
Δεν μπορούμε να καλύψουμε κανένα νοσοκομείο, πόσο μάλλον ένα νοσοκομείο σαν το “Παπανικολάου”, που εκτός των άλλων έχει και δύο μοναδικά τμήματα στην Βόρεια Ελλάδα, όπως η Μονάδα Εγκαυμάτων και η κλινική της Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής, που εφημερεύουν καθημερινά», ανέφερε.
Οσο για τις «πρωτοβουλίες» της κυβέρνησης; Από τη μία να καλύπτει τα κενά με μπαλώματα, δηλαδή με μετακινήσεις γιατρών από νοσοκομείο σε νοσοκομείο (συζητιέται η μετακίνηση γιατρών από το νοσοκομείο «Γεννηματάς»), ή με το «τυράκι» να επιτραπεί στους γιατρούς του ΕΣΥ η άσκηση ιδιωτικού έργου μπας και μειώσει το κύμα παραιτήσεων, η Ιωάννα «φωνάζει» ότι δεν είναι λύση. «Λύση είναι οι μαζικές προσλήψεις με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Οι μετακινήσεις είναι κοροϊδία». Και όσο για το δεύτερο, «εμείς φωνάζουμε ότι δεν αντέχουμε άλλο την υπερεργασία, κι αυτοί μας λένε ότι μπορείτε στα ρεπό σας να βγάζετε έξτρα λεφτά! Αν ήθελα να ιδιωτεύω δεν θα ήμουν στο δημόσιο σύστημα Υγείας. Οσο επίσημα/τυπικά η Υγεία θεωρείται δημόσια και δωρεάν, εγώ θα την υπηρετώ».
Υποστελέχωση, εξόντωση, παραιτήσεις
Χαρακτηριστικό της πολιτικής της κυβέρνησης που εντείνει το πρόβλημα, αντί να παίρνει μέτρα για την αντιμετώπισή του, είναι ότι παρά τις μεγάλες ελλείψεις σε αναισθησιολόγους στο Νοσοκομείο «Παπανικολάου», πέρσι ζητήθηκε να μετακινηθεί γιατρός προς το νοσοκομείο των Γρεβενών. Απόφαση που τελικά δεν προχώρησε.
Η πρακτική των μετακινήσεων όμως τείνει να γίνει πάγια και το τελευταίο διάστημα παίρνει μορφή χιονοστιβάδας στα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή των ασθενών αλλά και των ίδιων των γιατρών.
Η Ενωση Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης (ΕΝΙΘ) καταγγέλλει ότι καθημερινά μετακινούνται γιατροί από τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης για να καλύψουν κενά στα νοσοκομεία της περιφέρειας, που είναι κυριολεκτικά αποδεκατισμένα από προσωπικό και μάλιστα σε κρίσιμες ειδικότητες.
Δεκάδες γιατροί, κυρίως αναισθησιολόγοι και παθολόγοι, αλλά και καρδιολόγοι, ακτινολόγοι, καλούνται αιφνιδιαστικά να μεταβούν για μία ή και για 10, 15 μέρες σε νοσοκομεία της περιφέρειας, κυρίως σε Δράμα και Ξάνθη, που αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις, αλλά και σε μονάδες όλης της Βόρειας Ελλάδας, σε Πολύγυρο, Φλώρινα, Πτολεμαΐδα, Γιαννιτσά, Γρεβενά, Κιλκίς, Σέρρες, ανάλογα με την ειδικότητά τους.
Ενδεικτική είναι η αναφορά της Ισιδώρας Μπακαΐμη, παθολόγου λοιμωξιολόγου στο ΑΧΕΠΑ, για τις συνθήκες που καλούνται να εργαστούν οι μετακινούμενοι γιατροί που φέρνουν συνολική αποδυνάμωση των νοσοκομείων. Οπως είπε, στις δύο παθολογικές κλινικές του νοσοκομείου υπηρετούν 8 παθολόγοι του ΕΣΥ, εκ των οποίων η μία έχει αναρρωτική και ο αριθμός των εισαγωγών στην εφημερία είναι 80 ασθενείς σε κάθε παθολογική. «Από αυτούς τους 7 εναπομείναντες μετακινούνται γιατροί και στα νοσοκομεία της Δράμας και της Ξάνθης. Ο μετακινούμενος γιατρός 150 ή 200 χλμ. από την έδρα του πάει ήδη κουρασμένος για να ξεκινήσει 24ωρη εφημερία, κι αυτός ο εξουθενωμένος άνθρωπος πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι του».
Μια απόδειξη της τραγικής υποστελέχωσης αποτελεί η εικόνα στην ιατρική υπηρεσία του ΑΧΕΠΑ, όπου με τα κουτσουρεμένα οργανογράμματα προβλέπονται 280 θέσεις και είναι κενές οι 147. Μέρος των κενών καλύπτεται με 42 επικουρικούς.
Παντού η κατάσταση είναι τραγική. Για κατάρρευση του νοσοκομείου κάνει λόγο ο πρόεδρος της Ενωσης Νοσοκομειακών Ιατρών νομού Σερρών, Βαγγέλης Παπαμιχάλης. Οπως είπε, στις δύο παθολογικές κλινικές του νοσοκομείου με 34 κλίνες η καθεμία, τον Νοέμβριο, υπήρχαν εννέα παθολόγοι και ήδη μία παραιτήθηκε, οι δύο διευθυντές ζητούν άδειες για πρόωρη συνταξιοδότηση, η μία επικουρική γιατρός που πήρε τη θέση που προκηρύχθηκε δηλώνει ότι αν συνεχίσει αυτή η κατάσταση, δεν θα αποδεχθεί τη θέση, ενώ άλλοι τρεις εξετάζουν το ενδεχόμενο να φύγουν.
Σε αυτό το φόντο, «έχουμε μαζικές παραιτήσεις γιατρών καθώς η κατάσταση στα νοσοκομεία έχει γίνει αφόρητη», όπως αναφέρει ο Μπάμπης Αποστολίδης, πρόεδρος της Ενωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Πέλλας. Στο Νοσοκομείο Γιαννιτσών τα έχουν «βροντήξει» 4 ειδικοί παθολόγοι και άλλοι 5 ειδικευόμενοι, ενώ επίκεινται κι άλλες αποχωρήσεις. Ειδικευόμενοι παρατούν στη μέση την ειδικότητά τους στα δύο νοσοκομεία του νομού, για να συνεχίσουν σε νοσοκομεία του εξωτερικού, οπότε και η εκπαίδευση «πάει περίπατο». Ετσι, η Διοίκηση ασκεί πίεση στους 4 αναισθησιολόγους που εργάζονται χωρίς άδειες για να μπορέσει να βγει το πρόγραμμα, προκειμένου να δεχθούν να μετακινηθούν για να καλύψουν τα κενά και στο Νοσοκομείο Εδεσσας…
Με περισσότερη εμπορευματοποίηση απαντά η κυβέρνηση
Και πώς απαντά η κυβέρνηση σε αυτό το χάλι; Δηλώνει αποφασισμένη να εντείνει την εμπορευματοποίηση του δημόσιου συστήματος, δηλαδή να επιταχύνει την πολιτική που επισφραγίζει τις καθημερινές τραγικές ιστορίες που γράφονται μέσα στις κλινικές.
Οπως έλεγε πρόσφατα ο Αδ. Γεωργιάδης προς τους διοικητές των δημόσιων νοσοκομείων, «διοικήσεις που θα πέφτουν εκτός στους προϋπολογισμούς δεν θα συνεχίζουν». Και εδώ «κουμπώνουν» οι διακηρύξεις απόσυρσης του κράτους από την ευθύνη απρόσκοπτης λειτουργίας των νοσοκομείων, αφού, όπως λένε, «σταδιακά οι προϋπολογισμοί τους θα πρέπει να προσαρμοστούν για να καλύπτουν το σύνολο των δαπανών και της μισθοδοσίας».
Αυτή είναι η επιτομή των λεγόμενων «νοσοκομείων – αυτοχρηματοδοτούμενων μονάδων» που θα βγάζουν τα έξοδά τους και από την πώληση υπηρεσιών στους ασθενείς – πελάτες και από τον περιορισμό του «κόστους», που ταυτόχρονα θα μετατρέπεται σε δείκτη αξιολόγησης για το προσωπικό.
Σε αυτήν την κατεύθυνση η κυβέρνηση από τη μία επεκτείνει την εφαρμογή του συστήματος DRG’s, που ξεκίνησε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2017 και σήμερα παρουσιάζεται ως «επανάσταση» για τη «συνεπή εκτέλεση των προϋπολογισμών», μέσα από την ακριβή κοστολόγηση κάθε ασθενούς και υπηρεσίας.
Και, από την άλλη, παρουσιάζει σαν «επανάσταση» την ψηφιοποίηση της ντροπιαστικής λίστας αναμονής για χειρουργικές επεμβάσεις. Παράλληλα με την ψηφιοποίηση της λίστας, σκαρώνει και την κατηγοριοποίηση ασθενών με βάση την πάθησή τους, ώστε πλέον και με τη βούλα του νόμου να περιμένουν μέχρι και 25 βδομάδες στην ουρά για χειρουργείο!
Με τον πιο επίσημο τρόπο δηλαδή «σπρώχνονται» χιλιάδες ασθενείς είτε προς τα απογευματινά επί πληρωμή χειρουργεία των δημόσιων νοσοκομείων, είτε προς τους κλινικάρχες.
Αυτοί είναι άλλωστε και οι πιο «κερδισμένοι» από την πολιτική της κυβέρνησης, με τον κύκλο εργασιών των ιδιωτικών κλινικών να αγγίζει πλέον τα 2 δισ. ευρώ και τα τελευταία χρόνια έχει ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,8%. Την ίδια περίοδο η κρατική χρηματοδότηση της Υγείας μειώθηκε κατά 25%, με τις πληρωμές των νοικοκυριών να ρουφάνε όσο εισόδημα απομένει από την τεράστια ακρίβεια, τα νοίκια, τις πληρωμές για την Παιδεία κ.ο.κ.
Οπως αναφέρουν οι νοσοκομειακοί γιατροί, απάντηση στο αδιέξοδο που έχουν δημιουργήσει οι κυβερνήσεις (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) διαχρονικά με την πολιτική υποστελέχωσης, υποχρηματοδότησης και εμπορευματοποίησης, δίνουν οι διεκδικήσεις των υγειονομικών για μαζικές προσλήψεις μόνιμων γιατρών με ταυτόχρονη προκήρυξη του συνόλου των κενών οργανικών θέσεων. Μονιμοποίηση όλων των επικουρικών γιατρών, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Διπλασιασμό των απολαβών όλων των υγειονομικών. Πραγματική ενίσχυση του ΕΣΥ σε προσωπικό και υποδομές με γενναία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την Υγεία.
Σε αυτό το φόντο, ο Χρήστος Καραχρήστος, πρόεδρος της Ενωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Θεσσαλονίκης, χαρακτηρίζει «υποκριτικό και προκλητικό» τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι «δεν έρχονται γιατροί να δουλέψουν στα νοσοκομεία, αφού οι θέσεις που προκηρύσσουν είναι ελάχιστες, στην καλύτερη περίπτωση ένας για 5 κενές θέσεις».
Και αναρωτιέται: «Τι περιμένουν το υπουργείο Υγείας και οι Διοικήσεις των ΥΠΕ και των νοσοκομείων; Να καταρρέουμε ένας – ένας στην υπερπροσπάθειά μας να καλύψουμε τις ανάγκες ή θα αναλάβουν τις ευθύνες τους; Θα κάνουν πράξη τα αιτήματα των υγειονομικών για ενίσχυση του δημόσιου συστήματος ή θα συνεχίσουν να προωθούν την κατάρρευσή του προς όφελος των ιδιωτικών ομίλων ή την περαιτέρω λειτουργία του με αγοραίους όρους κόστους – οφέλους;
Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Κινδυνεύουν καθημερινά ανθρώπινες ζωές. Δεν χωράει αναμονή από κανέναν».