Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Μια κωμωδία για την τραγωδία του υπαρξιακού (και θεατρικού) άγχους»

ΜΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟΥ (ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ) ΑΓΧΟΥΣ Ας μου επιτραπεί ένας ελαφρώς προσωπικός τόνος. Η γνωριμία μου..

ΜΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟΥ (ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ) ΑΓΧΟΥΣ

Ας μου επιτραπεί ένας ελαφρώς προσωπικός τόνος.

Η γνωριμία μου με τον τοξικό Αυστριακό αυτόν συγγραφέα, χρονολογείται από την ηλικία των δέκα μου χρόνων, τότε που ελάχιστα πράγματα, βέβαια, μπορούσα να κατανοήσω από τον περίπλοκο κόσμο του. Πρωτοπαρουσιαζόταν, τότε, ο Μπέρνχαρντ στην Αθήνα – ήταν το έργο του «Ρίττερ, Ντένε, Φος». Αυτή η πρώτη μου επαφή με τον συγγραφέα, συμπίπτει και με την πρώτη φορά που παρακολούθησα παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή. Εννιά χρόνια αργότερα, έμελλε να πρωτοεμφανιστώ στη σκηνή στο πλευρό του Λευτέρη. Στη μνήμη του, αφιέρωσα πέρυσι τη μετάφραση (που επιμελήθηκα μαζί με την Ισμήνη Θεοδωροπούλου) της πρώτης μου προσωπικής σκηνοθεσίας, πάλι με ένα άπαιχτο στην Ελλάδα έργο του Μπέρνχαρντ: τον «Ιμμάνουελ Καντ».

Τα μυθιστορήματα του Τόμας Μπέρνχαρντ, ήταν στην εφηβεία μου τα βιβλία που διάβαζα και ξαναδιάβαζα. Κάποια στιγμή, σταμάτησα να τον διαβάζω. Ο ασθματικός τρόπος γραφής του, αυτή η ατέρμονη δίνη της προσωπικής οδυνηρής του ομφαλοσκόπησης, παρέσερνε τον μελαγχολικό έφηβο που ήμουν τότε, σε έναν ορμητικό ποταμό απαισιοδοξίας και ναρκισσισμού – με δηλητηρίαζε και με κολάκευε ταυτοχρόνως! Πολλές φορές προσπαθώ να εξηγήσω σε φίλους, ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό, γιατί, από τότε που στράφηκα (και) στη σκηνοθεσία, επιμένω τόσο εμμονικά στον φαινομενικά τόσο μονότονο, απαισιόδοξο, μηδενιστή και σχεδόν μισάνθρωπο αυτόν συγγραφέα. Και μάλλον καταλήγω, στο ότι χρειάστηκαν όλα αυτά τα χρόνια ζωής και δουλειάς, για να διαπιστώσω πως όλη αυτή η τραγωδία της περιστροφής γύρω από τον εαυτό, την οποία περιγράφει ο Μπέρνχαρντ, είναι ταυτόχρονα και κωμωδία – ένας ανελέητος αυτοσαρκασμός. Και προφανώς αυτή τη διαπίστωση μπόρεσα να την κάνω και για τη δική μου τη ζωή, αλλά και για την καλλιτεχνική μου υπόσταση. Προσπαθώ πια, τουλάχιστον, να παίρνω τον εαυτό μου και τη δουλειά μου πολύ λιγότερο στα σοβαρά.

Οι ήρωες του Μπέρνχαρντ, πάντοτε, είναι τυφλοί, κουφοί, ή ανάπηροι. Επιπλέον, έχουν και μια επιπρόσθετη αναπηρία: είναι είτε φιλόσοφοι, είτε επιστήμονες, είτε καλλιτέχνες! Την τύφλωση ή την αναπηρία τους, όμως, την έχουν προκαλέσει οι ίδιοι κι όχι κάποιο ατύχημα. Η φιλοσοφία, η επιστήμη, η τέχνη είναι οι πανοπλίες αυτών των ηρώων απέναντι σ’ έναν κόσμο που τον κρίνουν ως απίστευτα εχθρικό, αντιπνευματικό και θανάσιμο. Δεν είναι, όμως, αυτός ο κόσμος που τους διαλύει και τους σκοτώνει τελικά, αλλά το ίδιο το αντικείμενο της μελέτης τους, η υπερεξειδίκευση στο αντικείμενό τους. Πασχίζουν μανιακά, τελειοθηρικά, να γίνουν ειδήμονες, και ξεχνούν πως είναι άνθρωποι κι όχι μηχανές, ξεχνούν πως το σώμα είναι φθαρτό, δεν μπορούν να πάρουν μια φυσιολογική αναπνοή.

Στο σαγηνευτικό αυτό αριστούργημα, με τον αινιγματικά πολυσήμαντο τίτλο «Ο αδαής και ο παράφρων», η ιατροδικαστική αναλαμβάνει να κατατεμαχίσει και να αποσυνθέσει την πλέον υπέροχη και φωτεινή απ’ όλες τις όπερες του Μότσαρτ, τον «Μαγικό Αυλό». Παράλληλα, ανατέμνει με την ακρίβεια νυστεριού τη σχέση γονιού – παιδιού, όπως και τη σχέση καλλιτέχνη – σκηνής – κοινού, αποδίδοντας εκατέρωθεν τις ευθύνες.  Όμως και η ίδια η ιατροδικαστική, είναι καταδικασμένη να συστρέφεται γύρω από την ακατανόητη, για όλους τους υπόλοιπους, αυτοαναφορικότητά της. Όλοι οι ήρωες του έργου, η ντίβα, ο πατέρας, ο δόκτωρ, η ενδύτρια, το γκαρσόνι, δεν έχουν καν ονόματα. Είναι καταδικασμένοι να είναι μονάχα ό,τι υποδηλώνει η ιδιότητά τους. Οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν είναι πια άνθρωποι, αλλά μαριονέττες που εγκλωβίζονται σε προδιαγεγραμμένους ρόλους. Το θέατρο για τον Μπέρνχαρντ δεν είναι τόπος παιχνιδιού και έρευνας – και οι ρόλοι, δεσμεύουν τους ηθοποιούς από το δικαίωμά τους στην αυτόνομη ύπαρξη, τους περιορίζουν και τους συμπιέζουν, με τη σκλαβιά της επανάληψης που απαιτούν.

Η σκηνική μας ανάγνωση επιδίωξε να εστιάσει στην εκπληκτική γλώσσα του Μπέρνχαρντ, που φανερώνει μια υπέρτατη προσπάθεια συγκέντρωσης και αποτύπωσης ενός αληθινού λόγου, μέσα από την ταραχή αυτών των βασανισμένων μυαλών. Τα πρόσωπα εκτίθενται και γελοιοποιούνται, αλλά ταυτόχρονα διακρίνουμε μια τσεχωφικής υφής αγάπη του συγγραφέα προς τους ανθρώπους του θεάτρου, που παλεύουν, μέσα από τη σκλαβιά των ρόλων που επωμίζονται, να νιώσουν μια πνευματική ολοκλήρωση κι εντέλει να νιώσουν άνθρωποι. Όσο, όμως, κι αν οι μανίες και οι εμμονές των προσώπων σε ωθούν να τις αντιμετωπίσεις ως κάτι δυσάρεστο και αποκρουστικό, τόσο σε μαγνητίζουν με τη λάμψη της αποσύνθεσής τους. Αυτό επιδιώξαμε με την παράστασή μας: να μιλήσουμε, να εκφράσουμε και να εκθέσουμε την τόσο παράλογη, εύθραυστη, αλλά και γοητευτική πλευρά της δουλειάς που υπηρετούμε.

Θα ήθελα και από εδώ, να ευχαριστήσω άλλη μια φορά τον Γιώργο Δεπάστα, που μου εμπιστεύτηκε και ως μεταφραστής, αλλά και ως πρώην ιατροδικαστής, αυτήν την έξοχη μετάφραση.  

Γιάννος Περλέγκας 

Σχετικά θέματα

Απόψεις