Ο νόμος 4000 επιβλήθηκε στη χώρα σε μια περίοδο άγριας δεξιάς. Τότε που το προλεταριάτο ήταν εξ ορισμού καταδικαστέο. Και το όριο ανάμεσα στην αλητεία και την έμπρακτη διαμαρτυρία ήταν εξαιρετικά ασαφές. Ήταν τότε που αν το μαλλί σου ξεπερνούσε κάποιους πόντους, απ΄ αυτούς πού αποδεχόταν η «τάξις», αποτελούσε και ένδειξη ότι ενεργείς επικινδύνως για το σύστημα. Ήταν τότε που όποιο κορίτσι φορούσε μαύρη κάλτσα ήταν εξ ορισμού επικίνδυνη αριστερή, διότι η μαύρη κάλτσα πρόδιδε… πένθος για το Λαμπράκη, άρα ήταν ένα μήνυμα πως όποια πιτσιρίκα φορούσε μαύρη κάλτσα, ήταν εξ ορισμού επικίνδυνη κομμουνίστρια.
Με το γιαούρτωμα ο κάθε γαβριάς, ή όχι, είχε έναν στόχο: Να ταπεινώσει και να ξεφτιλίσει δημόσια όποιον ισχυρό δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει διαφορετικά. Να τον εκδικηθεί αναίμακτα και να τον διασύρει. Ίσως καμιά φορά και καθ υπερβολή.
Ποιο όμως είναι το κίνητρο που ωθεί έναν αδύναμο, όπως εκείνον τον Ιρανό που έριξε το παπούτσι του στη μούρη του Μπους, η όποιον πετάει αυγά σ΄ έναν εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ποια είναι η αιτία που αναγκάζει τις Φεμέν να βγάζουν τα στήθη τους έξω και να αποδοκιμάζουν συμπεριφορές, ή πρόσωπα;
Είναι απλούστατα η απάντηση του αδυνάτου μπροστά στην εξουσία. Είναι η βεβαιότητα ότι αποκλείεται ποτέ να βρει το δίκιο του μέσα από έναν ισότιμο διάλογο. Διότι απλούστατα δεν υπάρχει ισότιμος διάλογος ανάμεσα πχ στον Ντάισελμπλουμ κι έναν φοιτητή της Φιλοσοφίας της Οικονομίας. Στο φοιτητή δεν θα αναγνωριστεί ποτέ το δικαίωμα να βρεθεί απέναντι στον αξιωματούχο, να του εκθέσει τις απόψεις, ή τις αντιρρήσεις του, για τα μέτρα εκείνα που βιάζουν τη ζωή του και υποβαθμίζουν την καθημερινότητα του. Δεν θα αναγνωριστεί ποτέ, σε κανέναν πολίτη, από κανένα δικαστήριο, η βαρύτατη προσβολή του αξιωματούχου που του πετάει ένα “μαζί τα φάγαμε”.
Αλλά, κακά τα ψέματα, και όταν ακόμα ένας πολίτης προσφύγει στην δικαιοσύνη εναντίον κάποιου ισχυρού, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι η υπόθεση θα πάει μετ΄ ου πολύ σε κάποιο αρχείο. Παράδειγμα;
Ποιος μεγαλοβιομήχανος έχει ως τα σήμερα καταδικαστεί για τη μόλυνση που προκαλεί στο περιβάλλον η βιομηχανία του; Ή, ποιος εφοπλιστής έχει καθίσει στο σκαμνί για κάποιο ναυάγιο, ή για μια σειρά εργατικών ατυχημάτων;
Ή, ποιος εκδότης αποκατέστησε, σύμφωνα με τον νόμο, έναν πολίτη που διέσυρε, ή τον οδήγησε στην αυτοκτονία;
Θα παρατηρήσει κάποιος ότι ένας θιγόμενος θα μπορούσε να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Σωστό, μόνο που για να προσφύγει ένας φτωχομπινές στην δικαιοσύνη πρέπει νάχει χρήματα να πληρώνει μέχρι τον Άρειο Πάγο και με μεγάλο κίνδυνο να χάσει στο τέλος την υπόθεση. Διότι έχουν και οι δικαστές τα δικά τους κριτήρια. Εκεί δηλαδή που η Κοινή Γνώμη θεωρεί ότι ένας μεγαλοσχήμων έχει διαπράξει καραμπινάτο αδίκημα, έρχεται μια απόφαση που απαλλάσσει το μεγαλοσχήμονα.
Εξάλλου, υπάρχει και μια απόλυτη δυσαρμονία και έλλειψη συναντίληψης περί του τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Αίφνης, για έναν επενδυτή είναι δίκαιο να παίρνει μπιτ παρά την περιουσία μιας χώρας και να εξαθλιώνει τους κατοίκους της. Για έναν αξιωματούχο της τρόικας είναι δίκαιο να καταδικάζει στην απόλυτη αθλιότητα έναν ολόκληρο λαό. Για έναν μεγάλο εκδότη που ζει και βασιλεύει με δανεικά κι αγύριστα, σύμφωνα με το νόμο είναι απόλυτα σωστό να απολύει κάθε έξη μήνες κι από τρεις εργαζόμενους.
Έτσι λοιπόν, για τον εξαθλιωμένο τι άλλο απομένει πέρα από μια συλλογική διαμαρτυρία; Απομένει η αναίμακτη βία, που δεν είναι άλλο τίποτα από το να πετάξει μια ντουζίνα αυγά σ΄ ένα κοστούμι Αρμάνι, ή σ΄ ένα κολλαριστό πράντα, ή άντε ένα γιαούρτι πρόβειο στη μούρη του ισχυρού που ασελγεί σε βάρος του αδυνάτου. Είναι η μοναδική στιγμή που από την έκφραση απορίας του στόχου, θα λάβεις μια ικανοποίηση. Καθαρίζοντας την κουστουμιά, η το σιδερωμένο πρόσωπο, είναι σα να λέει «πως τα κατάφερε το τσογλάνι να με λερώσει;». Ποιος; Ο δια βίου λερωμένος!