Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Νικόλαος Γύζης: «… η καρδιά μου, αυτή είναι η Γραμματική και το Συντακτικόν μου»

Εκατόν είκοσι χρόνια από το θάνατό του

«Δεν επρόφθασα δυστυχώς να μάθω γράμματα. Ό,τι γράφω μου το υπαγορεύει η καρδιά μου, αυτή είναι η Γραμματική και το..

«Δεν επρόφθασα δυστυχώς να μάθω γράμματα. Ό,τι γράφω μου το υπαγορεύει η καρδιά μου, αυτή είναι η Γραμματική και το Συντακτικόν μου».

Ανήκει στις φυσιογνωμίες εκείνες, που μπορούν να γεννήσουν πολύπλευρες δημιουργίες και να συνενώσουν με απεριόριστες αποχρώσεις τη ζωή και την τέχνη. Στοχαστής και πραγματιστής συγχρόνως, εμφύσησε στην καθημερινή σκηνή και στα απλά αντικείμενα, πνευματικότητα και αρμονία και τα διαπότισε με εσωτερικότητα και λυρισμό. Ηταν μεγάλη η ικανότητα του Νικολάου Γύζη να συλλαμβάνει με συγκίνηση και ακρίβεια τις σκηνές και τις στιγμές από την οικογενειακή ζωή των ανθρώπων. Ο διάλογος ανάμεσα στους νέους και στους ηλικιωμένους, η σχέση παιδιών και γονιών, τοποθετούνται σε ένα καθημερινό και ταυτόχρονα ιστορικό πλαίσιο, που δίνει στο τεράστιο έργο του αρμονία και ταυτόχρονα αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές του θεατή.

«Τα αρραβωνιάσματα των παιδιών», «Το παραμύθι της γιαγιάς», «Η ψυχομάνα», «Τα ορφανά», «Η εαρινή συμφωνία», «Η χαρτορίχτρα», «Το κρυφό σχολειό», είναι μερικά από τα γνωστά σε όλους μας ζωγραφικά δείγματα ενός καλλιτέχνη, που κατέχει σημαντική θέση, όχι μόνο στα στενά τοπικά όρια της ελληνικής και γερμανικής τέχνης, αλλά στο διεθνές καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, αφού στο τέλος της ζωής του υπήρξε πρωτοπόρος στα νέα κινήματα της Αρτ Νουβό και του συμβολισμού.

Γεννήθηκε 1 Μάρτη 1842 στο Σκλαβοχώρι Τήνου, το νησί που είναι γνωστό για την πολιτιστική του προσφορά και την ανάδειξη καλλιτεχνών που θεμελίωσαν τη νεοελληνική ζωγραφική και γλυπτική. Ήταν ένα από τα 6 παιδιά του Ονούφριου και της Μαργαρίτας Γύζη. Ο πατέρας του ήτανε ξυλουργός. Η μητέρα του καταγόταν από πολύ καλή οικογένεια της Τήνου, το γένος Ψάλτη, φρόντιζε το σπίτι και τα παιδιά της με πολύ αγάπη και τρυφερότητα και ζούσανε στο Σκλαβοχώρι.
Το 1850, λόγω οικονομικών δυσχερειών, η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα. Τότε ο μικρός ξεκίνησε ν’ αντιγράφει χαρακτικά που έβλεπε στα σπίτια της γειτονιάς. Η μητέρα, συγγενείς και φίλοι της οικογένειας είχαν δει το χάρισμά του και τον επαινούσαν, μα περισσότερο απ’ όλους η μητέρα. Ο Γύζης διηγιόταν πως όταν ήταν μικρός, η μητέρα του όλο καμάρι τον χάιδευε λέγοντας σ’ όλους πως ο Νικόλας της δεν είναι όμορφος αλλά έχει ταλέντο. Αυτά τα λόγια τον σημαδέψανε για όλη του τη ζωή. Ο ίδιος σχολίαζε πως αυτή η φράση της μάνας του για το ταλέντο του ήταν:

  «…
η ευχή της.. η δύναμις η οποίαν ως σήμερον με προστατεύει, καλύπτουσα τα λάθη μου και μαγεύουσα εκείνους οίτινες εκ του πλησίον με γνωρίζουν».
Παρακολουθεί μαθήματα στη 
Σχολή Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής, μιας κι ήτανε μόλις 8 ετών κι από το 1854 ως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής.

Σ’ ετήσιο διαγωνισμό του Πολυτεχνείου, το 1858, θα βραβευτεί με το Ά βραβείο για τη ζωγραφική του χαλκογραφία. Μάλιστα, σε επίσημη επίσκεψη του Όθωνα, τον παρουσιάζουνε μπρος του ως τον πιο ταλαντούχο φοιτητή.

Προς το τέλος των σπουδών του, το 1862, με σύσταση του φίλου του Λύτρα, γνωρίζει τον πλούσιο φιλότεχνο Τηνιακό Νικόλαο Νάζο (μόνο το κτήμα του στο Χαϊδάρι ήτανε 3.000 στρέμματα κι έμενε σε πύργο) που επένδυε στη τέχνη. Ο Γύζης θα ζωγραφίσει το οίκημα του Νάζου στο Χαϊδάρι. Επίσης θα ζωγραφίσει τα πορτρέτα της οικογένειας Πλατή και τελειώνει τις σπουδές του στην Αθήνα. Ο Νάζος θα μεσολαβήσει μέσω υπουργού, να πάρει υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα Ναού Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.

Η θετική ανταπόκριση άργησε μα ήρθε τελικά, έτσι, τον Ιούνιο του 1865 είναι στο Μόναχο. Εκεί, θα συναντηθεί ξανά με το φίλο του το Λύτρα.

Ο Γύζης ζωγραφίζει όπως οι δάσκαλοι του, αγγίζοντας το όριο του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Θα εμπνευστεί από θέματα όμως της πατρίδας, αν κι ο τύπος κι οι κριτικοί τέχνης τον αποκαλούσανε γερμανικότερο των γερμανών. Ο Γύζης είχε πάντα στη καρδιά του την Ελλάδα. Μάλιστα, σε μια επιστολή του στην οικογένεια του γράφει πως ο καθηγητής του ήθελε να μείνει στην Βαυαρία αλλά ο ίδιος έγραφε:
    «
Ας λέγουν όμως αυτοί. Εγώ ηξεύρω ποια είναι η πατρίς μου».
Ολοκλήρωσε τις σπουδές στο Μόναχο το 1871. Την ίδια χρονιά εκθέτει στη Βιέννη το έργο του
Τα ορφανά. Υπογράφοντας το όνομα του προσθέτει Ο Έλλην γιατί ήθελε ν’ αναδείξει τη καταγωγή του. Στα επόμενα έργα του υπέγραφε μόνο με τα’ όνομα του. Την ίδια εποχή, τελειώνει το έργο του Ειδήσεις της Νίκης που το εκθέτει και παίρνει το Ά βραβείο της Ακαδημίας. Έπειτα, του ανατίθεται από τη κυβέρνηση της Βαυαρίας να διακοσμήσει το δημαρχείο του Μονάχου. Ζωγραφίζει τη Νίκη μια γυναικεία μορφή με στεφάνια στα χέρια. Μετά την αποφοίτηση του, η ζωγραφική του όλο κι απομακρυνόταν από την αρχή της Σχολής που προτιμούσε τις ιστορικές σκηνές.

Απρίλη 1872 επιστρέφει στην Ελλάδα που τόσο νοσταλγούσε! Είναι πια 30 ετών. Στην Αθήνα μετατρέπει το πατρικό του, επί οδό Θεμιστοκλέους, σε ατελιέ. Ένα χρόνο μετά θα ταξιδέψει μαζί με τον φίλο του Λύτρα στη Μικρά Ασία. Από αυτό το ταξίδι φέρνει πλήθος σχεδίων με χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων, ενδυμάτων, σπιτιών του τόπου.

Το 1874 αποφασίζει να γυρίσει στο Μόναχο, απογοητευμένος από τις συνθήκες  που επικρατούσανε στην Ελλάδα. Εκεί θα ζήσει ως το τέλος της ζωής του. Μαζί με τον Λύτρα, επιστρέφουν στο Μόναχο τον Ιούνιο του 1874. Αλλά κι εκεί, δύσκολα να προσαρμοστεί. Για να βοηθήσει και να του δώσει και κουράγιο ο Λύτρας, θα συστεγαζόταν στο ίδιο ατελιέ. Εκεί θ’ αποτυπώσει στο έργο του την οδύνη του για το ξένο τόπο και τη νοσταλγία της Ελλάδας. Τα έργα του έχουνε δραματικό φως και μελαγχολική διάθεση. Γράφει:
«
Ωραία είναι η Ιταλία, ωραία κι η Γερμανία, αλλά η Ελλάς ωραιότατη»!
Στη Γερμανία δουλεύει εντατικά κι εκθέτει τα έργα του 
Σπουδή στην Ανατολή κι Ο ζωγράφος στην Ανατολή όπου τιμάται με το Β’ βραβείο. Έχει επιτυχία και πουλά πολλά έργα του. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάζεται τελικά τη κόρη του προστάτη του Νάζου, την Άρτεμι. Μαζί της απέκτησε 4 κόρες: την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις 12 μερών), τη Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), τη Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890) κι ένα γιο, τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884).
Από το 1880 αρχίζει να ασχολείται με νεκρές φύσεις. Οι εφημερίδες τον αποθεώνουν. Το 1880, ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της 
Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Αλλά μετά απ’ αυτή τη χαρά, θα ακολουθήσουνε δυο πολύ δυσάρεστα γεγονότα. Ένα χρόνο μετά πεθαίνει ο πατέρας του κι ένα χρόνο από τον θάνατο του, χάνει και τη μάνα του (1882).

Πάντως, όταν αποδέχεται τη θέση βοηθού καθηγητή στη Γερμανία (1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής εκεί), νιώθει πια ότι δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα να επιστρέψει στην Ελλάδα, στη πατρίδα του, στη γη του, η χαρά του για αυτή την τιμητική επιλογή είναι μεγάλη, από την άλλη, η θλίψη του βαθιά γιατί για να πάρει τη θέση να αρνηθεί την ελληνική του υπηκοότητα. Οι μαθητές της σχολής, κάνουνε τ’ αδύνατα δυνατά για να γραφτούνε στο εργαστήρι του, οι φοιτητές τον εκτιμάνε και σα ζωγράφο και σα δάσκαλο και σαν άνθρωπο μ’ ευγένεια. Έγραφε πως, την Ελλάδα δεν μπορεί να τη ζωγραφίσει τόσο ωραία όσο την αισθάνεται. Παράλληλα διατηρούσε και τη πίκρα που η Ελλάδα δεν τον κράτησε κοντά της.
Ο Γύζης έλεγε πως μόνον στον ύπνο του βρίσκει χαρά γιατί ονειρεύεται τον ήλιο! Το φως είναι αυτό που καθόρισε τη χρωματική κλίμακα στο έργο του. 
Στις επιστολές του γράφει: «Είμαι καλά όταν εργάζομαι. Η εργασία είναι η ζωή μου. Εις τον κόσμον εγνώρισα πλούσιους και πτωχούς. Όσον λυπούμαι τους πρώτους όταν δεν ξέρουν πώς να περάσουν τον καιρόν τους σκοτώνοντας αυτόν εις μάταιες διασκεδάσεις, πόσον μακαρίζω τους δεύτερους και μάλιστα, όταν μετά τον τρομερόν κόπο τους, τους ακούω να προφέρουν το ¨Δόξα σοι ο Θεός¨ και να τραγουδούν».

Μετά από 18 χρόνια, επισκέπτεται την Ελλάδα μαζί με τον γιό του δάσκαλου του Karl von Piloty. Θα ‘ναι κι η τελευταία φορά που θα επισκεφτεί την Ελλάδα.
«
Επεθύμησα να καθίσω εις τις δροσοκαμάρες του χωριού μου. Τρέχει ο κόσμος σήμερον, τρέχει να υπερβεί τον πλησίον του και τρέχων γηράσκει και μόλις παρά το χείλος του τάφου στέκει να ιδή ότι ήλθεν η ώρα του, ότι είναι γέρων ή ότι κατέστρεψεν το άθλιον του σώμα τρέχων. Είναι ήδη αργά! Παρήλθεν ο βίος χωρίς να αισθανθεί ότι έζησεν».

Το 1897 γίνεται ο πόλεμος στην Ελλάδα με τη Τουρκία με αιτία το Κρητικό ζήτημα. Η σκέψη του είναι μόνο στην Ελλάδα. Ζωγραφίζει τη
καταστροφή των Ψαρών. Τα γράμματα του είναι γεμάτα από ιδεαλιστικές σκέψεις. Ζωγραφίζει τα: ΜετάνοιαΗ ψυχή του καλλιτέχνηΧαμένη ψυχή κ.α. Τον Μάρτης 1897 γράφει σχετικά:

«
Τι αξιολύπητον, ότι ένας λαός τόσον προικισμένος πρέπει να υποφέρη υπο τον ζυγόν βάρβαρων λαών. Η Διπλωματίαν θεωρεί την ωραίαν αυτήν χώραν απλώς ως αντικείμενον αμοιβαίας ζηλοτυπίας. Βλέπω αυτό το αίσχος της πολιτισμένης Ευρώπης».

Για τις ξένες προστάτιδες δυνάμεις, πολύ πριν αυτόν τον πόλεμο, τον Μάη του 1886 γράφει: «.. .
αφού μας γυμνώσουν πρώτον, αφού μας εξαντλήσουν υλικώς, μας πωλούν το όπλον και έπειτα έρχονται και μας δένουν τα χέρια. Μας πήραν στον λαιμό τους οι προστάτιδες δυνάμεις. Είθε όμως τούτο να μας χρησιμεύσει ως διδασκαλία και εις το μέλλον να μας γίνει ωφέλιμο μάθημα».

Το 1899 είναι πια πολύ άρρωστος. Το να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα το θεωρούσε σαν το λυτρωμό του. Πίστευε πως αν επέστρεφε, θα θεραπευόταν. Εκείνη τη περίοδο του ζητείται από το Εθνικό Μουσείο της Βιέννης το έργο του «Δόξα» να το αγοράσει με 3.000 μάρκα. Αρνείται και το στέλνει στον πεθερό του για να το παραδώσει έναντι 1.500 χρυσών φράγκων στην επιτροπή για την έκθεση των Αθηνών. Η αντιμετώπιση από τους αρμόδιους στην Ελλάδα είναι αρνητική. Ο Γύζης πικραίνεται πολύ, αν και παράλληλα οι Βαυαροί τον δαφνοστεφανώνουν για το έργο του «Αποθέωση της Βαυαρίας

Προσβεβλημένος ήδη από καιρό από τη λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο 4 Γενάρη 1901 περιτριγυρισμένος από την οικογένεια του που τόσο αγαπούσε. Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου. Στο μνημείο που φιλοτεχνείται, ο Παλαμάς γράφει το ποίημα Για τον τάφο του Νικόλαου Γύζη : 

… Και μην ξεχάσεις, κάμε να φεύγει της ζωής ο θρίαμβος

προς τα βαθιά κάποιας αγέννητης ακόμα πλάσης, 

και σκάλισε αυτού πέρασε αμίλητο φιλί τη γη και τον αιθέρα, 

και σκάλισε όλα όσα ιστορούσε του ζωγράφου το κοντύλι

και σπείρε ανάμεσα, κι εδώ κι εκεί, παντού, ρόδα παρμένα από πρωτόφαντον Απρίλη. 

Και κάτου κάτου σκάλισε ακόμα αναβρυσμένο από το πάτριο χώμα, 

το μέγα όραμα, τη Δόξα. 

Και στο βιβλίο της κλιτή στοχαστικά ας γράφει η Δόξα τ’ όνομά του!

Πηγές:

  • Εθνική Πινακοθήκη
  • peri-grafis.net

 

Απόψεις