Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Γιάννης Σκαρίμπας — Πνεύμα ελεύθερο και ανυπότακτο

Φύση ανήσυχη, που δεν χώρεσε στη συμβατικότητα, ριζοσπάστης διανοητής και λογοτέχνης, συγγραφέας ελεύθερος, ανυπότακτος και αμίμητος, ο Γιάννης Σκαρίμπας , μάς κληροδότησε ένα πλούσιο και πολύμορφο έργο, που τον κατατάσσει στην πρωτοπορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Οπλισμένος με το δραστικό λόγο του, που δεν «χάριζε κάστανα», ο Γ. Σκαρίμπας , έμεινε απροσκύνητος, μέχρι τα στερνά του - έφυγε από τη ζωή στις 21 Γενάρη 1984.

 «Βαθιά πικραμένος τα σκεφτόταν.

Είχε και δίκιο ο δόλιος.

Φουκαράς, φτωχαδάκι, τον είχε πάρ’ η κάτω βόλτα.

Ψαράς, χταποδάς και τρατάρης, κι αργάτης ακόμα κι οξωμάχος, όπως λάχαινε, όπως ερχόταν.

Κυνηγός του καρβελιού και του μπακέτου, όπου νάταν βρισκούμενο, στο γιαλό, στη στεριά, ή του πελάου. Χρόνια ‘χε να κοιμηθεί με ‘κοσπεντάρικο στην τσέπη.

Με μια σαπόβαρκα παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα όμως. Το χειμώνα λιοτρουβιάρης ούλη νύχτα και τη μέρα δούλευε το παραγάδι. Και σαν έπιανε ο Απρίλης, ξανά πάλε στην τράτα. Στην ίδια κείνη πούταν αυτός αφεντικό και καπτάνιος της, πούταν αυτός ψυχή και καύχημά της και που τώρα τού τη χαίρονταν ο οχτρός του.

Πεντάμορφη σκλάβα χριστιανή αυτή, σ’ αφέντη Τούρκο. Σκλάβος κι αυτός ο έρμος… αδερφός της.

Αχ! τύχη κακιά, μαγκούφα… Σβάρνα τον είχαν πάρει η φτώχεια και τα χρόνια… Ασπρισαν τα μαλλιά του και καμπούριασε… Να του σβαρνάν αρχίσαν και τα πόδια.

Πικρά τα συλλογιόταν ούλα.

Τον κατάλυσαν τα βάσανα και το μεράκι.

Κακομοίρη, ταπεινό τον είχε κάμει η φτώχεια. Ψωμί και δάχτυλο κι αυτός κ’ η δόλια η γριά του»…

 

* * *

 

Φύση ανήσυχη, που δεν χώρεσε στη συμβατικότητα, ριζοσπάστης διανοητής και λογοτέχνης, συγγραφέας ελεύθερος, ανυπότακτος και αμίμητος, ο Γιάννης Σκαρίμπας , μάς κληροδότησε ένα πλούσιο και πολύμορφο έργο, που τον κατατάσσει στην πρωτοπορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Οπλισμένος με το δραστικό λόγο του, που δεν «χάριζε κάστανα», ο Γ. Σκαρίμπας , έμεινε απροσκύνητος, μέχρι τα στερνά του – έφυγε από τη ζωή στις 21 Γενάρη 1984.

Ο Σκαρίμπας γεννήθηκε το 1893, κατά μία εκδοχή στον γενέθλιο τόπο της ευκατάστατης μητέρας του Ανδρομάχης Σκαρτσίλα, το Αίγιο Αχαΐας, και κατ’ άλλην στη γενέτειρα του πληβείου πατέρα του Ευθύμιου Σκαρίμπα, την Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας, όπου και πέρασε ένα σημαντικό μέρος των πρώτων δύο δεκαετιών της ζωής του.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε μια πολυδιάστατη φυσιογνωμία των Ελληνικών Γραμμάτων, που σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική ηθογραφία, που καθιερώθηκε από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σαν συγγραφέας με το δικό του προσωπικό ύφος, το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα » ύφος, όπως το αποκάλεσε τότε ο Κόντογλου. Ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραφτού λόγου, διήγημα, νουβέλα, ποίηση, μυθιστόρημα, ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, Καραγκιόζη, σχολιογραφία κ.λπ.

Κομβικό σημείο στη λογοτεχνική του οδοιπορία υπήρξε το διήγημά του Στις πετροκολόνες στο λιμάνι (1929) και η βράβευσή του για τον Καπετάν Σουρμελή τον Στουραΐτη του στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά. Διήγημα, που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική επιτροπή του διαγωνισμού (Κωστής Μπαστιάς, Φώτης Κόντογλου, Κώστας Καρθαίος και Λέων Κουκούλας), η οποία διέκρινε το ίδιον, το «αλα-Σκαρίμπα», όπως αποκάλεσε ύφος του γραπτού. Μάλιστα, φρόντισαν σε επόμενα φύλλα του περιοδικού να δημοσιευτούν διηγήματα του Χαλκιδέου συγγραφέα και το 1930 να κυκλοφορήσουν υπό τον τίτλο Καϋμοί στο Γριπονήσι.

Σουρεαλιστής χωρίς να ενταχθεί ποτέ στην παρέα των σουρεαλιστών, πολέμιος της ρεαλιστικής γραφής και της ηθογραφίας, χρησιμοποίησε τη γλώσσα με τρόπο παράδοξο, σαν παρωδία της γλώσσας των λογίων με μια εκούσια αναστάτωση της σύνταξης και της λογικής. Κατέστρεψε τους παραδοσιακούς θεσμούς της αφήγησης, παραβίασε τη σύνταξη και τη γραμμική της τάξη και κατέγραψε την πραγματικότητα με πνεύμα ανήσυχο και καυστικό. Τα γραπτά του γεμάτα ευαισθησία, οξυδέρκεια, χιούμορ και αυτοσαρκασμό, συνθέτουν ένα έργο που αποτελεί παντοτινή πνευματική αξία. Μαζί με τη σπουδαία πεζογραφία του, ο Γ. Σκαρίμπας μάς δώρισε και μία ποίηση ανατρεπτική και ξεχωριστή, η οποία όμως έμεινε στη σκιά της πρώτης και εν πολλοίς άγνωστη, ενώ εκτός από εκπληκτικός λεξιπλάστης και στιχοπλόκος υπήρξε και αιρετικός ιστορικός.

 

«Τα χαρτονόμουτρα» – του Γ. Σκαρίμπα

 

Ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε ο Σκαρίμπας για τον Καραγκιόζη που τον θεωρούσε το γνησιότερο είδος λαϊκού θεάτρου, αφού μέσα απ’ αυτόν εκφράζονταν τα όνειρα κι οι καημοί του λαού κι ακόμα γιατί οι ρίζες του βυζαίνουν στην αρχαία μας παράδοση. Εγραφε σχετικά με το θέμα αυτό σε κάποιο βιβλίο του: «Τούτος ο ξυπόλυτος έρχεται ντρίτα από τα μυστήρια: τα ορφικά, τα ελευσίνια, τα διονύσια, όπως ο άνθρωπος έρχεται ντρίτα από τη μόδα. Ντεμοντέ είναι μόνον οι νεκροί, ενώ και η καρδιά του Εθνους δεν χτυπάει στα νάιτ-κλαμπ ούτε στα σαλονειακά κουκουβαγεία της Αθήνας».

«Το θέμα του Καραγκιόζη δε είναι καμμιά αμελητέα υπόθεση που τάχα μόνο τον παιδόκοσμο ενδιαφέρει, αλλά μια από τις πολύ λαϊκές μας πτυχές (…)», έγραφε ο Σκαρίμπας.
Και προσπάθησε ο ίδιος να υπερασπιστεί αυτή την υπόθεση έμπρακτα. Οργάνωνε παραστάσεις Καραγκιόζη στην αυλή του σπιτιού του (στην οδό Γκομίνη, μετονομασμένη πλέον σε οδό Γ. Σκαρίμπα) με μπερντέ και Καραγκιοζοφιγούρες που κατασκεύαζε μόνος του. Χαρτονόμουτρα τις έλεγε και είναι ιδιόμορφες σαν τη γραφή του, φτιαγμένες από ταπεινά υλικά, όπως στρατζόχαρτα, χασαπόχαρτα, τσιγαρόχαρτα, κουρέλια, κουμπιά κλπ. Στις παραστάσεις του Καραγκιοζοπαίχτης ήταν ο ίδιος και τα σενάρια δικά του.
Οι δημοσιευμένες δυο σχετικές κωμωδίες του, («Ο Καραγκιόζης λαθρέμπορος» και «Ο Καραγκιόζης Γαβγαβγόπουλος», μαζί στο βιβλίο «Αντι-Καραγκιόζης ο Μέγας») και οι σωζόμενες Καραγκιοζοφιγούρες του, είναι απ’ τους αδιάψευστους μάρτυρες της συνεισφοράς του Γ. Σκαρίμπα στην ιστορία του Θεάτρου Σκιών, στην ιστορία του Καραγκιόζη.

Οι Καραγκιοζοφιγούρες του, αφού πέρασαν διάφορες περιπέτειες, κατέληξαν σε μεγάλο μέρος τους στην ιδιοκτησία του Συλλόγου οι Φίλοι του Γ. Σκαρίμπα (αγοράστηκαν – πάνω από 50 – με χρηματοδότηση της Νομαρχίας Εύβοιας το 1988).

Από τη Χαλκίδα, όπου διέμενε, είχε την ελευθερία να κρίνει και συχνά να κατακεραυνώνει. Ο μπάρμπα Γιάννης υπήρξε ένας ποταμός λαϊκής σοφίας, γνώσης, σπουδής, πάθους για τη γυμνή αλήθεια και αγωνιστικότητα. Με το οξύ, ευθύβολο, σαρκαστικό και μαχητικό του πνεύμα έβαλλε εναντίον δειλών και «κατεστημένων» της πολιτικής και του πνεύματος, εναντίον εθνικών μειοδοτών, προσκυνημένων της εξουσίας και ξένων «προστατών».

Σφυροκοπούσε ό,τι ήταν ξένο προς τις πεποιθήσεις του, είτε για την τέχνη είτε για την πολιτική. Εριχνε τα «βέλη» του σε όσους είχαν… λυγισμένη μέση. Με το ασυγκράτητο στόμα του, με τη φλογερή πένα του καυτηρίαζε το κατεστημένο, την «ιστορικάντζα» και τους μεγαλοσχήμονες της ακαδημαϊκής, πανεπιστημιακής και λογοτεχνικής κάστας των Αθηνών. Στους «ευνουχιστές της Ιστορίας και τους αλλουβρεχήτες της αλήθειας» πετούσε καταπρόσωπο το κάθε του βιβλίο, άρθρο, σημείωμα… Αμείλικτα στηλίτευε την «πνευματική μας ηγεσία», που εναγωνίως πάλευε να μη δοθεί το Νόμπελ λογοτεχνίας σε κορυφαίες μορφές των ελληνικών Γραμμάτων, όπως οι Αγγελος Σικελιανός, Γιάννης Ρίτσος, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης. Ο Γ. Σκαρίμπας δεν ανεχόταν την υποκρισία, το κίβδηλο, το πνευματικό σκοτάδι… Και εν γνώσει του μαγνήτιζε τη μήνιν του συστήματος απέναντί του.

Ο Σκαρίμπας έγραψε και θεατρικά έργα με κορυφαίο τον «Ηχο του κώδωνος» και άλλα στο ίδιο ύφος του παράλογου όπως: το «Σεβαλιέ Σερβάν της κυρίας», την «Κυρία του τραίνου», τον «πάτερ Συνέσιο», τα «Καγκουρώ», το «σημείο του σταυρού» κ.ά. Σημαντική ήταν η προσφορά του Σκαρίμπα και στην Ιστορία, που, όπως πίστευε, δεν έδιδε την πραγματική εικόνα του εθνικού μας βίου. Ετσι, ύστερα από πολύχρονες προσπάθειες και θυσίες, κατόρθωσε να συγκεντρώσει πολύτιμα στοιχεία και να γράψει το πολυσυζητημένο τρίτομο έργο του, το «Εικοσιένα και η αλήθεια» που προκάλεσε αληθινό σάλο.

«Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη, ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη και με ήβραν -χωρίς κανέν’ να μου λείπει- τα λάθη. Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω – μπραμ-πάφες όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες -εαυτούληδες που με βλέπαν, oι γκάφες- μου όλες. A!… τι θίασος λίγον τι από αλήτες μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους, έτσι ως έμοιαζαν – με πρισμένες τις μύτες- παλιάτσους. Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια, όπου γράφονταν τ’ αποτυχημένα – μου έργα – εμβατήρια! Και τι έμπνευση!… Μαιτρ του φάλτσου ‘γώ πάντα, με τη βέργα – μου τώρα ψηλά -λέω- με τρόμους να, με δαύτη – μου να παρελάσω τη μπάντα στους δρόμους».

Το σπίτι όπου έμενε μέχρι τον θάνατό του ο Γιάννης Σκαρίμπας αντί να μετατραπεί σε μουσείο κατεδαφίστηκε κάτω από την αδράνεια και την αναλγησία του κράτους και των φορέων του για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, στις 31 Ιούλη του 2003, 19 χρόνια μετά το θάνατο του μεγάλου λογοτέχνη – ποιητή.

Πλήρης ημερών (και ετών 91) ο Σκαρίμπας έφυγε από τη ζωή στις 21 Γενάρη 1984, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στην – κατεδαφισθείσα το 2003 – οικία της οδού Γκομίνη 8 (σήμερα οδός Γιάννη Σκαρίμπα) , όπου διέμενε. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη και ο ενταφιασμός του σε περίοπτη θέση, έξω από το φρούριο του Καράμπαμπα, και σε μικρή σχετικά απόσταση από τον οίκο της διαμονής του.

Πηγές: Ριζοσπάστης, skarimpas.gr,

 

Απόψεις