Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Χούντα και Εκκλησία (Γ’)

H ισχυροποίηση της εκκλησιαστικής αντιπολίτευσης φόβισε τους χουντικούς , που άρχισαν να μελετούν εναλλακτικές λύσεις. Μια από αυτές προέβλεπε την απομάκρυνση..

H ισχυροποίηση της εκκλησιαστικής αντιπολίτευσης φόβισε τους χουντικούς , που άρχισαν να μελετούν εναλλακτικές λύσεις. Μια από αυτές προέβλεπε την απομάκρυνση «οικεία βουλήσει» του Ιερώνυμου και την αντικατάστασή του από τον μητροπολίτη Αττικής και σκληρό «οργανωσιακό» Νικόδημο Γκατζιρούλη. Το σχέδιο όμως αυτό δεν υλοποιήθηκε , γιατί μεσολάβησε μια απόφαση-βόμβα του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκανε δεκτές τις προσφυγές των μητροπολιτών Ελευθερουπόλεως και Φλωρίνης οι οποίοι ζητούσαν να ακυρωθούν οι πράξεις διορισμού των μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και των αιρετών μελών των μόνιμων Συνοδικών Επιτροπών.

Το Μάιο του 1973 , για πρώτη φορά από το 1967, η πλειοψηφία των μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δεν επρόσκειτο στον αρχιεπίσκοπο .

 Ο Ιερώνυμος κοντά στην παραίτηση

Η ορκωμοσία του πρωθυπουργού-μαριονέτα Σπύρου Μαρκεζίνη από  τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο παρουσία του «προέδρου της Δημοκρατίας» Παπαδόπουλου και του «αντιπροέδρου» Οδυσσέα Αγγελή.

Ο Ιερώνυμος άρχισε να καταλαβαίνει πως το τέλος της παραμονής του στον  αρχιεπισκοπικό θρόνο πλησίαζε και άρχισε να μελετά σοβαρά το ενδεχόμενο να παραιτηθεί. Στις 6 Οκτωβρίου 1973, δυο μέρες πριν από την ορκωμοσία της «κυβέρνησής» του, ο Σπύρος Μαρκεζίνης  δέχεται την εθιμοτυπική επίσκεψη του Ιερώνυμου , ο οποίος του αποκαλύπτει πως σχεδιάζει να παραιτηθεί. Ο Μαρκεζίνης ήταν πολύ καλά ενημερωμένος για την κατάσταση στους κόλπους της Ιεραρχίας, την οποία γνώριζε και ο «πρόεδρος» Παπαδόπουλος.

 Ο Μαρκεζίνης στο βιβλίο του «Αναμνήσεις 1972-1974» γράφει σχετικά:

«Όταν ανέλαβα την πρωθυπουργίαν εγνώριζα την σοβαρότητα των θεμάτων της Εκκλησίας. Είχον ενημερωθεί και εξ’ άλλων πηγών, αλλά και από τον ίδιον τον Αρχιεπίσκοπον , όταν με επεσκέφθη εις την οικίαν μου , ήδη προ της ορκωμοσίας. Αι ανησυχίαι μου ήσαν μεγάλαι, διότι η απειλουμένη κρίσις ήτο σοβαρά. Ετίθετο θέμα εκλογής νέου Αρχιεπισκόπου και θα ήτο εξαιρετικώς δυσάρεστον εάν υπεχρεούμεθα να αντιμετωπίσωμεν τοιαύτην περιπέτειαν, την στιγμήν κατά την οποίαν ευρισκόμεθα υπό την πίεσιν περισσότερον επειγόντων προβλημάτων. Το ίδιο ανήσυχος  ήτο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αλλά εφαίνετο ως να το είχε πάρει απόφασιν, ότι η Εκκλησιαστική κρίσις ήτο αναπόφευκτος. Πράγματι την 25ην Μαρτίου 1973 , έλαβα σύντομον σημείωμα, δια του οποίου μου κατηγγέλλετο ότι η κατάστασις είχε καταστή έκρυθμος και ότι υπεύθυνος  εις τούτο ήτο ο Αρχιεπίσκοπος. Εν συνεχεία υπεδεικνύετο πως έπρεπε να αντιμετωπισθή η κατάστασις. Επείσθην πλέον ότι η κατάστασις εφέρετο εις αδιεέξοδον και εζήτησα να επισκεφθώ τον Αρχιεπίσκοπο εις την Αρχιεπισκοπήν την 31ην  Οκτωβρίου 1973».

Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος με τα μέλη της  κυβέρνησης του Σπύρου Μαρκεζίνη στην καθιερωμένη αναμνηστική φωτογραφία, μετά την ορκωμοσία των «υπουργών» παρουσία των Παπαδόπουλου και Αγγελή.

Στη νέα συνάντηση ο Μαρκεζίνης ζητάει από τον Ιερώνυμο να μην προχωρήσει αμέσως στην παραίτησή του, αλλά να περιμένει τη διενέργεια εκλογών ( σ.σ.: αυτές τις «στημένες» που ετοίμαζαν ο Παπαδόπουλος και ο Μαρκεζίνης) και την ανάδειξη νέας κυβέρνησης , η οποία «θα ηδύνατο να αντιμετωπίση το πολλαπλώς κρίσιμον εκκλησιαστικόν θέμα εις την Ελλάδα». Αρχικά ο Ιερώνυμος δέχεται . Όμως , λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου , στέλνει στον Μαρκεζίνη επιστολή, με την οποία δηλώνει πως δεν πρόκειται να παραμείνει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο μετά την 31η Δεκεμβρίου 1973:

«…εβασάνισα μεγάλως την της Υμετέρας προσφιλούς μοι και τετιμημένης Εξοχότητος άποψιν , κατά την οποίαν η αναχώρησίς μου θα έδει να λάβη χώραν όχι κατά την 31ην Δεκεμβρίου , αλλ’ αργότερον , και συγκεκριμένως μετά τας ου μακράν απέχουσας βουλευτικάς εκλογάς. Παρ’ όλην όμως την αγαθήν διάθεσίν μου,  την οποίαν εν προκειμένω επεστράτευσα , ίνα πεισθώ όπως αποδεχθώ την άποψιν ταύτην  της Υμετέρας Εξοχότητος, διεπίστωσα μετά λύπης ότι το τέλος του τρέχοντος έτους θα ήτο το τελευταίον όριον αντοχής, επί του οποίου βασιζόμενος θα μοι ήτο δυνατόν να υπολογίζω δια την εκτέλεσιν των καθηκόντων μου».

 Το πραξικόπημα του Ιωαννίδη

Όμως τα γεγονότα τρέχουν πιο γρήγορα από ότι υπολόγιζαν ο Μαρκεζίνης, ο Παπαδόπουλος και ο Ιερώνυμος. Mετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, στις 25 Νοεμβρίου 1973, ο Ιωαννίδης ( η «αρσακειάς» κατά τον Παπαδόπουλο) πιάνει στον ύπνο τον «πρόεδρο Δημοκρατίας» και τον Μαρκεζίνη και στήνει τη δική του εξουσία με τις δικές του μαριονέτες.

Ο μητροπολίτης  Ιωαννίνων Σεραφείμ ορκίζει τον κλόουν «πρωθυπουργό» της δικτατορίας Ιωαννίδη, Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο.

Το νέο «πρόεδρο» στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη» και τον τυχάρπαστο ελληνοαμερικάνο, τάχα μου «πρωθυπουργό», Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο δεν τους ορκίζει ο αρχιεπίσκοπος, αλλά ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ, γνωστός του Ιωαννίδη από τον ΕΔΕΣ του Ζέρβα στα χρόνια της κατοχής. Η κίνηση αυτή έδειξε πως η νέα κατάσταση αμφισβητούσε de factoτον Ιερώνυμο και του έδειχνε την πόρτα της εξόδου.

Την επομένη σε ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου (από τη συνεδρίαση της οποίας απουσίαζε ο Σεραφείμ) αναφερόταν ότι ο αρχιεπίσκοπος  Ιερώνυμος «κατέθεσεν γραπτήν δήλωσιν μετά διαμαρτυρίας δια την υπό του Σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Ιωαννίνων κ.Σεραφείμ αντικανονικήν εισπήδησιν ( σ.σ. εισπήδησις: εκκλησιαστικό αδίκημα το οποίο διαπράττει  ένας ιεράρχης όταν μπαίνει στα χωράφια ενός άλλου ιεράρχη, χωρίς την άδεια του) εις την περιφέρειαν της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών». Πριν περάσουν όμως 24 ώρες , όλα αλλάζουν. Οι μητροπολίτες ακολουθώντας την πάγια αρχή , από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμη, να πηγαίνουν με το εκάστοτε γκουβέρνο, στην πλειοψηφία τους  «τα γυρίζουν» και η Ιερά Σύνοδος , με απόντα αυτή τη φορά τον Ιερώνυμο, αφού άκουσε τις απόψεις του Σεραφείμ, ενέκρινε τις ενέργειες του.

Για τον Ιερώνυμο δεν υπάρχει άλλος δρόμος από αυτόν της παραίτησης , την οποία υποβάλλει στις 15 Δεκεμβρίου. Στις 9 Ιανουαρίου 1974 εκδίδεται η Συντακτική Πράξη 3, συντάκτης της οποίας ήταν ο Παναγιώτης Χρήστου «υπουργός» Παιδείας της «κυβέρνησης» Ανδρουτσόπουλου, πατεντάτος ακροδεξιός,   καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με τη Συντακτική Πράξη χαρακτηριζόταν  αντικανονική η εκλογή του Ιερώνυμου και των προσκείμενων σε αυτόν μητροπολιτών . Ακόμη οριζόταν  ότι το νέο αρχιεπίσκοπο θα εξέλεγε Σύνοδος στην οποία δεν θα είχαν δικαίωμα συμμετοχής οι μητροπολίτες που αναδείχθηκαν από Σύνοδο στην οποία προήδρευε ο Ιερώνυμος.

Η εκλογή Σεραφείμ

 

Ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ λίγο μετά την άνοδό του  στον  αρχιεπισκοπικό θρόνο , περιστοιχιζόμενος από  τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, τον «υπουργό» Παιδείας Παναγιώτη Χρήστου και  μητροπολίτες.

Το Σάββατο 12 Ιανουαρίου 1974, 28 μητροπολίτες συνέρχονται παρουσία του Χρήστου  κι εκλέγουν το «τριπρόσωπο» για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, από τους μητροπολίτες Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκα (20 ψήφοι), Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιο Ψαριανό (7 ψήφοι) και Μεσσηνίας Χρυσόστομο Θέμελη ( 1 ψήφος). Και βεβαίως ο «πρόεδρος» Γκιζίκης επέλεξε τον Σεραφείμ, ο οποίος ενθρονίστηκε στις 16 Ιανουαρίου , ενώ ο Ιερώνυμος αποσύρθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του , τα Υστέρνια της Τήνου.

 Ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, τραχύς , βουνίσιος ήταν ο μακροβιότερος αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στη διάρκεια του 20ου αιώνα.  

Η συνταγή για την μακροβιότητά του ήταν απλή: Πέρα από την τήρηση της αρχής «οι κορυφές της Εκκλησίας πάντα με το γκουβέρνο» ήξερε πότε να διαλέγει τη στιγμή της μάχης, αλλά και να υποχωρεί όταν έπρεπε. Με  την πολιτική που ακολούθησε, πέτυχε ένα μοναδικό ρεκόρ: να γίνει ο αρχιεπίσκοπος που όρκισε τους περισσότερους Προέδρους της Δημοκρατίας ( έξι, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της ιωαννιδικής δικτατορίας) και πρωθυπουργούς (από το χουντικό Ανδρουτσόπουλο μέχρι και τον «εκσυγχρονιστή» Κώστα Σημίτη).

 Η απομάκρυνση των «ιερωνυμικών» μητροπολιτών

Πρώτο μέλημα του Σεραφείμ ήταν η «αποιερωνυμοποίηση» της Ιεραρχίας, με μια «συνταγή» ανάλογη αυτής που ακολουθήθηκε και το 1967 με τις μεθοδεύσεις για την εκλογή  του Ιερώνυμου και των δικών του.

Με το Διάταγμα 411 της 16ης Μαίου 1974 ιδρύθηκαν οκτώ νέες μητροπόλεις , που αποσπάστηκαν από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και τις μητροπόλεις Αττικής και Θεσσαλονίκης ( Νέας Ιωνίας, Περιστερίου, Νέας Σμύρνης, Καισαριανής, Μεσογαίας, Μεγάρων, Καλαμαριάς και Νεαπόλεως). Με το ίδιο Διάταγμα ορίστηκε πως είναι δυνατή και η πλήρωση «διακεκριμένων» ( σ.σ. «φιλέτων», με χιλιάδες πιστούς και μεγάλα έσοδα) μητροπόλεων (Θεσσαλονίκης , Ιωαννίνων, Πατρών, Πειραιώς, Αττικής, Περιστερίου και Νέας Ιωνίας) με μετάθεση μητροπολιτών.

Ένα μήνα αργότερα , στις 13 Ιουνίου, απομακρύνθηκαν οι πρώτοι «ιερωνυμικοί»  μητροπολίτες. Με  εισήγηση του αρχιεπισκόπου η Ιεραρχία αποφάσισε , με μικρή πλειοψηφία ( 17 ψήφοι υπέρ, 15 κατά), την απομάκρυνση των μητροπολιτών Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνου και Ζακύνθου  Αποστόλου, ως «εξ’ αρχής αντικανονικώς εκλεγέντων». Στις  25 Ιουνίου , έρχεται και η σειρά του μητροπολίτη Αττικής και παρ’ ολίγον διαδόχου του Ιερώνυμου, Νικόδημου. Λίγες μέρες πριν από την κυπριακή τραγωδία και την μεταπολίτευση, στις 2 Ιουλίου 1974, εκδίδεται η Συντακτική Πράξη 7, με την οποία διευρύνεται η σύνθεση της Ιεραρχίας με τους μητροπολίτες που εξελέγησαν μετά την έκδοση της Πράξης 3 του Ιανουαρίου της ίδιας χρονιάς, επεκτείνεται η απαγόρευση προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας και για τις πράξεις των εκλογών , μεταθέσεων και απομακρύνσεων που θα γίνουν στο μέλλον και καθιερώνεται νέο αδίκημα, αυτό «της διατάραξης της ειρήνης και της ενότητος της Εκκλησίας». Στις 11 απομακρύνονται οι μητροπολίτες Κιλκισίου Χαρίτων, Αλεξανδρουπόλεως Κωνσταντίνος, Θεσσαλονίκης Λεωνίδας, Τρίκκης Σεραφείμ, Δημητριάδος Ηλίας, Παραμυθίας Παύλος, Λαρίσης Θεολόγος , Χαλκίδος Νικόλαος και Διδυμοτείχου Κωνσταντίνος. Οι μητροπολίτες Κιλκισίου και Διδυμοτείχου είχαν εκλεγεί πριν από το απριλιανό πραξικόπημα του 1967 από την κανονική Ιεραρχία, ο πρώτος το 1965 και ο δεύτερος το 1957. Όμως απομακρύνθηκαν με την κατηγορία της σύστασης «παρασυναγωγής» για την ανατροπή του αρχιεπισκόπου.

Οι ιερωνυμικοί μητροπολίτες αντέδρασαν, επιμένοντας για χρόνια στην επιστροφή τους, και η Εκκλησία βυθίστηκε σε μια κρίση που έληξε ουσιαστικά στη δεκαετία  του ‘90 και με το θάνατο αρκετών εκ των απομακρυνθέντων.

Από την ορκωμοσία του Γκιζίκη και του Ανδρουτσόπουλου στην ορκωμοσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Σεραφείμ, Καραμανλής και Γκιζίκης τη βραδυά της μεταπολίτευσης τον Ιούλιο του 1974.

Εκτός από τον πόλεμο των απομακρυνθέντων ο Σεραφείμ αντιμετώπισε και την αντίσταση μιας ισχυρής αντιπολίτευσης, την οποία αποτελούσαν μητροπολίτες οι οποίοι είχαν εκλεγεί επί χούντας  , αλλά δεν απομακρύνθηκαν όπως οι Φλωρίνης Αυγουστίνος ( αυτός που αφόρισε το Θόδωρο Αγγελόπουλο το 1990 για την ταινία «Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» με πρωταγωνιστές τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και τη Ζαν Μορό), Σιδηροκάστρου Ιωάννης,  Δριυνουπόλεως Σεβαστιανός ( ο «αλβανομάχος», αυτός ζήταγε να κηρύξουμε πόλεμο στην Αλβανία για τη Βόρεια Ήπειρο), αλλά και άλλοι «μονίμως διαφωνούντες», όπως ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και οι διάφορες παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, για τις οποίες ο «εξωοργανωσιακός»  αρχιεπίσκοπος ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλος…

Διαβάστε επίσης: 

Χούντα και Εκκλησία (Α’)Ο Ιερώνυμος A’ αρχιεπίσκοπος ελέω συνταγματαρχών και ανακτόρων

Χούντα και Εκκλησία (Β’): Μητροπολίτες υμνητές της δικτατορίας – Η αρχή του τέλους για τον Ιερώνυμο (Κοτσώνη)

Απόψεις