Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ελλη Αλεξίου: Ο κόσμος της γίνεται δικός μας – της Εύας Νικολαΐδου

ΔΥΟ ΔΩΡΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ ΣΤΟ Κ.Κ.Ε.

Το διαμέρισμά της μία μικρή όαση. Θεσπρωτέους 1, πάροδος της Λ. Αλεξάνδρας. Συναντιόμασταν πολύ συχνά στη φιλόξενη γωνιά του καθιστικού της. Έμοιαζε με φωλιά περιστεριών, σαν αυτά που τάιζε καθημερινά όταν χτυπούσαν με το ράμφος τους το τζάμι για να την καλημερίσουν. Μοίραζε επίσης δίκαια το φαγητό στις γάτες που υπεραγαπούσε. Τις βάφτισε με διάφορα ονόματα γιατί ήταν αδέσποτες και ήταν η μόνιμη συντροφιά της. Ζούσε απέριττα. Έζησε μια ζωή υποδειγματική, με συνέπεια, ακεραιότητα.

Είχε συνεχώς το ραδιόφωνο ανοιχτό, στο 3ο Πρόγραμμα, για ν’ ακούει κλασσική μουσική, κυρίως Σοπέν, και στο 2ο Πρόγραμμα, τον Ν. Βαρδιάμπαση ν’ αναλύει την ιστορία των λέξεων. Ήταν ο τελευταίος της «έρωτας». Στα 90 της τον γνώρισε. Θυμάμαι λίγο καιρό μετά τη γνωριμία μας, μου χάρισε ένα ζευγάρι γάντια, που έπλεξε η ίδια με μαλλιά που είχαν περισσέψει από παλιά πλεκτά της. Το δεξί είναι τρίχρωμο, μπλε μαύρο καφέ, το αριστερό μαύρο. Πόσο τ’ αγαπώ αυτά τα γάντια κι ας μην έτυχε να τα φορέσω ποτέ.

Όταν τη ρωτούσες τι δώρο θα ήθελε να της προσφέρεις, απαντούσε: «Κολώνια ή αρωματικά σαπουνάκια». Όλα τα συρτάρια της μοσχομύριζαν άρωμα. Το σπίτι της ήταν φορτωμένο από βιβλία, λουλούδια, ενθύμια, επιστολές. Υπήρχε, όμως, μια τάξη. Το καθετί είχε βρει τη θέση του. Μαγείρευε υπέροχα κοχλιούς και κρητικό τραχανά. Κανένας επισκέπτης δεν έφευγε ακέραστος. Κερνούσε σε όλους το λικέρ «Γαλάτεια».

Όλα αυτά ζωντάνεψαν μέσα μου τον τελευταίο καιρό καθώς άκουγα τις πολύωρες κουβέντες μας, που είναι γραμμένες στις κασέτες, για όλα τα θέματα. Ήταν ανεξάντλητη. Έπαιρνε όμορφες παιδικές ψυχές, ως δασκάλα, και τις σμίλευε. Έδινε στέρεη μορφή στην ασχημάτιστη προσωπικότητά τους. Πολλοί από τους μαθητές της, της τηλεφωνούσαν για να την συναντήσουν με τα δικά τους παιδιά, ώστε ν’ ακούσουν τις συμβουλές της.

Οι αφηγήσεις της γίνονται κειμήλια μνήμης. Τέτοιοι άνθρωποι είναι ο κόσμος των οφειλών μας. Θεωρώ κορυφαία στιγμή της ζωής μου τη γνωριμία μας. Καθοριστική η παρουσία της με έργο και λόγο ευεργετικό. Με αυτόν τον λόγο μπορεί κανείς να έρθει κοντά, ακούγοντας τον ήχο της φωνής της, αφιλτράριστα, όπως η ίδια επέλεξε να τον εκφέρει.

Περιγράφει τον Βάρναλη, με ολοζώντανο τρόπο: «Ήταν απλούστατος, χαριτωμένος, με όλες τις αδυναμίες των απλών ανθρώπων, αθυρόστομος, ελευθερόστομος, μιλούσε ωραία, κολυμπούσε ωραία, γελούσε ακόμα πιο ωραία. Μεγάλος, χωρίς να φαίνεται. Δεν καταλάβαινες αν έχει αξία, γιατί ήταν πάρα πολύ απλός, αφελής. Δεν κρατούσε πόζα. Είναι μερικοί άνθρωποι, που αμέσως με τον τρόπο τους, καταλαβαίνεις ή ότι αξίζουνε ή ότι θέλουν να σε κάνουν να πιστέψεις ότι αξίζουνε.

Ο Βάρναλης ήταν σαν ένας απλός άνθρωπος του λαού. Όταν πεινούσε, πεινούσε, όταν γελούσε, όταν θύμωνε, όταν έβριζε – που δεν έβριζε βέβαια ποτέ – όταν ήταν αγανακτισμένος το εκδήλωνε».

Ήταν μια ευλογημένη εποχή της ζωής μου. Γνώρισα τη δεκαετία του ’80 πρόσωπα με τον ήλιο της δόξας να τους στεφανώνει. Γ. Ρίτσο, Μ. Θεοδωράκη, Μ. Μερκούρη κ.α. Μερικούς ανθρώπους όσο κι αν το φως τους λιγοστεύει, τους μετράς με το μέτρο τ’ ουρανού.

Για τον Καζαντζάκη θυμάται: «Ο Καζαντζάκης ήταν δοσμένος απόλυτα στο έργο του και δεν έχανε την ώρα του ούτε για επαφές με άλλους ανθρώπους, ούτε για την πολιτική, ούτε για τα κοινωνικά θέματα τα τρέχοντα. Δεν έχανε ώρα από τους στόχους του. Δεν μπορούμε να πούμε αν ήταν καλός φίλος, καλός αδελφός, καλός πατέρας, καλός γιος, διότι δεν του έμενε καιρός για να καλλιεργεί τέτοιου είδους επαφές.

Δεν ήταν ούτε φίλος ούτε εχθρός, γιατί και φίλος να είσαι και εχθρός πρέπει να διαθέσεις ώρα. Ήταν ένας άνθρωπος αμέτοχος, κλεισμένος σ’ έναν πύργο ατομικό, των ατομικών του ενδιαφερόντων. Δεν είχε αυτά τα συνήθη που έχουν οι άνθρωποι, διότι, αν τα είχε, δε θα ήταν ο Καζαντζάκης»!

Σε μια κοινωνία καταδικασμένη σε παρακμή, σ’ έναν κόσμο ηθικά ξεπεσμένο, ασφυκτικό, οι συσσωρευμένες γνώσεις και η σοφία της Ε. Αλεξίου, είναι μια μαθητεία. Ο λόγος της είναι πλούτος.

Η γνώμη της για τον έρωτα είναι πρωτοποριακή: «Ο έρωτας δεν εξαρτάται από την ανταπόκριση. Ο άνθρωπος δεν ερωτεύεται όταν στον έρωτά του υπάρχει ανταπόκριση. Μπορεί να ερωτευτεί χωρίς ανταπόκριση, όπως μπορεί να έχει ανταπόκριση και ο ίδιος να μην ερωτεύεται, να τον αγαπούν χωρίς ν’ αγαπά.

– Δεν υποφέρει όμως αυτός που δεν έχει ανταπόκριση;

Σίγουρα αλλά βέβαια το να τον αγαπούν κι αυτός να μην αισθάνεται τίποτα είναι μηδέν για αυτόν, το ανύπαρκτον. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει ανταπόκριση. Νομίζω ότι πιο πολύ αγαπά όταν δεν υπάρχει.

– Και πώς το εξηγείτε αυτό;

Διότι σου λείπει κάτι και το επιθυμείς. Όταν το έχεις δεν το επιθυμείς. Όταν έχεις κάτι δεν πάσχεις. Πάσχεις όταν δεν το έχεις. Έτσι λέω εγω…»

Η Εύα Νικολαΐδου χάρισε στο Κ.Κ.Ε. τις κασέτες που έχουν εγγεγραμμένες τις συνομιλίες της με την Ε. Αλεξίου, μαζί με ένα θεατρικό κείμενο που έγραψε για τη ζωή της, την εποχή της επιστροφής της στην Ελλάδα.

Μία γεύση από την περίληψη του έργου: «Με τον επαναπατρισμό της νοικιάζει ένα σπίτι, όπου μεταφέρει τα πράγματά της, το αρχείο της. Όλο αυτό το υλικό αποτελεί σημαντικό ντοκουμέντο της ζωής της διότι περιγράφει όλη την πορεία της (μιας γενιάς βασανισμένης) που είναι η ιστορία της Ελλάδας.

Αποφασίζει λίγα χρόνια αργότερα να ταξινομήσει όλη αυτή την πνευματική κληρονομιά που θα αποτελέσει μια χρονογραφία με όλα τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα που έζησε. Πολύτιμος βοηθός της ήταν ένας φοιτητής που την επισκεπτόταν κάθε μέρα για να βάλει μια τάξη σε όλες αυτές τις αποσκευές της πεζογράφου, παιδαγωγού, αγωνίστριας».

 

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις