Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Στο «πάνθεο» των μεγάλων κινηματογραφικών δημιουργών του20ου αιώνα

Εκατόν εννέα χρόνια από τη γέννηση του Ζυλ Ντασσέν

Ο Ζυλ Ντασσέν πέρασε στο διεθνές «πάνθεο» των μεγάλων κινηματογραφικών δημιουργών του 20ού αιώνα. Κατέκτησε τη θέση του σ’ αυτό..

Ο Ζυλ Ντασσέν πέρασε στο διεθνές «πάνθεο» των μεγάλων κινηματογραφικών δημιουργών του 20ού αιώνα. Κατέκτησε τη θέση του σ’ αυτό με την υψηλή ποιότητα του πλούσιου έργου του. Με το ιδεολογικό σθένος και την αντίστασή του στον μακαρθισμό. Με το ξεχωριστό ήθος, την αξιοπρεπή στάση και αντοχή του απέναντι στις δυσκολίες της αυτοεξορίας του στην Ευρώπη.

Ο Ζυλ Μωυσής Ντασσέν (Julius Moses Dassin) γεννήθηκε στο Μιντλτάουν του Κονέκτικατ στις 18 Δεκεμβρίου, 1911. Μέλος μιας μεγάλης οικογένειας με επτά παιδιά (είχε τέσσερις αδελφούς και δύο αδελφές) ήταν γιος Εβραίων μεταναστών. Ο πατέρας του Σάμιουελ καταγόταν από την Οδησσό και η μητέρα του Μπερθ Βόγκελ ήταν Πωλλονο-Eβραία. Ο παππούς του εργαζόταν σαν κατασκευαστής περουκών στην όπερα της Οδησσού. Ο πατέρας του, ο οποίος εργαζόταν σαν κουρέας, λάτρευε την κλασσική μουσική και μετέδωσε το πάθος του για τον Καρούζο σε όλα του τα παιδιά. Aυτή η σχέση με τις τέχνες υπήρξε μια κληρονομιά η οποία θα σημάδευε τις επόμενες γενιές της οικογένειας.

Η παιδική ηλικία του Ζυλ Ντασσέν ήταν δύσκολη. Η οικογένειά του είχε περιορισμένα μέσα διαβίωσης και έτσι μετακόμισαν στο Χάρλεμ και στο Μπρόνξ όσο ο Ζυλ ήταν ακόμη πολύ νέος. Όπως και τα μεγαλύτερα αδέλφια του, ο Ζυλ έπρεπε να δουλεύει σε διάφορες δουλειές με σκοπό να βοηθάει την οικογένειά του. Πήγαινε σε νυκτερινό σχολείο αλλά εξ’αιτίας των υποχρεώσεών του κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν τέλειωσε ποτέ το γυμνάσιο. Ο καθημερινός μόχθος για να μπορέσει να ζήσει και η διαρκής φτώχια, φύτεψαν τους πρώτους σπόρους της πολιτικής συνείδησης. Από πολύ νωρίς αισθανόταν τη μεγάλη αντίθεση μεταξύ της ένδειας του Χάρλεμ και της ευημερίας της 5ης Λεωφόρου. Η διαφορά στην ποιότητα ζωής ήταν πολύ προκλητική.

Γοητευμένος με τις τέχνες και ειδικά με το θέατρο, παρακολούθησε μαθήματα ηθοποιίας στην “Civic Repertory Theatre Company” που είχε ιδρύσει η Ευα Λε Γκαλιέν. Το εβραϊκό Θέατρο «ΑΡΤΕΦ» (ARTEF – Arbeter Teater Farband: τα αρχικά του σημαίνουν Θεατρική Ένωση Εργατών) ιδρύθηκε το 1925. Ο Ζυλ με τη βοήθεια της θείας του έμαθε γίντις (yiddish: εβραϊκή διάλεκτος) ώστε να μπορέσει να ενταχθεί στην ομάδα του θεάτρου. Δούλεψε σαν σκηνοθέτης για περίπου έξι χρόνια αφού πειραματίστηκε με την ηθοποιία. Όπως δηλώνουν τα αρχικά του η ιδεολογία των παραστάσεών του Άρτεφ ήταν αριστερή καθώς δημιουργήθηκε και υποστηρίχθηκε από εργάτες με ριζοσπαστικές ιδέες που δεν λάμβαναν αμοιβή για τη συμμετοχή τους στα θεατρικά έργα. Ήταν απόλυτα αφιερωμένοι στην ιδέα ενός θεάτρου για τις μάζες και αφιέρωναν τα απογεύματά τους σ’αυτό. Ο Ντασσέν δεν πληρωνόταν για τη συμμετοχή του. Όλη του τη ζωή θαύμαζε τους ηθοποιούς και σκηνοθέτες του θεάτρου Γίντις οι οποίοι επέδρασαν σημαντικά στο θέατρο της Νέας Υόρκης. Έλαβε μέρος σε θεατρικές παραγωγές όπως: “Rekrutn (Recruits)” του Λίπε Ρέσνικ, “First Prize or 200.000” του Σόλεμ Άλεισεμ, θεατρικά του Μόσε Κούλμπακ κ.λπ.

Μία από τις πρώτες του δουλειές ήταν η σκηνοθεσία μονόπρακτων θεατρικών έργων στις θερινές κατασκηνώσεις που υπήρχαν στα βουνά Κάτσκιλς (Camp Kinderland, Camp Nisht-Gedayget) όπου έκαναν τις διακοπές τους Εβραίοι εργάτες. Επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για να προσλάβει επαγγελματίες ηθοποιούς ή μουσικούς, ο Ντασσέν στράτευε απλούς πολίτες όπως εργάτες ή επισκέπτες να παίξουν στα θεατρικά έργα συμπεριλαμβανομένης και της μελλοντικής του συζύγου, βιολονίστας Μπέατρις Λόνερ. Πολλοί διάσημοι Αμερικανοί ηθοποιοί άρχισαν την καριέρα τους σ’αυτές τις κατασκηνώσεις.

Ήταν η εποχή της «Μεγάλης Οικονομικής Ύφεσης» (Great Depression) η οποία άρχισε στην Αμερική με το κραχ του χρηματιστηρίου το 1929. Οι επιπτώσεις ήταν καταστροφικές για το διεθνές εμπόριο, τα εισοδήματα κλπ. Οι ζωές των πολιτών διαλύθηκαν και η καθημερινή ζωή υποβαθμίστηκε. Το 1930 ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ ανακηρύχθηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ. Δημιούργησε το «Νέο Κοινωνικό και Πολιτικό Πρόγραμμα» (New Deal) από το 1933 μέχρι το 1938, ένα πρόγραμμα οικονομικής επανόρθωσης. Ιδρύθηκε ο Οργανισμός Διαχείρισης Έργων (Work Projects Administration – W.P.A.) ο οποίος δημιούργησε θέσεις εργασίας για πολλούς Αμερικανούς. Με αυτόν τον τρόπο ιδρύθηκε το Ομοσπονδιακό Θέατρο (Federal Theatre Project) στο οποίο εργάσθηκαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες και συγγραφείς και το οποίο πρόσφερε διασκέδαση σε φτωχές οικογένειες. Ο Ζυλ Ντασσέν συμμετείχε σε διάφορες παραστάσεις. Σε μια από αυτές έπαιξε το ρόλο ενός νεαρού κάστορα στο παιδικό θεατρικό μιούζικαλ «Η Επανάσταση των Καστόρων» (The Revolt of the Beavers). Παραγωγές του Ομοσπονδιακού Θεάτρου συχνά έγιναν θέμα κριτικής για τη σοσιαλιστική τους ιδεολογία. Αναπόφευκτα αυτό οδήγησε στο κλείσιμο του θεάτρου από το Κογκρέσο το 1939 προς μεγάλη λύπη και οργή του κόσμου.

Το 1935 ο Ντασσέν παρακολούθησε την παράσταση του θεατρικού έργου «Περιμένοντας τον Αριστερό» (Waiting for Lefty) του Κλίφορντ Οντέτς που παρουσιάστηκε από το “Group Theatre” στο Μπρόντγουει, μια θεατρική ομάδα με συνιδρυτή τον Λι Στράσμπεργκ. Το θέμα ήταν η απεργία των ταξί κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Η απόφασή του να ενταχθεί στους κόλπους του κομμουνιστικού κόμματος επηρεάστηκε βαθιά από παρόμοια έργα και ειδικά από αυτό.

Η εφηβική του ηλικία καθορίστηκε από το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον καθώς και από την πολιτιστική και πνευματική ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ‘30 στην Αμερική. Το επαναστατικό θέατρο και το κλείσιμο του Ομοσπονδιακού Θεάτρου καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την απόφασή του να ενταχθεί στο κομμουνιστικό κόμμα το οποίο αναπόφευκτα άσκησε μεγάλη επιρροή σε πολύ κόσμο στο απόγειο της ύφεσης. Ωστόσο ο Ντασσέν αποσύρθηκε από το κόμμα το 1939 λόγω γεγονότων που είχαν σχέση με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Άρχισε να γράφει κείμενα για το ραδιόφωνο. Μεταξύ άλλων έλαβε μέρος στη διάσημη εκπομπή της τραγουδίστριας Κέιτ Σμιθ για το CBS που ήταν από τα πιο πετυχημένα ραδιοφωνικά προγράμματα στην Αμερική από το 1931 έως το 1947. Την ίδια περίοδο, η σκηνοθεσία του στο έργο του Γκόγκολ «Το Παλτό» εντυπωσίασε τον παραγωγό του Μπρόντγουει Μάρτιν Γκέιμπελ ο οποίος του ανέθεσε τη σκηνοθεσία του «Μέντισιν Σόου» (Medicine Show) των Όσκαρ Σολ και Χ.Ρ. Χέις στο οποίο πρωταγωνιστούσαν οι Τζων Ράντολφ, Ντόροθι Μαγκουάιρ και Νόρμα Λόιντ. Η επιτυχία του σόου άλλαξε την καριέρα του καθώς η ποιότητα της δουλειάς του άνοιξε το δρόμο για το Χόλιγουντ.

Υπέγραψε συμβόλαιο έξι μηνών με την κινηματογραφική εταιρία RKO σαν μαθητευόμενος σκηνοθέτης, μια εργασία που μεταξύ άλλων περιλάμβανε τη θέση βοηθού σκηνοθέτη στον Άλφρεντ Χίτσκοκ για την ταινία «Ο κύριος και η κυρία Σμιθ» (Mr. and Mrs. Smith) με πρωταγωνίστρια την Κάρολ Λόμπαρντ.

Φεύγοντας από την RKO εργάσθηκε για την Metro Goldwyn Mayer. Γυρίζει επτά ταινίες (στο σενάριο και το μοντάζ των οποίων η εταιρεία παρεμβαίνει κυνικά). Απήργησε. Ουδέποτε υπέκυψε στα απειλητικά υπονοούμενα του Μάγιερ: «Ακου αγόρι μου… όταν μου λένε πως είσαι κομμουνιστάκος, εγώ τους απαντώ δεν αληθεύει…». Μια μέρα, που ο Μάγιερ τον κάλεσε στο γραφείο του, πιστεύοντας ότι «θα του φέρει βραβεία», τον παρομοίασε με ένα νέο, δυναμικό άλογο που αγόρασε και το έκανε ιπποδρομιακά κερδοφόρο κόβοντάς του τα αχαμνά, ο Ντασσέν του απάντησε: «Αντε πηδήξου! Δε θα μου τα κόψεις εμένα». Λύσσαξε ο Μάγιερ. «Εξω από δω, σκατοτσογλάνι, κερατά κομμουνιστάκια». Ετσι λύθηκε το συμβόλαιό του με τη «Μάγιερ».

Γυρίζει τους «Ανθρώπους του αίματος» για την «FOX» του Ζανούκ. Ο Ντασσέν μπαίνει στη «μαύρη λίστα». Ο Ζανούκ τον καλεί και ρωτά: «είσαι κομμουνιστής;». Ο Ντασσέν δεν απαντά, αλλά κατηγορηματικά δηλώνει ότι δε θα εμφανιστεί στη μακαρθική επιτροπή. «Εγώ δε σου ζητάω ονόματα. Αλλά γιατί δεν καταθέτεις, αφού ξέρουνε όλα τα ονόματα, πλέον;», λέει ο Ζανούκ. Αντί άλλης απάντησης, ο Ντασσέν θυμάται τα λόγια του ηρωικού απεργού Αγκαίητ στο «Περιμένοντας το Λέφτι» του Οντέτς (τα περιλαμβάνει στο σενάριό του): «Είμαστε τα θαλασσοπούλια της εργατικής τάξης! Εργάτες, το αίμα και το μεδούλι του κόσμου. Κι όταν πεθάνουμε, θα μάθουν πως παλέψαμε για έναν καλύτερο κόσμο. Ναι, ρε! Λιανίστε μας! Κόφτε μας κομματάκια. Εμείς θα πεθάνουμε για το σωστό. Θα γίνουμε λίπασμα για δέντρα με καρπούς». Ο Ντασσέν λέει στον Ζανούκ, ότι τον Αγκαίητ έπαιζε ο τότε κομμουνιστής, σύντροφος και φίλος του, καταδότης στη μακαρθική επιτροπή, Ελία Καζάν. Ο Ντασσέν δε συγχώρησε ποτέ τον Καζάν, γιατί, παρότι με το τεράστιο κύρος δεν κινδύνευε, όχι μόνο κατέδωσε ομοτέχνους του αλλά και περηφανευόταν γι’ αυτό.

Για το μακαρθικό «κυνήγι μαγισσών» ο Ντασσέν είχε πει «Γύρισα την ταινία “Η νύχτα και η πόλη” το 1949. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1954, γύρισα το “Ριφιφί”. Στο ενδιάμεσο υπήρξε ένα μεγάλο κενό. Δεν είχα καθόλου δουλειά, εκτός τα λιγοστά σενάρια που πουλούσα στον φίλο μου, τον παραγωγό Εντουαρντ Ζάνουκ, χάρη στα οποία επιβίωνα εγώ και οι άλλοι της ομάδας μου. Αλλά εκείνες ήταν μέρες ανεργίας ή μάλλον μέρες που ήταν αδύνατο να εργαστείς. Εχει τόσες πτυχές το θέμα της μαύρης λίστας… Σκέφτεσαι όλους εκείνους τους ανθρώπους που καταστράφηκε η ζωή τους, άνθρωποι που είχαν φίλους, άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να ξαναεργαστούν ποτέ. Κάποιοι τα βόλευαν γράφοντας σενάρια με άλλους να υπογράφουν στη θέση τους, αλλά ήταν πολύ επώδυνο να βλέπεις καλά παιδιά να έχουν λυγίσει από την απειλή του αποκλεισμού από την εργασία. Δημιουργήθηκαν επίσης πολλά οικογενειακά προβλήματα, η γυναίκα σου για παράδειγμα, μπορεί να έλεγε: “Τι θα κάνουμε; Πώς θα αναθρέψεις τα παιδιά σου; Εμείς δεν νοιαζόμαστε για τις αρχές σου, σκέψου την οικογένειά σου”. Γίνανε πολλά τέτοια…». 

Τη δεκαετία του ’50 ταξίδεψε στο Παρίσι και στη Ρώμη. Στη Ρώμη επρόκειτο να σκηνοθετήσει το 1951 την «The Little World of Don Camillo» αλλά τελικά εγκατέλειψε το σχέδιο. Ενώ βρισκόταν στο φεστιβάλ των Κανών την επόμενη χρονιά, πληροφορήθηκε ότι είχε κατονομαστεί σαν κομμουνιστής από τον σκηνοθέτη Έντουαρντ Ντμίτρικ κατά τη διάρκεια ακρόασης της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Ο Ντασσέν παρ’όλα αυτά επέστρεψε στην Αμερική. Του έγινε μια πρόταση από τη Universal να σκηνοθετήσει μια ταινία με ψευδώνυμο την οποία και απέρριψε. Ήταν αδύνατο για αυτόν να υπογράψει οποιοδήποτε συμβόλαιο με το δικό του όνομα. Η μοναδική ταινία που σκηνοθέτησε εκείνη τη χρονιά ήταν ένα ντοκιμαντέρ της σειράς «Γνωρίστε τους Δασκάλους» (Meet the Masters). Ο τίτλος του ήταν «Το Τρίο» (The Trio) και το θέμα του ήταν οι τρεις μεγάλοι μουσικοί Άρθουρ Ρουμπινστάιν, Γιάσα Χάιφετζ και Γκρέγκορ Πιατιγκόρσκι.

Η Μπέτι Ντέιβις αρνήθηκε να υποκύψει στις πιέσεις που πήγαζαν από το στίγμα του Ντασσέν σαν κομμουνιστή. Δέχθηκε τα παίξει στο θεατρικό έργο σκηνοθετημένο από εκείνον με τίτλο «Two’s Company» που παρουσιάστηκε σε διάφορα θέατρα στην Αμερική. Κατά τη διάρκεια μιας πρόβας o Ντασσέν κλήθηκε να παρουσιαστεί στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών στην Ουάσιγκτον. Δεν ανταποκρίθηκε αμέσως γιατί είχε σχεδιάσει τουρνέ σε διάφορες πολιτείες. Στα εγκαίνια της παράστασης στη Νέα Υόρκη έλαβε ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορούσε για την αναβολή όλων των ακροάσεων. Παρ’όλα αυτά το όνομα του Ντασσέν φιγουράριζε σε ανεπίσημη Μαύρη Λίστα και ήταν δύσκολο γι’αυτόν να βρει δουλειά.

Το 1953 εκείνος και η οικογένειά του αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Γαλλία. Εκεί του ζητήθηκε να σκηνοθετήσει την ταινία «Public Enemy No 1» με πρωταγωνιστή τον Φερναντέλ. Τελικά η ταινία δεν έγινε ποτέ εφόσον δεν θα μπορούσε να βρει διανομέα στην Αμερική αν την σκηνοθετούσε ο Ντασσέν. Παρ’όλα αυτά οι Γάλλοι βοήθησαν πολύ τον Ντασσέν και τον έκαναν μέλος της Ένωσης Γάλλων Σκηνοθετών. Στο μεταξύ το Αμερικανικό διαβατήριό του κατασχέθηκε αλλά τελικά έλαβε ένα επίσημο έγγραφο από τους Γάλλους το οποίο του επέτρεπε να ταξιδεύει.

O Ντασέν «επιστρέφει» με το «Ριφιφί». Και η επιστροφή του υπήρξε θριαμβευτική. Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που επικράτησε στον κοινό λόγο η λέξη «ριφιφί» ως συνώνυμο της διάρρηξης με ληστεία. Κερδίζει το βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών το 1955. Εκεί γνωρίζεται με την Μελίνα Μερκούρη η οποία βρισκόταν στις Κάννες, με την ευκαιρία της προβολής στο διαγωνιστικό τμήμα της οργάνωσης, της διάσημης ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα». Ερωτεύονται κεραυνοβόλα κι έκτοτε ζουν μαζί σε όλη τους τη ζωή. Η Μελίνα γίνεται πλέον σταθερά η πρωταγωνίστρια στις ταινίες του και σε κάποια θεατρικά έργα που σκηνοθετεί. 

 

Αν και το «Ριφιφί» γυρίστηκε για λόγους επιβίωσης για τον ίδιο, ωστόσο, η σκηνοθετική μεγαλοφυία του κατέστησε την ταινία μια από τις καλύτερες στο είδος της («το καλύτερο φιλμ νουάρ που έχω δει» έλεγε ο Τριφό) αποσπώντας το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κανών (1955), το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας του γαλλικού Συνδικάτου Κριτικών Κινηματογράφου (1956) κ.ά.

Ο Ντασσέν, μαζί με τη Μ. Μερκούρη, επισκέπτεται στην Αντίπ, όπου ζούσε, ο επίσης ουσιαστικά αυτοεξόριστος, Νίκος Καζαντζάκης και ζητά την έγκρισή του μεγάλου συγγραφέα για κινηματογραφική μεταφορά του αλληγορικού μυθιστορήματός του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο Καζαντζάκης δέχεται και ο Ντασσέν ταξιδεύει (ερχόμενος για πρώτη φορά στην Ελλάδα) στην Κρήτη, με το συνεργείο, τους ηθοποιούς και τη Μ. Μερκούρη, για τον πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο. Πρότυπό του για την ερμηνεία του πρωταγωνιστικού ρόλου, του Μανολιού, ο Ντασσέν είχε τον φτωχούλη, όπως κι ίδιος, αγαπημένο παιδικό φίλο του, βασανισμένο αλλά και θαρραλέο απέναντι στο κακό, Μάρβιν. Έτσι μας έδωσε το αριστούργημα «Αυτός που έπρεπε να πεθάνει». 

Αξίζει να το δείτε

Το 1967 σκηνοθετεί το θεατρικό «Ίλια Ντάρλινγκ» ( Ilya Darling) στο Μπρόντγουει, ένα μιούζικαλ βασισμένο στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» με πρωταγωνιστές τη Μελίνα Μερκούρη, Νίκο Κούρκουλο κα. Η Μερκούρη και ο Ντασσέν προτάθηκαν για το βραβείο «Τόνι». Το 1967 έγινε δικτατορία στην Ελλάδα. Η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασσέν εναντιώθηκαν με σθένος στο χουντικό καθεστώς και επειδή και οι δύο εξέφραζαν ανοικτά τη γνώμη τους, τους απαγορεύτηκε να ζήσουν στην Ελλάδα για επτά χρόνια. Έζησαν στο Παρίσι και έκαναν τουρνέ σε Ευρώπη και Αμερική στο πλαίσιο της αντιδικτατορικής τους εκστρατείας.

Το 1968 στη διάρκεια του πολέμου των έξι ημερών ο Ντασσέν γύρισε ένα ντοκιμαντέρ στο Ισραήλ με τίτλο «Survival» (Hamilchama al Hashalom) στο οποίο πήρε συνεντεύξεις από τους Ντέιβιντ Μπεν Γκουριόν, Μόσε Νταγιάν κα. Το 1968 ο Ντασσέν γύρισε για την Paramount το ριμέικ της ταινίας «The Informer» με Αφρο-Αμερικανούς ηθοποιούς. Η ταινία είχε τον τίτλο «Uptight» και γυρίστηκε σε μια εποχή εξεγέρσεων, του κινήματος του Μαύρου Πάνθηρα και τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ. Το 1970 γύρισε την ταινία «Υπόσχεση την Αυγή» (Promise at Dawn) βασισμένη στο αυτοβιογραφικό έργο του Ρομέν Γκαρί με τους Μελίνα Μερκούρη, Ασάφ Νταγιάν, Δέσπω Διαμαντίδου, τον ίδιο κα.

Επηρεασμένος από την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1974, ο Ντασσέν γύρισε στη Νέα Υόρκη την ταινία «Η Δοκιμή» ( The Rehearsal) που ήταν ένα πολιτικό ντοκιμαντέρ και έκαναν την εμφάνισή τους αμισθί οι: Ολυμπία Δουκάκη, Μίκης Θεοδωράκης, Μελίνα Μερκούρη, Ζυλ Ντασσέν, Σερ Λόρενς Ολίβιε, Μανουέλλα Παυλίδου, Μαξιμίλιαν Σελ, Λίλιαν Χέλμαν κα. Την θεωρούσε μια από τις καλύτερες του ταινίες. Ωστόσο η διανομή της ταινίας δεν έγινε ποτέ επειδή συνέπεσε με την πτώση της δικτατορίας. Ο Ζυλ Ντασσέν και η Μελίνα Μερκούρη επέστρεψαν στην Ελλάδα όπου έμειναν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ο Ζυλ Ντασσέν πέθανε στις 31 Μαρτίου, 2008.

 

Απόψεις