Πριν 20 μέρες κατατέθηκε στη Βουλή ο προϋπολογισμός του 2022, του οποίου η ψήφιση πρόκειται να λάβει χώρα στις 18 του Δεκέμβρη. Από τότε ο πρωθυπουργός και ολόκληρο το κυβερνητικό σχήμα κομπάζουν για την τεράστια μακροοικονομική επιτυχία τους, γνωρίζοντας πως αφενός έχουν (προ)εξασφαλίσει τα κέρδη των κεφαλαιοκρατών που τους διατηρούν στον κυβερνητικό θώκο και αφετέρου πως υπάρχει μία μεγάλη μερίδα του λαού που στο άκουσμα και μόνο της λέξης “ανάπτυξη” θα ικανοποιηθεί τόσο, ώστε ο αντίλαλός της να καμπανίζει στα αυτιά του ακόμη και την ώρα της κάλπης, η οποία ολοένα και πλησιάζει.
Στην πραγματικότητα όμως τόσο αυτή η μερίδα ικανοποιημένων ψηφοφόρων, όσο και το υπόλοιπο (σχεδόν) κομμάτι του λαού δεν κατανοεί αυτά που ακούει, λογικό και επόμενο όταν οι λέξεις έχουν μασκαρευτεί από ασαφείς όρους που επί της ουσίας αποτελούν κούφια λόγια και κρύβουν επιμελώς πίσω τους σκανδαλώδη συμφέροντα.
Πρέπει όμως κάποια στιγμή σε αυτή τη χώρα να συνεννοηθούμε και να αφήσουμε κατά μέρους τα άλλα λόγια να αγαπιόμαστε… Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνει σε κάθε τόνο πως η κυβέρνησή του -και μάλιστα μέσα στην πανδημική λαίλαπα- καταφέρνει να κρατήσει τη χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά και το 2022, προβλέποντας μάλιστα ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 4,5%, ουσιαστικά ποντάροντας πάνω στην άνοδο των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 21,9%, ενώ παράλληλα τη βασίζει στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 3%.
Κατανοούμε αυτά που διαβάζουμε; Τί εστί ανάπτυξη 4,5%; Καταρχάς 4,5% τίνος πράγματος; Σε τι μετράμε την ανάπτυξη; Γιατί η κυβέρνηση βασίζει την ανάπτυξη αυτή σε άνοδο των ιδιωτικών επενδύσεων και τη ιδιωτικής κατανάλωσης; Και σε τελική ανάλυση ο λαός γιατί χαίρεται όταν ακούει γι’ αυτή την περιβόητη ανάπτυξη; Πάμε λοιπόν, με την ευκαιρία που μας δίνει η προσεχής ψήφιση του νέου προϋπολογισμού, να δούμε τι ακριβώς θέλει να μας πει το πολυσέλιδο αυτό κείμενο.
Η ανάπτυξη είναι μία οικονομική έννοια που μαζί με το αντίθετό της, την ύφεση, περιγράφουν το ρυθμό μεταβολής, πιο απλά την πορεία, μιας οικονομίας με την πάροδο του χρόνου και σχετίζεται με την πραγματική παραγωγή προϊόντων (και υπηρεσιών), δηλαδή με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας (ΑΕΠ). Ακριβώς έτσι μετράμε και τη μεταβολή του ρυθμού της οικονομίας, σε ποσοστό επί τοις εκατό του ΑΕΠ. Άρα όταν η κυβέρνηση κάνει λόγο για ανάπτυξη 4,5% αυτό που μας λέει είναι πως το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί κατά 4,5% σε σχέση με την περσινή χρονιά. Πως καταλήγουν σε αυτό τον αριθμό; Επί της ουσίας μαγειρεύουν τους αριθμούς κατά πως τους βολεύει.
Η συνταγή είναι παλιά όσο και ο κόσμος, γνωστή και σίγουρη. Μόνο τα συστατικά που χρησιμοποιούν ενίοτε αλλάζουν. Στο εν λόγω παράδειγμα οι σοφοί τεχνοκράτες προϋποθέτουν πρώτον πως οι ιδιωτικές επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 21,9% σε σχέση με το 2021. Τι μας λένε δηλαδή; Πως το ξεπούλημα της κρατικής περιουσίας το νέο χρόνο θα είναι ακόμα μεγαλύτερο κι από αυτό του 2021, το σωτήριον έτος που ξεπουλήθηκαν λιμάνια, αεροδρόμια, τραίνα, υδρογονάνθρακες, η ΔΕΗ, η ΛΑΡΚΟ, η ΔΕΠΑ και τόσες άλλες κρατικές ιδιοκτησίες. Με ποιό δικαίωμα ξεπούλησαν όλα αυτά και θα συνεχίσουν, με περισσό θράσος, το ξεπούλημα και το 2022, αυξάνοντάς το μάλιστα κατά 21,9%; Που τα βρήκαν και τα ξεπουλάνε; Δικά τους ήταν; Όχι! Ήταν δικά μας. Ξεπουλάνε δηλαδή την περιουσία του λαού. Και αυτό το ξεπούλημα το βαφτίζουν επένδυση, επένδυση η οποία εν τέλει μαγειρεύεται αριθμητικά σε ανάπτυξη.
Που αλλού βασίζουν την αναπτυξιακή τους επιτυχία; Στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, όπως μας λέει ο προϋπολογισμός, και μάλιστα κατά 3% σε σχέση με το 2021. Τι σημαίνει αυτό; Ποντάρουν πως και το 2022 η καταναλωτική μανία που καλλιεργούν στο λαό θα ανθίσει και θα καρπίσει και μάλιστα κατά 3% περισσότερο από φέτος. Και η ερώτηση είναι, πως ακριβώς ο λαός θα καταναλώσει ακόμα περισσότερο, όταν ακόμα βρίσκεται στη δίνη μιας πανδημικής κρίσης, η οποία είναι ξεκάθαρο πως θα βυθίσει όλο τον κόσμο σε μία επακόλουθη οικονομική; Πολλώ δε μάλλον όταν στην Ελλάδα η πανδημική κρίση ήρθε σε συνέχεια μιας άλλης δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Που θα βρει ο λαός τα λεφτά για να καταναλώσει περαιτέρω; Θα δανειστεί από τις τράπεζες ή θα ανέβει το εισόδημα του;
Και μιας που το αναφέραμε, ανάπτυξη του ΑΕΠ της χώρας δεν προϋποθέτει και αντίστοιχη αύξηση του εισοδήματος; Το κράτος, ως διαχειριστής της οικονομίας, δεν μπορεί να έχει κέρδη και το όποιο πλεόνασμα προκύψει στην εθνική οικονομία θα πρέπει να αναδιανεμηθεί στους πολίτες, καταρχάς αυξάνοντας τον μισθό της ΕΣΣΕ. Έτσι δε μας μάθατε στην Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή στο δημοτικό; Τα ίδια δε μας είπατε στην Οικιακή Οικονομία στο γυμνάσιο; Τα ίδια δεν παπαγαλίσατε στις Αρχές Οικονομικής Θεωρίας στο λύκειο; Που είναι λοιπόν η αντίστοιχη αύξηση του μισθού; Δεν προβλέπεται από τον προϋπολογισμό του 2022;
Βεβαίως και προβλέπεται, άλλωστε είπαμε εκλογές έρχονται. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο φτιάξαμε και το παραμύθι της ανάπτυξης. Απλώς υπάρχει μια μικρή ασυμφωνία των ποσοστών. Αντί για 4,5% του ΑΕΠ, ο μισθός μεταβάλλεται με κάπως μικρότερο ρυθμό, αλλά ευτυχώς θετικό! Θα αυξηθεί κατά 0,2%. Τόση είναι η πραγματική αύξηση του μέσου μισθού για το 2022, με τον Υπουργό Εργασίας κύριο Χατζηδάκη να μας διαβεβαιώνει πως “Οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να φύγει η οικονομία μπροστά και αυτό θα έχει αντανάκλαση και στους μισθούς των εργαζομένων”. Αυτή η αντανάκλαση όμως θα είναι καντηλιού, καθώς από την ανάπτυξη 4,5% του ΑΕΠ περίσσεψε ένα πενιχρό 0,2% του μέσου μισθού για το λαό, ήτοι 1,11€ το μήνα, δηλαδή μία δαγκωμένη τυρόπιτα…
Παράλληλα η αύξηση των αμυντικών δαπανών για το 2022 κυμαίνεται στο 33,9% σε σχέση με το 2021, που πάλι είχαμε αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 62% σε σχέση με το 2020, ποσοστά που μας καθιστούν τους καλύτερους πελάτες του ΝΑΤΟ και τη χώρα με το υψηλότερο ποσοστό δαπανών άμυνας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπενθυμίζω δε πως και οι δύο αυτές χρονιές ήταν μεσούσης της πανδημίας. Παράλληλα οι δαπάνες υγείας προσέγγιζαν μόλις το 5% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα κατά τη διάρκεια των δύο ετών της πανδημίας. Και όλα αυτά δεν τα λένε τίποτα κομμουνιστές, τα λένε οι επίσημοι προϋπολογισμοί του ελληνικού κράτους και του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
Με άλλα λόγια, το μοτίβο της ελληνικής οικονομίας από τη σκοπιά του λαϊκού νοικοκυριού είναι κρίση-κρίση-κρίση. Καμία ανάπτυξη δεν έχει δει η λαϊκή τσέπη, αντιθέτως μια συνεχή συρρίκνωση, ακριβώς διότι τόσο η ανάπτυξή τους, όσο και η ύφεσή τους μαγειρεύονται πάντα για να τραφούν οι οπλέμποροι, οι εργολάβοι, οι εφοπλιστές, οι βιομήχανοι και εν γένει οι ταγοί τους. Βρέξει ή χιονίσει τα δικά τους κέρδη είναι εξασφαλισμένα. Θα προκύψουν είτε από περικοπές του λαϊκού εισοδήματος, είτε από επιβολή βαριάς φορολογίας, είτε από ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, είτε από όλα τα παραπάνω και ακόμη περισσότερα αντιλαϊκά μέτρα.
Ας αφήσουμε λοιπόν τα άλλα λόγια να αγαπιόμαστε και ας καταλήξουμε σε εκείνα τα απλά μεστά λόγια του Φρίντριχ Ένγκελς “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα”.