Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ — Μια λαϊκή όπερα των Μήτσου Ευθυμιάδη – Χρήστου Λεοντή

Στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος -- Σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Του Κώστα Χαλκιά)

Του Κώστα Χαλκιά Σε μαχαίρωσαν στις πλάτες βρε Πατρίδα τα σκυλιά και σου φέρανε προστάτες και μας ρίχνουν στη σκλαβιά..

Του Κώστα Χαλκιά

Σε μαχαίρωσαν στις πλάτες
βρε Πατρίδα τα σκυλιά
και σου φέρανε προστάτες
και μας ρίχνουν στη σκλαβιά
πως τάχα πέτυχε θα πουν
η επανάστασή μας
και χρόνια θα μας τυραννούν
θα τρώνε το ψωμί μας
δύστυχε λαέ ετοιμάσου
για δοκιμασία σκληρή
να σε κάνουνε του κλότσου
και του μπάτσου οι δυνατοί

1975. Ο Μήτσος Ευθυμιάδης με τον Κάρολο Κουν στη συνέντευξη τύπου για την παράσταση «Προστάτες» που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Λαζάνης.

Το ΚΘΒΕ με τόλμη συνεχίζει να ξετυλίγει τον προγραμματισμό του (15 θεατρικές παραγωγές) κόντρα  στα σοβαρά «οδυσσειακά» περιπετειώδη εμπόδια της πανδημίας των τελευταίων δυο ετών. Στα πλαίσια της επετείου των 200 χρόνων από το 1821, μετά τις παραστάσεις: «Βαβυλωνία» του Δημητρίου Βυζάντιου σε σκηνοθεσία Τάκη Χρυσικάκου, «Η Δολοφονία του Ζαν Πωλ Μαρά» του Πέτερ Βαϊς σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη, «Ανδρέας Κάλβος-Αγέλαστο Τέκνο Πολυτέκνου Θεάς» σε σκηνοθεσία Κώστα Χαλκιά, ανεβάζει τους «Προστάτες» σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη και μουσική Χρήστου Λεοντή, την  τέταρτη μεγάλη παραγωγή του για την επέτειο των 200 χρόνων, μετά 46 χρόνια από την πρώτη παράστασή τους σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη, στο Υπόγειο (Σταδίου 44) του Θεάτρου Τέχνης – Κάρολου Κουν. Μια παράσταση που παίχθηκε με τεράστια επιτυχία καθ  όλη την επτάμηνη  διάρκεια της χειμερινής περιόδου (1975-1976).

Ο Γιώργος Λαζάνης και η αφίσα της παράστασης (1975)

Μάλλον δε θα μπορέσω να αποφύγω κάποιες συναισθηματικές εκφάνσεις μου σ αυτό το σημείωμά μου, καθώς νεαρός ηθοποιός συμμετείχα στην παράσταση του δασκάλου μου Γιώργου Λαζάνη, και λόγω της πολυετούς φιλίας μου με το Μήτσο Ευθυμιάδη, συν  το γεγονός της καλοτυχίας μου να συμμετέχω μετά 46 χρόνια ως ηθοποιός ξανά στους «Προστάτες». Μια φιλία που ξεκίνησε στο Λιτόχωρο στη διάρκεια της φασιστικής χούντας, όντας στρατιώτες, εγώ στα ΣΕΜ κι ο Μήτσος μαυροσκούφης. Τα πίναμε στου «Καλαμπαλίκη» και χωνόμασταν στα μονοπάτια στους πρόποδες του Ολύμπου, τραγουδάγαμε «Λιποτάκτες», σαν ελεγεία της ήττας της επανάστασης και μου απήγγειλε τη «Ραχήλ» του και ποιήματα της φίλης του Ζυράννας Ζατέλλη στα «βουλγάρικα»;;; Αλήθεια που να βρίσκονται τα ποιήματά του. Μετά πολίτες στη Θεσσαλονίκη, «Διαγώνιος», «γκαλερί Μπακογιώργου», στου «Γκιγκιλίνη», οι ατέλειωτες συζητήσεις μας, η ευρεία εγκυκλοπαιδικότητα του Μήτσου και η ουσιαστική σχέση του με την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, η εξονυχιστική σε βάθος μελέτη του για την ιστορία του 1821, όλα συνοψιζόταν και υπογράμμιζαν την ανησυχία του για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, πριν και μετά τη χούντα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που έλεγε, ότι πρέπει να δούμε τα πράγματα από τις απαρχές  της σύστασης του ιδιότυπου «μορφώματος» που λέγεται νεοελληνικό κράτος, εννοώντας τα ιστορικά γεγονότα του 1821-1827. Κάγχαζε με τα  ιδεολογικά ιστορικά φούμαρα της φασιστικής πατριδοκαπηλίας των συνταγματαρχών της χούντας με την πρόσφατη επέτειο των 150 χρόνων της «εθνικής παλιγεννεσίας» από το 1821. Πιστεύω σ αυτή τη περίοδο, στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν την μεταπολίτευση, να του γεννήθηκε η ιδέα των «Προστατών».

Είχε προηγηθεί το κατέβασμά μου στην Αθήνα, έχοντας περάσει στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Ο Μήτσος ήρθε στην Αθήνα τον τελευταίο χρόνο της χούντας, αφήνοντας πίσω του για πάντα τη Νομική του ΑΠΘ. Ζήσαμε μαζί τα γεγονότα της μεταπολίτευσης. Στη διάρκεια του 1975 – έτος αποφοίτησής  μου από τη δραματική σχολή, άρχισε να επεξεργάζεται  την ιδέα των «Προστατών», επιχειρώντας για πρώτη φορά να γράψει θέατρο. Ξεφυλλίζαμε ενθουσιασμένοι «Την αλήθεια για το ’21» του Σκαρίμπα, που ανέτρεπε με την αδυσώπητη κι ευφιέστατη σκοπτικότητα του την επίσημη ιστορική παράδοση. Βέβαια ο Μήτσος είχε βυθισθεί στη μελέτη της υπάρχουσας «επίσημης» κι ανεπίσημης  ιστορικής βιβλιογραφίας για το ’21, διαβάζοντας παράλληλα δεκάδες θεατρικά ιστορικά δράματα των Δ. Φωτιάδη, Γ. Ρούσου, Σ .Μελά κ.α. Μελετώνας τους Ιώσηπο Μοισιόδακα, Ρήγα Φεραίο, Αδαμάντιο Κοραή, Δημήτριο Καταρτζή κι ότι ονομάζουμε Ελληνικό Διαφωτισμό, κατέληγε στο συμπέρασμα λέγοντας: Υπάρχουμε ως λαός,  λόγω του θαύματος της ελληνικής γλώσσας.

 Βαθειά πολιτικοποιημένος και με εργαλείο την επιστήμη της διαλεκτικής της ιστορίας, αφομοιώνει συνολικά τους ηρωϊκούς αγώνες 1821-27 και πέραν,  του επαναστατημένου ελληνικού λαού, τις ταξικές διαστάσεις τους έως και τα αίτια, των  τραγικών εσωτερικών εμφυλιοπολεμικών αιματηρών συγκρούσεων.

«Άλλο δεν μου μένει τώρα, παρά να αποδείξω την ευκολίαν της ελευθερώσεώς της, (της πατρίδας), δια να τελειώσω τον λόγον μου, και άμποτες η αλήθεια και η ανάγκη να σας καταπείση, καθώς το ελπίζω, δια να αποδείξωμεν εμπράκτως τα όσα μέχρι τώρα είπον. Πριν όμως να έμβω εις τας απαριθμίσεις των μέσων και των τρόπων διά τοιούτον επιχείρημα, θέλω να εκβάλω τους άκανθας από τα ρόδα, λέγω εκείνους, οπού, διά περισσοτέραν δυστυχίαν του γένους μας, η κακή τύχη έκαμεν Έλληνας, και μόνον εγεννήθησαν εις ελληνικήν γην, όχι δι άλλο, ειμή δια να βαστάξωσι περισσότερον καιρόν την πατρίδα μας υπό της δουλείας. Αυτοί είναι όλοι εκείνοι, οπού κατά τύχην εκληρονόμησαν αρκετά χρήματα και περισσότερα ελαττώματα, και ζώσιν ευχαριστημένοι, χωρίς ποτέ να στοχάζωνται τι διά τους άλλους. Εκείνοι οι αυτόματοι και ουτιδανοί άρχοντες, οι φιλάργυροι και αμαθείς αρχιεπίσκοποι»

(ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝ)

Ζώντας σελίδα – σελίδα της συγγραφής των «Προστατών», έκπληκτος διαπίστωνα το χαρισματικό ταλέντο του στο χειρισμό της ελληνικής γλώσσας, γεγονός που συνέβαλε στο τελικό αποτέλεσμα  μιας σκηνικής επικής μπρεχτικής φόρμας αφήγησης, θέατρο στο θέατρο. Πρόκειται για μια αδυσώπητη τολμηρή γκροτέσκο-σάτιρα, με σκηνικά στοιχεία αφήγησης, με δραματικά δρώμενα που συνθέτουν και κωδικοποιούν όλη την εξέλιξη των επαναστατικών γεγονότων του 1821-27 μέχρι την ναυμαχία του Ναυαρίνου, οι συνεχόμενες παραβάσεις των χορικών-τραγουδιών και αφηγήσεων,  τόσο στην έναρξη, όσο κι ενδιάμεσες και στο φινάλε,  κωδικοποιούν την τραγικότητα του τεράστιου όγκου του αθέατου κειμένου, καθιστώντας τους «Προστάτες» ένα πρωτοφανές σκηνικό εγχείρημα με πλήρη ανατρεπτικότητα σε μορφή και περιεχόμενο. Ήταν πρόσφατη η περίοδος που ο Μίκης Θεοδωράκης μας ξαναθύμισε τον Ανδρέα Κάλβο με «Τα Τραγούδια του Αγώνα»…

Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
’να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένη χείρα
ψωμοζητούντες

Παρά προστάτας ΄νάχωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη η μεγάλα ονόματα
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.

Στο στέκι μας στη ταβέρνα της οδού Έβρου στα Ιλίσια, ο Μήτσος σιγοτραγουδούσε τους στίχους αυτούς παίρνοντας την σκυτάλη από τον Ανδρέα Κάλβο, γραμμένους ταυτόσημα κι απ τους δυο,  για την ίδια ιστορική περίοδο (1821-27),   ιστορικές στιγμές για να μας θυμίσουν  τη διαχρονική κατάρα των «προστατών» του Λαού και της Πατρίδας. Παράλληλα ο Μήτσος κατανοεί πλήρως αυτό που λέει ο Κ. Καστοριάδης ότι η αστική τάξη στην Ελλάδα δεν έκανε την επανάσταση που της αναλογούσε κι ότι η αστικοτσιφλικάδικη φεουδαρχική ολιγαρχία αναγκαστικά της έκανε τόπο να εγκαθιδρυθεί, για τα δικά της συμφέροντα και κυρίως ο Μήτσος ενστερνίζεται την άποψη του Δημήτρη Φωτιάδη για τα δυο ’21:

«Το Εικοσιένα, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ’ αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη.

Για να γνωρίσει κανείς τ’ αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψει πάνω σ’ άλλα κείμενα, σ’ εκείνα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ’ αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καρυοφύλλι κι άστραφτε το γιαταγάνι και στ’ απομνημονεύματα των αγωνιστών – του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, του Σπυρομήλιου, του Περραιβού, του Σπηλιάδη και τόσων άλλων.

Δύο ήταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα «Δίκαια του ανθρώπου» του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στ’ άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της «Πατρικής Διδασκαλίας» του μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ Ανθίμου – ή, πιο σωστά, του Γρηγορίου.»

Όταν οι «Προστάτες» ολοκληρώθηκαν σαν θεατρικό έργο, δεν ήταν δυνατόν κάθε άνθρωπος του θεάτρου να το  διαβάσει και να μην εντυπωσιασθεί με την μοναδικότητα του εγχειρήματος ως συνολική πρωτοφανή για τα τότε θεατρικά δεδομένα σκηνική πρόταση, με την εξαίσια στιχουργική δεινότητα του συγγραφέα που τόλμησε να συνθέσει και να παρουσιάσει  σε τελική μορφή ενός απόλυτα λαϊκού θεάτρου, σχεδόν σε δεκαπεντασύλλαβο. Το θαύμα της εξέλιξης της πρότασης του Μήτσου έμελλε να ολοκληρωθεί με δυο θρύλους του σύγχρονου πολιτισμού μας, τον Χρήστο Λεοντή και τον Γιώργο Λαζάνη, οι οποίοι απογείωσαν την σκηνική πρόταση του Μήτσου Ευθυμιάδη και δημιούργησαν μια λαϊκή όπερα χωρίς προηγούμενο με αποτέλεσμα οι «Προστάτες», συν όλων των άλλων, να δεσπόζουν ως παράσταση πολιτικού θεάτρου στην κορυφή 100, τουλάχιστον, θεατρικών παραστάσεων με πολιτικό περιεχόμενο που δόθηκαν σε ενάμιση χρόνο μετά τη μεταπολίτευση. Ο Χρήστος Λεοντής κυριολεκτικά ενορχηστρώνει τον ποιητικό λόγο των «Προστατών», τα τραγούδια του εδώ και 45 χρόνια τα ακούμε συνεχώς (στο δίσκο του «Παραστάσεις»), κι ο Γιώργος Λαζάνης κατά τους θεατρικούς κριτικούς της εποχής, κάνει μια από τις καλύτερες σκηνοθεσίες του κι ίσως την καλύτερη.

Κάρολος Κουν, Γιώργος Λαζάνης, Χρήστος Λεοντής, μια συνεργασία δεκαετιών που σφράγισε το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο.

Έγκυροι, με αστική παιδεία κατά τη γνώμη μου,  θεατρικοί κριτικοί παρ όλο που υποδέχθηκαν τους «Προστάτες» του Μ.Ε.  ως πρωτοεμφανιζόμενο θεατρικό συγγραφέα με επαινετικά σχόλια, δε διακρίνουν στο ελάχιστο,  όλοι τους, τις ταξικές διαστάσεις τους, βασικό στοιχείο στους «Προστάτες» κι όπου τις διακρίνουν κάνουν πως δεν τις καταλαβαίνουν. Κανείς τους δεν στάθηκε, στη μεταπολιτευτική φορτισμένη πολιτικά χρονική στιγμή της πρώτης παρουσίασης των «Προστατών» και την τεράστια επιτυχία τους με βασικό συντελεστή τους χιλιάδες θεατές που κατάκλυζαν το υπόγειο του Θ.Τ.  Σταδίου 44. Οι θεατρικοί κριτικοί πάντα ξεχνούν ότι βασικός συντελεστής μια θεατρικής παράστασης είναι ο θεατής. Γράφει ένας από αυτούς: «… Και όμως ο κ. Ευθυμιάδης έχει ταλέντο. Η φόρμα που επέλεξε, είναι το δυσκολότερο είδος θεάτρου, αφού μέχρι τώρα φαινόταν ακατόρθωτη η μίμηση  του λαϊκού ιδιώματος από έναν προσωπικό δημιουργό. Πρέπει να είναι βαθιές οι καταβολές του και γνήσιες οι ρίζες του για να μπορέσει στην πρώτη του απόπειρα να προσεγγίσει και τη λαϊκή αίσθηση και το λαϊκό μέτρο και την ιθαγενή λαλιά. (…)

Ο λαός είναι δυνατό να είναι απόλυτος στις κρίσεις του,  αλλά η στάθμη του δεν είναι ούτε θεωρητικά ούτε λογικά θεμελιωμένη, δε διαφωνώ καθόλου με την ερμηνεία  που δίνει στα γεγονότα ο συγγραφέας, αλλά μια τέτοια θέση δε χωράει και δε δικαιώνεται με τη φόρμα που διάλεξε. Στο λαϊκό θέατρο δεν έχουν θέση αποδεικτική, π.χ. αυθεντικά ντοκουμέντα. Όταν τα χρησιμοποιεί είναι για να τα ανατρέψει.»

1975. ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ. Φωτο, «Προστάτες»: Γιώργος Αρμένης, Βασίλης Παπαβασιλείου, Ανίτα Σαντοριναίου, Δημήτρης Οικονόμου, Στάθης Βούτος, Κώστας Χαλκιάς, Κώστας Τσαπέκος, Θανάσης Καραγιάννης, Μαρία Κατσανδρή, Σόνια Χαλκιά, Όλια Λαζαρίδου.

Μα αυτό ακριβώς κάνει ο Μήτσος Ευθυμιάδης αποκαθιστά από την ανάποδη ότι «αυθεντικό» μας πάσαρε η «επίσημη» ιστοριογραφία. Και ο ίδιος θεατρικός κριτικός λέει:

«Η ανάπτυξη του θεματικού υλικού στο έργο του κ. Ευθυμιάδη δεν ξεπερνά την αντίληψη που έχει για την ιστορία ο δημιουργός του Αστερίξ». Κατά τη γνώμη μου, η αντίληψη για την ιστορία που έχουν οι δημιουργοί του Αστερίξ, Ρενέ Γκοσινί και Αλμπέρ Ουντερζό,  είναι πολύ βαθειά και τεκμηριωμένη, τουλάχιστον σε μένα φαντάζει ως αθέατο κείμενο, ολόκληρη η ιστορία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε γεγονότα και πρόσωπα  και στα 39 μέχρι τώρα τεύχη του Αστερίξ, και πρόκειται για κόμικ κι όχι για ιστορικά συγγράμματα. Κι ό Μ.Ε. πάνω απ όλα κάνει θέατρο, δε γράφει διδακτορικό για το 1821, αν κι εντρύφησε ως ιστοριοδίφης μέχρι τα μπούνια  για να γράψει τους «Προστάτες», που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εμφανής κορυφή του παγόβουνου των ακραίων τραγικών ιστορικών αντιφάσεων της επανάστασης του ΄21, που καθορίζουν διαχρονικά μέχρι σήμερα τη μοίρα του Λαού και της Πατρίδας. Όσο φορά τη διαχρονικότητα των «Προστατών» την εισέπραξα με συγκίνηση ήδη στις 3 πρώτες παραστάσεις, ως ηθοποιός,  στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών από τις αντιδράσεις των θεατών, όπως και με τις αντιδράσεις των θεατών της ιστορικής παράστασης του Θεάτρου Τέχνης το 1975. Μετά 45 χρόνια διαπιστώνω, ότι η ανάγκη για ψωμί, ελευθερία, ανεξαρτησία είναι ακριβώς και τραγικά ίδια, οι «Προστάτες» έρχονται από το μέλλον. Με χιούμορ διαπιστώνω, εκ των υστέρων, ο Μ.Ε. ιδιοσυγκρασιακά και «εμφανισιακά» υπήρξε ένας Αστερίξ της εποχής του, παθιασμένος ως τα άκρα σε όλα του, ίσως κι αυτή να ήταν η αχίλλειος φτέρνα του, τον θυμάμαι να λέει σε μια πολιτική συζήτηση προκαλώντας τους πάντες με τη φράση του Εντοάρντο Σανγκουινέτι: «Το ταξικό μίσος πρέπει να αποκατασταθεί. Οι ισχυροί μισούν τους προλετάριους, οι προλετάριοι πρέπει να κάνουν το ίδιο». Το μόνο που έχω δικαίωμα και υποχρέωση να πω για τη προσωπική του ζωή είναι: ο άγιος Μήτσος. Όσοι τον γνώρισαν κι έζησαν μαζί του, ελπίζω να καταλαβαίνουν τι θέλω να πω…  Έλεγε: «Η ζωή μοιράζεται στους έχοντες , κατέχοντες και στους αντέχοντες… εγώ ανήκω στους αντέχοντες…». Ο Μήτσος άντεξε μέχρι τα 58 του, έφυγε το 2003, ως ένας μυθικός ήρωας των θεατρικών έργων του της δεύτερης περιόδου του κι εξηγώ: Θα χαρακτήριζα πρώτη του περίοδο ως θεατρικό συγγραφέα τη συγγραφή των «Προστατών» και μόνον. Μετά από προσωπικές περιπέτειες, εγκαταστάθηκε στα Εξάρχεια, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η ζωή του στα Εξάρχεια αποτελεί υλικό μυθιστορήματος. Και ξαφνικά με θεαματικό τρόπο αρχίζει η δεύτερη περίοδος του ως θεατρικού συγγραφέα, η θεματική αλλαγή στη θεατρική γραφή του είναι συγκλονιστική,  γράφει θεατρικά αριστουργήματα μεγάλων επιτυχιών, με ήρωες του περιθωρίου: «Ο Φώντας», «Το υπόστεγο», «Ψόφιοι κοριοί», «Ο φονιάς»… Είχα τη τύχη να παίξω το πρώτο ρόλο στο «Φονιά» το 1983 στο Δη.Πε.Θε.Καλαμάτας σε σκηνοθεσία Τάκη Βουτέρη.

1983. Ο Κώστας Χαλκιάς στην αφίσα του «Φονιά» του Μ. Ευθυμιάδη στο Δη.Πε.Θε.Καλαματας

Συγγράφει με άλλους θεατρικούς συγγραφείς σπονδυλωτά θεατρικά έργα. Σκηνοθετεί τους «Εμιγκρέδες» του Μπρόζεκ, «Περιμένοντας τον Γκοντό», «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ. Μεταφράζει τους «Ιππείς» του Αριστοφάνη, τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, γράφει το μυθιστόρημα «Μοιραία Σχέση». Το 1997 ο Γιάννης Καλατζόπουλος σκηνοθετεί το τελευταίο του θεατρικό έργο «Πέρα από τη νύχτα». Μια προσωπική πληροφορία που ελάχιστοι γνωρίζουν, πριν ανέβω στο ΚΘΒΕ το 1996, ο σκηνοθέτης και παραγωγός Νίκος Τζίμας μου δίνει παραγγελία να γράψω, οπωσδήποτε,  μαζί με τον Μήτσο τον οποίο λάτρευε, ένα τηλεοπτικό σήριαλ για τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το μόνο που έχω να πω με απόλυτο σεβασμό, ο Μήτσος προσπάθησε ανάλογα με τις τότε αντοχές του να συνδράμει και να βοηθήσει στην ανάπτυξη της ιδέας. Η πρόταση ολοκληρώθηκε  μαζί με τρία επεισόδια και κατατέθηκε στην ΕΡΤ, κι από τότε σιωπή. Αυτή ήταν η τελευταία μου ουσιαστική συνάντηση με το Μήτσο. Έχοντας στη κατοχή μου ένα σημαντικό αρχείο για τη περίπτωση του Μ.Ε. ελπίζω να αξιωθώ να γράψω μια μονογραφία γι αυτόν.

Οι «Προστάτες» εκτός από η πρώτη παρουσίασή τους  το 1975 στο Θέατρο Τέχνης, παίχθηκαν και στο Δη.Πε.Θε. Λάρισας το 1981 σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, το 1983 πάλι από το Θέατρο Τέχνης στο θέατρο Βεάκη, κι αυτή τη στιγμή παρουσιάζονται από το ΚΘΒΕ σε μια υπερπαραγωγή με 27 ηθοποιούς, με την ίδια μουσική του Χρήστου Λεοντή εκ νέου ενορχηστρωμένη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη, με 80 κοστούμια της Άννας –Μαρίας Αγγελίδου, με κίνηση-χορογραφίες του Τάσου Παπαδόπουλου και μουσική διδασκαλία του Παναγιώτη Μπάρλα.

2022. ΚΘΒΕ. Οι «Προστάτες» στο στη σκηνή της Μονής Λαζαριστών.

Συζητώντας με τον σκηνοθέτη  Γιώργο Κιουρτσίδη και διαπιστώνοντας τη θεατρική αξία των «Προστατών»,  μου ανέφερε  μια ρήση του Μπρεχτ: Θεατής-ακροατής πάει να παρακολουθήσει μια συναυλία μουσικής με χάλκινα, πάει όμως γιατί ενδιαφέρεται  για το χαλκό κι αναγκάζεται εκ των πραγμάτων  να παρακολουθήσει τη συναυλία. Δεν ξέρουμε κατά πόσο ο συγκεκριμένος θεατής-ακροατής ξαφνιάζεται η κι απολαμβάνει το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα της χρήσης των χάλκινων μουσικών οργάνων. Έτσι και με τους «Προστάτες», φόρμα και περιεχόμενο «εν αγαστή συμπνοία» ξαφνιάζει και ταρακουνάει  τον  θεατή  της παράσταση που ανατρέπει, σχεδόν συνολικά, την «επίσημη» πλασαρισμένη  ιστοριογραφία εδώ και 200 χρόνια σ όλες τις κλίμακες της εκπαίδευσης. Η  πρώτη εντύπωση ενός θεατή με ελάχιστες πληροφορίες  για τα πραγματικά επαναστατικά γεγονότα της δεκαετίας του 1820, πιθανόν,  θα τον αναγκάσει να χαρακτηρίσει τους «Προστάτες» αιρετικούς.  Ας ελπίσουμε ότι αυτό το ξάφνιασμα θα είναι η αιτία να ψάξει και να ενδιαφερθεί για το τεράστιο αθέατο κείμενο της παράστασης των «Προστατών».

Χάθηκε η επανάστασή μας
και δεν ήρθε η νεκρανάστασή μας
όπως γράφει κι η Ιστορία
στα μαθητικά βιβλία
μπρος λοιπόν ολιγαρχία
βάλε αγέρα στα πανιά
για μια νέα τυραννία
των αστών την κοινωνία
ζώσαμε οι ραγιάδες τ άρματά μας
θέλοντας να ζήσουν τα παιδιά μας
σε μια νέα κοινωνία
με ψωμί κι ελευθερία
μα την ανεξαρτησία
που κερδήθηκε σκληρά
μας την πήρε η ολιγαρχία
με απάτη και με βία

12-2-2022 

 

Απόψεις