Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η κλοουνερί της ύπαρξης

Σάμιουελ Μπέκετ, «Περιμένοντας τον Γκοντό». Σκηνοθεσία: Έλενα Μαυρίδου. Θέατρο Χώρος

Πολυπαιγμένο, ερμητικά κλειστό και γι’ αυτό πρόσφορο σε άπειρες ερμηνείες, το αντιπροσωπευτικό του «Θεάτρου του Παραλόγου» έργο του νομπελίστα (1969)..

Πολυπαιγμένο, ερμητικά κλειστό και γι’ αυτό πρόσφορο σε άπειρες ερμηνείες, το αντιπροσωπευτικό του «Θεάτρου του Παραλόγου» έργο του νομπελίστα (1969) γεννημένου στο Δουβλίνο συγγραφέα  Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989) δεν παύει να προσφέρεται για νέες σκηνικές αναγνώσεις. Γραμμένο στα γαλλικά («En attendant Godot») το 1952, γλώσσα στην οποία επέλεξε να γράφει ήδη από το 1945 ο εγκατεστημένος στο Παρίσι Μπέκετ, ανέβηκε στη σκηνή το 1953 από τον γνωστό γάλλο σκηνοθέτη Roger Blin ταράσσοντας το θεατρικό κατεστημένο της εποχής.

Αναμένοντας…

Πολλές οι ερμηνείες για το ποιος είναι ο «Γκοντό» που οι δύο ταλαίπωροι τύποι, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν που μεταξύ τους αποκαλούνται με τα υποκοριστικά «Ντιντί» και «Γκογκό», περιμένουν στο διηνεκές ‒ δύο τύποι που έρχονται από το πουθενά και επανέρχονται υποχρεωτικά καθημερινά σε ένα “εδώ” με μόνο στίγμα τόπου ένα απροσδιόριστου είδους δέντρο.  

Ο χρόνος που μεσολάβησε από την εμφάνιση του έργου μετατόπισε την ουσία του ερωτήματος με τις πλείστες υποθέσεις ως προς το ποιος είναι ο «Γκοντό» στην έννοια της ίδιας της αναμονής, στο «περιμένοντας». Ο άνθρωπος πάντα περιμένει κάτι, ελπίζει για κάτι προικισμένος με υπομονή αλλά από την άλλη η αναμονή χωρίς δραστηριοποίηση, κινητοποίηση, καταλήγει σε αδιέξοδη αδράνεια. Στο αδιέξοδο της ύπαρξης.

Σε αντίθεση με τη διαρκή αναμονή, τη στατικότητα του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν, ένα άλλο παράξενο ζευγάρι, αυτό του κυρίαρχου Πότζο και του κυριαρχούμενου, δεμένου από ένα σκοινί, Λάκυ, δίδυμο που για πολλούς εκπροσωπεί τον παλαιό κόσμο, βρίσκεται σε κίνηση, διασχίζει, κάνοντας μια μικρή στάση, τον χώρο όπου οι πρώτοι «αναμένουν» και συνεχίζει τον δρόμο του. Όμως, στη δεύτερη πράξη θα επανέλθουν, σαν να ακολουθούσαν απλώς έναν κύκλο και όχι μια ευθεία: η πορεία τους έξω από τον συγκεκριμένο τόπο κατέστησε τον μεν Πότζο τυφλό τον δε Λάκυ μουγγό αλλά και πλήρως εξαντλημένο, σε λίγο νεκρό. Στοιχείο ρήξης μιας αέναης επαναληπτικότητας των πάντων. Δείγμα του ανώφελου της όποιας δραστηριοποίησης καθώς εκεί έξω τα πάντα έχουν οριστικά αλωθεί, εκμηδενιστεί;   

Γλυκόπικρη ιστορία για κλόουν

Η Έλενα Μαυρίδου αναμετρώμενη με το αμφίσημο κείμενο μπαίνει στην ουσία της ιλαροτραγωδίας του διαβάζοντάς το σκηνικά ως μια γλυκόπικρη κλοουνερί που στην αρχή της παράστασης θα «κουρδίσει» ένας επιδέξιος αρχι-κλόουν ρυθμιστής της δράσης και των προσώπων ‒ ένας υπερ-σκηνοθέτης Γκοντό που καθορίζει τις υπάρξεις, μοιράζοντας μύτες κλόουν. Ταυτόχρονα, η σκηνοθέτις θα πολλαπλασιάσει το πρωταρχικό ζευγάρι Βλαδίμηρου-Εστραγκόν, διευρύνοντας την κατάσταση των δύο σε όλη την ανθρώπινη ύπαρξη,  με ένα δεύτερο ζεύγος-αντικαθρέφτισμα του πρώτου,  με κοστούμια ανάλογων χρωματισμών (γαλάζιο-γκρι του Βλαδίμηρου, μπορντώ-κιτρινωπό του Εστραγκόν) αλλά με αντεστραμμένα τα χρωματικά τους “μπαλώματα”. Και οι τέσσερις μαζί θα κινηθούν αρχικά με ομοειδείς βηματισμούς και στάση του σώματος στα περιγράμματα ενός τετραγώνου που θα αποβεί και ο τόπος της σκηνικής δράσης. Το περίφημο δένδρο-δείκτης του τόπου του καθημερινού ραντεβού με τον Γκοντό θα έχει τη μορφή ενός προβολέα που ορίζει το κέντρο του τετραγώνου (τον οποίο θα προτιμούσα χρωματικά με πρασινίζουσες ανταύγειες ώστε να λειτουργεί μετωνυμικά ως “δένδρο”).

Το δεύτερο ζευγάρι σταδιακά θα εξαφανιστεί για να επανεμφανιστεί σε κάποιες στιγμές της πορείας της παράστασης. Το αρχικό ζεύγος θα συνεχίσει τον λεκτικό του αγώνα, έναν αγώνα κλόουν, μια συνεύρεση Τσάπλιν και Κήτον που ακολουθεί τις γεμάτες τρυφερότητα αψιμαχίες του μέσα στην πλήρως συνεννοήσιμη ασυνεννοησία του, ένα “πινγκ-πονγκ” λέξεων όπως έχει χαρακτηρίσει τον διάλογό τους ένας σύγχρονος γάλλος σκηνοθέτης. Σε αυτή τη φαινομενική κενότητα του διαλόγου τους θα αντιπαραταχθεί κάποια στιγμή η σκέψη-λόγος του ρακένδυτου Λάκυ κατόπιν εντολής του κυρίου του Πότζο: ένας λόγος-χείμαρρος λέξεων συχνά ασύνδετων που καταλύουν κάθε συνταγματικό ή παραδειγματικό άξονα της γλώσσας ενώ ταυτόχρονα καθιστούν τις λέξεις σημαίνοντα χωρίς σημαινόμενα, ήτοι άδειες από τις γνωστές σημασίες τους.

Σε αυτό το σημείο θα δώσει και την σπαρακτική ερμηνεία του, μέσω της έκρηξης λόγου που αναβλύζει κυριολεκτικά μαζί με σάλια από το στόμα του αλλά και μέσω της κινησιολογίας του, ο σε οριζόντια στάση Λάκυ του Γιώργου Κατσή,  ο οποίος είχε ήδη αποδείξει τις κινησιολογικές του ικανότητες ως αρχι-κλόουν της έναρξης.

Σκηνοθετικά ευρήματα και ευρηματικές ερμηνείες

Η Μαυρίδου δημιουργεί επίσης ένα ενδιαφέρον εύρημα ως προς το «Αγόρι»- αγγελιαφόρο του Γκοντό που έρχεται και επανέρχεται για να αναβάλει το κανονισμένο ραντεβού. Εκεί όπου συνήθως ένα παιδί εμφανίζεται στον ρόλο, εδώ η σκηνοθέτις δημιουργεί, με τη βοήθεια της ενδυματολόγου και σκηνογράφου της παράστασης Ιωάννας Πλέσσα που φιλοτεχνεί και τις μάσκες, ένα εξώκοσμο ον, ένα υβρίδιο: η Νατάσα Εξηνταβελώνη σκαρφαλωμένη στον Ανδρέα Κανελλόπουλο (που κρατά και τον ρόλο του δεύτερου Εστραγκόν) εμφανίζεται μέσα σε καπνούς ως πανύψηλο ξωτικό με πλούσια λευκά πέπλα κάτω από τα οποία προβάλλουν τα εύγλωττα στην κίνηση γυμνά αντρικά πόδια, ενώ η φωνή της ακούγεται με αντήχηση, φέροντας στο κεφάλι περίγραμμα μάσκας αλόγου. Μήπως άλλωστε το «Αγόρι» ‒ που δηλώνει διαφορετικό σε κάθε του εμφάνιση ενώ είναι ίδιο ‒ δεν συστήνεται ως βοσκός των ζώων του Γκοντό που κοιμάται στον αχυρώνα; Στην τελευταία του επίσκεψη, ωστόσο, η γυναικεία μορφή θα αποχωρήσει γλιστρώντας από τους ώμους που την κρατούν αφήνοντας έκθετο και ολόγυμνο τον νέο που κρυβόταν κάτω της, αποκαλύπτοντας τη διπλή φύση του «Αγοριού». Υποδηλώνοντας έτσι και το αμφίσημο του κυρίου του, τού Γκοντό.

Μικρά ευρήματα “διασκεδάζουν” τη ροή με τις παύσεις της δράσης όπως οι κατά καιρούς αλλαγές των καπέλων μεταξύ των προσώπων, εύρημα που άλλωστε προβλέπεται στις σκηνικές οδηγίες της δεύτερης πράξης, όταν Βλαδίμηρος και Εστραγκόν αλλάζουν σε συνεχή ροή τα καπέλα τους με εμβόλιμο εκείνο του Λάκυ που έχει ξεχάσει μετά την πρώτη του αναχώρηση. Ευρηματικό επίσης το κόκκινο μπαλόνι του οποίου ο σπάγκος είναι δεμένος γύρω από τον λαιμό του Λάκυ καθόλη τη διάρκεια και πικρή αντίθεση το μαύρο μπαλόνι που το ξεφούσκωμά του δηλώνει την τελευταία του εκπνοή.

Οι ηθοποιοί στήριξαν με τον καλύτερο τρόπο το σκηνοθετικό ζητούμενο: το δίδυμο Βλαδίμηρου και Εστραγκόν λειτούργησε με απόλυτη χημεία. Πολύ καλός στις στάσεις και εκφραστική του ο Γιάννης Καράμπαμπας ως Εστραγκόν, εξαιρετικός ο Γιάννης Λεάκος με τη λεπτή τοποθέτηση της φωνής, την αέρινη κινησιολογία του, τις εκφράσεις του προσώπου του, μικρό ρεσιτάλ υποκριτικής.

Επιβλητικός ως παραφουσκωμένος Πότζο που παρέπεμπε στους προκλασικούς “κωμαστές” των κορινθιακών αγγείων με την προβληματική ανατομία, τους αποκαλούμενους και ως πρωτο-ηθοποιούς, ο Κίμων Κουρής κατασκεύασε μια επιδέξια σχηματισμένη κωμική φιγούρα κινησιακά και λεκτικά,  ένας ηθοποιός  που ανέλαβε, άλλωστε, πλήρως αλλαγμένος,  και τον ρόλο του δεύτερου Βλαδίμηρου.

Είναι άραγε δυνατή η έξοδος από το τετράγωνο της αιώνιας αναμονής, από το αδιέξοδο της άνευ πρωτοβουλίας ύπαρξης; Θετική απάντηση φαίνεται να δίνουν τα αντίγραφα Βλαδίμηρου-Εστραγκόν, οι Κουρής -Κανελλόπουλος, όταν κάποια στιγμή εξέρχονται του τετραγώνου, βγάζουν τα κοστούμια τους και συνομιλούν από τις κερκίδες ως ηθοποιοί σε πρόβα. Δηλώνοντας ότι υπάρχει πάντα η δυνατότητα εξόδου από τους προδιαγεγραμμένους ρόλους.

Επιβλητική και καθοριστική για την ατμόσφαιρα της παράστασης η μουσική του Γιώργου Μαυρίδη με τους καίριους ήχους να λειτουργούν δραστικά ενώ θα πρέπει να τονιστούν τα εξαιρετικά σε έμπνευση κοστούμια και οι μάσκες της Ιωάννας Πλέσσα. Οι φωτισμοί είναι του Περικλή Μαθιέλλη ενώ χρησιμοποιήθηκε η έγκυρη μετάφραση της Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου.

Η Έλενα Μαυρίδου αναμετρήθηκε με ένα κλασικό πλέον έργο και η επιλογή της αποδείχτηκε ότι είχε νόημα: το εγχείρημά της είχε άποψη, είχε πρόταση αλλά και μια εξαντλητική δουλειά στις λεπτομέρειες στις οποίες συνέβαλαν όλοι οι συνεργάτες της έτσι ώστε ένα γνωστότατο έργο να δημιουργεί ακόμη εκπλήξεις. Και αυτό είναι κατόρθωμα.

Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Γιώργου Καπλανίδη.

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις