– του Σπύρου Κουζινόπουλου
Ο Φριτς Σούμπερτ υπήρξε ένας από τους χειρότερους εγκληµατίες πολέµου που έδρασαν στα Βαλκάνια, άτοµο µυθοποιηµένο όσο ελάχιστα, για την αιμοσταγή δράση στην κατοχική Ελλάδα, κυρίως στην Κρήτη και στη Μακεδονία. Το «Σώμα Κυνηγών», οι Σουμπερίτες, που συγκρότησε ο διαβόητος ο γερμανός επιλοχίας της Στρατιωτικής Αστυνομίας, Feldgendarmerie Σούμπερτ, στελεχώθηκε κυρίως από γερμανόφιλους δωσιλόγους αλλά και βαρυποινίτες από φυλακές της Κρήτης.
Ο Φρειδερίκος (Φρήντριχ, Φριτς) Χέρµαν Σούμπερτ (Friedrich Schubert) ήταν Γερμανός στρατιωτικός, διαβόητος για τα εγκλήματα που διέπραξε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Γεννήθηκε το 1897 στο Ντόρτµουντ της Βεστφαλίας από γονείς που προέρχονταν από την εργατική τάξη. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία κατά τη διάρκεια του A’ Παγκοσµίου Πολέµου, «ενδεχοµένως στην Τουρκία» (όπου «πιθανόν» παρασηµοφορήθηκε µε ένα από τα σπανιότερα πολεµικά παράσηµα του Κάιζερ, την «σιδηρά ηµισέληνο» και επανήλθε στην Τουρκία µετά το 1920 όπου «φέρεται» να πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον κεµαλικό στρατό. Τα λίγα εξακριβωµένα στοιχεία της προπολεµικής του ζωής αφορούν το γάµο του µε µια Ιταλίδα στη Σµύρνη το 1925 και τη µετοίκηση του στην Αλεξάνδρεια, όπου έζησε τα επόµενα δεκαπέντε χρόνια.
To 1939, ο Φριτς Σούµπερτ κατείχε γλώσσες «περίεργες για τον µέσο Γερµανό» —τουρκικά, ελληνικά, ιταλικά και αραβικά— και διέθετε έναν «λεβαντίνικο αέρα» που θα αποδεικνυόταν πολύ χρήσιµος στη συνέχεια. Με την κήρυξη του Πολέµου, επέστρεψε στην Γερµανία όπου εντάχθηκε στον Εφεδρικό Στρατό (Ersatzheer), έγινε δεκανέας και τοποθετήθηκε ως διερµηνέας σε διάφορα φρουραρχεία στην κατεχόµενη Κρήτη, ίσως κατόπιν δικής του αιτήσεως.
Μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος
Από το 1934 ακόμη ο Σούμπερτ εγγράφηκε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) του Χίτλερ με αριθμό μητρώου 3397778. Επίσης στα γερμανικά αρχεία της Βέρμαχτ βρέθηκε το στρατιωτικό του μητρώο σχετικά με την υπηρεσία του στην Ελλάδα.
Σε µαρτυρίες για την πρώτη περίοδο της εμφάνισής του στην Κρήτη, καταγράφεται η «περίεργη συνήθειά του» να επισκέπτεται εκτός υπηρεσίας τους προσφυγικούς µαχαλάδες του Ρεθύµνου και των Χανίων και να συζητά µε ηλικιωµένους Μικρασιάτες στα τουρκικά και στα ελληνικά, διασπείροντας µάλιστα πληροφορίες περί δήθεν ελληνικής καταγωγής, ακόµα και γέννησης στο Ηράκλειο.
Τον Αύγουστο του 1941, πραγµατοποιεί τον πρώτο του φόνο στο Όρος Ρεθύµνου, στο πλαίσιο µιας επιχείρησης αντικατασκοπίας, όπου απέδειξε τη σκληρότητά του αλλά και την ικανότητά του να συνεργάζεται µε τους ντόπιους πληροφοριοδότες, «λόγω των προσόντων του και του ενδιαφέροντος του στον τοµέα αυτό..
Θα ακολουθήσει η συγκρότηση ενός στρατιωτικού τµήµατος Ελλήνων εθελοντών υπό την τυπική, τραγελαφική επωνυµία «Εθνικό Απόσπασµα Καταδιώξεως Κακοποιών (ΕΑΚΚ)» που µέχρι τον Ιανουάριο του 1944 σκότωσε κάπου 250 αθώους χωρίς καµία διαδικασία, λεηλάτησε και κατέστρεψε χωριά και στους τέσσερις νοµούς της Κρήτης.
Αυτό το απόσπασμα θανάτου με έδρα την Αυγενική και φυλάκια στον Κρουσώνα και το Ηράκλειο δεν αριθμούσε πάνω από 150 έως 200 γερμανοντιμένους δωσίλογους , και δεν υπαγόταν τακτικά η οργανικά σε καμία μονάδα της Βέρμαχτ. Στα γερμανικά στρατιωτικά έγγραφα εκείνης της εποχής αναφέρεται απλώς ως «Jagdkommando Schubert». Συνολικά εξόντωσε πάνω από 600 αμάχους σε περίπου 40 χωριά και κωμοπόλεις της Κρήτης και της Μακεδονίας ίσως περισσότερα από κάθε άλλη μονάδα της Βέρμαχτ ή των Βάφφεν Ες-Ες, με αποκορύφωμα τα ολοκαυτώματα του Χορτιάτη(2 Σεπτεμβρίου 1944) και των Γιαννιτσών Πέλλας (14 Σεπτεμβρίου 1944).
Tο σώμα απαρτιζόταν αποκλειστικά από Κρητικούς και Μακεδόνες ντυμένους με γερμανικές στολές. Ο ίδιος ο Σούμπερτ διέδιδε ότι ήταν ελληνικής καταγωγής και ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Κωνσταντινίδης, το οποίο το άλλαξε όταν ήταν νέος και υπό την προστασία του Γερμανού προξένου στη Σμύρνη. Εξαιτίας αυτού, στην “έκθεση εξαγομένου” των δικαστικών αρχών Θεσσαλονίκης της 17ης Οκτωβρίου του 1945 προτείνεται “όπως ο Γερμανός επιλοχίας Σούμπερτ Φριτς του Άντον ή Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος[…] δικασθή ως εγκληματίας πολέμου”.
Ο Σούμπερτ, αρχικά βρέθηκε στο Ρέθυμνο, με το βαθμό του δεκανέα, όπου έκανε το διερμηνέα του Γερμανού φρούραρχου της πόλης, το καλοκαίρι του 1941. Στα μέσα του επόμενου χρόνου και όντας μέλος της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας τοποθετήθηκε επικεφαλής ομάδας Γερμανών και Ελλήνων, της οποίας η βάση ήταν στο χωριό Αυγενική του Ηρακλείου και από όπου εξορμώντας προέβαιναν σε εκτελέσεις, βασανιστήρια και λεηλασίες στην ευρύτερη περιοχή.
Αντιδράσεις για τα εγκλήματα
Τα εγκλήματα του Σούμπερτ και της ομάδας του προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες των κατοίκων προς τις γερμανικές αρχές του Ηρακλείου με αποτέλεσμα ο φρούραρχος, στρατηγός Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ να διατάξει τη σύλληψη του. Όμως ο Σούμπερτ όχι μόνο αποφυλακίστηκε το φθινόπωρο του 1943, πιθανόν με παρέμβαση του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης, στρατηγού Μπρούνο Μπρόιερ, και ενώ είχε παραμείνει στη φυλακή μόλις ένα μήνα, αλλά και έλαβε προαγωγή από τον Μπρόιερ σε επιλοχία. Ο τελευταίος μάλιστα όταν ο πρωτοσύγκελλος Ψαλιδάκης διαμαρτυρήθηκε για την αποφυλάκιση του Σούμπερτ δήλωσε ενθουσιασμένος με το έργο του χαρακτηρίζοντας τον Γερμανό υπαξιωματικό ως έναν από τους καλύτερους του γερμανικού στρατού και δηλώνοντας ότι ήταν απαραίτητος για την ασφάλεια των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της τρομοκράτησης των κατοίκων.
Την ίδια περίοδο με εντολή του Μπρόιερ ο Φριτς Σούμπερτ συγκρότησε την Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ, Jagdkommando Schubert, ένα ειδικό στρατιωτικό σώμα για την καταδίωξη ανταρτών. Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν γύρω στα 100 άτομα πολλά από τα οποία ήταν κατάδικοι, πολλοί και για βαριά εγκλήματα-ανθρωποκτονίες κ.λ.π., που αποφυλακίστηκαν ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή τους στην ομάδα του Σούμπερτ. Οι άνδρες αυτοί αποκλήθηκαν από τους Κρητικούς “Σουμπερίτες”.
Η αιμοσταγής δράση και οι φρικαλεότητες στην Κρήτη
Η δράση του «Σώματος Κυνηγών» Σούμπερτ αρχικά τοποθετείται στον Κρουσώνα Ηρακλείου όπου η διαιρετική τομή δωσίλογων – αντιστασιακών είναι έντονη και διακριτή. Απ’ τη μία και λόγω της μεγάλης παράδοσης του χωριού σε οπλοκατοχή, στοιχίζονται οι ντόπιοι με τους αντάρτες της ομάδας του Σατανά (Αντώνη Γρηγοράκη) και απ’ την άλλη με τους συνεργάτες των Γερμανών (Τζουλιάδες).
Οι πρώτες δολοφονίες διορισμένων κοινοταρχών από τους κρητικούς αντάρτες με την έγκριση των βρετανών αξιωματικών τον Μάιο του 1942, έστελναν το μήνυμα της ασυμβίβαστης εχθρότητας στους συνεργάτες των Γερμανών. Ένα μήνα αργότερα, εκτελέστηκαν σε αντίποινα 62 προύχοντες του Ηρακλείου. Από την αρχή της Κατοχής είχαν εκτελεστεί μεμονωμένοι αντιστασιακοί ή μικρές ομάδες με συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως οπλοκατοχή, πράξεις δολιοφθοράς, κλοπή στρατιωτικού υλικού, απεργίες κ.ά. Τώρα οι εκτελέσεις γίνονται μαζικότερες και οι σφαίρες βρίσκουν για πρώτη φορά πολίτες άσχετους με τις κυρίως επιθέσεις, απλώς επειδή βαρύνονταν, κατά την εκτίμηση των εκτελεστών τους, με «αντιαξονική συμπεριφορά». Για τους λιγότερο αφελείς, αυτό σήμαινε πως, σε περίπτωση νέων ενεργειών, κανείς δεν αποκλειόταν a priori από την εκδίκηση των κατακτητών, προφητεία που θα επαληθευθεί δραματικά στη Βιάννο5 και σε αναρίθμητα κρητικά χωριά.
Τον Ιούνιο του 1942 σκότωσε το δάσκαλο Ι. Μανουσάκη, τον Μ. Γρύπαρη με την κατηγορία ότι έκρυβε Αγγλους, τον Εμ. Μακράκη επειδή έκρυβε όπλα και τον Μ. Μαυρουδή. Οι Σουμπερτίτες μαζί με λόχο γερμανών εξέδραμαν κατά της τοποθεσίας Βρωμόνερο, λημέρι της ομάδας του Κρουσανιώτη Σατανά στις υπώρειες του Ψηλορείτη, οι αντάρτες διέφυγαν ενώ οι Σουμπερτίτες συνέλαβαν πέντε άτομα που συγγένευαν ή συνεργάζονταν με την Αντίσταση.
Η περίπτωση του βοσκού Ι. Ξυλούρη ή Ξυλουρογιάννη κόβει την ανάσα: τον έδεσαν με τρίχινο σχοινί από τον λαιμό σε ένα γάιδαρο και ενώ τον τραβούσαν του έβγαλαν τα μάτια!
Στις 26 Ιουνίου, 1942 στο χωριό Αυγενική, σκότωσαν τους Α. Τζιράκη Ι. Ξυλούρη, Μ.Λυδάκη και Ελ. Λυδάκη ως συγγενείς ανταρτών. Τους τρεις τελευταίους, τους έβαλε να σκάψουν τον τάφο τους, τους βασάνισε και ύστερα τους εκτέλεσε.
Οι φρικαλεότητες στην Κρήτη
Η δράση του Σώματος Σούμπερτ στην Κρήτη κυρίως εντοπίζεται στους τελευταίους μήνες του 1943, όταν μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών είχε εξαρθεί η αντιανταρτική δράση εκ μέρους των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής.
Οι φρικαλεότητες της ομάδας του Σούμπερτ συνεχίστηκαν σε πολλά χωριά με κακοποιήσεις και εμπρησμούς σπιτιών και με δεκάδες θύματα και βασανισμούς όπως στο Μετόχι Βορού Μονοφατσίου.
Τον Ιούλιο του ’43 στα Μεσκλά Κυδωνίας ο Σούμπερτ κάνει μια επιδρομή με γερμανοντυμένους Κρουσανιώτες και βασανίζει Μεσκλιανούς.
Τον Ιούλιο στον Αγιο Σύλλα βασάνισε τον Ε. Καραγιωργάκη και τον σκότωσαν δύο Ιταλοί που απείλησε με θάνατο. Βασάνισε άλλους χωρικούς και έκαψε επτά σπίτια. Τα ξημερώματα της 9ης Ιουλίου, ο Σούμπερτ επικεφαλής μικτής διλοχίας, που την αποτελούσαν Γερμανοί και χωροφύλακες, είχε κυκλώσει το λημέρι της ομάδας του καπετάν Πετρακογιώργη, στη θέση Παπά-Πέραμα (Τεμενένι) βάσει πληροφοριών που είχε η γερμανική μυστική αστυνομία. Ο Πετρακογιώργης σώθηκε ως εκ θαύματος, καθώς έτυχε να επιχειρήσει τη διαφυγή του από τη μεριά που βρίσκονταν οι χωροφύλακες του αποσπάσματος, οι οποίοι σιωπηρά τον άφησαν να περάσει. Ωστόσο μαζί με τους χωροφύλακες ήταν οι περιβόητοι αδελφοί Τζουλιά, οι οποίοι είχαν προσωπικές διαφορές με τον υπενωμοτάρχη Στ. Περάκη, αντάρτη του Πετρακογιώργη, που τον συνέλαβαν. Ο Περάκης παραδόθηκε στον Σούμπερτ, ο οποίος τον βασάνισε σκληρά και τελικά, αφού φυλακίστηκε για ένα διάστημα στο Ηράκλειο, αφέθηκε ελεύθερος.
Η επιχείρηση είχε σχεδιασθεί από τον λοχαγό Χάρτμαν, ο οποίος είχε αναθέσει την εκτέλεσή της στον Σούμπερτ. Τον Αύγουστο του ’43. Εκαψε δώδεκα σπίτια στο χωριό Ροδάκινο και επειδή δεν βρήκε μάχιμους άντρες, σκότωσε τον Χ. Λουκογιάννη 70 ετών, τον Ν. Λουκογιάννη, τον Σ. Φρόνιμο 88 χρόνων και έκαψε ζωντανή την Σμαράγδω Καπετανάκη.
Στις 14 Αυγούστου 1943 σκότωσε τους Νικόλαο και Ηλία Μπομπολάκη στις Βουκολιές με την κατηγορία ότι άκουγαν κρυφά ραδιόφωνο. Στις 23 έβγαλε από τις φυλακές Χανίων και σκότωσε τρεις Ελληνες, υπόδικους για φόνους Ελλήνων.
Στις 13 Σεπτεμβρίου σκότωσε στις Βουκολιές τον Μ. Χριστοδουλάκη, επειδή έκρυβε όπλα. Στις 25 Σεπτεμβρίου πήρε από τις φυλακές Ηρακλείου και εκτέλεσε τέσσερα άτομα.
Οι «σουμπεραίοι», φορούσαν γερμανικές στολές χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικό της εγκληματικής αυτής ομάδας ήταν η κτηνωδία και η αιμοβόρα βαρβαρότητα.
Απίστευτη βαρβαρότητα
Στις 8 Οκτωβρίου 1943 υπό την προστασία γερμανικών μονάδων, η ομάδα αυτή των προδοτών κατέστρεψε τα χωριά Καλλικράτης και Καλή Συκιά .Στον Καλλικράτη Σφακίων, σκότωσε 17 άνδρες και 11 γυναίκες, ενώ πυρπόλησε 81 σπίτια. Στήν Καλή Συκιά μεταξύ των άλλων βαρβαροτήτων που διέπραξε, έκαυσαν τις γυναίκες και τα παιδιά, σπρώχνοντας τις γυναίκες και πετώντας τα παιδιά στις φλόγες των σπιτιών τους, όπου καίγονταν ζωντανές, διασκεδάζοντας με το φρικτό θέαμα. Συνολικά στην Καλή Συκιά πυρπόλησαν εννιά κατοικίες.άλλες εκτελεσαν και άλλες ‘εκαψαν ζωντανές δώδεκα γυναίκες, από τις οποίες μια οκτώ μηνών έγκυος. Έκαψαν κι ένα υπέργηρο και σκότωσαν άλλους δυο στα γύρω του χωριά.
Η Καλή Συκιά είναι η μοναδική περίπτωση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα που το μίσος των Γερμανών στράφηκε αποκλειστικά σε γυναίκες και μάλιστα με τόση αγριότητα. Η επόμενη επιδρομή αφορούσε το χωριό Καλοί Λάκκοι, οι κάτοικοι του οποίου είχαν εγκαίρως απομακρυνθεί και εξαφανισθεί, αλλά λεηλατήθηκαν τα σπίτια τους. Στη συνέχεια οι άνδρες του Σούμπερτ κατευθύνθηκαν στο Μουρί, όπου σκότωσαν πέντε χωρικούς, έναν εκ των οποίων, τον Ι. Τσιρικάκη, ο Σούμπερτ τον τύφλωσε πριν τον εκτελέσει. Οι θηριωδίες αυτές συνεχίσθηκαν σ’ όλη την Κρήτη τους επόμενους τρεις μήνες, με επιδρομές στα χωριά για ανακάλυψη κρυμμένων όπλων και εκτέλεση κάθε ωμότητας που απαιτούσαν απ’ αυτούς οι Γερμανοί αφέντες τους. Μεταξύ των άλλων βδελυρών κατορθωμάτων τους ήταν και το τσάκισμα των χωρικών, δέρνοντάς τους, των χωριών Κρότου και Μιαμού, αφού ανακάλυψαν, κατόπιν προδοσίας, ότι χρησιμοποιούσαν την απαγορευμένη γι’ αυτούς ακτή (Τσούτσουρα – Τρεις Εκκλησιές).
Οι Σουμπερίτες διέπραξαν εκατοντάδες εγκλήματα σε όλη την Κρήτη και πολλά στο χωριό Κρουσώνα. Οι κάτοικοι πολλών περιοχών αποφάσισαν να οργανωθούν καλύτερα και ν’ αντιμετωπίσουν δυναμικά τους Σουμπερίτες όταν θα ερχόταν στην περιοχή τους. Αυτοί όμως προτιμούσαν να κηρύττουν απαγορευμένες αυτές τις επικίνδυνες γι’ αυτούς περιοχές και να κτυπούν, οι εξωμότες, τους προσωπικούς εχθρούς τους και να κάνουν πλιάτσικο στις πλούσιες αγροικίες των πεδινών περιοχών του Ηρακλείου». Έγιναν πολλές προσπάθειες για να εκτελεσθεί ο Φριτς Σούμπερτ, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα.
Ένας απ’ αυτούς, ο λιποτάκτης Μπαλτζάκης, πείσθηκε από τους ορκισμένους αντιπάλους του Σούμπερτ ότι θα του δινόταν αμνηστεία αν δεχόταν να τον εκτελέσει. Ωστόσο ο Μπαλτζάκης δεν το αποτόλμησε, αλλά προτίμησε να αποτραβηχθεί από το Σώμα Σούμπερτ, συνοδευόμενος και από έναν άλλον. Προηγουμένως ο Μπαλτζάκης, που είχε υποστεί ειδική εκπαίδευση σαμποτέρ από τους Συμμάχους στη Μέση Ανατολή και είχε σταλεί ως μέλος ομάδας δολιοφθορών στην Κρήτη, είχε εντοπισθεί και συλληφθεί από τον Σούμπερτ. Τότε άλλαξε στρατόπεδο και εντάχθηκε στο Σώμα Σούμπερτ.
Τα γεγονότα αυτά είχαν εξοργίσει τους μαχητές της αντίστασης και τους έκανε να θέλουν να εξαλείψουν τους σουμπερίτες με κάθε κόστος.. Οι αδελφοί Πατεράκη οργάνωσαν μια επίθεση κατά των «σουμπεραίων» στα Μεσκλά, όπου εκτελέσθηκαν επτά άνδρες του Σούμπερτ.Αυτή ήταν η τελευταία εμφάνισή του «Σώματος Κυνηγών» του Σούμπερτ στην Κρήτη.
Η μονάδα του Σούμπερτ είχε χάσει την αποτελεσματικότητά της δράσης της, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να επιχείρηση καμιά από τις αποτρόπαιες ενέργειες της χωρίς την προστασία ισχυρής δύναμης της Βέρμαχτ. Ως εκ τούτου, το 1944 ο Σούμπερτ και η μονάδα του μεταφέρθηκαν στη Μακεδονία, για να ενισχύσουν το τάγμα ενός άλλου δοσίλογου του Έλληνα συνταγματάρχη Γεώργιου Πούλου. Στις 11 Ιανουαρίου 1944 ο Σούμπερτ και 40 απο τα πρωτοπαλίκαρα του εγκατέλειψαν την Κρήτη.
Στη Μακεδονία, το σώμα κυνηγών του Σούμπερτ, διέπραξε άλλη σειρά εγκληματικών πράξεων, με αποκορύφωμα τα ολοκαυτώματα του Χορτιάτη (2 Σεπτεμβρίου 1944) και των Γιαννιτσών Πέλλας (14 Σεπτεμβρίου 1944). Από εκεί, ωστόσο, πολλοί Κρητικοί «σουμπεραίοι» κατόρθωσαν να διαφύγουν από την Ελλάδα πριν από την αποχώρηση των Γερμανών και είναι πολλοί εκείνοι που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Γερμανία για να επανέλθουν διακριτικά στην Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου όταν οι κατηγορίες που τους αφορούσαν είχαν αμνηστευθεί.
Ο Γερμανός διοικητής του Φρουρίου Κρήτης στρατηγός Μπρούνο Μπρόιερ έχει αναφέρει στην απολογία του, όταν δικαζόταν στα τέλη του 1946 στην Αθήνα ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου εγκληματιών πολέμου:
«…Και τώρα θα ασχοληθώ με την υπόθεσιν Σούμπερτ. Όταν συνηντήθην με τον λοχαγόν Κρόιτς, μου είπε να καταρτίσομε μίαν ομάδα διά την καταδίωξιν των ανταρτών. Η διαταγή ιδρύσεως της ομάδος του Σούμπερτ προέρχεται ή από τον Λοχαγόν Κρόιτς ή από το τμήμα της Μυστικής Αστυνομίας. Ποτέ ένας διοικητής δεν ημπορεί να διατάξει ένα τέτοιο γεγονός. Οι μάρτυρες δεν αναφέρουν καλώς τα υπό του Σούμπερτ διαπραχθέντα εις τα Μεσκλά, όπου εφονεύθησαν επτά άτομα της ομάδος Σούμπερτ. Δεν ήτο ο Σούμπερτ εκεί, αλλά μόνον οι άνδρες του. Μετά από την δράσιν του Σούμπερτ, ορισμένοι κάτοικοι μου έκαναν παράπονα, τότε εκάλεσα τον Λοχαγόν Κρόιτς και τον Σούμπερτ και τους είπα να περιορισθούν εις την καταπολέμησιν των ζωοκλεπτών και εις την βοήθειαν των γερμανικών στρατευμάτων διά την καταπολέμησιν των ανταρτών. Κατά τα μέσα Δεκεμβρίου 1943 έλαβα την απόφασιν να διαλύσω την ομάδα Σούμπερτ και να εκτοπίσω τον Κρόιτς. Η ανωτέρω διαταγή εδόθη την 14 Δεκεμβρίου…».
Τι έλεγαν οι “σουμπεραίοι”
«Στο Σώμα του κ. Σούμπερτ υπήρχε ασφάλεια επί Κατοχής», είχε καταθέσει ένας Κρητικός μάρτυρας κατά τη δίκη του θηριώδους επιλοχία. Επρόκειτο για τον Χαρ. Δελημπασάκη, ήδη τότε καταδικασμένο σε ισόβια, ο οποίος είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του και ο οποίος έδειχνε απεριόριστο σεβασμό προς τον άλλοτε προϊστάμενό του, ακόμη και μετά την πλήρη απελευθέρωση της χώρας! Οι συνθήκες ήταν καλές, πρόσθεσε, αλλά ο μόνος κίνδυνος ήταν ότι ένας «σουμπεραίος» θα μπορούσε να εκτελεσθεί αν επιχειρούσε να αποστατήσει!
Άλλοι πρώην συνεργάτες του, που εν τω μεταξύ είχαν επίσης καταδικασθεί από τα ελληνικά δικαστήρια σε ισόβιες καθείρξεις, όπως οι Γ. Μαραβελάκης και Στ. Συντιχάκης, επέδειξαν λιγότερο σεβασμό έναντι του Σούμπερτ και κατέθεσαν ότι είχαν καταταγεί διά της βίας. Ο Μιχ. Παναγιωτάκης από το χωριό Άγιοι Δέκα Ηρακλείου, καταδικασμένος ο ίδιος σε ειρκτή 12 ετών πλέον, κατέθεσε ότι ο Σούμπερτ είχε πρωτοεμφανισθεί στην κοινότητα Δύο Χωρίων, της οποίας ο ίδιος ήταν διορισμένος ως γραμματέας, τον Ιούνιο 1942, συνοδευόμενος από τέσσερις συνεργάτες του και απαίτησε όπως μέσα σε μια ώρα να του παραδοθούν 25 όπλα, λέγοντας ότι διαφορετικά «θα κάνω ό,τι έκανα στον Μακρυμανώλη στο χωριό Στόλους», στήνοντας τον πρόεδρο, τον παπά και τον γραμματέα στο ντουβάρι.
Ένας άλλος συνεργάτης του Σούμπερτ, ο Κ. Καμπατάκης, μόλις 20 ετών τότε από το Ηράκλειο Κρήτης, καταδικασμένος και αυτός σε ειρκτή 10 ετών ως δοσίλογος, είχε καταθέσει πώς γνωρίστηκε μαζί του στα κρατητήρια Ηρακλείου τον Νοέμβριο 1943. Υποστήριξε ότι ήταν φυλακισμένος εκεί, ύστερα από καταγγελίες άλλων «σουμπεραίων» και εξαναγκάστηκε να δεχθεί να συνεργασθεί και αυτός προκειμένου να απελευθερωθεί. Ωστόσο, κατά την κατάθεσή του στη δίκη Σούμπερτ, «προσπάθησε να αποσείσει την ευθύνη την αρχηγίας του σώματος από τον Σούμπερτ», υποστηρίζοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εκείνος που αποφάσιζε για την τύχη των συλλαμβανομένων από τη συμμορία δεν ήταν ο Ελληνογερμανός επιλοχίας, αλλά ο Γεώργιος Τζουλιάς.
Ο μάρτυρας αυτός είπε ακόμη «…[ο Τζουλιάς] ήτο αρχηγός μαζί με ένα άλλον και ο Σούμπερτ ήτο γενικός αρχηγός και έδιδε την κατευθυντήριον γραμμήν. Το τάγμα το είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Σούμπερτ συγκεντρώσας από τας φυλακάς πάσης φύσεως εγκληματίας, ως και έναν που είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Ο Σούμπερτ ήτο ανεξέλεγκτος και μόνον εκ των υστέρων ενέκριναν οι γερμανικές αρχές τις πράξεις του… Είχε πολλούς πράκτορας και καταδότας. Ενήργει δε κατά τόσον εγκληματικόν τρόπον, ώστε τον εφοβήθησαν και οι Γερμανοί και διά να μη επαναστατήσουν οι Κρήτες τον έστειλαν αργότερον εις την Μακεδονίαν».
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη δίκη Σούμπερτ, που έγινε στην Αθήνα τον Ιούλιο 1947, κατέθεσαν αρκετοί από τους πρώην συνεργάτες του και εξιστόρησαν με λεπτομέρειες τη δράση του παραστρατιωτικού σώματος. Επρόκειτο βέβαια για μια απόπειρα να απεκδυθεί των ευθυνών του, δεδομένου ότι στη Μακεδονία βρέθηκε μαζί με τους Κρητικούς συνεργάτες του, που είχαν ως επικεφαλής τους Γερμανάκη, Καπετανάκη και Οικονομάκη, όπου διαπράχθηκαν άλλα εγκλήματα στο Ασβεστοχώρι, στον Χορτιάτη κ.α.
Ο Σούμπερτ δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τη δράση των ανδρών του, ούτε ότι προσωπικά είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σε φόνους και βασανιστήρια. Ωστόσο, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για περισσότερους από 250 φόνους Ελλήνων πολιτών, καταδικάσθηκε 271 φορές σε θάνατο και χιλιάδες χρόνια κάθειρξης, οι ποινές συγχωνεύθηκαν στην ποινή του θανάτου και εκτελέσθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947 στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης.
Πηγή: Με βάση τα στοιχεία από το βιβλίο του Θανάση Φωτίου, Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα. Η αιματηρή πορεία τον Φριτς Σούμπερτ και του ελληνικού «Σώματος Κυνηγών» στην κατοχική Κρήτη και Μακεδονία, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011
Στο επόμενο: Η αιμοσταγής δράση και οι φρικαλεότητες του Σούμπερτ στη Μακεδονία
Από farosthermaikou.blogspot.com