Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Εξήντα τρία χρόνια από τη νίκη της Επανάστασης στην Κούβα

H ιστορία δικαίωσε τον Φιντέλ και τον Τσε

Στις αρχές του Δεκέμβρη του 1958 είχε γίνει πλέον φανερό ότι ο στρατός του δικτάτορα Μπατίστα ήταν οριστικά πια νικημένος...

Στις αρχές του Δεκέμβρη του 1958 είχε γίνει πλέον φανερό ότι ο στρατός του δικτάτορα Μπατίστα ήταν οριστικά πια νικημένος. Οι επαναστατικές φάλαγγες του Φιντέλ Κάστρο είχαν αποκτήσει τον έλεγχο ολόκληρης της επαρχίας Οριέντε. Οι φάλαγγες του Καμίλο Σιενφουέγος και του Τσε Γκεβάρα πολεμούσαν στα περίχωρα της Σάντα Κλάρα, λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα από την Αβάνα. Και σ’ όλη την Κούβα γίνονταν σαμποτάζ και επιθέσεις κατά θέσεων του στρατού του Μπατίστα. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ο Μπατίστα, σε συνεννόηση με τους αμερικάνους, την κάστα των στρατιωτικών, την ηγεσία του καθολικού κλήρου  και τους πλουτοκράτες της Κούβας της βιομηχανίας της ζάχαρης και του εμπορίου, έκανε μια τελευταία προσπάθεια για να σταματήσει την Επανάσταση. Λίγο πριν εγκαταλείψει το νησί υπόγραψε μια δήλωση με την οποία όριζε μια στρατιωτική επιτροπή να πάρει την εξουσία και «ν’ αποκαταστήσει την τάξη». 

Επαναστατική γενική απεργία 

Μόλις έγινε γνωστή η απόπειρα του πραξικοπήματος η αντίδραση των επαναστατών ήταν άμεση. Ο Φιντέλ περιγράφει τις ώρες εκείνες (στο βιβλίο του Ιγνάσιο Ραμονέ διευθυντή της παρισινής Le Monde Diplomatique «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ – Βιογραφία σε δύο φωνές», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003): 

«Όταν  την 1η Ιανουαρίου μάθαμε από το ραδιόφωνο ότι ο Μπατίστα είχε διαφύγει, και για το πραξικόπημα στην πρωτεύουσα, κατευθυνθήκαμε γρήγορα προς το σημείο όπου βρισκόταν ο ραδιοφωνικός σταθμός μας και ρίξαμε το σύνθημα: «Επαναστατική γενική απεργία!» και δώσαμε εντολή στα στρατεύματά μας: «Δεν πρέπει να σταματήσετε καθόλου, δεν υπάρχει κατάπαυση πυρός». Μηδέν κατάπαυση πυρός. Σε όλες τις φάλαγγες διαταγή να συνεχίσουν να προελαύνουν και να μάχονται.  

Και ομόφωνα, ακόμα και οι εργαζόμενοι των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών συντονίστηκαν με το σταθμό μας των βραχέων κυμάτων, το Ράδιο Αντάρτης, που είχε ένα κιλοβάτ. Και μίλησα έτσι , σε δίκτυο, από όλα τα ραδιόφωνα της χώρας και από την τηλεόραση (…). 

Οι εντολές στον Σιενφουέγος και τον Τσε 

Ο Καμίλο Σιενφουέγος  με το χαρακτηριστικό πλατύγυρο καπέλο. Ο αγαπημένος των κουβανών, διοικητής του αντάρτικου στρατού, αρχηγός μαζί με τον Τσε Γκεβάρα του επαναστατικού στρατού που κατέβηκε από τα βουνά και κατέλαβε την Αβάνα. Χάθηκε στη διάρκεια μιας αεροπορικής πτήσης τον Οκτώβρη του 1959, μόλις δέκα μήνες μετά την κατάκτηση της εξουσίας.

Λέω στον Καμίλο και στον Τσε: «Προχωρήστε προς την Αβάνα». Είπα στον Καμίλο: «Καμίλο, πηγαίνεις στο Κολούμπια» (σ.σ. το γενικό επιτελείο του στρατού του Μπατίστα, όπου βρίσκονταν και οι αμερικάνοι στρατιωτικοί σύμβουλοι). Και στον Τσε: «Πηγαίνεις στο Λα Καμπάνια» (σ.σ. ένα άλλο  σημαντικό φρούριο του στρατού του Μπατίστα).  

Δεν είχαν τελειώσει ακόμα την κατάληψη του στρατώνα στη Σάντα Κλάρα. Αλλά φυσικά, μετά την κατάρρευσή του και τη γενική απεργία, χρειάστηκαν ουσιαστικά μια μέρα για να οργανωθούν κι έφυγαν, νομίζω ότι έφυγαν γρήγορα τη νύχτα. Εκείνη τη στιγμή τους λέω: «Προχωρήστε με όλη σας την ταχύτητα από τον Κεντρικό Αυτοκινητόδρομο». Το ηθικό των ανθρώπων του Μπατίστα ήταν στη χειρότερη κατάσταση…. Ο Τσε και ο Καμίλο έκαναν δύο φάλαγγες  κι έτσι έφτασαν στην Αβάνα. Άργησαν χι ώρες να φτάσουν, αλλά κατέλαβαν τους στόχους. Κανείς δεν τους αντιστάθηκε, δε χρειάστηκε να ρίξουν ούτε ένα πυροβολισμό, ήδη οι άνθρωποί μας στην Αβάνα σχεδόν τα είχαν καταλάβει όλα. Πλήρης αποθάρρυνση του αντιπάλου, η χώρα ολόκληρη ακινητοποιημένη, εξέγερση στην πόλη, παντού εξεγέρθηκαν (…)  

O Τσε Γκεβάρα, ο αγαπημένος των λαών όλης της γης.

«…Οι ίδιοι οι δικοί μας άνθρωποι, πριν φτάσουν ο Καμίλο και ο Τσε, είχαν ήδη καταλάβει όλα τα αστυνομικά τμήματα, το Κίνημα 26 Ιουλίου (σ.σ. το κίνημα που είχαν ιδρύσει ο Φιντέλ και οι σύντροφοι του και αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά της Επανάστασης), οι άνθρωποι της Δράσης και της Δολιοφθοράς. Υπήρξαν πολλοί νεκροί, ήταν πολύ γενναίοι, αλλά δεν είχαν ας πούμε, εκείνη την εμπειρία των βουνών. Υπήρχε πολύς κόσμος που προτιμούσε τους κινδύνους της πόλης από τις θυσίες του ν’ ανεβοκατεβαίνεις ραχούλες. Πολλοί που ήταν καταπληκτικοί μαχητές στις πόλεις , ήταν χείριστοι αντάρτες , γιατί στο αντάρτικο το δύσκολο είναι ν’ ανεβοκατεβαίνεις ραχούλες… Έτσι είναι το αντάρτικο κι έτσι είναι οι άνθρωποι, αλλά γίνονταν πιο δυνατοί, πιο ανθεκτικοί. Αυτή ήταν η κατάσταση». 

Και οι αμερικανοί σύμβουλοι; Αυτούς τους κυνήγησε αμέσως ο Φιντέλ λέγοντάς τους: «Δεν έχουμε να μάθουμε τίποτα από σας, επειδή εμείς νικήσαμε τους στρατούς που εσείς διδάσκετε». 

Έτσι τελειώνει ο πόλεμος 

Εφτά χρόνια, εφτά μήνες και εφτά μέρες μετά την πρώτη αποτυχημένη επίθεση στη Μονκάδα, στις 26 Ιουλίου του 1953, ο πόλεμος τελείωσε με τη νίκη των επαναστατών. «Είναι λέει ο Φιντέλ, ο χρόνος που πέρασε από την επίθεση στη Μονκάδα, με φυλακή σχεδόν δύο χρόνων, στο εξωτερικό άλλα δύο και άλλα δύο στον πόλεμο (…) 

Ο στρατός μας αυξήθηκε πολύ γρήγορα στο τέλος, γιατί το Δεκέμβριο του 1958 είχε μόνο τρεις χιλιάδες άντρες υπό τα όπλα, με πολεμικά όπλα. Και όταν καταλήφθηκαν όλα τα όπλα, την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο στρατός μας αυξήθηκε, μέσα σε μερικές εβδομάδες σε σαράντα χιλιάδες άντρες. Όμως τον πόλεμο τον κέρδισαν σε λιγότερο από δυο χρόνια, τρεις χιλιάδες άντρες». 

Η πρώτη ομιλία στο λαό της Αβάνας 

Ο Φιντέλ άργησε οχτώ μέρες να φθάσει στην Αβάνα γιατί όπως εξηγεί ο ίδιος «σε κάθε επαρχιακή πρωτεύουσα  έπρεπε να σταματάω και να κάνω μια τελετή». Στις 2 Ιανουαρίου, αφού κυρίευσε το Σαντιάγο μίλησε στην πλατεία Τσεπέδες και στη συνέχεια διέτρεξε τα 900 χιλιόμετρα που τον χώριζαν από την Αβάνα στην οποία έφθασε το βράδυ της 8ης Ιανουαρίου.  

Ο Φιντέλ Κάστρο μιλάει στο λαό της Αβάνας, έχοντας δίπλα του τον Καμίλο Σιενφουέγος και τον Τσε Γκεβάρα.

Μετά από λίγες ώρες μίλησε στο λαό της Αβάνας από το φρούριο Κολούμπια.  

Ο Φιντέλ ήταν ένας  ρήτορας επιδέξιος με εξαιρετική αποτελεσματικότητα και μπορούσε να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των ακροατών του συνομιλώντας με τα πλήθη σε κείνες τις μακριές ομιλίες του. Με γλώσσα άμεση, χωρίς την παραμικρή προετοιμασία, μίλαγε ζεστά και εξηγούσε με στοιχεία στο πλήθος το οποίο έβλεπε όχι σαν παθητικούς δέκτες αλλά σαν ζωντανούς και λογικούς συνομιλητές. Κι αυτό γινόταν είτε μιλούσε στους άνδρες και τις γυναίκες του Επαναστατικού Στρατού, είτε σε επίσημους αντιπροσώπους, είτε στους εργάτες και τους αγρότες, είτε και στα παιδιά της Αβάνας, όταν τους παρέδιδε το στρατηγείο του δικτάτορα Μπατίστα που μετατράπηκε σε σχολείο. 

«Κερδίσαμε γιατί είπαμε την αλήθεια» 

Αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα σημεία αυτής της ιστορικής ομιλίας. Σημεία που η αξία τους είναι διαχρονική (από το βιβλίο Φιντέλ Κάστρο «Η Επανάσταση της Κούβας» εκδόσεις «Γνώσεις», Αθήνα 1963): 

Από  την αρχή της ομιλίας του από το φρούριο Κολούμπια εξήγησε γιατί νίκησε η Επανάσταση και προειδοποίησε για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε: 

«…Πιστεύω, είπε, πως αυτή είναι μια αποφασιστική στιγμή της ιστορίας μας: η τυραννία έπεσε, η χαρά είναι απέραντη, κι ωστόσο υπάρχουν ακόμα πολλά πράγματα που πρέπει να γίνουν. Ας μην ξεγελιόμαστε πως στο μέλλον θα είναι όλα εύκολα, γιατί ίσως , το αντίθετο, όλα θα είναι πολύ πιο δύσκολα. Να λέει την αλήθεια είναι η πρώτη υποχρέωση κάθε επαναστάτη. Το να εξαπατά το λαό δημιουργώντας του αυταπάτες μπορεί νάχει τις χειρότερες συνέπειες. Σκέφτομαι λοιπόν πως είναι σωστό να σταθούμε όλοι επιφυλαχτικοί μπροστά στις υπερβολικές αισιοδοξίες. Πώς κέρδισε τον πόλεμο ο επαναστατικός στρατός; Λέγοντας την αλήθεια. Πώς έχασε τον πόλεμο η τυραννία; Εξαπατώντας τους στρατιώτες της…». 

Στη συνέχεια στάθηκε στην ευθύνη των επαναστατών: 

«… Η Επανάσταση δεν έχει πιά απέναντί της έναν εχθρικό στρατό οπλισμένο. Ποιοί μπορεί νάναι τώρα οι εχθροί της επανάστασης; Πόσοι μπορεί νάναι, μπροστά σ’ αυτό το νικητή λαό οι εχθροί της επανάστασης; Οι χειρότεροι εχθροί που από τώρα κι εμπρός μπορεί νάχει η επανάσταση είμαστε εμείς οι ίδιοι οι επαναστάτες. Είναι αυτά που έλεγα πάντα στους μαχητές του επαναστατικού στρατού: όταν δε θάχουμε πια απέναντί μας τον εχθρό, όταν ο πόλεμος θα τελειώσει, οι μόνοι εχθροί της επανάστασης μπορεί να γίνουμε εμείς. Γι’ αυτό θάμαστε με τους επαναστάτες στρατιώτες πιο αυστηροί και πιο απαιτητικοί παρά μ’ οποιονδήποτε άλλον, επειδή απ’ αυτό θα εξαρτηθεί αν η επανάσταση θα θριαμβεύσει ή θα ναυαγήσει (…). 

Το χρέος των επαναστατών απέναντι στο λαό 

Και σε συνέχεια των παραπάνω  θύμισε σ’ αυτούς που τον άκουγαν ότι όλα τα οφείλουν στο λαό: 

«Κανένας στρατηγός δεν μπορεί να κάμει περισσότερα από το λαό, κανένας στρατός δεν μπορεί νάναι πιο αποτελεσματικός: αν με ρωτούσαν τι στρατό προτιμώ να διοικώ, θ’ απαντούσα πως προτιμώ νάμαι επικεφαλής του λαού. Ο λαός είναι ανίκητος, κι αυτός είναι που νίκησε στο σημερινό πόλεμο.  

Εμείς δεν είχαμε στρατό, μήτε πολεμικά πλοία, μήτε άρματα μάχης, μήτε αεροπλάνα, μήτε κανόνια. Δεν είχαμε στρατιωτικές ακαδημίες, μήτε μεραρχίες, μήτε συντάγματα, μήτε λόχους, μήτε ουλαμούς. Εκείνος που νίκησε στον πόλεμο είναι ο λαός, κανείς άλλος εκτός από το λαό. Το λέω για την περίπτωση που κάποιος ή κάποια ομάδα, μπορεί να πίστεψαν πως νίκησαν αυτοί.  Λοιπόν, επάνω απ’ όλα κι όλους είναι ο λαός. Μα είναι κάτι περισσότερο: η επανάσταση δεν ενδιαφέρει εμένα από προσωπική άποψη, ούτε άλλους διοικητές, ούτε ξεχωριστά αυτή τη φάλαγγα ή εκείνο το λόχο. Εκείνος που με την επανάσταση νικάει ή χάνει είναι ο λαός. Ο λαός υπόφερε τις φρίκες εφτά χρόνων τυραννίας. Ο κοινός πολίτης πρέπει τώρα να μας ρωτήσει αν στα ερχόμενα δέκα , δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια, τα παιδιά του ή τα εγγόνια του θα εξακολουθήσουν να υποφέρουν τις φρίκες που υπόφερε ολόκληρη η Δημοκρατία της Κούβας, από τον καιρό που ιδρύθηκε, με τις δικτατορίες του Ματσάντο και του Μπατίστα…» 

«Εγώ ξέρω να παραιτούμαι» 

Εκείνες τις ώρες ο Φιντέλ τόνισε τη σημασία της ειρήνης στη χώρα,  και της προσωπικής του ευθύνης για τη διατήρησή της αλλά και την ανάγκη ενότητας των επαναστατικών δυνάμεων: 

«… Εγώ λέω κι ορκίζομαι μπροστά στους συμπολίτες μου, πως αν οποιοσδήποτε από τους συντρόφους μας, ή το Κίνημά μας, ή εγώ ο ίδιος αποτελούσαμε εμπόδιο για τη στερέωση της ειρήνης, απ’ αυτή τη στιγμή ο λαός θα μπορούσε ν’ αποφασίσει για την τύχη μας και να καθορίσει τι πρέπει να κάνουμε. Εγώ ξέρω να παραιτούμαι: τόδειξα περισσότερο από μια φορά στη ζωή μου, κι εδίδαξα στους συντρόφους μου να φέρονται με τον ίδιο τρόπο (…) Τώρα που η δημοκρατία κι η επανάσταση μπαίνουν σε μια νέα φάση δεν θάτανε σωστό οι φιλοδοξίες και οι εγωισμοί να κάμουν να κινδυνέψει η τύχη της επανάστασης». 

Ο Ραούλ Κάστρο, μικρότερος αδερφός του Φιντέλ, δίπλα του, οργανωτής του επαναστατικού στρατού από τα χρόνια της Μονκάδα. Στο πόστο του για την Επανάσταση ακόμη και σήμερα.

Ο Φιντέλ έκλεισε την ομιλία του με τη διαβεβαίωση πως οι ηγέτες της επανάστασης θα ανταποκριθούν στα νέα κυβερνητικά τους καθήκοντα, αν και κανένας απ’ αυτούς δεν είχε τέτοια εμπειρία: 

«… Επιθυμώ να καταλάβετε πως όλα τα προβλήματα δε μπορεί να λυθούν από το βράδυ ως το πρωί. Έχω πει πριν λίγο ότι ο λαός δεν πρέπει να πιστεύει πως οι υπουργοί μας είναι πάνσοφοι. Κανένας τους δεν έχει ξαναγίνει υπουργός άλλη φορά. Εκείνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι πως εμψυχώνονται από τις καλύτερες διαθέσεις. Θα γίνει και μ’ αυτούς ό,τι έγινε με τους ταγματάρχες  (σ.σ. ο ανώτερος βαθμός στον επαναστατικό στρατό της Κούβας) Σιενφουέγος, Γκεβάρα και με το Ραούλ (σ.σ. Ραούλ Κάστρο μικρότερος αδερφός του Φιντέλ συνδιοργανωτής του αντάρτικου από την εποχή της Μονκάδα): στην αρχή δεν ξέρανε τίποτα και στο τέλος έγινε δυνατό να διαταχθεί ο Καμίλο να καταλάβει την Κολούμπια και ο Τσε Γκεβάρα να καταλάβει τη Λα Καμπάνα. Το πέτυχαν. Με τον ίδιο τρόπο, μέσα σε λίγους μήνες, οι άντρες αυτοί θα μάθουν να λύνουν όλα τα προβλήματα, επειδή κατέχουν το πιο σπουδαίο πράμα: τη θέληση να νικήσουν κάθε δυσκολία».  

«Η ιστορία θα με δικαιώσει» 

Στις 6 του Οκτώβρη 1953 ο Φιντέλ μπροστά στο δικαστήριο,  στο οποίο οδηγήθηκε μετά την αποτυχία της επίθεσης στη Μονκάδα, αντί για απολογία απηύθυνε ένα αμείλικτο κατηγορητήριο κατά της δικτατορίας του Μπατίστα. Ένα κατηγορητήριο που οι κουβανοί το θεωρούσαν σαν το προγραμματικό μανιφέστο του κινήματος της «26ης Ιουλίου». Και έκλεισε αυτό το μανιφέστο με τη φράση που έμεινε στην ιστορία: 

«Όσο για μένα, ξέρω πως η φυλακή θάναι σκληρή όσο δεν είτανε ποτέ για κανένα, πως θα βρω μπροστά μου απειλές, παγίδες και άτιμες βιαιότητες. Μα δεν τις φοβούμαι, όπως δεν τρέμω τη μανία του άθλιου τυράννου που πήρε τη ζωή εβδομήντα αδελφών μου. Καταδικάστε με, δεν πειράζει, η ιστορία θα με δικαιώσει». 

Και πράγματι, όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, η ιστορία τον δικαίωσε. Τόσο αυτόν, όσο και την Επανάσταση και τον λαό της Κούβας που εξακολουθεί να αντιστέκεται και ν’ αντέχει , εκεί σ’ ένα μικρό νησί στη μύτη της μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης !… 

Και ένα μοναδικό ντοκουμέντο: Εικόνες από την είσοδο των επαναστατών στην Αβάνα  

Σχετικά θέματα

Απόψεις