Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η Ελλάδα μπορεί να εμπλακεί σε επιχειρήσεις του Ισραήλ με τους νόμους που ψήφισαν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ!

Δύο συμφωνίες που εγκρίθηκαν από τη Βουλή το 2016 και το 2020 διαμορφώνουν ένα πλαίσιο που επιτρέπει εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, δίχως καν να ενημερωθεί το κοινοβούλιο.

Το ζήτημα της (έμμεσης ή άμεσης) εμπλοκής της Ελλάδας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξάγει το Ισραήλ έχει ήδη αναδειχθεί το τελευταίο διάστημα. Ήδη έχει καταγγελθεί ότι η φρεγάτα «Ψαρά» συμμετέχει σε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στην Ν.Α Μεσόγειο ενώ έχει κατατεθεί ερώτηση στην Βουλή από το ΚΚΕ σχετικά με την αξιοποίηση της 112 πτέρυγας μάχης στην Ελευσίνα.

Αξίζει όμως να εστιάσει κανείς την προσοχή του στο γεγονός ότι ήδη εδώ και 7 χρόνια έχει δημιουργηθεί το νομοθετικό υπόβαθρο ώστε οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις να εμπλακούν σε επιχειρήσεις του Ισραήλ, με ευθύ ή επικουρικό τρόπο στο πλαίσιο των διμερών συμφωνιών που έχουν υπογράψει οι δύο χώρες. Μάλιστα, αυτό μπορεί να γίνει δίχως να το πληροφορηθεί η Βουλή και ο ελληνικός λαός. Το πλαίσιο αυτό διαμορφώνουν δύο διμερείς συμφωνίες που έχουν ψηφιστεί στο κοινοβούλιο από τον ΣΥΡΙΖΑ και την Νέα Δημοκρατία.

Η συμφωνία του ΣΥΡΙΖΑ

Η βασική συμφωνία που επιτρέπει «από το παράθυρο» στην Ελλάδα να συμπράξει με το Ισραήλ σε στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι αυτή που ψηφίστηκε στις 2 Ιουνίου του 2016 από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Πιο συγκεκριμένα την πρότεινε στη Βουλή ο τότε υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος που δεν βρίσκεται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εισηγήτριά του όμως ήταν η τότε βουλευτής Ελένη Αυλωνίτου, που σήμερα είναι στο ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα ακραιφνής υποστηρικτής του νέου προέδρου του Στέφανου Κασσελάκη.

Πρόκειται συγκεκριμένα για τον νόμο 4398/16 που τιτλοφορήθηκε «Συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης του Κράτους του Ισραήλ σχετικά με το Καθεστώς των Δυνάμεών τους». Φαινομενικά η συμφωνία αυτή αφορά τη διενέργεια κοινών στρατιωτικών ασκήσεων.

Στο άρθρο 1 της συμφωνίας, όμως, ορίζεται ουσιαστικά η επέκταση της και σε άλλες μορφές στρατιωτικών συμπράξεων, δίχως να απαιτηθεί καμία διεσταλμένη ερμηνεία της. Αναλυτικότερα αναφέρεται ο όρος  «στρατιωτικές δραστηριότητες» στις οποίες περιλαμβάνονται «στρατιωτικές ασκήσεις», «εκπαιδεύσεις» ή «επισκέψεις πλοίων/αεροσκαφών». Μάλιστα, στην παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου σημειώνεται πως η συμφωνία αφορά και «οποιαδήποτε άλλη μορφή αμυντικής συνεργασίας η οποία συμφωνείται μεταξύ των Μερών», δηλαδή της Ελλάδας και του Ισραήλ.

Επίσης στο 2ο άρθρο της συμφωνίας προβλέπεται ότι  «σε περίπτωση κατά την οποία τα μέρη συμφωνήσουν ότι απαιτούνται περαιτέρω διακανονισμοί, προκειμένου να διευθετήσουν επιπρόσθετα ζητήματα των στρατιωτικών δραστηριοτήτων, τα μέρη είναι δυνατόν να πραγματοποιούν αυτούς τους διακανονισμούς στο πλαίσιο Συμφωνιών Εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας». Στο σημείο αυτό τι πρακτικά συνομολογείται; Πως οι προβλεπόμενες «Συμφωνίες Εφαρμογής» επεκτείνουν το πεδίο των στρατιωτικών πράξεων πέραν των ασκήσεων. Μάλιστα, για τις συμφωνίες εφαρμογής δεν προβλέπεται κάποια έγκριση από το ελληνικό κοινοβούλιο, πράγμα που σημαίνει ότι η ενεργοποίηση αυτών των προβλέψεων μπορεί να γίνει δίχως να υπάρξει πληροφόρηση στο εσωτερικό της χώρας.

Ως έμμεση παραδοχή του πραγματικού περιεχομένου αυτής της συμφωνίας μπορεί να θεωρηθεί και η δήλωση που είχε (αναγκαστεί;) να κάνει τότε ο Πάνος Καμμένος όταν εισηγήθηκε την συμφωνία. Είχε δηλώσει στη Βουλή πως  «έχουμε ξεκαθαρίσει προς όλους μας και προς τους εταίρους μας και προς το ΝΑΤΟ, αλλά το έχουμε ξεκαθαρίσει και προς τις σύμμαχες χώρες, ότι η Ελλάδα στη γειτονιά της δεν πρόκειται ποτέ να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις διαταράσσοντας τις σχέσεις μεταξύ των χωρών». Προφανώς, εγείρεται το ερώτημα: Γιατί έπρεπε να υπάρξει μια τέτοια πολιτική δήλωση εφόσον η διμερής συμφωνία αφορούσε αποκλειστικά ασκήσεις; Επίσης, η Ελένη Αυλωνίτου, στο ίδιο κλίμα, είχε δηλώσει ότι η συμφωνία «δεν σημαίνει ότι έχουμε πλήρη ταύτιση αντιλήψεων για όλα τα ζητήματα της περιοχής, αλλά όποιος θέλει να συνεργάζεται μόνο με εκείνους, με τους οποίους συμφωνεί απόλυτα στα πάντα, θα καταλήξει να μιλάει μόνο με τον εαυτό του».

Η συμφωνία της Ν.Δ

Απότοκο αυτής της νομοθέτησης του 2016 ήταν το νομοσχέδιο που εισηγήθηκε και «πέρασε» από την Βουλή 4 χρόνια αργότερα η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτό συνέβη στις 7 Ιουλιου του 2020 με το νομοσχέδιο «Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ του Υπουργείου Άμυνας του Κράτους του Ισραήλ και του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας για την προμήθεια Εξοπλισμού και Υπηρεσιών Άμυνας».

Όπως είχε δηλώσει ο τότε υπουργός Άμυνας, Πάνος Παναγιωτόπουλος, «αντικείμενό της (σ.σ. της συμωνίας) η προμήθεια εξοπλισμού και υπηρεσιών άμυνας. Είναι μια πολιτικοστρατιωτική συμφωνία που σηματοδοτεί το μέγεθος της, κατά το Υπουργείο Εξωτερικών, εμβάθυνσης της διμερούς στρατηγικής συνεργασίας, με έμφαση στην άμυνα και την ενέργεια με το κράτος του Ισραήλ». Μάλιστα, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ψηφίσει λευκό για την κύρωσή της ο Πάνος Παναγιωτόπουλος είχε απορήσει, λέγοντας: «Θεωρώ επιπλέον παράδοξο το κόμμα που ως κυβέρνηση είχε υπογράψει το 2016 αυτή τη συμφωνία -και ορθώς, κατά την άποψή μου από διεθνοπολιτικής απόψεως- να έρχεται σήμερα και να προτρέπει το Σώμα να μην την κυρώσει λόγω της κατάστασης στο παλαιστινιακό». Επίσης, ο Νίκος Παναγιωτόπυλος είχε πει για τις σχέσεις Ελλάδας – Ισραήλ ότι θα έχουν την δική τους αυτονομία: «Υπάρχει η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχει το ΝΑΤΟ, εντάξει, αλλά υπάρχουν και οι διμερείς επαφές. Και εκεί υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό να ενταθούν στρατηγικές συμμαχίες προς όφελος μεταξύ άλλων και της Ελλάδας. Διμερές είναι το όφελος, αμοιβαία η ωφέλεια».

Όσον αφορά το περιεχόμενο της συμφωνίας ο τότε υπουργός Άμυνας είχε δηλώσει ότι «καθορίζει στην ουσία τις διαδικασίες και τους γενικούς όρους που θα διέπουν την προμήθεια ελληνικού ή ισραηλινού αμυντικού εξοπλισμού και υπηρεσιών άμυνας, κατά την κατάρτιση ξεχωριστών συμβάσεων προμήθειας, δηλαδή συμβάσεις διακυβερνητικές, G2G. Οι συμβαλλόμενοι είναι τα δύο Υπουργεία Άμυνας των δύο χωρών. Και στην ουσία μπαίνει το πλαίσιο το οποίο πρόκειται να συγκεκριμενοποιηθεί, να εξειδικευθεί με συμφωνίες που θα αρχίσουν να “τρέχουν” και να εξελίσσονται».

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις