Τουλάχιστον 405.000 άνθρωποι υπέφεραν το λιγότερο ένα χρόνο μετά την μόλυνσή τους από κορονοϊό, ενώ πάνω από 830.000 άτομα φάνηκε να συνέχισαν να εκδηλώνουν κανονικά συμπτώματα ακόμα και 12 εβδομάδες μετά τη νόσηση.

Τα ευρήματα της έρευνας του ONS έδειξαν ότι 211.000 από αυτά ανέφεραν σημαντική μείωση της ικανότητάς τους να δραστηριοποιούνται σε καθημερινή βάση, λόγω της βεβαρημένης κατάστασης της υγείας τους, ενώ περισσότεροι από 706.000 παρατήρησαν σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητά τους.

Σε προηγούμενη έρευνά του το Γραφείο Εθνικής Στατιστικής είχε προειδοποιήσει ότι τα μακροχρόνια συμπτώματα της Covid-19 είναι ιδιαίτερα αυξημένα σε νεαρά άτομα ηλικίας 17 έως 24 ετών και σε εκείνα που εργάζονται στον υγειονομικό τομέα. Η αιτία αυτού του φαινομένου μπορεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων στη Βρετανία και με τον χαμηλό ρυθμό εμβολιασμού των νέων. Αυτά τα δεδομένα βασίζονται κατά κύριο λόγο σε μαρτυρίες ανθρώπων και όχι σε κλινικές διαγνώσεις, όμως πληθώρα ερευνητικών μελετών έχει αποδείξει ότι τα μακροχρόνια συμπτώματα στον οργανισμό, μπορεί να επιφέρουν σοβαρά προβλήματα στα ανθρώπινα όργανα, καθώς και έντονη κόπωση ή να επιβραδύνουν τη σκέψη.

Η κόπωση ήταν το πιο συχνό σύμπτωμα, με 56% των συμμετεχόντων να την αναφέρουν ως απάντηση, ακολουθούσε η δύσπνοια με 40%,έπειτα η έλλειψη όσφρησης και 31% των ατόμων δήλωσαν πως αντιμετώπιζαν προβλήματα συγκέντρωσης. Κυρίως γυναίκες ηλικίας 39 με 65 ετών και άτομα που ζούσαν σε πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Βρετανίας φάνηκε να εμφανίζουν συχνότερα τα μακροχρόνια συμπτώματα της Covid-19, καθώς και υγειονομικοί, εργαζόμενοι στον τομέα της κοινωνικής περίθαλψης ή άτομα με προβλήματα υγείας ή κίνησης.

Το NHS εγκατέστησε πάνω από 90 κλινικές Covid-19 προκειμένου να βοηθήσει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση μακροχρόνιων συμπτωμάτων της νόσου, ωστόσο ακόμα υπάρχει έντονη ασάφεια στο τι ορίζουμε ως «μακροχρόνιο σύμπτωμα κορονοϊού» και ποια θεραπεία θα χρειαστεί να ακολουθήσουν οι ασθενείς.