Η κυβέρνηση δεν θέλει «φοιτητές», θέλει νέους με «εργαλειακή μόρφωση» αναλώσιμους ως «καύσιμο» για την παραγωγική μηχανή της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής ανάπτυξης στην μετα Covid εποχή. Στη σημερινή συζήτηση του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας για το «νέο σχολείο» ο πρωθυπουργός ομολόγησε – στην δευτερολογία του- δίχως υπεκφυγές πού στοχεύουν οι αλλαγές που προωθούνται στην εκπαίδευση. Ανάμεσά τους και το νομοσχέδιο για το νέο διοικητικό πρότυπο των σχολικών μονάδων που πρόκειται να ψηφιστεί αύριο Τετάρτη έχοντας προκαλέσει τις αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Κάν’ το όπως η Γερμανία
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε ότι πως υπάρχει «μια τεράστια δυσαρμονία μεταξύ της προσφοράς- δηλαδή, των αποφοίτων των Ελληνικών Πανεπιστημίων, όσων διεκδικούν θέση στην αγορά εργασίας και της ζήτησης. Τι ζητά σήμερα η αγορά εργασίας; Αυτά δεν είναι εναρμονισμένα. Άλλα πράγματα σπουδάζουν τα παιδιά μας, άλλα πτυχία παίρνουν και άλλες δεξιότητες και γνώσεις ζητάει η αγορά εργασίας».
Με βάση αυτό επισήμανε ότι η χώρα πρέπει να ακολουθήσει όσα γίνονται σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Δείτε λίγο τι γίνεται στη Γερμανία. Η Γερμανία έχει πολύ μικρότερο αριθμό φοιτητών στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, στα Πανεπιστήμια της. Έχει εξαιρετικά Πανεπιστήμια, έχει και πολύ μικρότερο αριθμό φοιτητών. Ταυτόχρονα έχει ένα εξαιρετικό σύστημα Τεχνικής Εκπαίδευσης. Εξαιρετικό σύστημα Τεχνικής Εκπαίδευσης με πολλές μαθητείες, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα».
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι τον Δεκέμβριο του 2020 η κυβέρνηση ψήφισε στην Βουλή νομοσχέδιο για την τεχνική εκπαίδευση, που προσάρμοσε ακόμη περισσότερο τις δημόσιες δομές στις κατευθύνσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών. Άλλωστε το περιεχόμενο εκείνου του νομοθετήματος για πρώτη φορά παρουσίασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ το 2020. Συνολικά μάλιστα ο πρωθυπουργός είπε ότι «το ανθρώπινο δυναμικό είναι αυτό το οποίο θα πρέπει, σε συνεννόηση και σε διάλογο με την αγορά εργασίας, να οδηγήσει στις απαραίτητες προσαρμογές το εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες μιας αγοράς εργασίας σε μια οικονομία που αναπτύσσεται από καταρτισμένους αποφοίτους, αλλά και από κατόχους τεχνικής εκπαίδευσης, που τόσο πολύ τους χρειάζεται η χώρα μας».
Γι’ αυτό χρειάζεται η Ειδική Βάση Εισαγωγής στα ΑΕΙ
Με βάση τα παραπάνω ο πρωθυπουργός αιτιολόγησε την επιμονή του στην διατήρηση της Ειδικής Βάσης Εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Αποκαλύπτοντας έτσι ότι για την Νέα Δημοκρατία δεν είναι θέμα «ποιότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» ώστε να μην μπαίνουν στα ΑΕΙ υποψήφιοι με χαμηλή βαθμολογία. Αντίθετα πρόκειται για υλοποίηση ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού που συνδέεται ευθέως με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εγχώριας αγοράς.
Μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραδέχθηκε ότι προκειμένου να εξυπηρετήσει αυτό το σχέδιο δεν θα διστάσει να πάρει αποφάσεις με πολιτικό κόστος. Όπως δήλωσε «η απόφασή μας να επιβάλουμε την ελάχιστη βάση εισαγωγής δεν είναι μια δημοφιλής απόφαση. Είναι μια δύσκολη απόφαση. Είναι μια απόφαση η οποία έχει πολιτικό κόστος. Είναι μια δυσάρεστη απόφαση. Μια απόφαση η οποία “ταράζει τα νερά” της εκπαίδευσης, διότι πράγματι έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί ο αριθμός των παιδιών που μπαίνουν σε πανεπιστημιακές σχολές. Όμως είναι μια απόφαση η οποία, κατά την άποψή μας, είναι επιβεβλημένη» και «αποτέλεσε μέρος του προεκλογικού μας προγράμματος».
Αυτόνομο σχολείο με …χορηγούς
Στο ίδιο πνεύμα – του εναρμονισμού της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς- ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερασπίστηκε και το νομοθέτημα που ψηφίζεται αύριο Τετάρτη και προβλέπει την εμπλοκή ιδιωτών σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οπώς δήλωσε «η ποιότητα της εκπαίδευσης συνδέεται απόλυτα με την αυτονομία των σχολικών μονάδων. Και δυστυχώς -όπως παρουσίασε αναλυτικά και η Υπουργός αλλά και ο εισηγητής μας- εδώ η σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα είναι απογοητευτική. Η Ελλάδα είναι στον τομέα αυτό, δυστυχώς, σήμερα ουραγός στις χώρες του ΟΟΣΑ, καθώς άνω του 80% των αποφάσεων που έχουν να κάνουν με την λειτουργία του σχολείου λαμβάνονται τελικά από το Υπουργείο Παιδείας και όχι από τους διδάσκοντες ή τον διευθυντή τους».
Στην συνέχει όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγησε πως την αντιλαμβάνεται αυτή την «αυτονομία» που ευλογεί ο ΟΟΣΑ: «Τα σχολεία να έχουν, την ελευθερία να συγκροτούν τα δικά τους ακαδημαϊκά και εκπαιδευτικά προγράμματα. Να δημιουργούν, με την πρωτοβουλία των διδασκόντων, ομίλους. Να συνεργάζονται με άλλους φορείς (ποιους άραγε;) σε κοινές δράσεις. Ενώ ο Διευθυντής αναλαμβάνει, επιτέλους, το ρόλο που δηλώνει ο τίτλος του. Διευθύνει δηλαδή. Συνεργάζεται και αξιολογεί τους υφισταμένους του. Οργανώνει την ενδοσχολική επιμόρφωση. Και ο επικεφαλής ενός επιτελείου μεριμνά και για την πολιτιστική ζωή στο σχολείο, αλλά -γιατί όχι;- και για την πρόσθετη οικονομική του ευρωστία, διεκδικώντας και χορηγίες και δωρεές από την τοπική κοινότητα». Φράση που προφανώς παραπέμπει στην είσοδο «χορηγών», δηλαδή εταιριών με κίνητρο το κέρδος, στα δημοτικά, τα γυμνάσια και τα λύκεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δίνει μεγάλη προτεραιότητα στα ζητήματα της διασύνδεσης της παιδείας με την παραγωγική διαδικασία. Ενδεικτικό είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει λείψει από κανέναν από τα νομοσχέδια που έχει εισηγηθεί η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, φροντίζοντας να παρίσταται με ομιλία του στο κοινοβούλιο.