Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Τα debates που θα μας κάνουν σοφότερους…

Η κουλτούρα της από-πολιτικοποίησης κυρίαρχη στην προεκλογική περίοδο Προεκλογική αντιπαράθεση για τον …τρόπο της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Ήταν αναμενόμενο να συμβεί..

Η κουλτούρα της από-πολιτικοποίησης κυρίαρχη στην προεκλογική περίοδο

Προεκλογική αντιπαράθεση για τον …τρόπο της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Ήταν αναμενόμενο να συμβεί στην τελική ευθεία πριν τις εκλογές. «Μήλον της Έριδος» το αν θα υπάρξει απευθείας τηλεοπτική αντιπαράθεση, μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Προφανώς η Νέα Δημοκρατία θα αποφύγει να πάρει το συγκεκριμένο «ρίσκο», αφού το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών και οι -μέχρι τώρα-  δημοσκοπήσεις την ευνοούν. Αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει το παν για να πιέσει στη συγκεκριμένη κατεύθυνση, εκτιμώντας ότι ο Αλέξης Τσίπρας διαθέτει επικοινωνιακό πλεονέκτημα έναντι του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Πίσω όμως από όλη αυτή την υπόθεση, κρύβεται η πρόθεση των «μονομάχων του διπολισμού» για μία προεκλογική περίοδο με έντονο το προσωπικό στοιχείο και στόχο τη διαμόρφωση ενός πολιτικού κοινού με χαρακτηριστικά «αμερικάνικου τύπου».

Υπολανθάνον ζητούμενο αυτής της «κουλτούρας» είναι η απολιτικοποίηση των εκλογών. Η απογύμνωση τους από την πραγματική βάση των πολιτικών που θα ακολουθηθούν και μάλιστα ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος.  

Δηλαδή, στα debates που επιθυμεί ο ΣΥΡΙΖΑ και στις τηλε-συζητήσεις όλων των πολιτικών αρχηγών που προκρίνει η Νέα Δημοκρατία δεν θα υπάρξει χώρος (σίγουρα δεν θα υπάρξει αρκετός χώρος), ώστε να αναδειχθούν οι πολιτικές συγκλίσεις των δύο χώρων: Η προσήλωσή τους στις λογική του μονόδρομου των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Των οικονομικών πολιτικών που καθορίζονται από τους «χρυσούς κανόνες» του Ευρώ, τους συμφωνημένους ισοσκελισμένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και την αποπληρωμή του χρέους.

Παρόλα αυτά, τα επιτελεία τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της Νέας Δημοκρατίας μας δηλώνουν πως οι τηλεμαχίες των πολιτικών αρχηγών είναι ο καλύτερος τρόπος για να πληροφορηθούμε τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων, τις τελευταίες ημέρες πριν την κάλπη.

Το «ντιμπέιτ» Τσίπρα – Μεϊμαράκη

Ας ανατρέξουμε στο τι έγινε στο τελευταίο προεκλογικό ντιμπέϊτ, το οποίο καταγράφηκε σχεδόν τέσσερα χρόνια πιο πριν, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 και συγκεκριμένα στις 14 του μήνα, μόλις 6 μέρες πριν τις εκλογές, ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τον τότε αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας Βαγγέλη Μεϊμαράκη.

Εάν αναζητήσουμε τις πολιτικές ειδήσεις που προέκυψαν από την συγκεκριμένη αντιπαράθεση, δεν θα βρούμε απολύτως τίποτε. Αμφότεροι οι πολιτικοί αρχηγοί απέφυγαν οποιαδήποτε συγκεκριμένη απάντηση απέναντι σε οποιοδήποτε ερώτημα. Αντίθετα επιδόθηκαν σε μια γενικόλογη συνθηματολογία. Ο Αλέξης Τσίπρας προωθούσε τότε τη λογική του «μνημονίου με ανθρώπινο πρόσωπο» και ο Βαγγέλης Μειμαράκης επιχειρούσε να αποδείξει ότι, το πρώτο εξάμηνο του 2015 αποτέλεσε κίνδυνο για την οικονομία, που βαρύνει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η «πολιτική συνεισφορά» του debate απεικονίστηκε στα πρωτοσέλιδα της επόμενης ημέρας. Μια μεγάλη μερίδα του τύπου διαπίστωσε πως στην προεκλογική περίοδο υπήρξε …πόλωση. Κάτι που σαφώς δεν κάνει τους ψηφοφόρους σοφότερους, αφού, όχι απλά είναι το αυτονόητο για εκλογικές διαδικασίες που κυριαρχεί ο δικομματισμός, αλλά δεν έχει ως διαπίστωση ουσιαστικά κανένα πολιτικό περιεχόμενο.

Δεν έλειψαν φυσικά, οι καθόλα παραταξιακές και προεκλογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις, που είχαν προφανώς προδιαγράψει το αποτέλεσμα της τηλεμαχίας. Όπως καταλαβαίνετε και αυτές οι αποτιμήσεις είχαν ελάχιστη χρησιμότητα στην ενημέρωση του εκλογικού σώματος.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η μόνη πρωτοσέλιδη αναφορά που είχε ένα πολιτικό ενδιαφέρον, ήταν αυτή της εφημερίδας Καθημερινή. Διαπίστωνε ότι η βασική συμφωνία, μεταξύ των δύο υποψήφιων πρωθυπουργών, ήταν οι κατευθύνσεις του τρίτου μνημονίου. Αυτό δηλαδή, που ψηφίστηκε και από τα δύο κόμματα και εφαρμόστηκε με την κοινοβουλευτική σύμπραξή τους στα σχετικά νομοσχέδια επί τρία χρόνια

Μάλιστα η εφημερίδα, επιβεβαιώνοντας το ρόλο της ως ψύχραιμος, όσο και γνήσιος εκφραστής  των ζητουμένων της εγχώριας αστικής τάξης, προέκρινε τη συνέχιση της συνεργασίας και «αβάνταρε» τη «στροφή στον ρεαλισμό» του ΣΥΡΙΖΑ. Η συνέπειά της Καθημερινής, επιβεβαιώθηκε άλλωστε και με το άρθρο του διευθυντή της Αλέξη Παπαχελά, τον Μάρτιο του 2017. 

Αντίστοιχη ήταν η εικόνα που παρουσίασαν και οι ιστότοποι τη συγκεκριμένη περίοδο. Αξίζει να θυμηθούμε και κάποια άλλα στοιχεία του τηλεοπτικού ντιμπέιτ, που απασχόλησαν την επικαιρότητα της εποχής: Όπως για παράδειγμα το αν η ΕΡΤ είχε φροντίσει να είναι εμφανής η διαφορά ύψους ανάμεσα στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη και τον Αλέξη Τσίπρα. Η Ν.Δ είχε τότε καταγγείλει ότι με τεχνικό τρόπο η κρατική τηλεόραση είχε «κοντύνει» τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Επίσης, αρκετά απασχόλησε η εμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα, που αν και διατήρησε τη συνήθεια να παρουσιάζεται χωρίς γραβάτα, είχε προσθέσει ένα λευκό μαντήλι στην αριστερή τσέπη από το σακάκι. Ενδυματολογικός κώδικας που επίσης σχολιάστηκε.

Η εικόνα δεν ήταν καλύτερη και στα «ομαδικά» debates όπου συμμετείχαν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί. Κοινή ήταν η πεποίθηση στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 ότι υποτάχθηκαν στους τηλεοπτικούς κανόνες και αποτέλεσαν μέρος της γενικότερης κουλτούρας αποπολιτικοποίησης της προεκλογικής περιόδου. Σε ένα πλήρως ελεγχόμενο τηλε – περιβάλλον, οι πολιτικοί αρχηγοί περιστοιχίζονταν από τα επιτελεία τους και στις περισσότερες περιπτώσεις φρόντιζαν να στρογγυλεύουν τον πολιτικό τους λόγο, για να μην προκύψει κάποιο επικοινωνιακό «ατύχημα» που δεν θα υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος για να «μπαλωθεί» έως την Κυριακή των εκλογών.

Επίσης, ο πολιτικός λόγος εγκλωβίζονταν στους τηλεοπτικούς χρόνους και ο κάθε αρχηγός κόμματος κυνηγούσε ένα χρονόμετρο που μετρούσε αντίστροφα, ενώ «μετρούσε» για την τηλεοπτική του εικόνα το αν θα καταφέρει να απαντήσει σε μερικά δευτερόλεπτα. Ουσιαστικά, η πολιτική αντιπαράθεση είχε εξαρχής περιοριστεί στην λογική  της «εξυπνάδας» και της «ατάκας». Έτσι σοβαρά ζητήματα που αφορούν την οικονομία, το ασφαλιστικό, τα εργασιακά δικαιώματα και τη φορολογία, ήταν αδύνατο να συζητηθούν διεξοδικά και με στοιχεία. Παράλληλα δεν υπήρχε η δυνατότητα του αντίλογου.

Όσο για την θεματική ατζέντα, αυτή καταρτίζονταν από τους δημοσιογραφικούς εκπροσώπους των μεγαλύτερων σε ακροαματικότητα καναλιών. Πράγμα που δεν μπορεί να εγγυηθεί – για πολλούς λόγους- την μεταφορά του λαϊκού προβληματισμού. Κι αυτό είναι άσχετο από την επαγγελματική επάρκεια των δημοσιογράφων, που κάθε φορά συμμετέχουν. Πάντως ακόμη και στους δημοσιογράφους, παρατηρήθηκε στα debates το φαινόμενο να μην μπορούν να διατυπώσουν την ερώτησή τους στα όρια του προκαθορισμένου χρόνου.

Απόψεις