Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Οι Πυξ Λαξ στο Ηρώδειο… χωρίς τον Μάνο

…Απουσίες…απουσίες… «Τρύπες στους καιρούς»

« Και δεν μου λες, κύριε Δημήτρη, γιατί – παρακαλώ – δεν θα είναι ο Μάνος Ξυδούς με τους ΠΥΞ..

« Και δεν μου λες, κύριε Δημήτρη, γιατί – παρακαλώ – δεν θα είναι ο Μάνος Ξυδούς με τους ΠΥΞ ΛΑΞ στο Ηρώδειο;»

           Το ερώτημα…άμεσο, επιθετικό. Ούτε λίγο…ούτε πολύ…, αν καταλάβαινα καλά, ζήταγε ευθύνες. Δεν με ξάφνιασε όμως.. Ό,τι με παραξένεψε, λίγο… βεβαίως. Παλιός Αγιαναργυριώτης, που ήξερε πως δούλευα χρόνια στη δισκογραφία, στην ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ και στη συνέχεια στη ΜΙΝΟS EMI. Ήξερε τις σχέσεις μου – συντοπίτες, συνάδελφοι – με το Μάνο. Και πως ήμουν εγώ αυτός που είχε βαφτίσει τους ΠΥΞ ΛΑΞ…ΠΥΞ ΛΑΞ, ο νονός τους δηλαδή. Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια…!!

          Ισως, σκέφτηκα, γι’αυτό ζητάει ευθύνες. Από τον πνευματικό πατέρα. Τώρα, τι να πω κι εγώ! Παλλαϊκοί άνθρωποι, εγώ πρώτος, μα κι εκείνος…κούνια που τον κούναγε, βέβαια, αλλά.. «πιάσε το αυγό και κούρευτο»! Έλειπε- είχε επιστρέψει πρόσφατα-για χρόνια από την Ελλάδα. Και τους Αγίους. Και δεν ήξερε, όπως φάνηκε, πολλά από τα πρεπούμενα. Η «κρίση» τον είχε στείλει για το ψωμί σε άλλους τόπους. Τώρα προσαρμοζόταν – εν μέσω κορωνοϊού- στα πιο δύσκολα ντόπια τωρινά. Έτσι είναι η ζωή! Κάνεις μια τρύπα για να βγεις… και χρειάζεται δεύτερη, πιο μεγάλη, στον καιρό αυτή, για να συνεχίσεις.

          Τι να του απαντήσω τώρα εγώ; Απλός, αυθόρμητος, καθαρός…σχεδόν θυμωμένος, όμως. Μπορεί και πολύ… Που ο Μάνος δεν θα ήταν στο Ηρώδειο με τους ΠΥΞ ΛΑΞ, όπως παλιά.

Στις 19 του  Σεπτέμβρη

Classic Rock 4 στο Ηρώδειο

ΠΥΞ ΛΑΞ, ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΤΣΑΚΝΗΣ, ΒΑΓΓ. ΓΕΡΜΑΝΟΣ

          Έτσι, όμως, είναι αυτά. Οι παλιές αγάπες δεν αλλάζονται. Ποτές. Είναι το βυζί της μάνας, αυτά… είναι ο βασιλικός, ο ασβέστης… είναι η σκουληκομυρμηγκότρυπα της αυλής. Που χάθηκε.

Τον καφέ που μου πρότεινε να πιούμε, με όλες τις κορωνοϊκές προφυλάξεις, του ζήτησα να τον πιούμε στο Πάρκο Τρίτση. Παραξενεύτηκε λίγο, αλλά συμφώνησε. Ανεβαίνοντας τη λεωφόρο Δημοκρατίας (παλιά Μενιδίου) προς Μενίδι (Αχαρναί) μεριά, πλησιάζοντας στο νεκροταφείο, του ζήτησα να σταματήσει. Και να κατέβουμε για δύο λεπτά. Μπήκαμε μέσα. Στο νεκροταφείο. Μπροστά εγώ – γαρύφαλλο κόκκινο, ένα αγόρασα… δεν είχε μαύρα – και φθάνοντας εκεί…δίπλα στην εκκλησία, προς Πάρνηθα μεριά, σταμάτησα. Του ζήτησα να πλησιάσει. Ήρθε…βαριεστημένα λίγο. Ίσως και πολύ. Έκανε και ζέστη. Πολύ. Οι σαύρες, ενοχλημένες χάνονταν – σκιές – στη δροσιά των τάφων. Δεν ήξερε γιατί σταματήσαμε…και κατά πού πηγαίναμε. Είδε, όμως… Αστρίτης! Κι έδειξε ψυχοπλάκωμα. Μεγάλο. Συγκινήθηκε πολύ…πάρα πολύ! Ίσως και να δάκρυσε. Δεν ξέρω. Και είναι αυτά τα ανερμήνευτα – ευτυχώς – «κολλήματα» των απλών, των λαϊκών ανθρώπων – του αδελφού μου, του αδελφού σου – που, ευτυχώς πάλι, δεν τα καταλαβαίνουμε…μα τα νιώθουμε. Ακόμα…

          Συνήλθε σύντομα. Ψέλλισε, μόνο, ένα απλοϊκό:

  • Αααα….τώρα κατάλαβα γιατί είπες, « τον καφέ στου Τρίτση».
  • Εδώ, λοιπόν, φίλε, του λέω, όπως βλέπεις (έλειπες εσύ τότε) είναι ο Μάνος. Αλλού είναι ο Μήτσος. Αλλού είναι ο άλλος Μάνος, ο Λαυρέντης, ο Γιάννης, ο Θάνος….Κατάλαβες τώρα; Απουσίες. Πολλές. Που δυστυχώς συνηθίζονται… Γι’αυτό και δεν θα είναι στο Ηρώδειο – και τι μ’αυτό; είναι…. αφού το θέλεις- με τον Φίλιππο και τον Μπάμπη. Ο Μάνος.

Ο Μάνος, που πολλοί, μα πάρα πολλοί, τον θυμούνται. Και τώρα. Και είναι, ίσως, ο πρώτος, ο ένας και μοναδικός των Μοϊκανών – «πετεινός μέσα στον Άδη» – ο Μάνος Ξυδούς. Και μη ρωτήσεις… ποιοι είναι οι «Μοϊκανοί». Που θα μπορούσε να παραφράσει και αντιθετικά και χωρίς κανένα παρακαλώ, εκείνο τον στρογγυλό στίχο του Ελύτη. Που μας ψιλοενοχλεί κάποιες φορές, γιατί λέει φρονηματικά και παρηγορητικά, για την « άκρη άκρη (που) έχει τη μέση της».

Λέγοντάς μας, ο Μάνος πάλι, με τη ζωή του παράδειγμα πειστικό, πως «η άκρη άκρη…έχει μόνο την άκρη της». Τέτοια… για όλους αυτούς που λείπουν. Άκαιρα. Και είναι πολλοί. Και είπαμε, είναι που την συνηθίζουμε σιγά σιγά, την απουσία. Σαν την… παρουσία… και την ανεμολύπη.

Στο κυλικείο. Του νεκροταφείου. Η τελευταία σκηνή.  Όχι στην καφετέρια στου Τρίτση. Ξανάπιαμε έναν πικρό καφέ. Πολύ πικρό! Για τους Μάνους που λείπουνε. Τους Λαυρέντηδες, τους Μήτσους. Αλλά και στην επιτυχία – περίεργα τα πράγματα, αλλά έτσι είναι η ζωή. Και με καφέ… και με καφέ, αδελφέ, ναι και ευχές καλές- του Φίλιππου και του Μπάμπη. Των ΠΥΞ ΛΑΞ. Στο Ηρώδειο. Χωρίς τον Μάνο. Χωρίς τον Μήτσο Αλλού… άλλοι…  Τον Μάνο, τον Λαυρέντη, τον Γιάννη, τον Στέλιο, το Θάνο… Αλλού… άλλοι… Παράξενο καλοκαίρι… παράξενο φθινόπωρο…

Φτένηνε η φέτα του ψωμιού. Φτένηνε! Και τα μπαμπάκια από το μαξιλάρι. Λιγοστέψανε. Και οι ξέξασπρες οι πέτρες… Και είναι «έτσι» μόνο κι όχι αλλιώς. Και είναι αυτός ακριβώς ο μόνος λόγος και όχι και άλλοι πολλοί, που τα σύκα του Σεπτέμβρη θέλουνε…ζάχαρη.

 Ο Δημήτρης Φεργάδης είναι συνταξιούχος. Ιστορικό στέλεχος της Βιομηχανίας της ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ σε ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ και MINOS – EMI. Συγγραφέας του βιβλίου «Με αφορμή την ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ.  Η Βιομηχανία της δισκογραφίας  στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα». Εκδόσεις ΚΨΜ  

 

 

Απόψεις