Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο πόλεμος, η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα και η λεγόμενη «επισιτιστική κρίση»

Η απότομη άνοδος των τιμών στην αγροτική παραγωγή έγινε αισθητή όλη την περίοδο πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, με τις αυξήσεις του κόστους της Ενέργειας και των λιπασμάτων και την επακόλουθη αύξηση των τιμών ορισμένων αγροτικών προϊόντων -- του Κώστα Μπασδέκη* , από τον Ριζοσπάστη

 του Κώστα Μπασδέκη* — από τον rizospastis.gr

Η απότομη άνοδος των τιμών στην αγροτική παραγωγή έγινε αισθητή όλη την περίοδο πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, με τις αυξήσεις του κόστους της Ενέργειας και των λιπασμάτων και την επακόλουθη αύξηση των τιμών ορισμένων αγροτικών προϊόντων.

Οι παγκόσμιες τιμές του σιταριού και του κριθαριού αυξήθηκαν κατά 31% κατά τη διάρκεια του 2021. Η τιμή του ηλιελαίου αυξήθηκε περισσότερο από 60% την ίδια περίοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης των παγκόσμιων τιμών τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) παρουσίασε άνοδο μεγαλύτερη από 50% από τα μέσα του 2020 μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου.

Η πορεία αυτή των τιμών βασικών αγαθών αποτελεί το μοιραίο αποτέλεσμα της εφαρμοζόμενης «επεκτατικής» πολιτικής («κόψιμο» χρήματος κ.λπ.), του πακτωλού των χρηματοδοτήσεων προς τους μονοπωλιακούς ομίλους για την προώθηση της «πράσινης» συμφωνίας της ΕΕ και του «πράσινου new deal» των ΗΠΑ, για την ενίσχυση των εξοπλισμών κ.λπ. που οδηγούν σε εκτίναξη του πληθωρισμού.

Επίσης, την ακρίβεια στα τρόφιμα τροφοδοτεί η κυρίαρχη λογική της «εξωστρέφειας της οικονομίας», που επιβάλλουν οι μονοπωλιακοί όμιλοι, δηλαδή της ανάπτυξης της παραγωγής με κατεύθυνση όχι την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αλλά την κερδοφορία, προωθώντας τις εξαγωγές που φέρνουν μεγαλύτερη κερδοφορία με την εξασφάλιση υψηλότερων τιμών.

Το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία δημιούργησε ορισμένα προβλήματα στη διοχέτευση βασικών αγροτικών προϊόντων (μαλακό σιτάρι, ηλίανθος, αραβόσιτος κ.ά.) κυρίως της Ουκρανίας και σε έναν πολύ μικρότερο βαθμό της Ρωσίας, καθώς και ορισμένων αγροτικών εισροών (κυρίως λιπασμάτων) στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα να ανοίξει μια συζήτηση σε σχέση με την επάρκεια βασικών τροφίμων και αν η παγκόσμια παραγωγή μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού της Γης, με δεδομένο ότι αυτές οι δυο χώρες είναι σημαντικοί εξαγωγείς των συγκεκριμένων προϊόντων.

 

Οι δυνατότητες κάλυψης των διατροφικών αναγκών σε ΕΕ και Ελλάδα

 

Μια όσο το δυνατόν αντικειμενική εκτίμηση της δυνατότητας κάλυψης των διατροφικών αναγκών σε ΕΕ και Ελλάδα είναι η εξής:

  • Η ΕΕ είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης όσον αφορά τα βασικά γεωργικά προϊόντα, δεδομένου ότι είναι σημαντικός εξαγωγέας σιταριού και κριθαριού και μπορεί να καλύπτει την κατανάλωση άλλων βασικών καλλιεργειών, όπως ο αραβόσιτος ή η ζάχαρη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εξαγωγές της ΕΕ (κύριοι εξαγωγείς είναι η Γερμανία και η Γαλλία) σε μαλακό σιτάρι ξεπερνούν τους 20 εκατ. τόνους ετησίως, τη στιγμή που οι εισαγωγές της ΕΕ από Ρωσία – Ουκρανία μόλις που προσεγγίζουν το 1 εκατ. τόνους. Η ΕΕ είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης όσον αφορά τα κτηνοτροφικά προϊόντα με μόνη εξαίρεση τα αλιεύματα.
  • Σε ό,τι αφορά τις αγροτικές εισροές, όλη την περίοδο μετά το ξέσπασμα του πολέμου αναδείχτηκε ο βαθμός εξάρτησης της ΕΕ από τις εισαγωγές Ενέργειας, λιπασμάτων και σε έναν βαθμό και ζωοτροφών στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις καπιταλιστικές οικονομίες.
  • Η Ελλάδα είναι ελλειμματική σε ορισμένα βασικά διατροφικά προϊόντα (π.χ. μαλακό σιτάρι, ζάχαρη, κρέας βόειο και χοιρινό, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα αγελάδας) ως αποτέλεσμα της διαχρονικά εφαρμοζόμενης ΚΑΠ στο πλαίσιο του διεθνοποιημένου μονοπωλιακού ανταγωνισμού, παρά τις παραγωγικές δυνατότητες που διαθέτει, αλλά και το γεγονός ότι παρουσίαζε αυτάρκεια σε ορισμένα από αυτά (π.χ. μαλακό σιτάρι, ζάχαρη) πριν την ενσωμάτωσή της στην ΕΟΚ/ΕΕ. Παράλληλα, τις τελευταίες δεκαετίες, μια σειρά στρατηγικής σημασίας υποδομές (π.χ. βιομηχανία λιπασμάτων, ζάχαρης κ.λπ.) οδηγήθηκαν σε απαξίωση ή και σε λουκέτο. Η υπάρχουσα εγχώρια παραγωγή μπορεί να καλύψει τις ανάγκες σε ορισμένα δημητριακά (ρύζι, σκληρό σιτάρι), σε φρούτα, λαχανικά, ελαιόλαδο και σε σημαντικό βαθμό σε κρέας πουλερικών. Οι ελληνικές εισαγωγές μαλακού σίτου από Ρωσία – Ουκρανία τα προηγούμενα χρόνια έφταναν ετησίως τους 300 χιλιάδες τόνους (περίπου 30% του συνόλου των εισαγωγών μαλακού σίτου). Με βάση την κυβέρνηση, οι ανάγκες αυτές για την τρέχουσα περίοδο έχουν ήδη καλυφθεί με εισαγωγές που πραγματοποιούν οι αλευροβιομήχανοι από χώρες της ΕΕ όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία και άλλες χώρες.

 

«Χρυσή ευκαιρία» για τα μονοπωλιακά κέρδη ο πόλεμος

 

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία συνοδεύτηκε από νέα εκτόξευση των τιμών των βασικών προϊόντων, καθώς αυτός αποτελεί χρυσή «ευκαιρία» για μονοπωλιακά υπερκέρδη στο έδαφος της καταστροφής και της ανασφάλειας που προκαλεί.

Με πρόφαση τη «διαταραχή» του διεθνούς εμπορίου, μέσω του οποίου διακινείται το 20% του συνολικού όγκου των βασικών διατροφικών προϊόντων, άρχισαν να δημιουργούνται «ανησυχίες» σχετικά με την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια. Οι «ανησυχίες» αυτές επικεντρώνονται κυρίως στην παγκόσμια αγορά σίτου, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι οι τιμές στις προθεσμιακές αγορές σίτου, που είναι χρηματιστηριακό είδος, αυξήθηκαν κατά 70% μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Για την ερμηνεία αυτών των εξελίξεων βασικές παράμετροι που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι οι εξής:

  • Το διεθνές εμπόριο βασικών αγροτικών αγαθών αποτελεί υπόθεση 4 μονοπωλιακών ομίλων, των γνωστών ως «ABCD» από τα αρχικά των επωνυμιών τους (ADM, «Bunge», «Cargill» και «Dreyfus»). Η κερδοφορία τους εκτοξεύτηκε από την έναρξη του πολέμου, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της «Cargill» (στη λίστα του Forbes είναι η μεγαλύτερη ιδιωτική επιχείρηση των ΗΠΑ) που στη χρήση του 2021 (έληξε στις 31/5/22) κατέγραψε, σύμφωνα με το «Bloomberg», τα υψηλότερα κέρδη στα 156 χρόνια ιστορίας της. Ο συγκεκριμένος όμιλος μονοπωλεί τις εξαγωγές ρωσικών σιτηρών, οι οποίες μειώθηκαν μόλις κατά 11% σε σχέση με πέρυσι, καθώς εξασφάλισε νέες αγορές, όπως του Ισραήλ, παρά τις κυρώσεις της Δύσης, αυξάνοντας τα κέρδη του κατά 1,9 δισ. δολάρια λόγω της έκρηξης των τιμών. Την ίδια στιγμή η Ουκρανία, παρά τα εντεινόμενα παζάρια, δεν εξάγει περισσότερο από το ένα τέταρτο από όσα αγροτικά προϊόντα θα μπορούσε να εξάγει υπό κανονικές συνθήκες, ενώ έχουν περιοριστεί και οι προοπτικές της νέας παραγωγής λόγω ζημιών σε υποδομές, μετακίνησης πληθυσμών, εγκατάλειψης εκμεταλλεύσεων κ.λπ. (π.χ. πρόβλεψη για μείωση της παραγωγής σίτου κατά 40%). Η δυσκολία που προκύπτει σε χώρες με μεγάλο βαθμό εξάρτησης στα ουκρανικά αγροτικά προϊόντα (π.χ. Υεμένη, Λίβανος, Λιβύη, Τυνησία, Σομαλία κ.ά.) αξιοποιείται στη γενικότερη αντιπαράθεση ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (π.χ. ισχυρισμοί Ουκρανίας και ΕΕ – ΗΠΑ ότι ευθύνεται η Ρωσία που εμποδίζει τις εξαγωγές, η Ρωσία κατηγορεί την Ουκρανία ότι έχει ναρκοθετήσει τη Μαύρη Θάλασσα κ.λπ.).
  • Αντίστοιχος είναι και ο βαθμός μονοπώλησης στην Ενέργεια – πετρέλαιο, αλλά και στα λιπάσματα, στα φυτοφάρμακα, στους σπόρους, στα υβρίδια, στους νεοσσούς κ.λπ., κλάδους στους οποίους σε παγκόσμιο επίπεδο 3-4 επιχειρήσεις ελέγχουν πάνω από το 70% της παραγωγής.
  • Ο παράγοντας μονοπωλιακό υπερκέρδος είναι αυτός που ωθεί προς τα πάνω τις τιμές και στο επίπεδο της κάθε «εθνικής» αγοράς. Χαρακτηριστικά είναι τα κέρδη και οι ανατιμήσεις των αλυσίδων super market στην Ελλάδα την τελευταία διετία. Αρα η δήθεν διέξοδος που προβάλλεται από την πολιτική της ΕΕ για ανάπτυξη «τοπικών» αγορών και αλυσίδων εφοδιασμού είναι ατελέσφορη για την κοινωνική πλειοψηφία, από τη στιγμή που στις συνθήκες του διεθνοποιημένου καπιταλισμού σε κάθε επίπεδο της παραγωγής κουμάντο κάνουν τα μονοπώλια.

 

Τι προσπαθούν να κρύψουν πίσω από την «επισιτιστική κρίση»;

 

Σήμερα γίνεται λόγος γενικά και αόριστα για «επισιτιστική κρίση». Πρόκειται για έναν όρο που λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, καθώς υποδηλώνει την έλλειψη τροφίμων, που αντικειμενικά δεν υφίσταται, ενώ ταυτόχρονα επισκιάζει το γεγονός ότι για τη στέρηση, την πείνα και τη φτώχεια που υπάρχουν στον πλανήτη, την αποκλειστική ευθύνη έχει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που γεννά την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, τον πόλεμο κ.λπ., τη στιγμή που υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.

Παράλληλα, ο συγκεκριμένος όρος αξιοποιείται στον ανταγωνισμό ανάμεσα στα μονοπώλια των πιο παραδοσιακών κλάδων της μεταποίησης της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής και των αγροτικών εισροών με τα μονοπώλια της «πράσινης ανάπτυξης».

Τα πρώτα επιδιώκουν μεγαλύτερη «ευελιξία» στους όρους παραγωγής και χρήσης των προϊόντων τους (π.χ. σε ό,τι αφορά τις συνθήκες εκτροφής των ζώων, στη χρήση φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων κ.λπ.), τα δεύτερα προωθούν την ενσωμάτωση στην παραγωγή καινοτομιών – νέων τεχνολογιών (π.χ. γεωργία ακριβείας, «τεχνητό» κρέας κ.λπ.) που προϋποθέτει την καταστροφή μιας σειράς επενδυμένων κεφαλαίων από τα μονοπώλια των πιο παραδοσιακών κλάδων. Και για τις δυο πλευρές ο πόλεμος αποτελεί «ευκαιρία» για να προωθήσουν τις επιδιώξεις τους, ενώ το τίμημα αυτού του ανταγωνισμού το πληρώνουν οι λαοί.

Ολα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η άνοδος στην παραγωγικότητα της εργασίας, με τη χρήση των τεχνολογικών επιτευγμάτων, έχει ήδη οδηγήσει στην αύξηση του παγκόσμιου όγκου των παραγόμενων δημητριακών κατά 20% την τελευταία δεκαετία και πάνω από 50% την περίοδο 1990-2020.

Αντίστοιχα ισχύει και με άλλα βασικά προϊόντα και πρώτες ύλες. Και όλα αυτά παρά τις επιπτώσεις που έχουν ορισμένα δυσμενή καιρικά φαινόμενα, που σύμφωνα με μελέτες έχουν ενταθεί την τελευταία δεκαετία και βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης περί «αλλαγών» στο κλίμα. Ομως εξαιτίας του εκμεταλλευτικού και ληστρικού χαρακτήρα του καπιταλισμού, οι λαοί υποφέρουν από στερήσεις.

Για του λόγου το αληθές αναφέρονται τα εξής:

  • Με βάση έκθεση του FAO για τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, η διαμόρφωση «εστιών πείνας» στον πλανήτη (π.χ. Υποσαχάρια Αφρική, Μέση Ανατολή κ.α.) δεν έχει την αιτία της σε αντικειμενική έλλειψη διατροφικών προϊόντων, αλλά στις πολεμικές συγκρούσεις που μαίνονται κατά τόπους και οδηγούν σε βίαιες εκτοπίσεις πληθυσμών και σε άλλα δεινά τους λαούς.

Η ίδια η έκθεση υπενθυμίζει ότι οι «ελλείψεις» τροφίμων και η εκτόξευση των τιμών σε βασικά διατροφικά είδη πυροδότησαν κατά το πρόσφατο παρελθόν «κοινωνικές αναταραχές» όπως τη λεγόμενη «Αραβική Ανοιξη» το 2010, όπου, στο πλαίσιο της συγχρονισμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, σημειώθηκε έκρηξη των τιμών βασικών προϊόντων. Εχει αποδειχτεί ότι τέτοιες «αναταραχές», αν δεν τις υποκινούν τις αξιοποιούν, σαν έτοιμα από καιρό, επιτελεία και υπηρεσίες ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών, ώστε να προχωρήσουν ευρύτεροι σχεδιασμοί και να διευκολυνθούν οι μπίζνες των δικών τους μονοπωλιακών ομίλων έναντι άλλων ανταγωνιστών.

  • Η ΕΕ ομολογεί ότι στις σημερινές συνθήκες και με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα «δεν διακυβεύεται η διαθεσιμότητα τροφίμων, ωστόσο διακυβεύεται η οικονομική προσιτότητα των τροφίμων για τα άτομα χαμηλού εισοδήματος». Κάτι που ασφαλώς ισχύει διαχρονικά, αν αναλογιστεί κανείς το μέσο επίπεδο των μισθών, τον βαθμό επέκτασης των ελαστικών μορφών απασχόλησης και τώρα εντείνεται λόγω της ακόρεστης δίψας των μονοπωλίων για κέρδη κ.λπ.

Η ΕΕ δηλώνει έτοιμη να «συμβάλει» στην αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης παγκόσμιας «έλλειψης» σίτου, καθώς οι προοπτικές για τη συγκομιδή των χειμερινών καλλιεργειών στην Ευρώπη το 2022 είναι καλές, με δεδομένο ότι οι εκτάσεις αυξήθηκαν κατά 1% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και οι καλλιέργειες δεν επλήγησαν από δυσμενείς καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του χειμώνα στα σημαντικά κράτη – μέλη παραγωγής.

 

Οργάνωση της παραγωγής με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες

 

Το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δίνει τη δυνατότητα για ικανοποίηση του συνόλου των κοινωνικών αναγκών σε ασφαλή και ποιοτικά τρόφιμα. Το πρόβλημα είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε άλλη καπιταλιστική οικονομία, οργάνωση της παραγωγής με αυτό το κριτήριο.

Τα κίνητρα, οι επιδοτήσεις δίνονταν και παίρνονταν πίσω ανάλογα με τις ανάγκες της κερδοφορίας βιομηχάνων, εξαγωγέων, μεγαλεμπόρων και τραπεζιτών. Επίσης, όλες οι συμφωνίες, πάνω απ’ όλα η ΚΑΠ, όλα τα προγράμματα, όλα τα κίνητρα έχουν σκοπό να οδηγήσουν σε μεγάλες μονάδες κτηνοτροφικής και γεωργικής παραγωγής καπιταλιστικού τύπου με μισθωτούς εργαζόμενους. Δεν έχουν σκοπό τους να εξασφαλίσουν στον αγρότη την παραμονή του στην αγροτική παραγωγή. Δίνονται τόσο όσο ακόμα χρειάζεται στα μονοπώλια της μεταποίησης και της εμπορίας να διατηρούν γύρω τους και μια στεφάνη καταχρεωμένων βιοπαλαιστών κτηνοτρόφων, από τους οποίους αγοράζουν πρώτες ύλες όσο – όσο.

Οι εξελίξεις και η όλη συζήτηση δικαιώνουν το ΚΚΕ, που είναι το μόνο κόμμα που αντιτάχθηκε στη λογική της «εξωστρέφειας», στην πολιτική της «πράσινης ανάπτυξης» που επιβάλλουν τα μονοπώλια και που παλεύει για κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, για κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων που λυμαίνονται τον κοινωνικό πλούτο, για μια οικονομία που θα στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία, στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό, που θα έχει κριτήριο της παραγωγής την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών.

ΠΗΓΕΣ:

  1. Ανακοίνωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής: Διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας και ενίσχυση της ανθεκτικότητας των συστημάτων τροφίμων. (eur-lex.europa.eu)
  2. Hunger Hotspots: FAO-WFP early warnings on acute food insecurity, June to September 2022 Outlook (wfp.org)
  3. FAO: Food outlook – June 2022 (www.fao.org/3/cb9427en/cb9427en.pdf)


*Ο Κ. Μπασδέκης είναι μέλος της ΚΕ και του Τμήματος Αγροτικής Πολιτικής της ΚΕ του ΚΚΕ

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις