Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Οι Αμαχοι του ελληνικού εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης»  — της Τασούλας Βερβενιώτη

Ο στόχος του βιβλίου είναι να περιγράψει τον σημαντικό ρόλο των αμάχων, και κυρίως των αγροτών, στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο

Κυκλοφορεί το βιβλίο της Ιστορικού Τασούλας Βερβενιώτη «Οι Αμαχοι του ελληνικού εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης» από τις εκδόσεις Κουκκίδα.

Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, όπως άλλωστε όλα τα βιβλία της Τασούλας Βερβενιώτη, στηριγμένο σε μια μακροχρόνια έρευνα της συγγραφέως που συνδυάζει πλήθος αρχειακά τεκμήρια και προφορικές μαρτυρίες. Αφορά ένα θέμα που ελάχιστα έως και καθόλου έχει απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία, παρά το γεγονός ότι οι άμαχοι έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στον ελληνικό εμφύλιο και ήταν πάντοτε αντικείμενο προσοχής και των δύο πλευρών της σύγκρουσης.

Στον πρόλογο του βιβλίου σημειώνεται:

«Ο στόχος αυτού του βιβλίου, είναι να περιγράψει τον σημαντικό ρόλο των αμάχων, και κυρίως των αγροτών, στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Σε έναν «κανονικό» πόλεμο, οι στρατοί και οι επιχειρήσεις τους, καθώς και οι πολιτικοί και οι αποφάσεις τους παίζουν τον πρώτο ρόλο και έχουν τον πρώτο λόγο, ενώ ο ρόλος των αμάχων δεν θεωρείται σημαντικός.

«Ένας εμφύλιος, όμως, είναι ένας ολοκληρωτικός πόλεμος που εμπλέκει τους αμάχους, και όχι μόνο ως απλούς, παθητικούς θεατές. Στον ελληνικό εμφύλιο ο ρόλος τους ήταν καθοριστικός, γιατί τα μέτωπα δεν ήταν με σαφήνεια καθορισμένα, ούτε όλοι όσοι πολεμούσαν φορούσαν στολές, ούτε συντάσσονταν απόλυτα με τη μία ή την άλλη παράταξη, παρόλο που αυτό ήταν το ζητούμενο και των δύο ηγεσιών.

Σε όλες τις φάσεις του πολέμου, το αποτέλεσμα των στρατιωτικών αλλά και των πολιτικών δρώμενων κρινόταν και από τη στάση των αμάχων. Δεν ίσχυε μόνο για τον Δημοκρατικό Στρατό το ρητό του Μάο, ότι οι άμαχοι είναι για τους αντάρτες ό,τι το νερό για τα ψάρια, ίσχυε και για τον Εθνικό Στρατό. Η υποστήριξη των αμάχων ή ο έλεγχός τους του παρείχε σημαντικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του. Γι’ αυτό και οι δύο στρατοί, καθώς και οι πολιτικές τους ηγεσίες, προσπάθησαν να τους προσεταιριστούν.

Παρά τον σημαντικό τους ρόλο, οι τραυματικές μνήμες του εμφυλίου και ο Ψυχρός Πόλεμος, που ενέτεινε τον διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, εμπόδισαν ή περιόρισαν την ιστορική ορατότητα· η συμμετοχή των αγροτών και οι μνήμες τους δεν θεωρήθηκαν άξιες λόγου. Η προφορική ιστορία, όμως, δίνει τη δυνατότητα να διευρυνθεί το ιστορικό τοπίο και να αναδειχτεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος των κατοίκων της ελληνικής επαρχίας, και ιδιαίτερα των αμάχων, στον ελληνικό εμφύλιο.

Μια ιστορία του ελληνικού εμφυλίου βασισμένη μόνο στα αρχεία σίγουρα βοηθάει στη συγγραφή μιας στρατιωτικής, ίσως και μιας πολιτικής, αλλά όχι μιας κοινωνικής ιστορίας. Η ραχοκοκαλιά και των δύο στρατών υπήρξαν οι αγρότες.

Οι αγροτοκτηνοτρόφοι των ορεινών και ημιορεινών χωριών ήταν οι πιο άμεσα εμπλεκόμενοι και αυτοί που υπέστησαν τις συνέπειες του εμφυλίου σε όλη τους την ακρότητα· είχαν τη μεγαλύτερη συμμετοχή και υπέφεραν περισσότερο από όλους. Αυτοί, όμως, δεν κρατούσαν αρχεία, δεν έγραψαν μαρτυρίες, και γι’ αυτό έμειναν έξω από το ιστορικό σκηνικό. Ο ρόλος της προφορικής ιστορίας είναι να τους δώσει φωνή και να τους καταστήσει ιστορικά ορατούς. Ο συνδυασμός της μελέτης των αρχειακών πηγών και των προφορικών μαρτυριών αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τόμου.

Το Καταφύγι, ως παράδειγμα, αποτελεί μια επινόηση, μια κατασκευή, γιατί περιέχει μαρτυρίες και από άλλους ανθρώπους, από άλλους τόπους. Βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης, που μπορεί να παρομοιαστεί με μία ελικοειδή σπείρα, οι κύκλοι της οποίας διευρύνονται με όσα διαδραματίζονται στην Αθήνα, όπου το κράτος, το Παλάτι, αλλά και το Κόμμα καθορίζουν τις πολιτικές τους· η σπειροειδής αυτή αφήγηση, όμως, επεκτείνεται και στο διεθνές περιβάλλον, κυρίως στις συζητήσεις στον ΟΗΕ ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και στο πλαίσιο που θέτει ο Ψυχρός Πόλεμος. Μέσα από τις βιωμένες ιστορίες των ανθρώπων που δένονται με τα σημαντικά πολιτικά και στρατιωτικά αλλά και παγκόσμια γεγονότα, μπορεί κάποιος να αποκτήσει μια πιο ευκρινή εικόνα για τον ελληνικό εμφύλιο.

Εντέλει, το βιβλίο φιλοδοξεί να εξηγήσει πώς τα ορεινά χωριά πέρασαν από την ανταλλακτική οικονομία στην οικονομία της αγοράς και γιατί ερημώθηκαν, γιατί η Αθήνα είναι έτσι όπως είναι σήμερα και γιατί ο τουρισμός έφτασε να θεωρείται η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας.

Καΐτσα Δομοκού, 8.7.1949. Αμαχοι που τους συνέλαβε ο Στρατός ως «συμμορίτες».

Το περίγραμμα του βιβλίου, που ακολουθεί, ενέχει και τον ρόλο ενός χρονοδιαγράμματος. Στοχεύει να διευκολύνει τους αναγνώστες να κατανοήσουν τον ρου των γεγονότων που συμβαίνουν ταυτόχρονα στον διεθνή χώρο, στην Αθήνα, στο Βουνό και στο Καταφύγι.»

Το βιβλίο αποτελείται από οκτώ μέρη. Το Πρώτο Μέρος αφορά τη μνήμη. Με επίκεντρο τη διαδρομή της μνήμης των Καταφυγιωτών και μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα, αναπτύσσεται η ερευνητική διαδικασία, τα πλεονεκτήματα από την παράλληλη χρήση των προφορικών μαρτυριών και των αρχείων, καθώς και η σημασία της υποκειμενικότητας: πώς το παρόν «στοιχειώνεται» από το παρελθόν και καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων, καθώς και το μέλλον των κοινωνιών.

Στο Δεύτερο Μέρος, αναπτύσσονται οι ιδεολογίες που διαπερνούν την εποχή. Από τη μια το όραμα της Λαοκρατίας, που πρόβαλε το εαμικό αντιστασιακό κίνημα, και από την άλλη η εθνικοφροσύνη, με το σύνθημα «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» και το όραμα μιας ένδοξης τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους.

Παρόλο που αριθμητικά τα ποσοστά των δύο ιδεολογιών θεωρούνται σχεδόν ισοδύναμα, η εθνικοφροσύνη, με συνεκτικό ιστό τον αντικομμουνισμό, επικράτησε στηριζόμενη στο κράτος, στο Παλάτι, στην Εκκλησία αλλά και στη «βοήθεια» των ξένων. Επικράτησε μέσω της προπαγάνδας και της αναμόρφωσης, ανέπτυξε μηχανισμούς επιτήρησης και συστήματα παρακολούθησης, και προσπάθησε να ελέγξει και την αγορά εργασίας: το φρόνημα αποτέλεσε βασικό προσόν για τους διορισμούς στο δημόσιο, και όχι μόνο.

Στο Τρίτο Μέρος περιγράφονται τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας που διεξήγε τον εμφύλιο: οι συνθήκες ζωής και οι κοινωνικές σχέσεις, αλλά και ο τρόπος παραγωγής, που καθόριζε και την αναπαραγωγή.

Το Τέταρτο Μέρος ξεκινά με τα γεγονότα του 1946. Στο ανταρτοκρατούμενο Καταφύγι, οι αντιθέσεις άρχισαν να βαθαίνουν. Σε ευρύτερο επίπεδο, έγιναν οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, ψηφίστηκαν τα «έκτατα μέτρα», ήρθε ο βασιλιάς και ξεκίνησαν οι συζητήσεις στον ΟΗΕ για το «ελληνικό ζήτημα». Το 1946, επίσης, τα αντάρτικα σώματα ονομάστηκαν Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ), ενώ ο Στρατός όπλισε αμάχους, γνωστούς ως Μάυδες (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου), για να τον συνδράμουν.

Το Πέμπτο Μέρος αναφέρεται στο 1948, τη χρονιά της μεγάλης σύγκρουσης, την πιο αιματοβαμμένη χρονιά, κατά την οποία οι μηχανισμοί προπαγάνδας ήταν στις δόξες τους. Το 1948 ξεκινά το Σχέδιο Μάρσαλ και επισημοποιείται ο Ψυχρός Πόλεμος, στο ψυχολογικό παιγνίδι του οποίου εντάχθηκαν και τα παιδιά. Στο διεθνές πλαίσιο, στον ΟΗΕ, ο ΔΣΕ κατηγορήθηκε ότι έκανε «παιδομάζωμα», και εντός Ελλάδας για τα «στραγγαλισμένα» παιδιά στην Γκιώνα και τα «απαρατημένα» στον Γράμμο. Η βασίλισσα ήταν η πρωταγωνίστρια.

Το Έκτο Μέρος εξετάζει τις μετακινήσεις των αμάχων, το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα του εμφυλίου. Με μια μικρή αναφορά στις μετακινήσεις κατά την Κατοχή και μετά το τέλος του πολέμου, περιγράφονται οι συνθήκες μετακίνησης στον εμφύλιο, εντός και εκτός συνόρων. Ερευνάται επίσης και μία άλλη, μάλλον «αόρατη», κατηγορία μετακινούμενων: όσοι ήρθαν, για πολιτικούς λόγους, από την επαρχία και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, αυξάνοντας σημαντικά τον πληθυσμό της.

Στο Έβδομο Μέρος παρακολουθούμε αρχικά την πορεία της ένοπλης σύγκρουσης. Ενώ η μάχη στον Γράμμο (14.6.1948 έως 21.8.1948) συνεχιζόταν, στη Ν. Ελλάδα ο ΔΣΕ επιτέθηκε σε πόλεις και κωμοπόλεις της Θεσσαλίας, με αποκορύφωμα τη μάχη της Καρδίτσας, τον Δεκέμβρη του 1948.

Το όγδοο και τελευταίο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στον επαναπατρισμό των προσφύγων. Οι μαρτυρίες από το Καταφύγι, καθώς και από άλλα χωριά, περιγράφουν τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες γυρνώντας στα ρημαγμένα χωριά τους.

 

Απόψεις