Στη μακρά πορεία της Εκκλησίας της Ελλάδος από το 1833, που ανακηρύχθηκε το Αυτοκέφαλο και κόπηκε η άμεση εξάρτηση από το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης έως τις μέρες μας, ένα ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της: Ο στενός δεσμός με το Κράτος, την εκάστοτε εξουσία. Εκατόν ογδόντα επτά χρόνια από τότε Εκκλησία και Πολιτεία πορεύτηκαν μαζί , αλληλοστηρίχτηκαν και διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο σχέσεων το οποίο χαρακτήρισαν κυρίως οι επεμβάσεις της εκάστοτε αστικής εξουσίας στην Εκκλησία και σπάνια το αντίστροφο.
Η Εκκλησία της Ελλάδος , παρά την τεράστια πνευματική δύναμη που διαθέτει, παραμένει υποταγμένη στο κράτος, αρκούμενη ως αντάλλαγμα στην συνταγματική κατοχύρωση των προνομίων της ως «επικρατούσα θρησκεία» (άρθρο 3 του Συντάγματος) και στη διατήρηση «κοσμικών» εξουσιών από το ηγετικό της στρώμα.
Αυτή η αλήθεια επιβεβαιώθηκε στις καθοριστικές στιγμές της νεώτερης ελληνικής ιστορίας με χαρακτηριστικό παράδειγμα, τη Χούντα της 21ης Απριλίου.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου βρήκε την Εκκλησία να θυμίζει ακυβέρνητο καράβι, λίγο μετά τη σκληρή σύγκρουση με την Πολιτεία για το θέμα του «μεταθετού» των μητροπολιτών, και με ένα αρχιεπίσκοπο, τον Χρυσόστομο Β΄ (Χατζησταύρου), υπέργηρο, στα 88 του χρόνια, άρρωστο και ουσιαστικά ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντά του.
Όπως είχε συμβεί και σε προηγούμενες ανώμαλες καταστάσεις (αλλαγές αρχιεπισκόπων στα χρόνια του διχασμού βενιζελικών-βασιλικών την περίοδο 1915-1922, δικτατορίες Πάγκαλου και Μεταξά, κατοχή) ένα από τα πρώτα μελήματα του νέου καθεστώτος ήταν η ανάληψη του απόλυτου ελέγχου στην κορυφή της Εκκλησίας και η μετατροπή της σε βασικό ιδεολογικό δεκανίκι των πραξικοπηματιών.
Το πρώτο κλιμάκιο της «κυβέρνησης» των πραξικοπηματιών το όρκισε στις 21 Απριλίου ο πρωθιερέας των ανακτόρων και άνθρωπος της παραεκκλησιαστικής οργάνωσης «Ζωή» , αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης. Τους υπόλοιπους «υπουργούς» τους όρκισε ο αρχιεπίσκοπος, μία μέρα μετά.
Η Ιερά Σύνοδος συγχαίρει τους πραξικοπηματίες
Την ίδια μέρα η Διαρκής Ιερά Σύνοδος με ομόφωνη απόφασή των μελών της ( τόσο αυτών της πλειοψηφίας που είχαν συγκρουσθεί με τις κυβερνήσεις των αποστατών όσο και της μειοψηφίας που είχαν σχέσεις με το παλάτι, τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και το Στρατό) έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους πραξικοπηματίες.
Όμως αυτό δεν έφτανε στους χουντικούς που δεν είχαν εμπιστοσύνη στο σώμα της Ιεραρχίας. Το τηλεγράφημα δεν έσωσε ούτε τον αρχιεπίσκοπο, ούτε και τους μητροπολίτες της πλειοψηφίας. Οι στρατοκράτες ήταν αποφασισμένοι να επιβάλουν άμεσο έλεγχο στο χώρο της Εκκλησίας. Ορισμένοι απ΄ αυτούς – κυρίως μεσαία στελέχη του Στρατού- θα ήθελαν να προωθήσουν στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον τότε μητροπολίτη Καστορίας Δωρόθεο , ένα κληρικό, χρόνια στρατιωτικό ιερέα και με στενούς δεσμούς με αρκετούς από τους πραξικοπηματίες. Τελικά μετά το συμβιβασμό του Κωνσταντίνου με τους συνταγματάρχες ( σ.σ.: αυτός, ως γνωστόν, προωθούσε το δικό του πραξικόπημα με τους στρατηγούς) ο κλήρος έλαχε στον πρωθιερέα των ανακτόρων , τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, τον οποίο γνώριζαν και πραξικοπηματίες σαν τον Στυλιανό Παττακό που είχαν στενές σχέσεις με τη «Ζωή».
Πριν συμπληρωθεί βδομάδα από το πραξικόπημα, στις 27 Απριλίου 1967, εκδίδεται Διάταγμα της Χούντας, με την υπογραφή του «υπουργού» Παιδείας αρεοπαγίτη Κ. Καλαμποκιά, με το οποίο αναβάλλεται επ΄αόριστον η έκτακτη σύγκληση της Ιεραρχίας για την εκλογή νέων μητροπολιτών. Το «χτύπημα» για τον αρχιεπίσκοπο είναι μεγάλο. Και το βράδυ της περιφοράς του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή , την ώρα που η πομπή περνούσε μπροστά από τη Βουλή, αισθάνεται αδιαθεσία. Οι χουντικοί τον μεταφέρουν στον Ερυθρό Σταυρό, παρά την αντίθετη γνώμη του προσωπικού του γιατρού που δεν εκτιμούσε ως τόσο σοβαρή την κατάστασή του. Ήταν η τελευταία επίσημη εμφάνιση του Χρυσόστομου και η πρώτη των χουντικών.
Ο αρχιεπίσκοπος αρνείται να παραιτηθεί
Ο δρόμος για την αλλαγή στην κορυφή της Εκκλησίας έχει ανοίξει. Στον «Ερυθρό Σταυρό» παίζεται ένα άθλιο και απάνθρωπο παιχνίδι σε βάρος ενός ανήμπορου και υπέργηρου κληρικού. Στις 6 Μαίου 1967 αυλικοί και στελέχη της χουντικής «κυβέρνησης» ζητούν φορτικά από τον Χρυσόστομο να υπογράψει δύο επιστολές προς τον Κωνσταντίνο. Μία επιστολή παραίτησης από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και μια άλλη με την οποία προτείνει για διάδοχό του τον… αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη!
Όμως ο Χρυσόστομος αντιδρά και αντί για επιστολή παραίτησης στέλνει στον Κωνσταντίνο γράμμα με το οποίο του λέει πως αν παραιτηθεί θα είναι «ρίψασπις, προδότης και επίορκος»:
«… Αρνούμαι διαρρήδην να γίνω παραβάτης θείων προσταγμάτων , διότι θα είμαι ρίψασπις και προδότης και επίορκος, και υπό τοιαύτας συνθήκας δεν θα θελήσω ποτέ να αμαυρώσω , ταπεινούμενος βεβαίως , αλλ’ ούτως ή άλλως τε βέβαιος υπέρ της Εκκλησίας και του Έθνους μου έργον και να καλύψω εξ αισχύνης το πρόσωπόν μου…».
Στην επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο ο Χρυσόστομος δεχόταν να παραιτηθεί μόνο σε μια περίπτωση: αν τον διαδεχόταν ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος, με την παράλληλη επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Και εξηγούσε ότι «…αν διά ταύτης θα ευοδωθώσι σταθερώς τα επί της περιμαχήτου Κύπρου δικαιώματα του Έθνους ημών , δηλαδή αν δια της μεταθέσεως εις την αρχιεπισκοπήν Αθηνών του ήδη Αρχιεπισκόπου Κύπρου βεβαιωθή και κατορθωθή η οριστική λύσις του εθνικωτάτου τούτου ζητήματος».
Τα μαγειρέματα για την εκλογή του Ιερώνυμου
Για να ξεπεράσει τον σκόπελο της άρνησης του Χρυσόστομου , η χούντα κατέφυγε στη λύση του αναγκαστικού νόμου. Το απόγευμα της 9ης Μαίου , λίγη ώρα μετά τη λήψη της αρνητικής απάντησης του αρχιεπισκόπου , ο «πρωθυπουργός» Κ. Κόλλιας ανακοίνωσε ότι «δι’ αναγκαστικού νόμου , περί ρυθμίσεως εκκλησιαστικών τινών πραγμάτων , η κυβέρνησις ηθέλησε να κραταιώση το κύρος των εκκλησιαστικών ηγετών και να προλάβη ωρισμένα έκτροπα ως τα του παρελθόντος|».Με τον Α.Ν. 3/1967:
-Συγκροτήθηκε αριστίνδην σύνοδος για την εκλογή αρχιεπισκόπου και μητροπολιτών (μέχρι τότε τους εξέλεγε η Ιεραρχία).
-Επεξέτεινε το όριο ηλικίας των 80 ετών για την συνταξιοδότηση των μητροπολιτών και στον αρχιεπίσκοπο (έτσι έβγαλαν και με τη βούλα του νόμου από το παιχνίδι τον 88χρονο Χρυσόστομο).
-Επανέφερε το λεγόμενο «τριαδικό σύστημα» ( η Σύνοδος επιλέγει τρία πρόσωπα και απ’ αυτά ο βασιλιάς και η κυβέρνηση επιλέγουν τον ένα).
Η οκταμελής αριστίνδην Σύνοδος συγκροτήθηκε μέσα σε μία μέρα και την αποτέλεσαν οι μητροπολίτες Πατρών Κωνσταντίνος, Τρίκκης Διονύσιος, Πρεβέζης Στυλιανός ( σ.σ.: ο γνωστός από την υπηρεσία του στη Μακρόνησο που ευλογούσε τους βασανιστές, αλλά και από την πιπεράτη ιστορία του 1980 με μια παπαδιά), Ξάνθης Αντώνιος, Κασσανδρείας Συνέσιος, Ναυπακτίας Δαμασκηνός, Κυθήρων Μελέτιος και Διδυμοτείχου Κωνσταντίνος. Όλοι είχαν βολιδοσκοπηθεί και είχαν δεχτεί να συμμετάσχουν στο έργο της «εξυγίανσης» των εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Οι ίδιοι είχαν πρωτοστατήσει τα προηγούμενα χρόνια και στην «αντιπολίτευση» κατά του Χρυσοστόμου. Βολιδοσκοπήσεις έγιναν και σε άλλους μητροπολίτες. Όμως μόνο οι οχτώ δέχτηκαν άνευ όρων να εξυπηρετήσουν τα σχέδια των χουντικών.
Στις 10 Μαίου δημοσιεύθηκε η απόφαση του «υπουργού» Παιδείας με την οποία κηρύχθηκε σε χηρεία ο αρχιεπισκοπικός θρόνος και στις 13 μαζεύτηκαν οι οκτώ μητροπολίτες και κατάρτισαν το «τριπρόσωπο» από τον αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη ( πήρε 8 ψήφους) και τους μητροπολίτες Πατρών Κωνσταντίνο και Τρίκκης Διονύσιο ( πήραν από 7 ψήφους). Διαδικασία καθαρά τυπική αφού οι δύο μητροπολίτες παραιτήθηκαν υπέρ του Ιερώνυμου.
Μάλιστα για μη γίνει καμιά «στραβή» και μπει στο τριπρόσωπο κανένα άλλο πρόσωπο με επιρροή κυρίως στους μεσαίων βαθμών πραξικοπηματίες , όπως ο μητροπολίτης Καστορίας Δωρόθεος ή ο αρχιμανδρίτης Χριστοφόρος Παπουτσόπουλος πήγαν στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο ο Παπαδόπουλος και ο Παττακός. Ο Παπαδόπουλος διέκοψε τη συνεδρίαση και μίλησε σε ιδιαίτερο σαλονάκι με τον προεδρεύοντα της Συνόδου μητροπολίτη Πατρών, ενώ ο Παττακός περίμενε στον κάτω όροφο στο γραφείο των υπαλλήλων. Λίγο αργότερα ανέβηκε κι ο Παττακός. Όπως βεβαιώνει ο ιστορικός της Εκκλησίας και γραμματέας της Ιεράς Συνόδου αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Στράγκας οι δυο πραξικοπηματίες κατά την αναχώρησή τους δεν παρέλειψαν να θυμίσουν για μια ακόμη φορά στον μητροπολίτη Πατρών: «Άγιε Πρόεδρε, προχωρήσατε αδιστάκτως εις εκλογήν Ιερωνύμου».
Τα «εκκλησιαστικά στρατοδικεία»
Aπό την πρώτη στιγμή που ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Ιερώνυμος άρχισε να χτίζει το δικό του εκκλησιαστικό «κράτος» σε συνεργασία με τους χουντικούς που έθεσαν στη διάθεσή του όλους τους μηχανισμούς παρακολούθησης τόσο του επίσημου κράτους όσο και του παρακράτους. Στο όνομα πάντα της «κάθαρσης» στον εκκλησιαστικό χώρο. Στις 23 Μαίου εκδίδεται η Συντακτική Πράξη Δ΄/1967, με την οποία στερήθηκαν το δικαίωμα προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά παρανόμων πράξεων της Διοίκησης , εκτός από τους δημοσίους υπαλλήλους , δικαστικούς κ.α. και οι «εκκλησιαστικοί λειτουργοί παντός ιερατικού βαθμού».
Ακολούθησε η έκδοση του Αναγκαστικού Νόμου 214/1967 με τον οποίο συγκροτήθηκαν δυο εκκλησιαστικά δικαστήρια. Ένα για τους αρχιερείς και ένα για τους υπόλοιπους κληρικούς που δικαίως αποκλήθηκαν «έκτακτα ιεροδικεία». Ακόμη καθιερώθηκε κι ένα εκκλησιαστικό «ιδιώνυμο» αδίκημα, η απώλεια της «έξωθεν καλής μαρτυρίας και του απαραιτήτου κύρους». Ο νόμος όριζε επίσης ότι κατά των αποφάσεων των «εκτάκτων ιεροδικείων» , «ουδέν ένδικον μέσον επιτρέπεται».
Ο νόμος 214/1967 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12 Δεκεμβρίου 1967, μία μόλις μέρα πριν από το αποτυχημένο κίνημα οπερέτα του Κωνσταντίνου. Τότε που μάταια περίμενε στην Καβάλα ο Κωνσταντίνος τον Ιερώνυμο. Αυτός προτίμησε τους συνταγματάρχες που επικράτησαν, παρά τον αποτυχημένο βασιλιά που χωρίς αυτόν δεν θα γινόταν αρχιεπίσκοπος. Συνηθισμένη τακτική στις κορυφές της Εκκλησίας που (με λίγες μετρημένες στα δάκτυλα εξαιρέσεις οι οποίες επιβεβαιώνουν τον κανόνα) πάντα πηγαίνουν μ’ αυτόν που νικάει και κρατάει το γκουβέρνο.
O Νόμος 214/1967 αποτέλεσε το κυριότερο όπλο για την απομάκρυνση των ανεπιθυμήτων μητροπολιτών και λοιπών κληρικών (αθώων και ενόχων γι αδιάφορα παραπτώματα) . Δύο από αυτούς οι μητροπολίτες Αττικής Ιάκωβος και Θεσσαλονίκης Παντελεήμων , καταδικάστηκαν το Φεβρουάριο του 1968 σε έκπτωση από τους θρόνους τους. Άλλοι αρχιερείς , όπως οι Θεσσαλιώτιδος Κύριλλος, Δημητριάδος Δαμασκηνός, Ελασσώνος Ιάκωβος, Παραμυθίας Τίτος και Λαρίσης Ιάκωβος υποχρεώθηκαν σε παραίτηση υποκύπτοντας στον εκβιασμό: «Ή αποχωρείς ‘‘οικειοθελώς’’ ή θα καταδικαστείς για ατιμωτικά παραπτώματα!».
Στους εκβιασμούς αυτούς συμμετείχαν άμεσα και πραξικοπηματίες. Ο «αντιπρόεδρος» της «κυβέρνησης» Γρηγόριος Σπαντιδάκης κάλεσε στο Πεντάγωνο το μητροπολίτη Αττικής και του ζήτησε να υποβάλει την παραίτησή του. Και όταν ο Ιάκωβος αρνήθηκε , δόθηκε η εντολή για την παραπομπή του στο «ιεροδικείο». Οι Πατίλης («β΄ αντιπρόεδρος» της «κυβέρνησης») και Γκαντώνας («υφυπουργός», διοικητής Κ.Δ. Μακεδονίας ) πήγαν στο γραφείο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και του ζήτησαν εκβιαστικά να παραιτηθεί. Ο μητροπολίτης Λαρίσης Ιάκωβος δέχθηκε την επίσκεψη του διοικητή της Στρατιάς, ενώ ο μητροπολίτης Παραμυθίας Τίτος κλήθηκε στο γραφείο του αρχιεπισκόπου, μέσα στο οποίο βρισκόταν και ο διαβόητος Λαδάς, τότε γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και αυτοδιαφημιζόμενος ως … «καθαρά χέρια»…
Στο επόμενο: Μητροπολίτες υμνητές της Χούντας – Η αρχή του τέλους για τον Ιερώνυμο.