Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η δίκη των Εξι και η εκτέλεσή τους στο Γουδί

Η δίκη των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής από έκτακτο στρατοδικείο έμεινε στην ιστορία και είναι γνωστή ως «Η δίκη των έξι». Η δίκη πραγματοποιήθηκε από τις 13 Νοέμβρη έως 28 Νοέμβρη 1922 (31 Οκτώβρη έως τις 15 Νοέμβρη με το παλιό ημερολόγιο) -- Το πρωί της Τρίτης 15 Νοέμβρη 1922 ο Θεόδωρος Πάγκαλος φωνάζει τον επαναστατικό επίτροπο συνταγματάρχη Νεόκοσμο Γρηγοριάδη και τον καλεί να οδηγήσει αμέσως τους έξι καταδικασθέντες σε θάνατο στον τόπο των εκτελέσεων και να τους τουφεκίσει πριν ακόμη βγει για τα καλά ο ήλιος

Λίγα λεπτά  μετά τα μεσάνυχτα της 14ης προς την 15η Νοεμβρίου οι στρατοδίκες αποσύρονται σε σύσκεψη στο γραφείο του προέδρου της Βουλής που χρησιμοποιείται ως αίθουσα διασκέψεων. Οι κατηγορούμενοι παραμένουν στα δύο συνεχόμενα δωμάτια του δεσμωτηρίου στη δυτική πτέρυγα του κτιρίου. Το πυκνό ακροατήριο παραμένει στις θέσεις του. Λίγο μετά τις δύο τα ξημερώματα ο συνήγορος του Γούναρη Σωτηριάδης ο οποίος περιφερόταν στους διαδρόμους προσπαθώντας να μάθει τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες του γραφείου όπου συνεδριάζουν οι στρατοδίκες. Επιστρέφει με το πρόσωπο συννεφιασμένο. Στο διάδρομο είχε συναντήσει τον φρούραρχο του Στρατοδικείου συνταγματάρχη Βώκο ο οποίος τον πληροφορεί ότι μόλις είχε λάβει διαταγή να μεταφέρει τους κατηγορουμένους στις φυλακές Αβέρωφ για να προσθέσει: «Το πρωί θα γίνουν  εκτελέσεις. Καταδικάζονται σε θάνατο οι περισσότεροι».

«Ριζοσπάστης» 16 Νοεμβρίου 1922, με την είδηση για την απόφαση του Στρατοδικείου. Πάνω δεξιά το κενό που παρουσιάζεται οφείλεται στην αφαίρεση κειμένου από τη λογοκρισία.

 

Οι αυταπάτες των μελλοθανάτων: «Αυτά είναι ανοησίες»

 

 Οι περισσότεροι από τους κατηγορουμένους δεν τον πιστεύουν. Μάλιστα ο Ν. Στράτος φωνάζει: «Αυτά είναι ανοησίες. Εις την εποχήν μας δεν γίνονται εκτελέσεις».

Μετά από δέκα πέντε λεπτά στον περίβολο της Βουλής εισέρχονται πέντε αυτοκίνητα. Ένα στρατιωτικό καμιόνι, δύο νοσοκομειακά οχήματα και δύο μικρότερα αυτοκίνητα. Στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη απομακρύνουν τους λιγοστούς διαβάτες της οδού Σταδίου. Άλλοι οδηγούν τους επτά  κατηγορουμένους στα αυτοκίνητα και τους επιβιβάζουν στα δύο νοσοκομειακά ενώ οι αποσκευές τους φορτώνονται στο καμιόνι. Η πομπή ξεκινά και με μεγάλη ταχύτητα κατευθύνεται προς τις φυλακές Αβέρωφ.

Την ίδια ώρα στην κλινική Ασημακοπούλου την οδό Ασκληπιού  όπου νοσηλεύεται φρουρούμενος ο Δημήτριος Γούναρης φθάνει μια ομάδα αξιωματικών με επικεφαλής τον υποδιευθυντή της Αστυνομίας ταγματάρχη Εμμ. Κατσιγιαννάκη και στρατιωτικό τμήμα 40 ανδρών με δύο ανθυπολοχαγούς που περικυκλώνουν το κτίριο  . Οι στρατιωτικοί δεν μπαίνουν μέσα στην κλινική. Περιμένουν να ξημερώσει.

«Σκριπ» 16 Νοεμβρίου 1922. Πάνω αριστερά είναι η είδηση για την εκτέλεση των Έξι. Είναι επίσης εμφανή τα σημάδια της λογοκρισίας που έχει αφαιρέσει το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου της είδησης για τις κινήσεις του Βρετανού πρεσβευτή.

Στο μεταξύ συνεχίζεται η σύσκεψη των στρατοδικών. Λίγα πράγματα έχουν γίνει γνωστά για το τι ακούστηκε σε εκείνη τη σύσκεψη και κυρίως για το αν υπήρξαν αντιρρήσεις για τις θανατικές καταδίκες. Αργότερα κυρίως από αντιβενιζελικούς συγγραφείς  γράφτηκε ότι δύο στρατοδίκες ο πλοίαρχος Ι. Γιαννικώστας και ο αντιπλοίαρχος Λ. Κανάρης αποχώρησαν από την αίθουσα των συσκέψεων και χρειάστηκε η παρέμβαση του υπουργού Στρατιωτικών Θεόδωρου Πάγκαλου γι να επανέλθουν . Ο Πάγκαλος τους ζήτησε να τελειώνουν γρήγορα με ομόφωνη απόφαση επικαλούμενος «σοβαρό λόγο» που δεν ήταν άλλος από την αναμενόμενη  άφιξη του Βρετανού πλοιάρχου Τζέραλντ Τάλμποτ. Το αντιτορπιλικό στο οποίο επέβαινε είχε ήδη περάσει τον Ισθμό της Κορίνθου και σε λίγο θα «έπιανε» στον Πειραιά. Η μόνη «παραχώρηση» που κάνει είναι να δεχθεί να μην καταδικαστούν σε θάνατο οι Ξ. Στρατηγός και Μ. Γούδας. Παρά τις παραινέσεις του Πάγκαλου οι στρατοδίκες καθυστερούν. Ο υπουργός Στρατιωτικών τηλεφωνεί στον Οθωναίο:

Πάγκαλος: Ποια είναι η απόφασις σας;

Οθωναίος: Ακόμη η διαφωνίας μας εξακολουθεί να είναι ριζική…

Ο Πάγκαλος επιστρέφει στη Βουλή και μπαίνει στην αίθουσα συσκέψεων. Ήδη έχει σχηματισθεί πλειοψηφία για τις θανατικές καταδίκες αλλά υπάρχει και η μειοψηφία. Χρειάστηκε μία ώρα προσπαθειών του Πάγκαλου για να πειστεί η μειοψηφία. Και όταν τελικά το πετυχαίνει αρχίζει η σύνταξη της ομόφωνης απόφασης.

 

«Εις θάνατον»

 

Στις 6.40 τα ξημερώματα οι στρατοδίκες επιστρέφουν στην αίθουσα του Στρατοδικείου. Μπροστά στην έδρα έχει παραταχθεί ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα. Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου χλωμός και μέσα σε νεκρική σιγή διαβάζει την απόφαση ενώ οι στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα:

«Μακεδονία» 16 Νοεμβρίου 1922, με την είδηση (στην αριστερή στήλη) για την εκτέλεση των έξι στο Γουδί.

«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β΄ το Έκτακτον Επαναστατικόν Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά Νόμον (…) κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών.

Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη.

Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων…».

Η ανάγνωση της απόφασης ολοκληρώνεται. Όμως ουδείς από το ακροατήριο κινείται. Ο στρατηγός Οθωναίος γυρίζει την πλάτη στο κοινό και απομακρύνεται. Κάποιοι  στρατοδίκες του φωνάζουν: «Κύριε Πρόεδρε δεν λύσατε τη συνεδρία». Ο Οθωναίος  δεν τους ακούει και προχωρεί προς την έξοδο.

Τότε, ένας από τους στρατοδίκες, ο συνταγματάρχης Γ. Σκανδάλης από τη θέση του προέδρου λύει τη συνεδρίαση για να τηρηθούν οι τύποι.

 

Η μεταφορά του Γούναρη

 

Στις 7 το πρωί, στην κλινική Ασημακοπούλου μπαίνει ο ταγματάρχης Κατσιγιαννάκης . Στο διάδρομο συναντά τον εξάδελφο του Γούναρη και προσωπικό του γιατρό Ι. Βλάχο και τον γαμπρό του Κανέλλο Κανελλόπουλο (σ.σ. πατέρας του Παναγιώτη Κανελλόπουλου).

«Έχω διαταγή να μεταφέρω εις τας φυλακάς Αβέρωφ τον κύριο πρόεδρο», τους λέει.

Οι δυο συγγενείς  του Γούναρη αντιδρούν λέγοντας στον αξιωματικό ότι η κατάσταση του είναι σοβαρή και κάθε μετακίνησή του μπορεί να είναι επικίνδυνη για τη ζωή του.

Ο Κατσιγιαννάκης επιμένει: «Θα τον μεταφέρω έστω και δια της βίας», απαντά.

Ο Γούναρης ξυπνά από τον θόρυβο και ο Κατσιγιαννάκης που έχει ήδη μπει στο δωμάτιο του λέει: «Κύριε πρόεδρε, σηκωθείτε. Θα σας μεταφέρομε».

«Περιμένετε να ενδυθώ», απαντά ο Γούναρης.

Ο Βλάχος κάνει μια καρδιοτονωτική ένεση στον Γούναρη ο οποίος αφού του παρέδωσε την ιδιόγραφη διαθήκη του οδηγήθηκε με φορείο στο καμιόνι που είχε μετατραπεί σε νοσοκομειακό.

 

«Θα εκτελεσθεί η απόφαση;»

 

 

Πλαστήρας- Γονατάς. Πίσω αριστερά ο Γεώργιος Παπανδρέου, πολιτικός σύμβουλος της «Επαναστατικής Κυβέρνησης» στην αρχή, και υπουργός των Εσωτερικών από τις 9 Ιανουαρίου 1923.
Πλαστήρας- Γονατάς. Πίσω αριστερά ο Γεώργιος Παπανδρέου, πολιτικός σύμβουλος της «Επαναστατικής Κυβέρνησης» στην αρχή, και υπουργός των Εσωτερικών από τις 9 Ιανουαρίου 1923

Μόλις έγινε  γνωστή η καταδικαστική απόφαση πολλοί αναρωτιόνταν: «Θα εκτελεσθεί;». Ο Πλαστήρας βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Περίμενε την παρέμβαση του Βενιζέλου για να «οχυρωθεί» πίσω από αυτήν. Όμως το τηλεγράφημα  του αρχηγού των Φιλελευθέρων δεν είχε φτάσει ακόμη. Κι απέναντι του είχε τους κατώτερους αξιωματικούς οι οποίοι με επικεφαλής τον Πάγκαλο ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν. Έτσι υπέγραψε τη διαταγή εκτελέσεως την οποία ζητούσε ο επαναστατικός επίτροπος Γρηγοριάδης για να ξεκινήσει τις σχετικές διαδικασίες. Ο Γεώργιος Παπανδρέου πήγε στο σπίτι του Πλαστήρα και τον ρώτησε: «Αν έρθη Αρχηγέ, τηλεγράφημα του Βενιζέλου συνιστώντας να μη γίνουν εκτελέσεις, τότε;».

Πλαστήρας: Δεν μπορώ ν’ αλλάξω γνώμη. Έδωκα το λόγο μου. Άλλωστε τηλεγράφημα του Βενιζέλου δεν ήλθε.

Παπανδρέου: Κι αν έλθη σκέπτεσαι τη θέση σου; Πώς θα δικαιολογηθείς δια την εκτέλεσιν, όταν θα υπάρχουν συστάσεις των Συμμάχων να μη ΄γινη εκτέλεσις, γιατί θα ζημιωθούν τα εθνικά συμφέροντα; Σκέπτεσαι ότι αυτοί εκτελούνται ακριβώς γιατί δεν συνεμορφώθησαν προς αναλόγους συμμαχικάς συστάσεις; Δεν λαμβάνεις υπ’ όψιν σου τους εδώ πρεσβευτάς; Δεν θα λάβης υπ’ όψιν σου ούτε τον Βενιζέλο;

Ο Πλαστήρας εμφανώς εκνευρισμένος περιορίστηκε να μουρμουρίσει κάτι που ουδείς άκουσε. Ηξερε πως αν σταματούσε τις εκτελέσεις θα τον ανέτρεπαν οι υπό τον Πάγκαλο αξιωματικοί. Κι αν ακόμη ήθελε να σώσει τις ζωές των έξι δεν θα το κατόρθωνε.

 

Το τηλεγράφημα του Βενιζέλου

 

 

Ελευθέριος Βενιζέλος

Ο Βενιζέλος έστειλε τηλεγράφημα στον Πλαστήρα. Αλλά αυτό έφτασε στην Αθήνα μετά την εκτέλεση. Και το κυριότερο: Έτσι όπως ήταν γραμμένο «μπορούσε κανείς να το ερμηνεύσει όπως ήθελε», όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ο Γιάνης Κορδάτος:

«Λωζάνη, 15 Νοεμβρίου 1922. Επαναστατικήν Επιτροπήν Αθήνας. Σήμερον ο λόρδος Κώρζον βαθύτατα συγκεκινημένος με επλησίασε και μοι επέδειξε τηλεγράφημα αγγέλλον την απόφασιν του Στρατοδικείου δι’ ής καταδικάζονται εις θάνατον οι κατηγορούμενοι. Μοι ετόνισε την φρικαλέαν εντύπωσιν, η οποία θα εδημιουργείτο όχι μόνον μεταξύ των κυβερνητικών κύκλων εν Αγγλία, αν υπεύθυνοι υπουργοί της χώρας, οίτινες κατά τρόπον έκδηλον είχον υπέρ αυτών την υποστήριξιν της κοινής γνώμης ότε ανέλαβον την αρχήν, εξετελούντο. Και προσέθηκεν ότι αν πραγματοποιηθή η εκτέλεσις, η βρετανική κυβέρνησις θα προβή εις ανάκλησιν του πρεσβευτού της. Καίτοι, όπως γνωρίζετε, μετά προσοχής αποφεύγω να επέμβω εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της χώρας, θεωρώ καθήκον μου να σας βεβαιώσω ότι η εντύπωσις θα είναι πράγματι ως την παριστά ο λόρδος Κώρζον και να σας επισύρω την προσοχήν σας επί του γεγονότος ότι η θέσις μου ενταύθα θα καταστή δυσχερής. Ελευθέριος Βενιζέλος».

Και μία λεπτομέρεια με τη σημασία της: Επτά χρόνια μετά τον Ιανουάριο του 1929, όταν οι αντιθέσεις στο αστικό στρατόπεδο είχαν ξεθωριάσει γιατί μπροστά τους πρόβαλε ένας καινούργιος εχθρός η εργατική τάξη που ανδρωνόταν (σ.σ. το Ιδιώνυμο ψηφίστηκε τη χρονιά εκείνη) ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε επιστολή του προς  τον Παναγή Τσαλδάρη έγραφε λόγια επαινετικά για τους εκτελεσμένους ηγέτες της φιλοβασιλικής παράταξης:

«Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την μικρασιατική καταστροφή. Δύναμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω ότι πιστεύω ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των οδηγεί την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον».

Αλλά και στις  31 Μαρτίου 1932,  πρωθυπουργός ων και έχοντας ήδη αρχίσει να φλερτάρει με τη μοναρχία,  αναφέρθηκε μέσα στη Βουλή  στο θέμα της θανατικής καταδίκης των «έξι», δηλώνοντας  ότι «αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών, υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει σε μνημόσυνο όπως δεηθεί, μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων»

 

Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄

 

Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄

Πολλοί από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο έχουν  υποστηρίξει πως ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ θα μπορούσε να σώσει τις ζωές των έξι εκβιάζοντας με την παραίτησή του. Όμως εκείνες τις στιγμές ο Γεώργιος δεν είχε καμία δύναμη. Ο Παναγιώτης Πιπινέλης άνθρωπος των ανακτόρων (πρωθυπουργός το 1963 μετά την πρώτη φυγή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και αργότερα υπουργός Εξωτερικών της Χούντας του Παπαδόπουλου) που έζησε από κοντά τον Γεώργιο έγραψε στο  βιβλίο του «Γεώργιος Β΄»: «Εν απελπισία εβρισκόμενος ο Βασιλεύς διατάσσει να ετοιμασθούν αι αποσκευαί του. Ο αρχηγός των Ελευθεροφρόνων  Ι. Μεταξάς, ο μόνος απομένων τότε ελεύθερος αρχηγός της αντιπολιτεύσεως, του διαμήνυσεν όμως ότι καθήκον του ήτο να μείνη εις την θέσιν του και να μη αφήση τον τόπον εις το χάος. Το ίδιον του διεμήνυσε και ο Άγγλος πρεσβευτής».

Για αρκετό καιρό κορυφαίοι  εκπρόσωποι του φιλοβασιλικού στρατοπέδου τα είχαν βάλει με το Γεώργιο Β΄ γιατί, όπως έλεγαν δεν έπρεπε να αφήσει τους Πλαστήρα και Πάγκαλο να εκτελέσουν τους έξι. Στην ανάγκη, σημείωναν, έπρεπε να παραιτηθεί.

Ένας από  αυτούς  ήταν και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης ο οποίος κάθε φορά που γινόταν συζήτηση για την εκτέλεση των έξι έλεγε: «Ο Γούναρης χάριν του Κωνσταντίνου τάβαλε και με τον Βενιζέλο. Ακολούθησε την πολιτική του βασιλιά και γιατί τη νόμιζε εθνική και γιατί ήθελε να σώση τη δυναστεία».

 

Η εκτέλεση των έξι στο Γουδί

 

Ο τόπος της εκτέλεσης

Το πρωί της Τρίτης 15 Νοεμβρίου 1922 ο Θεόδωρος  Πάγκαλος καλεί τον επαναστατικό επίτροπο συνταγματάρχη Νεόκοσμο Γρηγοριάδη και τον καλεί να οδηγήσει αμέσως τους έξι καταδικασθέντες σε θάνατο στον τόπο των εκτελέσεων και να τους τουφεκίσει πριν ακόμη βγει για τα καλά ο ήλιος. Στον τόπο της εκτέλεσης βρίσκεται ήδη από τις 3 τα ξημερώματα το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Γρηγοριάδης ζητάει να του δοθεί η απόφαση του Στρατοδικείου επικυρωμένη από την Επανάσταση, φεύγει από το κτίριο της Βουλής και πηγαίνει στο σπίτι του Πλαστήρα που περιμένει να του φέρουν την καθαρογραμμένη απόφαση. Σε λίγο φτάνει και ο Πάγκαλος ο οποίος  κατσαδιάζει τον Γρηγοριάδη που επιμένει στην τήρηση των τύπων, ενώ από στιγμή σε στιγμή αναμένεται να φτάσει ο Βρετανός πλοίαρχος Τάλμποτ και να καταστεί αδύνατη η εκτέλεση.

Τελικά η διαταγή ετοιμάστηκε και ο Πλαστήρας την υπέγραψε αφού προηγουμένως έκανε μια αλλαγή με το χέρι του. Η διαταγή εκτελέσεως εκδόθηκε «Εν ονόματι της Επαναστάσεως» ενώ η απόφαση του Στρατοδικείου εκδόθηκε  «Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων. Και πραγματικά θα ήταν το λιγότερο παράδοξο ο ίδιος ο Βασιλιάς να υπογράφει την διαταγή εκτέλεσης αυτών που ήταν οι στυλοβάτες του καθεστώτος του.

 

Ο Τάλμποτ στο Φάληρο

 

Στις 10.30 το πρωί στο Νέο Φάληρο αγκυροβολεί το βρετανικό αντιτορπιλικό που μεταφέρει τον πλοίαρχο Τάλμποτ. Μισή ώρα αργότερα ο Τάλμποτ φτάνει στη βρετανική πρεσβεία που τότε βρισκόταν στην πλατεία Κλαυθμώνος. Πρώτη δουλειά του απεσταλμένου της βρετανικής κυβέρνησης είναι να τηλεφωνήσει στον Πλαστήρα ο οποίος απαντά ότι ευχαρίστως θα τον δεχθεί.

Η πρώτη σελίδα του Ριζοσπάστη της 16ης Νοεμβρίου 1922. Το άρθρο στην πρώτη σελίδα έχει τίτλο «Προς νέους πολιτικούς αγώνας». Την πρώτη παράγραφο την έχει κόψει η λογοκρισία.

Στο μεταξύ στις φυλακές Αβέρωφ όπου έχουν συγκεντρωθεί από νωρίς το πρωί στενοί συγγενείς και φίλοι των καταδικασθέντων ένας ανθυπομοίραρχος ανακοινώνει στους έξι πως η εκτέλεση έχει οριστεί για τις έντεκα. Οι καταδικασθέντες περνούν ένας ένας από το κελί του Γούδα και του Στρατηγού που έχουν καταδικασθεί σε ισόβια. Εκεί ένας παπάς τους μεταλαβαίνει. Σε λίγα λεπτά επιβιβάζονται σε δύο νοσοκομειακά κλειστά αυτοκίνητα. Και η πομπή ξεκινάει. Μπροστά ένα καμιόνι με χωροφύλακες . Ακολουθούν τα δύο νοσοκομειακά. Και πίσω τους ένα δεύτερο καμιόνι. Από το καπό μπροστά στον οδηγό ξεπροβάλει η κάννη ενός πολυβόλου. Η πομπή ανηφορίζει προς τους Αμπελοκήπους και σε λίγο χάνεται στη στροφή της Μεσογείων. Κατά μήκος της διαδρομής είναι τοποθετημένοι δεξιά και αριστερά στρατιώτες. Στο ύψος του δρόμου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Πεντάγωνο τα αυτοκίνητα στρίβουν αριστερά. Τότε ο τόπος ήταν έρημος. Μόνο περιβόλια, πεύκα, μαντριά και λίγα κτίσματα στο σημείο όπου βρίσκεται η «Σωτηρία», τότε φθισιατρείο.

 

 «Πού πηγαίνομεν;» «Εις τον άλλον κόσμον!»

 

Ένα χιλιόμετρο μετά τη στροφή από τη Μεσογείων τα αυτοκίνητα σταματούν. Στον τόπο της εκτέλεσης είναι παραπεταγμένο ήδη το εκτελεστικό απόσπασμα. Αρκετοί πολίτες από τα γύρω υψώματα παρακολουθούν το «θέαμα».

Το γενικό πρόσταγμα της εκτέλεσης έχει ανατεθεί στον ταγματάρχη Τρύφωνα. Το λόχο φρουράς διοικεί ο λοχαγός Σφακιανάκης. Η φρουρά και το εκτελεστικό απόσπασμα σχηματίζουν ένα μεγάλο Π μέσα στα χωράφια. Λίγα μέτρα πιο κει βρίσκονται οι τάφοι των αξιωματικών  Καλαμαρά και Χατζόπουλου. Στα χρόνια του διχασμού παραδόθηκαν στους Γερμανούς , οδηγήθηκαν στο Γκέρλιτς και στη συνέχεια με γερμανικό υποβρύχιο προσπάθησαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν ως κατάσκοποι.

Οι κατάδικοι κατεβαίνουν από τα αυτοκίνητα. Κανείς δεν τους λέει τι πρέπει να κάνουν.

«Πού πηγαίνομεν;», ρωτάει ο Στράτος τον Γούναρη.

«Εις τον άλλον κόσμον», του απαντά εκείνος και στρεφόμενος προς τον διοικητή Ασφαλείας μοίραρχο Βοβολίνη του λέει: «Να  τερματισθεί το ταχύτερον ό,τι έχει να γίνει».

Οι μελλοθάνατοι οδηγούνται στο μέσον του Π. Ο Γρηγοριάδης αρχίζει να διαβάζει την απόφαση με φωνή τρεμάμενη. Σε μια στιγμή η φωνή του κόβεται. Ο γραμματέας του Στρατοδικείου λοχαγός Πεπονής του παίρνει το χαρτί από τα χέρια και ολοκληρώνει την ανάγνωση.

Ο Γρηγοριάδης  ρωτάει τους έξι αν θέλουν να πουν κάτι, την τελευταία τους θέληση. Οι πέντε απαντούν αρνητικά και μόνο ο Στράτος δίνει την ασημένια ταμπακιέρα του στον μοίραρχο Βοβολίνη για να την παραδώσει στο γιο του που, λίγα μέτρα πιο κει παρακολουθεί τις τελευταίες στιγμές του πατέρα του. Ο Βοβολίνης τους ρωτά αν θέλουν να τους δέσουν τα μάτια. Και οι έξι απαντούν αρνητικά.

 

«Όχι δεν φεύγω. Είμαι Μικρασιάτης. Θα μείνω να ντουφεκίσω»

 

Η αντιβενιζελική «Σκριπ» δημοσιεύει στην τέταρτη σελίδα το επίσημο ανακοινωθέν της εκτέλεσης κάτω από τον ουδέτερο τίτλο: « Εξετελέσθη η απόφασις του Στρατοδικείου- Τυφεκισμός των καταδίκων». Στις διπλανές στήλες το λογοκριμένο ρεπορτάζ για τις εξελίξεις στις ελληνοβρετανικές σχέσεις

Το εκτελεστικό απόσπασμα έχει χωριστεί σε έξι ομάδες από πέντε άνδρες η κάθε μια. Στην τελευταία ομάδα που θα σκοπεύσει τον Χατζανέστη υπάρχει και έκτος στρατιώτης. Ένας ανθυπασπιστής τον διατάσσει να φύγει.

«Όχι δεν φεύγω. Είμαι  Μικρασιάτης. Θα μείνω να ντουφεκίσω» , απαντά αυτός και ο ανθυπασπιστής αποχωρεί άπρακτος.

Εκείνη τη στιγμή ο Χατζανέστης απευθύνεται ως ανώτερος προς κατώτερο στον Γρηγοριάδη: «Έλα εδώ εσύ» προστάζει τον συνταγματάρχη ο πριν από λίγο καθαιρεθείς αρχιστράτηγος. Ο Γρηγοριάδης πλησιάζει και ο Χατζανέστης βγάζει από το δάκτυλό του τρεις βέρες και του λέει επιτακτικά: «Να τις στείλεις στην κόρη μου».

Μέσα στη νεκρική σιγή που επικρατεί ακούγεται το πρόσταγμα του επικεφαλής του αποσπάσματος ανθυπολοχαγού Λινού.

«Επί σκοπόν!»

Τριάντα μία κάννες υψώνονται σημαδεύοντας του έξι.

«Πυρ!»

Έξι λοχίες δίνουν με τα περίστροφα τους τις χαριστικές βολές. Όλα έχουν τελειώσει. Τα ρολόγια δείχνουν 27 λεπτά μετά τις 11.

Οι έξι σοροί μεταφέρονται στο Πρώτο Νεκροταφείο όπου στις 3.30 τελείται η κοινή νεκρώσιμος ακολουθία για να ακολουθήσει χωριστά η ταφή.

 

 «Είναι πλέον αργά»

 

Ο πλοίαρχος Τάλμποτ φθάνει στα γραφεία της Επανάστασης λίγο μετά την εκτέλεση. Τον οδηγούν στο γραφείο του όπου ήδη βρίσκεται και ο νέος πρωθυπουργός συνταγματάρχης Γονατάς.

Ο Βρετανός απεσταλμένος σε επιτακτικό τόνο ζητά να επικοινωνήσει με τους κατάδικους πολιτικούς και τον Χατζανέστη.

Η βενιζελική «Μακεδονία» της 16ης Νοεμβρίου 1922 δημοσιεύει την είδηση της εκτέλεσης των έξι στην 4η (τελευταία) σελίδα με τίτλο: «Οι ένοχοι εξετελέσθησαν χθες».

«Αργά πια», του λέει ο Πλαστήρας.

«Είναι πλέον αργά. Η απόφασις του Στρατοδικείου εξετελέσθη», προσθέτει ο Γονατάς και δείχνει στο Βρετανό πλοίαρχο το γραφείο όπου πάνω του βρίσκονται δαχτυλίδια , ρολόγια , μανικετόκουμπα και άλλα προσωπικά αντικείμενα των εκτελεσθέντων που μόλις τους είχε φέρει ο συνταγματάρχης Γρηγοριάδης για να παραδοθούν στους οικείους τους.

«Είναι πλέον αργά. Η απόφασις του Στρατοδικείου εξετελέσθη», προσθέτει ο Γονατάς και δείχνει στο Βρετανό πλοίαρχο το γραφείο όπου πάνω του βρίσκονται δαχτυλίδια , ρολόγια , μανικετόκουμπα και άλλα προσωπικά αντικείμενα των εκτελεσθέντων που μόλις τους είχε φέρει ο συνταγματάρχης Γρηγοριάδης για να παραδοθούν στους οικείους τους.

Ο Τάλμποτ επιστρέφει στην βρετανική πρεσβεία ωρυόμενος. « Η αποστολή μου προδόθηκε,  και η Επανάσταση έσπευσε να τους εκτελέσει για να με προλάβουν», φωνάζει. Την ίδια ώρα ο πρεσβευτής Λίντλεϊ ετοιμάζει τις αποσκευές του. Το ίδιο βράδυ εγκαταλείπει την Αθήνα με το Οριάν Εξπρές. Οι διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα διακόπηκαν.

 

Ο πρίγκιπας Ανδρέας και ο «παπατζής» Πάγκαλος

 

Ο πρίγκιπας Ανδρέας. Έστειλε στρατιώτες στο θάνατο. Γλύτωσε το κεφάλι του χάρη στην βρετανική παρέμβαση. Ο γιός του Φίλιππος Δούκας του Εδιμβούργου βασιλικός σύζυγος της Μεγάλης Βρετανίας (άντρας της βασίλισσας Ελισάβετ) γεννήθηκε στο ανάκτορο του Μον Ρεπό στην Κέρκυρα το 1921. Η γυναίκα του πρίγκιπα Ανδρέα και μητέρα του Φίλιππου, Αλίκη ήταν εγγονή της βασίλισσας Βικτωρίας

Ο Λίντλεϊ έφυγε. Όμως ο Τάλμποτ έμεινε.  Είχε εντολή να σώσει τον πρίγκιπα Ανδρέα , αδελφό του βασιλιά Κωνσταντίνου και θείο του βασιλιά Γεωργίου Β΄. Ο πρίγκιπας ήταν διοικητής Σώματος Στρατού στην εκστρατεία του Σαγγάριου. Εκεί τα θαλάσσωσε στέλνοντας εκατοντάδες στρατιώτες στο θάνατο. Διατάχθηκε η σύλληψή του και η παραπομπή του σε δίκη. Οι αξιωματικοί σκόπευαν να τον εκτελέσουν. Αλλά βρέθηκαν  μπροστά στην αποφασιστική αντίδραση των Άγγλων. Η σωτηρία του ήταν μία από τις δύο αποστολές του Τάλμποτ. Η πρώτη απέτυχε. Όμως αυτή πέτυχε. Ο πρίγκιπας δικάστηκε αλλά δεν του επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου αλλά αυτή της ισόβιας υπερορίας. Ο Γιάνης Κορδάτος έγραψε για την περίπτωση του: « Αργότερα μαθεύτηκε ότι ο πρίγκιπας γλύτωσε το κεφάλι του , γιατί η αγγλική κυβέρνηση υποσχέθηκε να υποστηρίξει τα ελληνικά συμφέροντα στη Θράκη και να δώσει δάνειο.

Ο Πάγκαλος  που πάντα ονειρευότανε να ρίξει τον Πλαστήρα και να γίνει αυτός κυβερνήτης , έκανε το χατήρι της Αγγλίας. Πήγε στο παλάτι και είπε στο βασιλιά: «Μεγαλειότατε , δε θα πάθη ούτε μια τρίχα του πρίγκιπα. Μόνο αν με σκοτώσουν εμένα , θα σκοτωθή και ο πρίγκηψ. Θα τον μεταφέρω εγώ ο ίδιος μέχρι της εξέδρας του Φαλήρου».

Ο Πάγκαλος στην περίοδο αυτή καθόταν σε δυο καρέκλες. Στην καρέκλα των κατώτερων αξιωματικών και στην καρέκλα του βασιλιά. Έπαιζε τον παπά κατά το κοινώς λεγόμενο»…

Από τον Φάκελο του ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΥ Οκτώβρης 2016:
Η τελευταία πράξη της Μικρασιατικής τραγωδίας – Η δίκη των έξι,
Μέρος ΙΕ και Μέρος ΙΣΤ

 

 

Απόψεις