Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

17 Ιούλη 1955: Η μεγάλη απόδραση από τα Βούρλα

Εκείνο το μεσημέρι της Κυριακής 17 Ιούλη 1955, στη 1:30 μ.μ., 27 κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι, βαρυποινίτες και υπόδικοι, δραπετεύουν από τις υψίστης ασφαλείας και πολύ καλά φρουρούμενες «Φυλακές των Βούρλων», όπως ήταν γνωστή η Δικαστική Φυλακή Πειραιώς, στη περιοχή της Δραπετσώνας

Εκείνο το μεσημέρι της Κυριακής 17 Ιούλη 1955, στη 1:30 μ.μ., 27 κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι, βαρυποινίτες και υπόδικοι, δραπετεύουν από τις υψίστης ασφαλείας και πολύ καλά φρουρούμενες «Φυλακές των Βούρλων», όπως ήταν γνωστή η Δικαστική Φυλακή Πειραιώς, στη περιοχή της Δραπετσώνας.

Οι δραπέτες πέρασαν μέσα από σήραγγα μήκους 17 – 18 μέτρων, που είχε σκαφτεί σε βάθος 2 μέτρων και συνέδεε το κελί 13 με τα πλυντήρια του γειτονικού εργοστασίου «ΝΤΕΣΤΡΕ».

Την απόδραση οργάνωσαν και πραγματοποίησαν κρατούμενοι, από τους οποίους οι 20 από τους 27 ήταν υπόδικοι για κατασκοπεία, με βάση τον ΑΝ. 375/1933. Είχαν συλληφθεί τον Απρίλιο του 1954 και είχαν μεταφερθεί στις φυλακές Βούρλων το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, μετά από τρομερές ταλαιπωρίες στα διάφορα απομονωτήρια της Ασφάλειας.

Η απόδραση συγκλόνισε την Ελλάδα. Οι εφημερίδες περιγράφουν την απόδραση με εντυπωσιακό τρόπο και σημειώνουν ότι το κράτος γελοιοποιήθηκε από τους 27 δραπέτες:

Η εφημερίδα «Εμπρός» σημειώνει:

«Μια έντεχνος, μυθιστορηματική, δραματική, περιπετειώδης, καταπληκτική, ομαδική δραπέτευσις εγκαθείρκτων στελεχών του ΚΚΕ έλαβε χώραν εις τον Πειραιά. Δεν είναι η πρώτη. Προηγήθηκαν άλλαι, φυσικά ολιγώτερον μυθιστορηματικαί και με ολιγώτερα πρόσωπα αποδρασάντων (…) Η δραπέτευσις κομμουνιστών από τας φυλακάς δεν έχει τίποτε το εκπληκτικόν. Δεν πρόκειται περί του ληστάρχου Κουμπή ή του Τζατζά. Δι’ αυτούς δεν θα ευρίσκετο ουδείς συνεργός δια να τους βοηθήση να αποδράσουν (…) Εδώ πρόκειται περί Κόμματος ολοκλήρου περί παρανόμου και συνωμοτικής οργανώσεως, περί μηχανισμού κινούμενου συμφώνως προς την τελευταία λέξιν του συνωμοτισμού, διαθέτοντας και πρόσωπα άφθονα και έμπειρα εις τοιαύτα και μέσα οικονομικά και μέσα τεχνικά και ακόμη αφθόνους συνεργασίας εντός και αυτής της κρατικής μηχανής, την οποία όταν θελήση εις έναν τομέα την κάμνει να πάθη εμπλοκήν και να μη δύναται να κινηθή…».

Η εφημερίδα «Ελευθερία» σε πρωτοσέλιδο άρθρο της υπό τον τίτλο «Γελοιοποίησις» στις 19 Ιούλη 1955:

«Η απόδρασις εικοσιεπτά (αριθμός 27) κρατουμένων από τας φυλακάς Βούρλων αποτελεί γεγονός καταπληκτικόν τόσον διά τον αριθμόν των διαφυγόντων όσον και διά τας συνθήκας υπό τας οποίας συνετελέσθη. Εις το κέντρον πολυσυχνάστου περιοχής υπό το φως της ημέρας και κατόπιν πολυμήνου προετοιμασίας κατά την οποίαν ηνοίχθη σήραγξ μήκους τριάντα ολόκληρων μέτρων και εχρειάσθη ν’ αποκομισθούν άνω των επτά κάρων χώματος και βράχων μια πολυάριθμος ομάς εγκατέλειψεν ανενόχλητος τας φυλακάς, επιβηβάσθη λεωφορείων και ταξί και ώχετο απιούσα προς μέγιστην γελοιοποίησιν του κράτους».

Η «Ακρόπολις» της 19 Ιούλη στην πρώτη σελίδα καταγράφει:

«Η καταπληκτική ομαδική απόδρασις των κομμουνιστικών στελεχών – Μέχρις ώρας ουδείς συνελήφθη από τους 27 κομμουνιστάς τους δραπετεύσαντας από τας φυλακάς Βούρλων το απόγευμα της Κυριακής υπό μυθιστορηματικάς συνθήκας» και σημειώνει:

«Ο υπουργός Δικαιοσύνης αποκαλύπτει ότι προ μηνός σκοποί Χωροφυλακής ειδοποίησαν ότι ηκούοντα υποχθόνιοι κρότοι, ενηργήθη αμέσως αυτοψία υπό των αρμοδίων αρχών αλλ’ ουδέν απολύτως ανεκαλύφθη».

Η εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ» της Τρίτης 19 Ιούλη γράφει στο πρωτοσέλιδό της : «Η θρασυτάτη δραπέτευσις των 27 κομμουνιστών προκαλεί γενικήν κινητοποίηση. Εικοσιτρείς χιλάδες αστυνομικοί αναζητούν τους ερυθρούς δραπέτας».

Η Βραδυνή (19 Ιούλη 1955) δημοσιεύει γελοιογραφία του Π. Παυλίδη, που σατιρίζει την απόδραση των Βούρλων. Απεικονίζει τον τότε υπουργό Δημοσίων Εργων Κώστα Καραμανλή, έξω από τις Φυλακές των Βούρλων, να αναζητεί τους δραπέτες: «–Πού είν’ αυτοί που το σκάσανε; Τους θέλω να τελειώσουν την σήραγγα του σιδηροδρόμου Κηφισίας…»

 

Τι ήταν τα Βούρλα

 

Η Δικαστική Φυλακή Πειραιώς, ήταν γνωστή με το όνομα «Φυλακές των Βούρλων», ήταν υψίστης ασφαλείας και πολύ καλά φρουρούμενες, σε μια περιοχή της Δραπετσώνας, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί ανάμεσα στα έλη που φύτρωναν βούρλα (από όπου και το όνομα) στα τέλη του 19ου αιώνα χτίστηκαν 72 ισόγεια δωμάτια για να στεγάσουν οίκους ανοχής.

Στην αρχή της περιόδου της Κατοχής (1941) οι Ιταλοί και οι Γερμανοί άδειασαν το κτίριο από τις  ιερόδουλες και μετέτρεψαν το συγκρότημα αυτό σε φυλακές, σηκώνοντας ψηλούς μαντρότοιχους και στήνοντας εσωτερικές και εξωτερικές σκοπιές.

Μετά την απελευθέρωση το χώρο παρέλαβαν οι ελληνικές Αρχές. Το κτίριο χωριζόταν σε τρεις πτέρυγες (ακτίνες). Στις δυο πρώτες (Α΄ και Β΄) ήταν φυλακισμένοι οι ποινικοί κρατούμενοι ενώ στην τρίτη (Γ΄ Ακτίνα) οι πολιτικοί κρατούμενοι. Κι εκεί μεταφέρονταν κατά κύματα αγωνιστές, είτε στο δρόμο γι’ άλλες φυλακές είτε για το εκτελεστικό απόσπασμα.

Στα τέλη του 1954, οι πολιτικοί κρατούμενοι στις Φυλακές των Βούρλων, αρκετοί από τους οποίους ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο, δεν περιμένουν πια να λειτουργήσουν ο Νόμος 2058/52 του Πλαστήρα «περί μέτρων ειρηνεύσεως» και του Παπάγου το 1953 για τον γενικό επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων και αρχίζουν να σκέπτονται σχέδια για απόδραση από τη φυλακή.

Η πολυαναμενόμενη «γενική αμνηστία» που περίμεναν οι κρατούμενοι άρχισε να απομακρύνεται και στη θέση της έρχονταν νέες συλλήψεις ενώ οι εκτελέσεις δεν σταματούσαν. Η πιο πρόσφατη εκτέλεση με τον νόμο 375  ήταν του 26χρονου Χρήστου Καρανταή την πρωτομαγιά του 1955 στο Ηράκλειο της Κρήτης.

 

 

Η επιχείρηση απόδρασης

 

Εφτά μήνες πριν τη μεγάλη απόδραση, με το Κόμμα να προσπαθεί να ανασυγκροτήσει στην παρανομία τις οργανώσεις του, πάρθηκε η απόφαση να επιδιωχθεί η έξοδος από τη φυλακή μιας σειράς στελεχών. Τρεις μήνες κράτησε η προετοιμασία. Κι άλλους τέσσερις μήνες πήρε το σκάψιμο μιας σήραγγας που οδηγούσε από το εσωτερικό της φυλακής σε απόσταση κοντά 20 μέτρων στο εσωτερικό ενός απέναντι από τη φυλακή εργοστασίου. Ακούγεται απλό, για τις συνθήκες που έγινε ήταν μια ασύλληπτη επιχείρηση που έγινε κάτω από τραγικά δύσκολες συνθήκες κινδύνου, με μαθηματική ακρίβεια και μυστικότητα. Με ένα σχέδιο τέλεια μελετημένο, με υψηλή πιστότητα και γνώση, ολοκληρωμένες τεχνικές προδιαγραφές και εκτέλεση παραδειγματική. Σκάφτηκε μια σήραγγα μήκους 17,5 περίπου μέτρων, υποστυλώθηκε με κάθε τεχνική επάρκεια και ηλεκτροφωτίστηκε.

Το «έργο» -όπως το έλεγαν- άρχιζε από το γωνιακό κελί 13 της δυτικής πτέρυγας, που βρισκόταν κοντύτερα από κάθε άλλο στον εξωτερικό τοίχο των φυλακών και απέναντι από το εργοστάσιο «Ντεστρέ». Επρεπε στο τσιμεντένιο δάπεδο του κελιού να ανοιχτεί μια τρύπα, να σχηματιστεί ένα «πηγαδάκι» βάθους 3 μέτρων, απ’ όπου θ’ άρχιζε μια σήραγγα διαμέτρου 80 εκατοστών και μήκους 18-19 μέτρων. Η υπόγεια σήραγγα αφού περνούσε κάτω από τα θεμέλια του τοίχου της φυλακής και του εξωτερικού μαντρότοιχου, θα διάσχιζε την οδό Δογάνη, θα περνούσε τον τοίχο του εργοστασίου «Ντεστρέ» και θα κατέληγε στους λουτήρες.

Για το σχεδιασμό του έργου τις απαραίτητες μετρήσεις και πληροφορίες για το εξωτερικό της φυλακής τις έδωσαν οι αρραβωνιαστικιές δύο κρατουμένων συντρόφων.

Η τρύπα αποφασίστηκε ν’ ανοίξει κάτω από ένα κρεβάτι που βρισκόταν δεξιά, δίπλα στην είσοδο του κελιού 13. Το κρεβάτι εκείνο, όπως όλα τα κρεβάτια της φυλακής, δεν ήταν παρά τρεις μετακινούμενες σανίδες στηριγμένες πάνω σε τρία τσιμεντένια τοιχάκια. Τα εργαλεία της δουλειάς, ήταν αρχικά ένα κοπίδι και ένα τσαγκαράδικο σφυρί, από εκείνα που έπαιρναν από το εργαστήριο της φυλακής για διάφορα μαστορέματα.

 

Τέσσερις μήνες έσκαβαν

 

Πώς δούλευαν; Αρχισαν στις 17 Μάρτη του ’55 και έλυναν το ένα μετά το άλλο τα προβλήματα στην πορεία. Δεν υπήρχε αέρας. Εφτιαξαν αρχικά μια ξύλινη βεντάλια. Δεν είχε φως. Φτιάξανε μηχανισμό με λαμπάκια. Οι κρατούμενοι έφτιαχναν κάτι χειροτεχνήματα και με αυτά σαν δικαιολογία ζητούσαν και τους έφερναν στο επισκεπτήριο στήλες φακού και λαμπάκια, δήθεν για τα χειροτεχνήματα. Υπολογίστηκε ότι χρησιμοποιήθηκαν γύρω στις 600 στήλες μπαταρίας.

Αργότερα, όταν προχώρησαν στο σκάψιμο, απόκτησαν κι ένα σκεπάρνι.

Ο μικρότερος αδελφός του Σταύρου Σιδέρη, ο Γιάννης Σιδέρης, 16χρονος τότε, θυμάται:

«–Στα επισκεπτήρια που πηγαίναμε, κουβαλούσαμε και βαλίτσες με ρούχα, φαγητά και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα για τους δικούς μας. Καθόμασταν απέναντι ο ένας στον άλλο σε μεγάλα τραπέζια. Τις βαλίτσες τις έπαιρναν οι φύλακες, τις άνοιγαν και τις έψαχναν. Αυτό είχε γίνει πια μια συνήθεια. Άνοιγαν τις βαλίτσες  ρίχναν μια γρήγορη ματιά, περισσότερο μας κοίταζαν στα μάτια για να διαπιστώσουν κάτι το ύποπτο κι αυτό ήταν όλο. Αλλωστε μας ήξεραν πια, μας είχαν γνωρίσει. Μήνες αυτή η ιστορία…

Στο επισκεπτήριο πήγαινα πολύ σπάνια γιατί ήμουν μικρός, ήμουν 16 χρονών, αλλά ήμουν γεροδεμένος. Μια από κείνες τις μέρες που πήγα εγώ με τη βαλίτσα, που είχε διπλό πάτο, κουβαλούσα και διάφορα εφόδια που είχαν ζητηθεί. Ηξερα τι κουβαλούσα αλλά κοίταζα τον φύλακα με ψυχραιμία και εκείνος εφησυχασμένος άφησε την βαλίτσα να περάσει.

Κάτω στον διπλό πάτο υπήρχαν καμιά 40 λαμπάκια και ένα σκαλιστήρι, ένα σκεπάρνι  χωρίς το ξύλινο στυλιάρι του. Ετσι απέκτησαν το σκεπάρνι και προχώρησαν στο σκάψιμο. Τα λαμπιόνια και τις μπαταρίες άλλα τα φέρναμε νόμιμα, τάχα για να φτιάξουν καραβάκια και διακοσμητικά φωτιστικά, αλλά επειδή χρειάζονταν πολλά τα περνάγαμε και με παράνομο τρόπο.

Μας είχαν ζητήσει διάφορα υλικά, αλλά φυσικά δεν ξέραμε τι επιχειρούσαν να κάνουν…»

Είχε μπει ένα αρχικό πλάνο για 20 πόντους σκάψιμο την ημέρα, που στην πράξη έβγαινε αδύνατο και κάποτε χρειάστηκε να προστεθούν νυχτερινές βάρδιες για να προχωρήσει η δουλειά. Το σκάψιμο γινόταν ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, κι εκείνο που πρόσεχαν ήταν να μην ξεφύγουν προς τα πάνω, οπότε υπήρχε κίνδυνος (κυρίως όταν έφτασαν στην οδό Δογάνης) να υποχωρήσει το έδαφος από το βάρος των αυτοκινήτων που περνούσαν. Από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπισαν ήταν τι θα έκαναν τα χώματα και τις πέτρες που συσσώρευαν. Και να ποιες λύσεις βρήκαν: Αφού ξεχώριζαν το χώμα από τις πέτρες το έριχναν μέσα σε πάνινες σακούλες –τις «αντέρες», όπως τις έλεγαν– που είχαν φτιάξει οι ίδιοι, τις πέρναγαν στη μέση τους και τις άδειαζαν στα αποχωρητήρια, απ’ όπου κατέβαιναν στους υπονόμους με τη βοήθεια μπόλικου νερού.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν οι πέτρες και τα χαλίκια. Ενα μέρος από αυτά τα χρησιμοποίησαν για ένα μεγάλο πεζούλι που έφτιαξαν στο χώρο του μπάνιου και μερικά τσιμεντένια πλυσταριά, πάντα με την άδεια της διεύθυνσης. Στην επιφάνεια χρησιμοποιούσαν το υλικό που τους διέθεταν και στο εσωτερικό έριχναν τα δικά τους μπάζα. Ζήτησαν άδεια να κάνουν ένα παρτέρι με άνθη στο εσωτερικό προαύλιο, κόντρα στον εξωτερικό τοίχο και παράλληλα να καλλιεργήσουν γλάστρες, και τους δόθηκε. Σε πολύ λίγο καιρό η ακτίνα γέμισε με γλάστρες. Ηταν κυρίως γκαζοτενεκέδες, που και πολύ χώμα έπαιρναν αλλά και χαλίκι.

Δεύτερο μεγάλο πρόβλημα ήταν ο εξαερισμός της σήραγγας. Κάποια στιγμή κινδύνεψαν σοβαρά οι δυο μικρόσωμοι κρατούμενοι που έσκαβαν μπροστά – μπροστά, ο Σταύρος Σιδέρης και ο Μιχάλης Κολοκοτρώνης, οι οποίοι έχασαν τις αισθήσεις τους από έλλειψη οξυγόνου. Τους τράβηξαν έξω έγκαιρα, συνήλθαν και συνέχισαν το σκάψιμο… Στη συνέχεια επινόησαν και κατασκεύασαν αυτοσχέδιο ανεμιστήρα.

Αλλο πρόβλημα ήταν ο κίνδυνος να υποχωρήσουν τα χώματα της οδού Δογάνης από το πέρασμα των φορτηγών. Ετσι αναγκάστηκαν να υποστυλώσουν τη σήραγγα με ξυλεία που κατάφεραν να εξασφαλίσουν από παλιά κουφώματα.

Το μεσημέρι της Κυριακής 17 Ιούλη 1955, μετά το συσσίτιο, οι κρατούμενοι φορούν πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα, για να μην τα λερώσουν, κάλτσες πάνω από τα παπούτσια τους, μαντήλια στα κεφάλια τους. Κατά ομάδες διασχίζουν τη σήραγγα και φτάνουν στο εργοστάσιο «Ντεστρέ», πέρασαν σε τετράδες από τη φυλακή στο εργοστάσιο κι από κει σε διάφορα σημεία που είχε κανονιστεί να κρυφτούν.

Βγαίνοντας οι πρώτοι δραπέτες στα λουτρά του εργοστασίου «Ντεστρέ», η επιχείρηση της απόδρασης αντιμετώπισε ένα απρόσμενο πρόβλημα. Στην έξοδο του τούνελ βρισκόταν ένας άγνωστος άνδρας περίπου 50 χρόνων. Ηταν ο φύλακας του εργοστασίου.

Οι δραπέτες αφού τον απείλησαν αναγκάστηκαν να τον ακινητοποιήσουν. «Μπάρμπα», του δηλώνουν, «είμαστε πολιτικοί κρατούμενοι και δραπετεύουμε».

Ο τελευταίος δραπέτης, ο Περικλής Ροδάκης, οδηγεί τον φύλακα σε ένα αποχωρητήριο, κλείνει την πόρτα και τη στερεώνει μ’ ένα χοντρό δοκάρι, έτσι ώστε να μην μπορεί ν’ ανοίξει από μέσα.

Στην έξοδο του εργοστασίου ο Περικλής πέφτει πάνω σε μια 15χρονη κοπέλα κι έναν νεαρό με ποδήλατο. Η κοπέλα ήταν η κόρη του φύλακα. «Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει αναστατωμένη. «Πήγαινε μέσα στο εργοστάσιο, και θα σου πει ο φύλακας ποιος είμαι».

«Σώπα μωρέ, λέει ο νεαρός. Αστυνομικός δεν είσαι όπως και οι άλλοι;» Η κοπέλα δεν πείθεται κι αρχίζει και φωνάζει: «Πιάστε τον, πιάστε τον!!!».

Ο δραπέτης τραβιέται απότομα και τρέχει κι ανεβαίνει σε ένα λεωφορείο που μόλις έφευγε… Η κοπέλα έτρεξε, βρήκε τον πατέρα της και τον απελευθέρωσε. Αυτός τη συμβούλεψε να τρέξει να ειδοποιήσει τις αρχές. Η κοπέλα κατευθύνθηκε γρήγορα προς τον χωροφύλακα – σκοπό και τον ενημερώνει για την απόδραση των κρατουμένων. Εκείνος στην αρχή δεν την πιστεύει κι εκείνη φτάνει στο αρχιφυλακείο.

Σήμανε συναγερμός. Στις τρεις το μεσημέρι της Κυριακής, όταν μπήκαν στην Γ΄ Πτέρυγα ο υπαρχιφύλακας με τρεις φύλακες για την καθιερωμένη καταμέτρηση των κρατουμένων. Στα τελευταία κελιά της πτέρυγας – τα κελιά 13,14 και 15 – δεν υπήρχε κανένας. Ηταν πια αργά. Η μεγαλειώδης απόδραση των Βούρλων είχε ολοκληρωθεί.

Το ίδιο βράδυ της απόδρασης, από την «Ελεύθερη Ελλάδα», τον παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ ακούστηκε η έκκληση: «Καλούμε το λαό και όλους τους πατριώτες να προστατεύσουν τους αγωνιστές που κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της αμερικανοκρατίας. Ελευθερία και γενική αμνηστία στους αγωνιστές».

Οι 27 δραπέτες ήταν οι Βαρδής Βαρδινογιάννης, φοιτητής Νομικής 33 ετών, Ανδρέας Βελλής, φοιτητής Πολυτεχνείου, 26 ετών, Γκαστόν Βερναρδής, τελειόφοιτος Ιατρικής, 31 ετών, Γιώργος Γεωργίου, εργάτης, 55 ετών, Αριστοτέλης Γεωργούλιας, έμπορος, τελειόφοιτος Νομικής, 38 ετών, Βασίλης Δουκάκης, μεταφραστής, 30 ετών, Χαράλαμπος Καλατζής, έμπορος, 28 ετών, Σταύρος Καρράς, σπουδαστής Πολυτεχνείου, 30 ετών, Βασίλης Κάτρης, εργάτης, 30 ετών, Παντελής Κιουρτζής, έμπορος, 42 ετών, Ζήσιμος Κόκλας, δημόσιος υπάλληλος, 40 ετών, Μιχάλης Κολοκοτρώνης, αρτεργάτης, 30 ετών, Κώστας Λιναρδάτος, δημοσιογράφος, τελειόφοιτος Νομικής, 33 ετών, Αλέκος Λογαράς, γεωπόνος, 29 ετών, Ανδρέας Μπαρτζώκας, λογιστής, 28 ετών, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, εργάτης, 42 ετών, Δημήτριος Πανουσόπουλος, ιδιωτικός υπάλληλος, ετών 26, Αλέκος Παπαλεξίου, φοιτητής Ιατρικής, 36 ετών, Αλέξης Παπούλιας, δικηγόρος, 41 ετών, Στέλιος Πάσιος, σιδηροδρομικός, 31 ετών, Περικλής Ροδάκης, μεταφραστής, 30 ετών, Σταύρος Σιδέρης, πτηνοτρόφος, 30 ετών, Σωτήρης Σωτηρόπουλος, κτηματίας, 35 ετών, Λεωνίδας Τζεφρώνης, τελειόφοιτος Πολυτεχνείου, 35 ετών, Κυριάκος Τσακίρης, φοιτητής Νομικής, 39 ετών, Κώστας Φίλης, καθηγητής Φιλολογίας, 28 ετών και Γεώργιος Χατζηπέτρου, υδραυλικός, 33 ετών.

Η κινητοποίηση των αρχών είναι αστραπιαία, κλείνουν αμέσως οι δρόμοι με μπλόκα και έλεγχο των περαστικών. Σε λίγη ώρα τις φυλακές των Βούρλων επισκέπτονται ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο αρχηγός της Χωροφυλακής, ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας, ο εισαγγελέας και ο διοικητής του Τμήματος Μεταγωγών Πειραιά. Οι ανώτεροι απειλούσαν για άμεσα στρατοδικεία. Ο εξευτελισμός ήταν μεγάλος. Το χτύπημα για τους δεσμώτες ήταν τρομερό.

FEK-1955-Tefxos B-00137-downloaded -10_07_2022

Στις 21 Ιούλη 1955 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύεται απόφαση με την οποία οι δραπέτες επικηρύσσονται με τον νόμο «περί ληστοκρατείας» με χρηματικές αμοιβές έως 30.000 δραχμές για τον φόνο ή τη σύλληψη των δραπετών και έως 15.000 δραχμές για την αποτελεσματική κατάδοσή τους «εις τας αρμόδιας Αρχάς». Αυστηρές ποινές προβλέφθηκαν και για όσους τους έκρυβαν.

Ο πρώτος από τους δραπέτες που πιάστηκε, δυο μόλις ημέρες μετά την απόδραση στο σπίτι του ανθρώπου που τον έκρυβε, ήταν ο Σταύρος Σιδέρης.

Η Βραδυνή, η οποία σε έκτακτη έκδοσή της την 19 Ιούλη 1955 σημείωνε μεταξύ άλλων πως «την 11.30 π.μ. επετεύχθη η σύλληψις ενός εκ των 27 κομμουνιστών καταδίκων και υποδίκων. Ο συλληφθείς είναι ο Σταύρος Σιδέρης, ηλικίας 30 ετών, πτηνοτρόφος, κάτοικος Καλογρέζης, υπόδικος με κατηγορία επί κατασκοπεία. […] Αι αρμόδιαι Αρχαί υπογραμμίζουν την σημασίαν της επιτευχθείσης συλλήψεως του πρώτου εκ των αποδρασάντων».

Εκτακτη Εκδοση της Απογευματινής 19 Ιούλη 1955

Ο ίδιος ο Σταύρος Σιδέρης αφηγείται:

«Μ’ έπιασαν στις 6 η ώρα το πρωί ενώ ξυριζόμουν, στο λουτρό του σπιτιού που κρυβόμουν. Ο άνθρωπος που μ’ έκρυβε έλειπε και είναι βέβαιο, ότι αυτός τους έστειλε. Μου ήταν άγνωστος. Του είχαν πει, ότι θα φυλάξει έναν φοιτητή για ένα μήνα. Μόλις όμως δημοσιεύθηκε η είδηση για την απόδραση φαίνεται πως άρχισε να υποψιάζεται. Είχα αποφασίσει να φύγω από εκείνο το σπίτι, είχα κάνει και τις συνεννοήσεις μου και κείνο το πρωί περίμενα τον σύνδεσμο να με παραλάβει. Αρνήθηκα στους αστυνομικούς πως ήμουν αυτός που ζητούσαν. Είχα πλαστή ταυτότητα. Με πήγαν στο Α΄ Παράρτημα Ασφαλείας Πειραιώς και μ’ έφεραν σ’ αντιπαράσταση με τον άνθρωπο που με φιλοξενούσε. Έφαγα ένα κάρο ξύλο. Από τη στιγμή που βεβαιώθηκαν ποιος είμαι, ήθελαν να τα μάθουν όλα και κυρίως: Που πήγαν οι άλλοι. Ποιοι μας βοήθησαν απ’ έξω. Από που άνοιξε η σήραγγα. Για το τελευταίο αυτό ήρθε και μια ομάδα μηχανικών που διαφωνούσαν για το αν άνοιξε η σήραγγα από μέσα προς τα έξω ή το αντίθετο. Και ήθελαν να τους το πω εγώ. Ήρθε και ο Καλαντζής. Δεν έβγαλαν τίποτα».

 

Αλλοι δεκατέσσερις από τους δραπέτες συνελήφθησαν αρκετό καιρό αργότερα, από αυτούς οι 13 μετά από κατάδοση, και οι άλλοι δύο τυχαία. Εννέα κατάφεραν να διαφύγουν στο εξωτερικό: Οι Βελής, Βερναρδής, Καρράς, Κιουρτσής, Λιναρδάτος, Πανουσόπουλος, Πάσιος, Τζεφρώνης και Φίλης. Ένας, ο Γιώργος Γεωργίου, σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού αποσπάσματος «επιχειρώντας να εξέλθη παρανόμως των ελληνικών συνόρων», σύμφωνα με σχετικό αστυνομικό δελτίο.

 

Η αντίδραση της κυβέρνησης Παπάγου

 

Η παραπαίουσα κυβέρνηση Παπάγου και το παρακράτος της εθνικοφροσύνης ανταπέδοσαν τον εξευτελισμό που είχαν υποστεί στα Βούρλα με μια γενικευμένη απάνθρωπη εκστρατεία αντιποίνων.

Η επικήρυξη των 27 αποτελούσε μέρος μιας γενικότερης δέσμης βίαιων κυβερνητικών μέτρων. Τις επόμενες ημέρες εκδηλώθηκε ένα πρωτοφανές κύμα διώξεων, ερευνών, συλλήψεων και εκτοπίσεων.

Στις φυλακές των πολιτικών κρατουμένων, ανδρών και γυναικών, επιβλήθηκαν σκληρά μέτρα: στέρηση αυλισμού, τροφής, φωτισμού και αλληλογραφίας, διαρκείς έφοδοι στα κελιά, ομαδικοί και ατομικοί ξυλοδαρμοί. Οι κάτοικοι της Κέρκυρας διαμαρτυρήθηκαν για τις απεγνωσμένες φωνές των κρατουμένων που ακουγόντουσαν συνεχώς από την τοπική φυλακή.

Παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Θεοφανόπουλου, 200 πολιτικοί κρατούμενοι μετήχθησαν στις απομονωμένες από τον κόσμο και απάνθρωπες από κάθε άποψη φυλακές της Γυάρου, ενώ διέρρεαν σχέδια για μεταγωγή όλων των πολιτικών κρατουμένων στο “νησί του Διαβόλου” της μετεμφυλιακής Ελλάδας.

Ένας θανατοποινίτης, ο Νίκος Καρδαμύλης, εκτελέστηκε στις φυλακές της Θεσσαλονίκης στις 29 Αυγούστου 1955 – έξι ολόκληρα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου.

 

ΠΗΓΕΣ:

    —Ριζοσπάστης 2.8.2015, 23.7.2003

    —Αυγή

    —Ημεροδρόμος 17.7.2017

    —Μαγνητοφωνημένη συζήτηση με τον Γιάννη Σιδέρη (στο αρχείο μου)

    —ert.gr

    —Περιοδικό ΤΟΤΕ…, τεύχος 3, Ιούλης 1983

    — Οι μεγάλες αποδράσεις, Δημήτρη Γκιώνη, εκδ. Τετράδιο, Αθήνα 1976

 

 

 

Απόψεις