Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Οι «ακοστολόγητοι» και οι πραγματικές δεσμεύσεις

Η κόντρα για το πόσο στοιχίζουν τα προεκλογικά προγράμματα, ανάμεσα στα κόμματα κυβερνητικής διαχείρισης δείχνουν σε ποιόν πραγματικά «δίνουν λογαριασμό». Και δεν είναι ο ψηφοφόρος.

Φράσεις όπως «δεσμευόμαστε απέναντι στον ελληνικό λαό» και άλλες παρεμφερείς κυριαρχούν κάθε φορά στην προεκλογική περίοδο με φορείς τα κόμματα που στοχεύουν στρατηγικά στην κυβερνητική διαχείριση. Συνήθως συνοδεύονται με όρους όπως η «αξιοπιστία» ή η «φερεγγυότητα», προκειμένου να οικοδομήσουν την εικόνα ενός κομματικού σχηματισμού που εφόσον αναλάβει την εξουσία έχει ως κριτήριο της πολιτικής του όσα υποσχέθηκε προεκλογικά.

Η αντιπαράθεση, όμως, ενόψει της κάλπης της 25ης Ιουνίου ανάμεσα σε Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ για την «κοστολόγηση» των προεκλογικών τους προγραμμάτων, όπως και εάν οι προεκλογικές δεσμεύσεις του Κ.Μητσοτάκη περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που έχει κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν είναι κυρίως ενδεικτική της «ειλικρίνειας» των κομμάτων που συγκρούονται. Περισσότερο δείχνουν το …σε ποιον πραγματικά αναφέρονται. Κι αυτός δεν είναι σίγουρα ο ψηφοφόρος.

Τα τελευταία 24ωρα ο μέχρι πρότινος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης (και πιθανότατα επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου εφόσον η Ν.Δ σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση) παραδέχθηκε ότι σχεδόν καμία από τις προεκλογικές υποσχέσεις που «αραδιάζει» ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στις ομιλίες του, δεν περιλαμβάνεται στον οικονομικό σχεδιασμό που έχει κατατεθεί στις Βρυξέλλες έως το 2027.

Είναι το γνωστό ως «Πρόγραμμα Σταθερότητας», δηλαδή μια διαχρονική υποχρέωση των ελληνικών κυβερνήσεων στην μεταμνημονιακή περίοδο. Ο όρος «σταθερότητα» που περιλαμβάνεται στον τίτλο απηχεί τη θεσμική δέσμευση που υπάρχει για την τήρηση των οικονομικών κανόνων της Ευρωζώνης.

Ο στενός συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη διευκρίνισε, μάλιστα, πως το οικονομικό σχέδιο κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Απρίλιο, ενώ οι προεκλογικές εξαγγελίες της Ν.Δ ολοκληρώθηκαν το πρώτο 10ήμερο του Μαΐου. Ως εκ τούτου ήταν αδύνατο να περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα σταθερότητας. Υποστήριξε, όμως, ότι στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται ο «δημοσιονομικός χώρος» για την υλοποίησή του, δηλαδή το «περίσσευμα»  του προϋπολογισμού που εφόσον υλοποιηθούν τα σενάριά της η Ν.Δ υπολογίζει σε 2,903 δις για τις αυξήσεις των συντάξεων. Με το μεγάλο όμως πακέτο να πηγαίνει στο …μακρινό μέλλον, πιο συγκεκριμένα 450 εκατομμύρια στο πρώτο, μικρές αυξήσεις ώστε να φτάσει 800 εκατομμύρια, 1,1 δις για το 2026 και 1,5 δις το 2027. Επίσης για τις υπόλοιπες κοινωνικές παροχές υπολογίζονται πολύ μικρά ποσοστά του ΑΕΠ πιο συγκεκριμένα 0,1% του ΑΕΠ το 2024 και 0,3% του ΑΕΠ το 2025 και το 2026.

Στην πραγματικότητα αυτό που περιέγραψε ο Θόδωρος Σκυλακάκης και επιβεβαίωσε με δηλώσεις του και ο Άκης Σκέρτσος (τα μέτρα «δεν αναφέρονται ονομαστικά στο πρόγραμμα Σταθερότητας») δείχνουν πως η μόνη ουσιαστική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας είναι τα …πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτά που – αντικειμενικά- θα προκύψουν από την έμμεση φορολογία που βασίζεται στην διατηρούμενη ακρίβεια και τις περικοπές σε κοινωνικές παροχές (ΕΣΥ, εκπαίδευση) όπως και τις ιδιωτικοποιήσεις. Όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται στην διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης να υλοποιηθούν εάν κι εφόσον επιβεβαιωθούν τα οικονομικά της σενάρια. Αυτά από ένα κόμμα που ως κυβέρνηση την περίοδο 2019 – 2023 έκανε τουλάχιστον 4 αναθεωρήσεις προϋπολογισμόυ ενώ καμία πρόβλεψή της «δεν έπεσε μέσα».

Την συνθήκη αυτής της ανακολουθίας εντόπισαν – σχετικά εύκολα – τα κόμματα της αντιπολίτευση που (έστω θεωρητικά) επιδιώκουν να συγκριθούν με την Ν.Δ για την κυβερνητική τους αποτελεσματικότητα, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ.

Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει δομήσει ένα μεγάλος μέρος της αντιπολιτευτικής του τακτικής στον εντοπισμό των αυτών αντιφάσεων. Αναλύοντας με όρους «Ευρώπης» τις «γαλάζιες εξαγγελίες» και αναδεικνύοντας πως αυτές δεν είναι αληθείς γιατί δεν «χωράνε» στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Έτσι,  εστιάζοντας ιδιαίτερα στην μισθολογική δαπάνη του δημοσίου που στο Πρόγραμμα Σταθερότητας εμφανίζεται μειούμενη κατά 730 εκατομμύρια, είτε στις δαπάνες για τις προμήθειες του δημοσίου που καταγράφουν μείωση 10% και ως εκ τούτου αποκλείεται να συνιστούν καλυτέρευση των δημόσιων υπηρεσιών.

Το ΠΑΣΟΚ από την πλευρά του έδωσε έμφαση στα σενάρια για την αύξηση των μισθών του ιδιωτικού τομέα που σύμφωνα με την Ν.Δ θα είναι 25% , ενώ στο Πρόγραμμα Σταθερότητας γίνεται λόγος για μόλις 13% που – όπως προσθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ – αποπληθωρισμένο είναι μόλις 1,3%.

Αυτού του είδους η κριτική όμως, ανεξαρτήτως από την ορθότητα των οικονομικών εκτιμήσεων, συνιστά παράλληλα μία παραδοχή:

Πως το τι πραγματικά θα πράξει ένα κόμμα που διεκδικεί την λαϊκή ψήφο δεν εξαρτάται από τις δεσμεύσεις που λαμβάνει απέναντι στους ψηφοφόρους, αλλά από τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει απέναντι στις Βρυξέλλες. Αυτό είναι και το μόνο «ανελαστικό στοιχείο» που καθορίζει την κυβερνητική συμπεριφορά. Ο Αλέξης Τσίπρας άλλωστε ήταν σαφής στην τελευταία του διακαναλική συνέντευξη όπου μεταξύ άλλων είπε πως  «επειδή τεσσεράμισι ήμουνα πρωθυπουργός της χώρας και σε πολύ δύσκολες δημοσιονομικά συνθήκες, ξέρω ακριβώς τι σημαίνει η κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος, το οποίο παραδίδει μια κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με πολύ αυστηρούς όρους δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό». Διευκρίνισε, μάλιστα, στην ίδια συνέντευξη, ότι «εγώ δεν έρχομαι να πω ότι μπορούμε να βγούμε έξω από τα πλαίσια που ορίζει η ανάγκη να διατηρήσουμε το δημόσιο χρέος σε τροχιά βιωσιμότητας και δεν μπορούμε να πάμε σε έναν προϋπολογισμό ο οποίος δεν θα λαμβάνει υπόψη τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Αλλά μπορούμε να πάμε σε ένα άλλο μίγμα πολιτικής που θα δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο, προκειμένου να κάνεις τις αναγκαίες παρεμβάσεις και τομές που θα καλύψουν τις μεγάλες τρύπες, τα μεγάλα τραύματα του κοινωνικού κράτους».

Εν κατακλείδι θα μπορούσε κανείς να επισημάνει πως εάν θέλει κανείς να είναι επαρκώς ενημερωμένος για τις πραγματικές θέσεις των κομμάτων στις προεκλογικές περιόδους, καλό είναι να απευθυνθεί …στις Βρυξέλλες. Μπορεί, επίσης, να κρίνει με βάση τις πόσες φορές έχει διαψευσθεί και τα όσα βιώνει τις τελευταίες δεκαετίες.

Απόψεις