Είναι το μακρινό 2004, όταν ο Χρήστος Παπαδόπουλος θα συνεργαστεί με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας-2004, όπου συμμετείχε και ως ο «Κένταυρος» στις τελετές έναρξης. Έκτοτε, ο Χρ. Παπαδόπουλος, με σπουδές χορού (SNDO του Άμστερνταμ), υποκριτικής (Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου), Πολιτικών Επιστημών (Πάντειο Παν/μιο), έχει συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες, έχει χορογραφήσει ομάδες χορού του εξωτερικού, έχει τιμηθεί με το βραβείο του βρετανικού κέντρου χορού Sadler’s Wells (2025), ενώ όλες οι παραστάσεις του παρουσιάζονται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, οι περισσότερες πλέον ως συμπαραγωγές με μεγάλα θέατρα και φεστιβάλ του εξωτερικού.
Ωστόσο, η πρώτη προσωπική χορογραφική του δουλειά εμφανίζεται μόλις δέκα χρόνια πριν, στο Θέατρο Πόρτα, με την παράσταση Elvedon (2015), εμπνευσμένη από το διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ “The Waves”. Τον επόμενο χρόνο δίνει το παρόν στο Διεθνές Φεστιβάλ Καλαμάτας με το έργο του Opus (2016), επιβεβαιώνοντας την ιδιάζουσα χορογραφική του γλώσσα: εδώ, το επί σκηνής κουαρτέτο πνευστών (φλάουτο και μπάσο κλαρινέτο) και εγχόρδων (βιολί και βιολοντσέλο) του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ εικονοποιείται μέσα από τα σώματα των τεσσάρων χορευτών του, αφενός ως σύνθεση και αφετέρου με την αποδόμησή του, καθώς η σύλληψη του χορογράφου αναδεικνύει τον ρόλο του κάθε μουσικού οργάνου χωριστά, ταυτίζοντάς το με το σώμα ενός εκάστου χορευτή (βλ. κριτική μου στο Greek Play Roject, 16/8/2016).
Ακολουθεί το έργο Ιόν (Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, 2018), όπου οι δέκα χορευτές «κινούνται ομοιόμορφα πάνω στα πέλματά τους ή, σωστότερα, κινούν μόνον τα πέλματά τους, ανοίγοντας και κλείνοντάς τα πλαγίως, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση της απόλυτης στατικότητας. Ωστόσο, και ενώ η παλλόμενη ομάδα μοιάζει βυθισμένη στην ακινησία της, κυλάει ανεπαίσθητα στον χώρο της σκηνής (όπως οι ηθοποιοί του Ιαπωνικού θεάτρου), έτσι ώστε, χωρίς να γίνεται αντιληπτό, να έχει αλλάξει και θέση, αλλά και το αρχικό της σχήμα μέσα στον χώρο» (βλ. κριτική μου στον Ημεροδρόμο, 15/2/2028).
Το επόμενο έργο του, Larcen C. ( Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, 2022), είναι εμπνευσμένο από την ομώνυμη «παγοκρηπίδα» στην Ανταρκτική, η οποία κινείται τόσο αργά που δεν συλλαμβάνεται από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Εδώ, όπως έγραφα στην κριτική μου (Greek Play Roject, 10/10/2022) «μέσα στο ημίφως της σκηνής με δυσκολία διακρίνεται ο πρώτος χορευτής που κυριολεκτικά ρέει στον χώρο, καταργώντας τον χρόνο […] Μέσα από ένα σύννεφο καπνού που τριγωνικά απλώνεται πάνω από τη σκηνή, πάνω ακόμα και από την πλατεία, ριπές φωτός αναδεικνύουν κινούμενες μορφές, απροσδιόριστες, αιωρούμενες, που άλλοτε εμφανίζονται ολόκληρες αλλά σε ρευστή, άμορφη κατάσταση και άλλοτε σαν να λιώνουν, όπως ένα κομμάτι πάγου, άλλοτε πάλι διασταυρωνόμενες μεταξύ τους, ως αλλόκοτες σκιές που συγκολλούνται, βυθισμένες σε συμπαγή σύννεφα, απ’ όπου προβάλλουν αποκομμένα από σώμα χέρια. Ένας κόσμος σε κοσμική τήξη, μαγευτικός και ταυτόχρονα θελκτικά τρομακτικός».
Συνεπής ως προς τη βασική χορογραφική του αντίληψη αλλά εντυπωσιακά ανανεωτικός ο Χρήστος Παπαδόπουλος προσφέρει με την τελευταία του δουλειά μια σπάνια εμπειρία. Το My Fierce Ignorant Step ξεκινάει με τους δέκα χορευτές/τριες επί σκηνής να χτυπούν τα πέλματα υπό τους ήχους κρουστών σχηματίζοντας ένα σμήνος πουλιών που ετοιμάζεται να πετάξει, με την κίνηση να εντοπίζεται κυρίως σε αυτή την απότομη κλίση στα πλάγια του λαιμού. Σταδιακά, μετά από μια επαναλαμβανόμενη κίνηση των ποδιών, που δημιουργεί ανεπαίσθητες μετακινήσεις στον χώρο και αλλαγή θέσεων των χορευτών, ο ρυθμός εντείνεται, η μουσική εμπλουτίζεται και με άλλα όργανα, ενώ πλέον το σμήνος αρχίζει να δημιουργεί σχήματα εντός των οποίων κάποιος κάθε φορά, στιγμιαία, θα ξεχωρίζει στο κέντρο ή στα πλάγια, για να ενσωματωθεί και πάλι γρήγορα στην ομάδα. Όσο ο ήχος δονεί εντονότερα τη σκηνή, τα σώματα συμμετέχουν στο σύνολό τους, τα χέρια απλώνονται σαν φτερά, διατηρώντας, όμως, μια προσωπική κινησιολογία, έως ότου, ανά στιγμές, συγχρονιστούν όλα μαζί δημιουργώντας την αίσθηση του ενιαίου πετάγματος.
Υπάρχουν στιγμές που κάποια ομάδα αποκόπτεται και οι υπόλοιποι, πρωτοστατούντος του οδηγού που δίνει πάντα το σύνθημα, την αντιμετωπίζει μετωπικά, έως ότου την ενσωματώσει και πάλι στην κοινή πορεία. Ταυτόχρονα, και αυτό είναι ίσως ένα σημαντικό νέο στοιχείο της χορογραφίας, οι χορευτές συντονίζουν τη κίνηση με την ανάσα τους η οποία μετατρέπεται σε ένα είδος εκφοράς μουσικοποιημένου λόγου, δημιουργώντας ηχογόνα σώματα που πάλλονται μέσα από την ίδια τους την ορμή για ζωή, για σύμπλευση, για αέναη πτήση. Αυτή η «αδελφοσύνη» τους δηλώνεται αμυδρά με ένα απρόσμενο πιάσιμο στον ώμο του συγχορευτή ή, κάποια στιγμή προς το τέλος, με το πιάσιμο των χεριών ή ακόμα με τα χαμόγελα.
Η ένταση της παράστασης δύσκολα περιγράφεται με λόγια. Η δυναμική των δέκα χορευτών/τριών είναι αξιοθαύμαστη, καθώς διατηρούν και αυξάνουν χωρίς παύση τον έντονο ρυθμό τους, τον συγχρονισμό τους, την απογείωσή τους. Η εξαιρετική πρωτότυπη μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή (με συνεργάτη στη σύνθεση τον Jeph Vanger) αποτελεί καθοριστικό παράγοντα-συμπαραγωγό της παράστασης. Ταυτόχρονα, οι καταπληκτικοί φωτισμοί του Στέφανου Δρουσιώτη, με τις χρωματικές διαβαθμίσεις τους και τις απρόσμενες επεμβάσεις τους συμπλήρωσαν μια αλησμόνητη χορογραφική δημιουργία.
Καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του Αλέξανδρου Μυστριώτη στον ευαίσθητο τομέα της δραματουργίας, εκεί όπου πολλές χορογραφικές δουλειές παρουσιάζουν σημαντικό πρόβλημα. Τα κοστούμια, σύγχρονα, ποικίλα στις επιλογές, σε ήρεμους χρωματισμούς ήταν της Μαρίας Πανουργιά, ενώ τη σκηνογραφική διευθέτηση πραγματοποίησε η Κλειώ Μπομπότη. Την κρίσιμη για την παράσταση φωνητική διδασκαλία ανέλαβε ο Αποστόλης Ψυχράμης με πλήρη επιτυχία.
Χορεύουν & συνεργάζονται οι ήδη από το Opus συμπλέοντες Γιώργος Κοτσιφάκης, που αναλαμβάνει ρόλο ‘οδηγού’ της ομάδας, Μαρία Μπρέγιαννη και Αμαλία Κοσμά, οι μετέπειτα συνεργάτες Ιωάννα Παρασκευοπούλου, Αντώνης Βαής, Σωτηρία Κουτσοπέτρου και Τάσος Νίκας, με την ομάδα να συμπληρώνουν οι Θέμις Ανδρεουλάκη, Δανάη Παζιργιαννίδη και ο αξιοπρόσεκτος στην όλη του κινησιολογία Σπύρος Ντόγκας.
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος συνεχίζει να καταθέτει τις απαιτητικές χορογραφίες του ανανεωνόμενος διαρκώς, μέσω ενός άρτιου αισθητικά αποτελέσματος, που συν-κινεί τον θεατή του, τον δονεί, τον απογειώνει. Προσφέροντάς του ένα ολοκληρωμένο, ευφυές σε σύλληψη και εκτέλεση έργο τέχνης.
Η παράσταση είναι παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση με συμπαραγωγούς θεσμούς από πολλές χώρες της Ευρώπης. Χορογράφος και παράσταση είναι υποψήφιοι για το βραβείο χορού Fedora Van Cleef & Arpels 2025.
Οι φωτογραφίες είναι της Πηνελόπης Γερασίμου.
*Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών.
Τελευταίο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος – Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο, Εκδόσεις 24γράμματα, 2024.