του Σπύρου Κουζινόπουλου
Δεν είχε ακόμη χαράξει η μέρα, όταν οι δεσμοφύλακες ξυπνούν τους δύο μελλοθάνατους Στάθη Βαμβέτσο και Κώστα Κυριακόπουλο. “Σηκωθείτε, ήρθε η ώρα”. Αμέσως αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται πλέον στο κατώφλι του θανάτου. Ένα αυτοκίνητο τους παραλαμβάνει και με ισχυρή συνοδεία τους μεταφέρει στην περιοχή της Γεωργικής Σχολής, όπου και ο τόπος της εκτέλεσης.
Είναι η ώρα 5 το πρωί της 22ας Οκτωβρίου 1941. Οι ήρωες βαθμοφόροι της Χωροφυλακής, Βαμβέτσος και Κυριακόπουλος, στήνονται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν φοβούνται το θάνατο. Αρνούνται να τους δέσουν τα μάταια. Ο Βαμβέτσος απευθύνεται στο Γερμανικό Εκτελεστικό Απόσπασμα και τους βροντοφωνάζει στη γερμανική γλώσσα που τη γνώριζε καλά:
–“Γερμανοί Στρατιώτες, η φλόγα της Ελευθερίας εδώ στην Ελλάδα πρωτοάναψε και ποτέ δεν θα σβήσει”. (Φώτη Τριάρχη “Οργάνωση Βαμβέτσου”, Αστυνομική Επιθεώρηση, τεύχος 636, Οκτώβριος 1995, σ. 636-638)
Ψέλνουν και οι δύο τον Εθνικό Ύμνο και ζητωκραυγάζουν για την Ελλάδα. Ο Γερμανός Αξιωματικός εκνευρισμένος διατάζει “πυρ”. Και οι δύο ήρωες πέφτουν αιμόφυρτοι..
Είναι από τους πρώτους που εκτελέσθηκαν με απόφαση Γερμανικού Στρατοδικείου, αγωνιστές της Ελληνικής Αντίστασης. Νεκροί πλέον οι δύο ήρωες της Εθνικής μας Αντίστασης, θα μεταφερθούν από τη Μίκρα και θα ταφούν στα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας, ενώ οι αρχές Κατοχής δεν θα ανακοινώσουν τίποτα για την εκτέλεση αυτή. (εφημερίδα Νέα Αλήθεια, 1-2 Μαρτίου 1945, δημοσίευμα με τίτλο “Έλληνες αξιωματικοί προ του Γερμανικού αποσπάσματος. Βαμβέτσος και Κυριακόπουλος).
Σημειώνεται ότι την ίδια ημέρα και στον ίδιο τόπο εκτελέσεων, τουφεκίστηκαν από τους χιτλερικούς κατακτητές ο Ιωάννης Ψωμάς, οδηγός αυτοκινήτου από τη Θεσσαλονίκη και ο εργάτης Νικόλαος Φιρφιρής από τα Σέρβια Κοζάνης με την κατηγορία της κατοχής όπλων, στην πραγματικότητα όμως επειδή είχαν βρεθεί στα σπίτια τους παμπάλαια όπλα-κειμήλια από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Κυριακή Κράμβη
Η ηρωίδα Κυριακή Κράμβη, κατάγονταν από την Ακανθού της τουρκοκρατούμενης σήμερα Βόρειας Κύπρου και ακολουθώντας το παράδειγμα της μεγαλύτερης αδελφής της Αναστασίας που από το 1925 βρίσκονταν στην Αθήνα, υπηρετώντας ως Γυμνάστρια, είχε έλθει κι’ αυτή στην Ελλάδα και το 1930 τη βρίσκουμε να εργάζεται ως μαία στο Σιδηρόκαστρο Σερρών.
Οι δύο αδελφές από την πρώτη στιγμή του ελληνοϊταλικού πολέμου, κατατάχθηκαν ως εθελόντριες νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού, υπηρετώντας στα βουνά της Αλβανίας και της Κορυτσάς, όπου πρόσφεραν βοήθεια με κίνδυνο τη ζωή τους. Στη συνέχεια, όταν κατακτήθηκε η χώρα από τους Γερμανούς, επισκέπτονταν τους Βρετανούς αιχμαλώτους και τους έδιναν τρόφιμα και τσιγάρα.
Από το πρώτο κιόλας διάστημα της Κατοχής, το σπίτι της Κυριακής είχε γίνει κρυψώνα για Έλληνες και Βρετανούς στρατιώτες, ιδιαίτερα μετά την ένταξή της στο δίκτυο Βαμβέτσου.
Μετά τη σύλληψή της από τους χιτλερικούς, στις 14 Αυγούστου 1941, η Κυριακή Κραμβή κράτησε περήφανη στάση στη διάρκεια της ανάκρισής της. Παρά τις αγριότητες της Γκεστάμπο και τα απάνθρωπα βασανιστήρια, όχι μόνο δεν λύγισε αλλά τόλμησε να καταγγείλει έναν από τους Γερμανούς υπαξιωματικούς, όταν αποπειράθηκε να τη βιάσει.
Το Γερμανικό Στρατοδικείο, την καταδίκασε σε 13 χρόνια φυλάκισης. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1944 της δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε λόγω των γενεθλίων του Χίτλερ. Από το 1942 μέχρι το 1944, κρατήθηκε στο Στρατόπεδο “Παύλος Μελάς”, όπου και έγινε η “ψυχή” του στρατοπέδου. Ο συγκρατούμενός της Διονύσιος Χαραλάμπους, στη μαρτυρία του αναφέρει, πως η Κυριακή που είχε γίνει γνωστή ως “Κίτσα”, ήταν θαρραλέα, προσέφερε υπηρεσίες περίθαλψης μέσα στις φυλακές και αντιμετώπιζε με θάρρος τους Γερμανούς δεσμοφύλακες.
Την Κράμβη, αναφέρει στο ημερολόγιο που κρατούσε στο “Παύλος Μελάς” ο κρατούμενος στην ίδια φυλακή Λεωνίδας Γιασημακόπουλος, ενώ ο Γιώργος Καφταντζής που επιμελήθηκε το ημερολόγιο, ανέφερε ότι η Κυριακή είχε οδηγήσει, πριν συλληφθεί, 15 Άγγλους στρατιώτες ντυμένους καλόγερους στο Άγιον Όρος. Ο Καφταντζής τη χαρακτηρίζει ως «τον παρήγορο άγγελο των ασθενών του στρατοπέδου Παύλου Μελά»….
(Γιώργος Καφταντζής (επιμ.), Το Ναζιστικό Στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης (1941-1944), όπως το έζησε ένας όμηρος ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 30).
Ένα ποίημα για τους ήρωες
Στον Ανθυπομοίραρχο Ευστάθιο Βαμβέτσο και στον Ενωμοτάρχη Κων/νο Κυριακόπουλο
Πρώτοι το λάβαρο του Αγώνα
υψώσατε στου Λευκοπύργου την κορφή
κι έλαμψε στο σκότος του αιώνα
της Λευτεριάς η αστραπή…
Ολόρθα τα κορμιά σας
για την θυσία την τρανή
και με το αίμα της καρδιάς σας
εγράψατε “Ή Λευτεριά παντοτινή”.
Φώτης Τριάρχης
Το 1ο μέρος «Δίκτυο Βαμβέτσου» (1ο) — Γάμος με το θάνατο
Το 2ο μέρος: Oι Άγγλοι αιχμάλωτοι του “Παύλος Μελάς” και το δίκτυο Βαμβέτσου
Από farosthermaikou.blogspot.com