Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

31 Δεκέμβρη: Ο Δαμασκηνός ορκίζεται αντιβασιλιάς

Κυριακή  31 Δεκέμβρη Στο υπουργείο Εξωτερικών ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ορκίζεται αντιβασιλιάς, παρουσία του στρατηγού Σκόμπυ και των αρχηγών  των αστικών..

Κυριακή  31 Δεκέμβρη

Στο υπουργείο Εξωτερικών ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ορκίζεται αντιβασιλιάς, παρουσία του στρατηγού Σκόμπυ και των αρχηγών  των αστικών κομμάτων.

Την ίδια ώρα η κατάσταση στο μέτωπο της Αθήνας και του Πειραιά παραμένει στάσιμη, χωρίς σημαντικές συγκρούσεις. Οι Εγγλέζοι εδραιώνουν τις θέσεις τους ενισχυόμενοι με καινούργιες δυνάμεις. Ο στρατάρχης Αλεξάντερ σε έκθεσή του για τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, κομπάζει ότι οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα  δεν ήταν παρά «δυό κεχωρισμέναι ομάδες εις τα βόρεια προάστεια της πόλεως και μερικά κατάλοιπα εις τα νοτιοανατολικά περίχωρα» (Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού «Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος και τα μετά ταύτην γεγονότα», σ. 212, έκδοση του 1973).

 

Η πλατεία Κάνιγγος, όριο ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και τους Εγγλέζους  το Δεκέμβρη του 44

Ωστόσο παρά τα όσα λέει ο Βρετανός στρατάρχης ο ΕΛΑΣ εξακολουθεί να διατηρεί σημαντικές θέσεις  ακόμη και στο κέντρο της πόλης.

Την ίδια μέρα η ΚΕ του ΕΑΜ με υπόμνημά της προς τις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας, των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης ζητάει να έρθει στην Ελλάδα διασυμμαχική επιτροπή για να τερματισθούν οι συγκρούσεις και να γίνει σεβαστή η θέληση του ελληνικού λαού.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ- ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ

 

«Γιατί δεν πάτε να πολεμήσετε τους Γερμανούς;»

Ο Σπύρος Κωτσάκης ( Νέστορας) καπετάνιος του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ περιγράφει μια συνομιλία που είχε στις 31 του Δεκέμβρη με δύο Άγγλους αιχμαλώτους ( «Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα», σ. 253, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986):

«… Στο Σταθμό Διοίκησης της ΙΙ Ταξιαρχίας, όπου πήγαμε με το Φάνη κι ενώ συζητούσαμε την κατάσταση με τους Γιακουμέλο και Κυριάκο Τσακίρη έφεραν δύο Άγγλους αιχμαλώτους. Ο ένας αξιωματικός. Λέει ότι είναι γιατρός κι ότι περιπλανήθηκαν στις γραμμές μας. Ο άλλος φούρναρης εργάτης.

«Γιατί μας πολεμάτε;» τους ρωτώ αυστηρά. «Γιατί δεν πάτε να πολεμήσετε τους Γερμανούς; Κι εσύ-στον αρτεργάτη- είσαι κι εργάτης και πολεμάς να ξαναφέρεις στην Ελλάδα το φασισμό; Τους συνεργάτες των Γερμανών να κυβερνάνε την Ελλάδα;».

 

Ο Σπύρος Κωτσάκης ( Νέστορας) καπετάνιος του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ της Αθήνας

Ο γιατρός στενοχωρημένα λέει, ότι αυτός είναι γιατρός και σαν γιατρός έχει επιστρατευτεί.

Ο άλλος απαντάει ότι πολεμάει τους βούλγαρους και τους κακούς Έλληνες, τους τροτσκιστές, που έκαμαν ανταρσία κατά των συμμάχων…

Αυτά τους έλεγε ο Τσώρτσιλ, μεγάλος δάσκαλος της προβοκάτσιας και τ’ ανάπτυσσαν στις Ημερήσιες Διαταγές στις μονάδες τους. Εκατό μέτρα παρακάτω τ’ αεροπλάνα πετούσαν κατά κύματα και πολυβολούσαν τους δρόμους, τα σπίτια με τα γυναικόπαιδα, αυτοκίνητα, ποδήλατα, ανθρώπους…».

«…για να μην πιαστεί αιχμάλωτος άδειασε πρώτα το πιστόλι του ενάντια στους Άγγλους κι αυτοκτόνησε»

Ο Γιώργος Χουλιάρας ( Περικλής), από τους πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ κοντά στον Άρη Βελουχιώτη, γράφει για τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη και τις μάχες στην περιοχή των Αμπελοκήπων («Ο δρόμος είναι άσωτος…», σ.378, Ιωάννινα 2005):

«Στα τέλη του Δεκέμβρη οι Άγγλοι, σε μια συνδυασμένη επίθεση πυροβολικού, τανκς και αεροπορίας, κάνοντας βολή πυροβολικού από 200 μέτρα αχρηστεύουν τα οδοφράγματα και τα αντιαρματικά κολλήματα, και τα μεγαθήρια ΣΕΡΜΑΝ κινούνται ελεύθερα στους δρόμους. Μπαίνουν στις παρόδους κι ελέγχουν τα μετόπισθεν των τμημάτων μας, κουτουλάνε τις μάντρες και τα κτίρια και θάβουν πολλούς απ’ τους αντάρτες που τα υπερασπίζονται κάτω απ’ τα ερείπιά τους.

Βρετανικό άρμα μάχης διαλύει οδόφραγμα σε αθηναικό δρόμο.

Αυτές τις μέρες, ένα βράδυ πηγαίνοντας πάλι για τους Αμπελόκηπους, μακριά από πάνω τους φεγγοβολάει ο ουρανός απ’ τις φωτοβολίδες, ενώ τα πυρά έχουν κοπάσει. Φτάνοντας στο Γαλάτσι, όπου εκεί έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται οι αντάρτες που συμπτύσσονται απ’ τους Αμπελόκηπους, ρωτώντας βρήκα τον διοικητή του τάγματος, και απ’ τον διοικητή του, τον Ν. Γραβάνη, μόνιμο αξιωματικό, έμαθα πως από το τάγμα απ’ την παρατακτή του δύναμη των 380 αντρών έμεινε μόνο το ¼ περίπου, οι υπόλοιποι, άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι θάφτηκαν κάτω απ’ τα ερείπια κι άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Και μεταξύ των άλλων μου ανέφερε και δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα ηρωισμού και αυτοθυσίας, του αξιωματικού του ΕΛΑΣ Λεμονή, που για να μην πιαστεί αιχμάλωτος άδειασε πρώτα το πιστόλι του ενάντια στους Άγγλους κι αυτοκτόνησε, και του καπετάνιου Ν. Ζωγραφόπουλου ( Ιωσήφ), από τους πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ, που μαζί με το τμήμα του έκανε ηρωική έξοδο ανάμεσα στα τανκς και θυσιάστηκε…».

 

 

« Σφίγγουμε θερμά το χέρι απασών των διοικήσεων και του Γενικού Στρατηγείου του θρυλικού ΕΛΑΣ»

Ημερησία Διαταγή της ΚΕ του ΕΛΑΣ:

«Τμήματα ΕΛΑΣ Ηπείρου συναγωνιζόμενα απαράμιλλον αγώνα μαχητών Αθηνών-Πειραιώς άρχισαν επιχειρήσεις κατά ΕΔΕΣ την 21 Δεκεμβρίου. Εντός 8 ημερών αι επιχειρήσεις ετερματίσθηκαν με πλήρη διάλυσιν των αντιλαικών και ξενόδουλων δυνάμεων. Απευθύνομεν θερμότατα συγχαρητήρια προς τους αξιωματικούς, καπεταναίους και αντάρτας των μονάδων του ΕΛΑΣ, που πραγματοποίησαν τοιαύτην νίκην.

 

Από την πρώτη σελίδα του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» στις 31 του Δεκέμβρη του ’44

Υπεράνθρωποι θυσίαι, κόποι, κακουχίαι, στερήσεις,ψύχος βαρέως χειμώνος, υπερνικήθησαν. Σφίγγουμε θερμά το χέρι απασών των διοικήσεων και του Γενικού Στρατηγείου του θρυλικού ΕΛΑΣ. Ο Αγώνας δια την πολιτικήν ανεξαρτησίαν και λαικήν κυριαρχίαν θα συνεχισθεί με την ίδια ορμή που άρχισε. Η νίκη είναι βέβαια. Είναι νίκη του Ελληνικού Λαού.

31-12-44

Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ».

Ο «κύριος πόλισμαν» και η κόκκινη πιτζάμα του Μίμη Φωτόπουλου

Ο Μίμης Φωτόπουλος, ο σημαντικός αυτός ηθοποιός πιάστηκε από τους κυβερνητικούς την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του ’45 και στάλθηκε εξορία στην Ελ Ντάμπα μαζί με χιλιάδες άλλους έλληνες. Τη σύλληψή του και τις μέρες της εξορίας στη Βόρεια Αφρική περιέγραψε στο βιβλίο του «Όμηρος των Εγγλέζων-Ελ Ντάμπα»:

« Κ’ ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεσημέρι, καθώς γύριζα από το καθημερινό προσκύνημα στο καμμένο μου σπίτι, στάθηκα στην πλατεία Κολωνακίου και κοιτούσα κάτι τραπεζάκια με πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια. Και το Δεκέμβρη του σαραντατέσσερα, το Κολωνάκι δεν εννοούσε ν’ αφήσει καμιάν από τις παλιές του συνήθειες. Κοίταζα αυτά τα θλιβερά παιχνίδια και το μυαλό μου ταξίδευες σ’ άλλες εποχές , ειρηνικές (…)

Ξαφνικά ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέατρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα «εξ όψεως» και «εκ φήμης». Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του Θεάτρου, ο «Αποστόλης». Αυτόν τον άνθρωπο, και χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας., κι όταν σου χαμογελούσε, ένιωθες ανακατοσούρα στο στομάχι σου, και στο πετσί σου περπατούσανε κοπάδια σαρανταποδαρούσες.

-Τι τρέχει, κύριε Αποστόλη; του λέω.

-Τίποτα, μου λέει… μια μικρή ανάκριση, κι έκανε σινιάλο σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.

Εκείνος, που στο πηλίκιο του είχε ένα στέμμα που ’μοιαζε με μεγάλο καβούρι, έβγαλε μια πιστόλα δυό σπιθαμές, τη γύρισε καταπάνω μου, με βάλανε μπροστά, και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τους γύρω δεν έκανε εντύπωση το γεγονός, συνηθισμένα πράματα, εκείνη την εποχή.

Συλλήψεις εαμιτών από τους Εγγλέζους

Μόλις προχωρήσαμε κάμποσα μέτρα, ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό, να βάλει στη θήκη του το πιστόλι και τούδωσε να καταλάβει, πως δεν ήμουνα και τόσο επικίνδυνος! Έτσι γλύτωσα το ρεζιλίκι της πομπής μου, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα στους δρόμους.

Μπρος λοιπόν, εγώ, πίσω οι…ήρωες, φτάσαμε, κάποτε, στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό του είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. Εκείνη την ώρα την περιμένανε, κάτι ν’ αρπάξουνε, πεντέξη αποτυχημένοι ηθοποιοί κ’ ένας … επιτυχημένος υποβολέας. Ο Αποστόλης κάτι… υπέβαλε στο αυτί του υποβολέα, κι’ αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε, φαίνεται-είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές- του είπε ένα «ναι». Αμέσως με πήρανε βιαστικά και φύγαμε από κει. Κανένας από τους «αποτυχημένους» δεν μου μίλησε.

-Μα τι συμβαίνει, κύριε Αποστόλη; Ξαναρωτάω.

-Προχώρα! Ήτανε η απάντηση.

Είχε πάρει … «γραμμή» από τον υποβολέα, και ήτανε αινιγματικά χαρούμενος. Όλοι όσοι δουλεύουν κοντά στους ηθοποιούς, στο βάθος τους μισούνε. Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο, μα ποτέ δε μ’ απασχόλησε ιδιαίτερα, ώστε να καθήσω να το αναλύσω.

Προχώρησα με τη συνοδεία μου, ελπίζοντας πως μπορεί και να συναντούσα κανέναν… πετυχημένο ηθοποιό, κανένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου μας, να μ’ ελευθερώσει από τον ταξιθέτη. Του κάκου όμως. Κανείς στον ορίζοντα.

Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξανε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σε μιάν ευρύχωρη κάμαρα, που στο βάθος της,  μπροστά σ’ ένα γραφείο, καθότανε ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυό κυρίες, που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Κάνω έτσι και, μνήσθητί  μου, Κύριε! Τί είδα; Ήτανε δυό ηθοποιές, γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις, και πολύ εθνικόφρονες κ’ οι δυό τους. Φυσικό, δα. Η μια, πριν από λίγο καιρό, είχε φίλο έναν Καραμπινιέρο… βλάχο, που ασφαλώς θα παρασημοφορήθηκε μόνο και μόνο γιατί το μπορούσε κ’ έκανε … παρέα μαζί της. Δυό τρεις φορές βρεθήκαμε σε ίδιο θίασο, με την εν λόγω «κυρία», μα γύρισε αλλού το κεφάλι, μόλις μ’ αντίκρυσε. Ο Αποστόλης, εξυπηρετικότατος, έτρεξε και κάτι υπέβαλε στ’ αυτί του αξιωματικού. Εκείνος έκοψε αμέσως το κωμικό χαμόγελο του Δον Ζουάν, που είχε απλωθεί στα χείλη του, τα σούφρωσε, με κοίταξε παγερά, και μου σφύριξε σα φίδι:

-Ώστε έτσι, λοιπόν; Λαοκρατία;

-Δεν σας αντελήφθην.

-Εσύ δεν φώναζες μέσα στους δρόμους «Λαοκρατία!»;

-Ποτέ. Όχι πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλ’ αντιπαθώ, γενικά, τις φωνές. Μ’ αρέσει, να μιλάω λίγο, σιγά και απλά.

-Εδώ βρε, το βεβαιώνει αξιόπιστος μάρτυς.

-Ο κύριος Αποστόλης;

-Μάλιστα!

-Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του Θεάτρου.

-Ήτανε, αλλά προχθές…ανένηψε…

-Κατάλαβα…

-Πάρτε τον!

Και με πήρανε. Οι … κυρίες είχανε μείνει βουβές.

Ο Μίμης Φωτόπουλος σε φωτογραφία του 1945 λίγο μετά την επιστροφή του από Ελ Ντάμπα

Η μικρή πορεία μας στην περιοχή Κολωνακίου συνεχίστηκε. Αμίλητοι πάντα, και οι τρεις, φτάσαμε στο Γ΄ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Βαλαωρίτου. Εδώ ο Αποστόλης ήτανε πιο γνωστός, είχε περισσότερο θάρρος, και γρήγορα, για να τελειώνει με μένα, κόλλησε πάλι στ’ αυτί ενός αστυνόμου. Εκείνος με παράδωσε σ’ έναν αρχιφύλακα να μου κάνει έρευνα. Έγραψε τα στοιχεία μου σ’ ένα κατάστιχο, ακουμπισμένο σαν ευαγγέλιο σ’ ένα προσκυνητάρι, και με πλησίασε βαρετά. Θάχε  κουραστεί, φαίνεται, από τις … έρευνες. Ήτανε ψηλός και μαύρος, σα βυζαντινός καλόγερος, κακόγευστος σα μεταλλικό νερό, και πικρός σαν κινίνο. Μια στιγμή, σταμάτησε το ψάξιμο, αγριεμένος:

-Τί είναι αυτό;

-Ποιο;

-Αυτό το κόκκινο κομμάτι που βγαίνει από το πανταλόνι σου… Τι είναι; ξαναβρυχήθηκε.

-Ά, αυτό; Η πιτζάμα μου, κύριε πόλισμαν!

-Αρχιφύλαξ!

-Μάλιστα, κύριε αρχιφύλακα, δεν είναι κόκκινη σημαία!

-Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα;

-Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα η μάνα μου, και μου την έρραψε πιτζάμα. Κ’ επειδή, σήμερα, κρύωνα πολύ, την άφησα από μέσα. Νά κιόλας που θα μου χρειαστεί. Και ξεκούμπωσα το πανταλόνι μου για να δει και τ’ άλλα χρώματα να ησυχάσει.

Ο Αποστόλης, αφού τον βάλανε και υπέγραψε κάτι, έφυγε γρήγορα-γρήγορα, για να πάει να ψαρέψει κι άλλους. Ο ανθυπολοχαγός στάθηκε λίγο και με κοίταξε.

-Θέλεις,  μου λέει, να πάω σπίτι σου να πω τίποτα;

Περίεργο! Όταν μ’ έπιασε με τον Αποστόλη, ήτανε άγριος σαν τον Μεγαλέξαντρο. Τώρα, είχε γίνει γλυκός σα λουκούμι. Δεν καταλαβαίνω καλά τι μου συμβαίνει! Το ίδιο κ’ οι σκύλοι, από μακρυά με γαυγίζουνε, κι όταν με πλησιάσουνε  μου κουνάνε χαρούμενα την ουρά τους.

-Σ’ ευχαριστώ, του λέω. Τι να τους πεις…πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά , εκεί στην οδό Καρνεάδου…

Με αδειάσανε προσωρινά στο κρατητήριο του τμήματος, που ήτανε ένα πρώην καταφύγιο πολυκατοικίας, εκεί κοντά, στην οδό Αμερικής…»

«Πού είναι ο Ράλλης;»

Ο Γεώργιος Ράλλης, ένας από κορυφαίους πολιτικούς της Δεξιάς στη μεταπολεμική Ελλάδα και πρωθυπουργός (10.5.80-21.10.81), ήταν γιός του τρίτου κουίσλιγκ πρωθυπουργού της κατοχής Ιωάννη Ράλλη. Στα τέλη του Νοέμβρη του ’44 οι Εγγλέζοι, αφού τον απέσπασαν από τα χέρια του ΕΛΑΣ που τον είχε συλλάβει, τον φυγάδευσαν στη Σύρο όπου κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο. Εκεί παρέμεινε μέχρι την παραμονή της πρωτοχρονιάς του ’45, οπότε επέστρεψε στην Αθήνα και συναντήθηκε με τον πατέρα του που ήταν κρατούμενος στο Ναύσταθμο ( « Κοιτάζοντας πίσω», σ. 336, 337, Ερμείας):

«… Την παραμονή της πρωτοχρονιάς- με τη βοήθεια του ταγματάρχη Θεοχαρόπουλου, που ήταν υποδιοικητής της Μοίρας- κατόρθωσα, επιτέλους, να επιβιβαστώ σε μια τορπιλάκατο που με έφερε στον Πειραιά, στη Σχολή Δοκίμων. Από εκεί, στις 2 Ιανουαρίου περάσαμε με στρατιωτικό αυτοκίνητο, ανάμεσα από αντιμαχόμενες δυνάμεις και τμήματα στασιαστών και φτάσαμε στην Αθήνα, όπου έμαθα από τη μητριά μου ότι ο πατέρας μου κρατούνταν απομονωμένος στο Ναύσταθμο.

Ο Ιωάννης Ράλλης, ιδρυτής των Ταγμάτων Ασφαλείας, μαζί με το στρατηγό των SS, διοικητή όλων των δυνάμεων ασφαλείας στην Ελλάδα Βάλτερ Σιμάνα

Από το υπουργείο Δικαιοσύνης- από το οποίο ζήτησα να μου επιτραπεί να επισκεφθώ τον πατέρα μου ως δικηγόρος του- με παρέπεμψαν στο υπουργείο Ναυτικών. Ύστερα από πολλά διαβήματα και με τη μεσολάβηση του πρώην υπουργού Γιώργου Στράτου, που ήταν παλιός αξιωματικός του Ναυτικού, μου δόθηκε η άδεια να δω τον πατέρα μου, στις 7 Ιανουαρίου, ημέρα της ονομαστικής του γιορτής.

Μου διηγήθηκε με όλες τις λεπτομέρειες τις τραγικές ημέρες που είχε περάσει στου «Αβέρωφ», μετά την αναχώρησή μου από την Αθήνα, και ιδιαίτερα το δραματικό τριήμερο από τις 15 ως τις 18 Δεκεμβρίου. Στο διάστημα αυτό, η ανεπαρκής φρουρά των φυλακών, με γενναιότητα εμπόδισε τους επιτεθέντες ΕΛΑΣίτες να μπουν στο κτίριο για να συλλάβουν και να εκτελέσουν τους «Γερμανοπροδότες», όπως νύχτα και μέρα ακατάπαυστα αξίωναν τα χωνιά που είχαν εγκατασταθεί γύρω από τις φυλακές. Η μανία τους στρεφόταν ιδιαίτερα εναντίον του και, όταν κατέλαβαν το κτίριο του παραρτήματος των φυλακών, η φρουρά τους άκουγε να κραυγάζουν συνεχώς: «Πού είναι ο Ράλλης;» (…)

Εξακολούθησα να επισκέπτομαι τον πατέρα μου δυό και τρεις φορές την εβδομάδα στο Ναύσταθμο, ολόκληρο τον Ιανουάριο και ως τις 10 Φεβρουαρίου, οπότε μεταφέρθηκε στο μέγαρο Ζελιώτη, του οποίου ο τελευταίος όροφος είχε διαρρυθμιστεί σε κρατητήρια…» ( σ.σ.: Ο Ιωάννης Ράλλης δικάστηκε το Φεβρουάριο του ’45 μαζί με τους άλλους μεγαλοδοσίλογους. Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και πέθανε τον Οκτώβριο του 1946).

Σημείωση: Ο Γεώργιος Ράλλης κάνει και ένα απολογισμό της επίθεσης του ΕΛΑΣ στις φυλακές Αβέρωφ όπου κρατούνταν οι σημαντικότεροι δοσίλογοι:

 

Βρετανοί στρατιώτες μπροστά στον ανατιναγμένο τοίχο των φυλακών Αβέρωφ, από όπου μπήκαν οι Ελασίτες.

« Από τους δεκατέσσερις αξιωματικούς και ενενήντα πέντε οπλίτες της φρουράς, σώθηκαν τέσσερις αξιωματικοί και σαράντα πέντε υπαξιωματικοί και οπλίτες. Από τους τετρακόσιους πενήντα κρατουμένους, εκατόν ογδόντα εννέα μεταφέρθηκαν από τα παραπήγματα της οδού Βασιλίσσης Σοφίας στον Πειραιά και από εκεί με αγγλικό πλοίο στο Τομπρούκ, από όπου οι Άγγλοι τους επανέφεραν στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1945. Όμως,δέκα περίπου κρατούμενοι, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο πατέρας μου , τέθηκαν σε κράτηση στην Αθήνα. Συνεπώς διακόσιοι πενήντα περίπου φονεύθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν κατά την κατάληψη των φυλακών από τον ΕΛΑΣ».

 

 

Η ορκωμοσία του Αντιβασιλιά Δαμασκηνού

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, υπουργός Ναυτικών και Οικονομικών στην  κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, περιγράφει την ορκωμοσία του Αντιβασιλιά Δαμασκηνού ( « Ημερολόγιο 31 Μαρτίου 1942- 4 Ιανουαρίου 1945», σ. 731, Κέδρος 1977):

«… Στις 12 το μεσημέρι πήγα με τους ναυάρχους Βούλγαρη ( σ.σ.: Ο ναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης, διορίστηκε από τους Εγγλέζους πρωθυπουργός τον Απρίλιο του ’45 για να αποπεμφθεί κι αυτός τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς και να συγκεντρώσει ο Δαμασκηνός στο πρόσωπό του και τα τρία αξιώματα, αντιβασιλιάς, πρωθυπουργός και αρχιεπίσκοπος), Μεζεβύρη και Αλεξανδρή και με τον πλοίαρχο Μάτεση στο υπουργείο των Εξωτερικών, όπου μπροστά στο υπουργικό Συμβούλιο, στην Ιερά Σύνοδο, στους αρχηγούς των κομμάτων, σε εκπροσώπους των Ενόπλων Δυνάμεων, στον Αρχιστράτηγο Scobie και στο Διπλωματικό Σώμα ορκίσθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός Αντιβασιλεύς.

Ο Δαμασκηνός και ο Βρετανός υποστράτηγος της RAF Γ.Ο. Τατλ επιθεωρούν άνδρες της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.

Η εντολή του Βασιλέως ήρθε χθες. Ο Γεώργιος είχε μια σημαντική συζήτηση με τον Churchill που γύρισε στο Λονδίνο. Τη συζήτηση αυτή την ανακοίνωσε σ’ ένα τηλεγράφημά του σήμερα το πρωί  στον Παπανδρέου, που σύμφωνα με εντολή του Γεωργίου διαβάστηκε στους υπουργούς, στους αρχηγούς των κομμάτων και στον στρατηγό Πλαστήρα, λίγο πριν από την τελετή της ορκωμοσίας. Ο Καφαντάρης δεν ήρθε. Ο Σοφούλης μου φάνηκε και πάλι, όπως πάντα, πολύ συμπαθητικός. Όσες φορές δεν τον παρασύρουν άλλοι, δείχνει μεγάλη εθνική αξιοπρέπεια. Η ορκωμοσία έγινε στο πάνω πάτωμα του υπουργείου Εξωτερικών. Όλα απλά, λιτά, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη σκηνοθεσία και προετοιμασία. Τον Αρχιεπίσκοπο τον όρκισε ο μητροπολίτης Ιωαννίνων. Αφού είπε ο Δαμασκηνός τον όρκο, δέχθηκε τα συγχαρητήρια όλων μας, και ύστερα το πρωτόκολλο της ορκωμοσίας το υπογράψαμε τα μέλη του υπουργικού Συμβουλίου και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου. Η τελετή ήταν στην ιστορία μας η πιο πρωτότυπη και ίσως η πιο κρίσιμη…».

Διαβάστε στο επόμενο: 1 Γενάρη 1945: Άκαρπη συνάντηση Ζεύγου- Σκόμπυ για εκεχειρία- ΕΛΑΣ: Όλοι στα οδοφράγματα!

ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ «ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΄44» Εδώ

 

Απόψεις