Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944. Γράφτηκε με το αίμα 315 πατριωτών η ιστορία της «Μάντρας». Ηταν χαράματα Παρασκευής. Πριν ακόμα διαλυθεί το σκοτάδι η Κοκκινιά βρέθηκε κυκλωμένη απ’ όλες τις μεριές. Γερμανοί και γερμανοτσολιάδες ρίχνονται με λύσσα να εκδικηθούν την προλεταριακή συνοικία που στάθηκε πρωτοπόρα στον αγώνα για τη ματαίωση της επιστράτευσης και τον εξανδραποδισμό των Ελλήνων.
«Από τις δύο μετά τα μεσάνυχτα την Κοκκινιά τη ζώνει αιφνιδιαστικά μεγάλο μπλόκο», καταγράφει ο Σπύρος Κωτσάκης (Νέστορας) στο βιβλίο του Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα. «Μετέχουν σα δύναμη κρούσης, ισχυρές δυνάμεις Γερμανών με βαρύ οπλισμό, με καμιόνια, θωρακισμένα, ακόμα και τανκς. Κι ακολουθούν τα τσακάλια των Ταγμάτων Ασφαλείας των Γερμανοτσολιάδων, των χωροφυλάκων της Ειδικής, το μηχανοκίνητο των Μπουραντάδων, πάνω από δυόμιση χιλιάδες.
Με χωνιά καλούν τον κόσμο, τους άντρες από 14 μέχρι 60 χρονών, να μαζευτούν στην πλατεία Οσίας Ξένης. Οποιον βρουν στο σπίτι του θα τον εκτελούν επί τόπου. Από το πρωί κιόλας η πλατεία και οι γύρω δρόμοι είχαν γεμίσει από κόσμο 20 – 25 χιλιάδες. Τους βάζουν να καθήσουν καταγής.
Κι όπως στο Δουργούτι – Φάρο, το ίδιο σκηνικό: περνάνε ανάμεσα οι χαφιέδες. Εδώ πολλοί χωρίς μάσκα, όπως ο Μπαντράνης, ο Βακαλόπουλος, ο Βερύκογλου, ο Γρ. Ιωαννίδης, και υποδείχνουν τους αγωνιστές, τα στελέχη της Αντίστασης, του Κόμματος, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, της ΟΠΛΑ. Τους παίρνουν, τους πηγαίνουν στη μάντρα και τους εκτελούν. Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης τους βασανίζουν απάνθρωπα για να προδόσουν. 72 εκτέλεσαν στη Μάντρα της Οσίας Ξένης, 42 στη μάντρα στ’ Αρμένικα, 40 στο Σκιστό. Αφού τους εκτέλεσαν με ριπές, τους έριξαν βενζίνη και τους έκαψαν. Πολλούς μισοζώντανους. Στον 4ο Καραβά (Αρμένικα) από τα 90 σπίτια έκαψαν τα 80. Συνολικά σ’ όλο το μπλόκο οι σκοτωμένοι είναι πάνω από 200 και τα καμένα σπίτια ξεπερνάνε τα 100. Η λεηλασία και το πλιάτσικο χωρίς προηγούμενο. Χιλιάδες χρυσές λίρες δόθηκαν από συγγενείς των συλληφθέντων για ν’ αφεθούν ελεύθεροι οι δικοί τους.
Οι προδότες που χρησιμοποιήθηκαν στο μπλόκο της Κοκκινιάς ήταν οι Κιρκόρ Μπαταβιάν, Γρηγόρης Ιωαννίδης, Μπεμπέκογλου, Μεϊμάρης, Μπατράνης, Λυκουρέζος και οι δοσίλογοι Βακαλόπουλος, Παρθενίου, Τσιμπιδάρος, Τσανακαλιώτης, Τηλέμαχος, Μόρφης (της Ειδικής Ασφάλειας), Μητρόπουλος, Γκίνος μαζί με το λοχαγό Παπαγεωργίου και τον διερμηνέα Ανθόπουλο.
Λίγο μετά το μεσημέρι οι εκτελέσεις σταμάτησαν. Στη μάντρα, τα πτώματα, σωρός το ένα πάνω στο άλλο, κείτονται στο αίμα που έχει δημιουργήσει ένα παχύ στρώμα. «Ό,τι βρείτε δικό σας» λέει ο επικεφαλής των Γερμανών στους κουκουλοφόρους χαφιέδες, οι οποίοι σπεύδουν και σκυλεύουν τα πτώματα.
Μετά τις εκτελέσεις των αγωνιστών τα γερμανικά πολυβόλα εκτέλεσαν και τα όργανά τους, τους προδότες Μπατράνη, Λυκουρέζο και τον Μπεμπέκογλου .
Γύρω στις 6.00 το απόγευμα, οι Γερμανοί ξεδιαλέγουν 8.000 άντρες, τους χωρίζουν σε φάλαγγα ανά τετράδες, και ξεκινάει μια μεγάλη πομπή προς τις φυλακές του Χαϊδαρίου. Η λεωφόρος Π. Ράλλη, γεμάτη από ένα ανθρώπινο ποτάμι. Μπροστά οι όμηροι, πίσω γυναίκες, προσπαθούν να πλησιάσουν, να δώσουν νερό, ψωμί, τσιγάρα στους άνδρες, στους γιους και στους αδερφούς τους. Μετά από πυρά των Γερμανών, χάνουν επαφή. 1.800, θα οδηγηθούν την επόμενη μέρα στο Ρουφ και από εκεί πάνω από 1000 στα κάτεργα της Γερμανίας, στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, Μαχνάιμ, Μπούχενβαλντ, Νταχάου, Άουσβιτς, Μπίπλις, απ’ όπου πολλοί δε γύρισαν ποτέ.
Συνολικά 315 ήταν τα θύματα θηριωδίας του Μπλόκου της Κοκκινιάς.
Ομως οι ηρωικοί νεκροί της Κοκκινιάς έμελλε να σταθούν για άλλη μια φορά μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, όταν το Μάρτη του 1947 το Γ` Δικαστήριο δοσιλόγων αθώωσε τους προδότες εγκληματίες Πλυτζανόπουλο και Σγούρο (πρωταγωνιστές της σφαγής)! Ο Πλυτζανόπουλος έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού και ο ανεψιός του έγινε δήμαρχος Κοκκινιάς απ’ τη Χούντα.
Το μεγάλο «Μπλόκο της Κοκκινιάς», της 17ης Αυγούστου του ’44, πέρασε στην ιστορία σαν μία από τις τραγικότερες, αλλά και ηρωικότερες στιγμές της φασιστικής κατοχής στην Ελλάδα.
Ο Σπ. Κωτσάκης, στο βιβλίο του, ΕΙΣΦΟΡΑ, σημειώνει:
«Το μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς θα μείνει στην ιστορία της Αντίστασης για τον μαζικό ηρωισμό και την καρτερία που έδειξε ο λαός της και η εαμική αντιστασιακή ηγεσία του. Οι γενιές που θα’ ρθουν θα μιλάνε:
Για τον Αποστόλη, τον γραμματέα της ΚΟΒ Κιλικιανών, που τον πρόδοσε ο Μπαντράνης και τον ειρωνεύτηκε ‘‘Τα σέβη μου λοχαγέ μου’’, και ενώ τον έσερναν για να τον κρεμάσουν και τον κομμάτιαζαν, του ’βγαζαν τα μάτια και τον καλούσαν να προδώσει για να γλιτώσει, τους έφτυνε, φωνάζοντας ‘‘βγάλτε το από το μυαλό σας καθάρματα ότι θα με κάνετε να προδώσω’’.
τον Παναγιώτη Ασμάνη που τον σκότωσε ο ίδιος ο Πλυτζανόπουλος, αφού τον βασάνισαν πρώτα, τον Περιβόλα που χύμηξε να δαγκώσει στο λαιμό τον αρχιπροδότη Πλυτζανόπουλο.
τον Στέλιο Καζακίδη, που αφού τον βασάνισαν φριχτά, τον έσερναν σακατεμένο με βγαλμένο το ένα μάτι ανάμεσα στον κόσμο για να προδόσει κι αυτός φώναζε: ‘‘Αδέλφια, σηκώστε τα κεφάλια σας ψηλά. Μη φοβάστε, δεν πρόκειται να προδόσω’’…
τη θρυλική Διαμάντω, που την πήγαιναν οι Γερμανοτσολιάδες στη μάντρα, χτυπώντας την με τους υποκόπανους και ξεσκίζοντας τις σάρκες της κι αυτή αγέρωχα τους έβριζε: ‘‘Προδότες, γερμανοτσολιάδες, θα το πληρώσετε!’’ κι έλεγε στο επονιτάκι δίπλα της, που κιτρίνισε από το πολύ αίμα, τα πτώματα, το χαλασμό: ‘‘Μια ζωή έχουμε, ας την πάρουν οι προδότες. Χιλιάδες λεβέντες θα εκδικηθούνε…’’. Κοντά στη Διαμάντω, η Κατίνα, η Καλλιόπη, η Αθηνά. Διαλεχτές αγωνίστριες, που μαρτύρησαν κι εκτελέστηκαν στη μάντρα».
Το ίδιο βράδυ της 17 Αυγούστου η Αχτιδική Επιτροπή της ΚΟ Κοκκινιάς του ΚΚΕ κυκλοφόρησε προκήρυξη με τον τίτλο:
«17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944 – ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ, ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΖΗΤΑΕΙ ΕΚΔΗΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΠΑΛΗΚΑΡΙΩΝ ΜΑΣ», που σημείωνε ανάμεσα στα άλλα:
«Κοκκινιώτες – Κοκκινιώτισες
Διακόσια διαλεχτά παλληκάρια, διακόσιοι πρωτοπόροι στον καθημερινό αγώνα για ζωή και λευτεριά, διακόσια μέλη και στελέχη, οπαδοί και συμπαθούντες του κόμματός σας του Κομμουνιστικού δεν υπάρχουν πια.
Γερμανοί με τους καταραμένους τσολιαδοχωροφύλακες τους βασάνισαν, τους χτύπησαν ανήλεα, τους βγάλαν τα μάτια και πτώματα πια τους εκτέλεσαν.
Σταθήκαμε μάρτυρες στα βασανιστήριά τους και μάρτυρες στον ηρωισμό τους, στην παλληκαριά τους. (…)
Χαρά στον τόπο που βγάζει τέτοια παλληκάρια, τιμή στο κόμμα που τ’ ανάθρεψε με τέτοια πίστη και παλληκαριά, τιμή και δόξα στο γονιό πούθρεψε τέτοιους λεβέντες. (…)
Το αίμα σας θα το πάρουμε πίσω. Ορκιζόμαστε να συνεχίσουμε με πιότερη ορμή το μισοτελειωμένο σας έργο για τη λευτεριά του τόπου μας. Ορκιζόμαστε εκδίκηση και θάνατο στους Γερμανούς και τους προδότες
Τα διαλεχτά παλληκάρια ο Απόστολος, ο Θόδωρος, η Διαμάντω, η Κούλα και όλα τ’ άλλα πέσανε παλεύοντας την επιστράτευση (…) για το καλό του τόπου μας…»
Η προκήρυξη κατέληγε:
«Μονάχα με αγώνα. Μονάχα όταν δώσουμε τα πάντα και τη ζωή μας ακόμα για τη συντριβή του κατακτητή, θα νικήσουμε. Ο Ελληνικός λαός το δίνει με θάρρος γι’ αυτό θα νικήση.
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΣΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΜΑΣ ΠΟΥ ΠΕΣΑΝ
ΘΑΝΑΤΟ – ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ.
ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΧΤΗΤΗ.
ΑΧΤ. ΕΠΙΤΡΟΠΗ Κ.Ο.Κ.»
Η προσφυγομάνα Κοκκινιά
Τα χρόνια της κατοχής η Κοκκινιά υπήρξε από την πρώτη στιγμή προπύργιο της αντίστασης. Το ΕΑΜ Κοκκινιάς ήταν η ισχυρότερη και μαζικότερη οργάνωση, σε όλο τον Πειραιά, και από τις ισχυρότερες στην Αθήνα. Η Επιτροπή Αλληλεγγύης του ΕΑΜ είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα συγκροτημένο δίκτυο, σώζοντας από την πείνα εκατοντάδες κατοίκους, ενώ παράλληλα διοργάνωνε σημαντικές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Έτσι, η αντίσταση ρίζωσε βαθιά στη λαϊκή συνείδηση των κατοίκων της.
Του μπλόκου της 17 Αυγούστου είχε προηγηθεί η ιστορική μάχη της Κοκκινιάς στις 7 του Μάρτη. Ηταν η πρώτη μάχη σε πόλη, ανάμεσα στους κατακτητές και τους αντάρτες. Τις μέρες που ακολούθησαν την επιδρομή των ναζί και της χωροφυλακής στην πόλη, ο λαϊκός παράγοντας λειτούργησε συμπληρωματικά του οργανωμένου τμήματος του ΕΛΑΣ, με συλλαλητήρια, απεργία και με συμμετοχή στις ένοπλες μάχες. Μια μάχη που έληξε με ήττα των γερμανικών δυνάμεων, αφού η αντίσταση των ανταρτών και των κατοίκων ήταν κυριολεκτικά ηρωική.
Η κτηνωδία του μπλόκου αποτελούσε και μέρος των ελδικητικών αντιποίνων για την ντροπιαστική ήττα που υπέστησαν οι Γερμανοί τον Μάρτη. Στις 15 Αυγούστου, επιχειρήθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα να εισβάλλουν στην πόλη, μέσα από τα Μανιάτικα. Η επίθεση αναχαιτίστηκε, με σημαντικές απώλειες για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Είχαν προηγηθεί μπλόκα σε Καισαριανή, Καλλιθέα, Ταύρο, Δουργούτι και σε άλλες συνοικίες.