Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο Οπενχάιμερ «σκότωσε» αμάχους και οι δημοσιογράφοι την αλήθεια

Mε ποια δημοσιογραφία κερδίζει ο πολίτης, ρωτώ την κυρία Λαμπρινή Παπαδοπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ...

Mε ποια δημοσιογραφία κερδίζει ο πολίτης, ρωτώ την κυρία Λαμπρινή Παπαδοπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ. Η απάντηση της συνομιλήτριας μου άμεση και απόλυτα καθαρή: «Η δημοσιογραφία που  ερευνά σε βάθος, αποκαλύπτει σκάνδαλα και επιδιώκει τη λογοδοσία όσων βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας»· με αυτή τη δημοσιογραφία βγαίνει «κερδισμένο το σύνολο των πολιτών και κατ’ επέκταση η ίδια η δημοκρατία».

Αφορμή για αυτή μας την κουβέντα ήταν μεταξύ άλλων όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα, μα και ο τρόπος κάλυψής τους από τα Μέσα Ενημέρωσης της χώρας.

Η αλήθεια είναι πως όταν άρχισα να σημειώνω στο μπλοκάκι μου τις πρώτες σκέψεις για αυτό το σημείωμα, οι φλόγες στη Δαδιά δεν είχαν ακόμη σβήσει. Οι αυτόκλητοι «σερίφηδες»,  όπως τους βάφτισε το δημοσιογραφικό σινάφι, είχαν βγει παγανιά, ξερνώντας ρατσισμό και «ψέκα» από τον πάντα φιλόξενο για τέτοια ανθρωποειδή κόσμο των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Την ίδια στιγμή, ο πρωθυπουργός της χώρας, τουλάχιστον  αυτός που τον παριστάνει, μας ενημέρωνε για την «καλή απόδοση της οικονομίας», γεγονός ικανό κατά τον ίδιο να αντισταθμίσει «το σκοτεινό κλίμα που υπάρχει στην κοινωνία, λόγω των καταστροφικών φωτιών».  

Περίπου ένα δεκαήμερο μετά και το σκηνικό όχι μόνο δεν άλλαξε, άλλα τα βαλτόνερα της αποσύνθεσης του τόπου μας έπνιξαν κυριολεκτικά κοντά δυο δεκάδες συμπολιτών μας. Για την ώρα τουλάχιστον. Ο λόγος φυσικά για την καταστροφή της Θεσσαλίας, μα και για το έγκλημα με θύμα τον Αντώνη Καρυώτη στο λιμάνι του Πειραιά.

Ποιο το κοινό σημείο αυτών των τριών εγκλημάτων; Εκτός των άλλων, είναι η στάση που κράτησε ο δημοσιογραφικός κόσμος μπροστά στη βαρβαρότητα και την απώλεια. Θα μου πεις, εδώ χάθηκαν ζωές κι εσύ ασχολείσαι με το «μαγαζάκι» σας; Εντάξει, τ’ ακούω. Όμως, ας αναρωτηθούμε: Αν οι δημοσιογράφοι, πριν το έγκλημα,  ασκούσαν το επάγγελμά τους σωστά, και στις τρεις περιπτώσεις, θα φτάναμε εδώ πού φτάσαμε;

«Hobson’s choice»: Επίλεξε ελεύθερα… αυτό που θέλει τ’ αφεντικό:

Στα τέλη του 16ου αιώνα, στο Κέμπριτζ της Αγγλίας, υπήρχε ένας μεγάλος στάβλος με περίπου 40 άλογα της εποχής των Τυδώρ. Ο στάβλος ανήκε σε κάποιον Tόμας Χόμπσον. Η ιδιοτροπία του συγκεκριμένου ιδιοκτήτη, διαδεδομένη σε όλη την περιοχή, ήταν ότι αν ήθελε κάποιος να νοικιάσει ένα από τα άλογά του, είχε μεν τη δυνατότητα της επιλογής, αρκεί αυτό να βρισκόταν όσο πιο κοντά γίνεται στην κεντρική πόρτα.

Αυτή η φαινομενικά παράλογη «ιδιαιτερότητα» του Χόμπσον είχε την εξήγησή της. Το σκεπτικό του, απλό και συμφεροντολογικό ταυτόχρονα, εδραζόταν στην άποψη ότι αν όλοι οι πελάτες μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα άλογά του, τότε πολύ γρήγορα αυτά θα «μπούκωναν» από την επαναλαμβανόμενη χρήση τους. Μια άλλη άποψη γύρω από το θέμα αναφέρει ότι εκείνο το οποίο «έκαιγε» τον Χόμπσον ήταν ο καθολικός έλεγχος του στάβλου– να κάνει εκείνος κουμάντο, μιας και ήταν ο μόνος που γνώριζε ποιο άλογο βρισκόταν δίπλα στην πόρτα κάθε στιγμή.

Όπως και να ‘χει, η πρακτική του Άγγλου σταβλάρχη χάρισε στους αγγλοσάξονες την έκφραση «Ηobson’s choice». Μια φράση που δηλώνει την «ελευθερία επιλογής» κάποιου σε μια διαδικασία με προαποφασισμένη κατάληξη.

Κάνοντας την αναγωγή στα της δημοσιογραφίας, συμπεραίνουμε ότι έχουμε τη δυνατότητα να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια ευρεία γκάμα τηλεοπτικών δικτύων. Μπορούμε να ενημερωθούμε από όποιον διαδικτυακό ενημερωτικό ιστότοπο ή από όποια εφημερίδα επιθυμούμε, αρκεί το Μέσο το οποίο θα επιλέξουμε να ευθυγραμμίζεται με τη συνέχιση του κεντρικού πολιτικοοικονομικού προσανατολισμού της άρχουσας τάξης.

Πρόκειται για την δημοσιογραφική παραλλαγή της, αποδιδόμενης στον «ηγέτη του αμερικανικού φασιστικού κινήματος» κατά τον Χίχτλερ, Χένρι Φορντ, φράσης: «Ο πελάτης μας μπορεί να(…) διαλέξει- το Model T- σε όποιο χρώμα θέλει, αρκεί να είναι μαύρο!»

Στην περίπτωσή μας, όσον αφορά την… απόχρωση των ειδήσεων μπορούμε να εκλάβουμε τα λόγια του μεγάλου επιχειρηματία κυριολεκτικά.

Η δημοσιογραφία και η «γραμμή»: Σε ένα απολυταρχικό κι ένα δημοκρατικό καθεστώς, έχουν όντως τόσες διαφορές;

Απάντηση στο ερώτημα έδωσε πριν μερικά χρόνια ο ακαδημαϊκός, συγγραφέας και ακτιβιστής Νόαμ Τσόμσκι, μιλώντας στη γαλλική «Le Monde». Σύμφωνα με τον σπουδαίο Αμερικανό διανοούμενο: «Όταν οι δημοσιογράφοι τίθενται υπό αμφισβήτηση απαντούν ευθύς αμέσως : “Κανείς δεν με πίεσε, μόνος μου γράφω ό,τι θέλω”.  Αληθεύει ! Μόνο που, εάν οι θέσεις τους ήταν αντίθετες προς την κυρίαρχη ιδεολογία, δεν θα τους επιτρεπόταν πλέον να αρθρογραφούν. Βεβαίως, ο κανόνας δεν είναι απόλυτος. Οποιοσδήποτε όμως δεν πληροί ορισμένα στοιχειώδη κριτήρια, δεν έχει καμία πιθανότητα, ως σχολιαστής της επικαιρότητας, να προσεγγίσει το ευρύτερο κοινό».

Στο σημείο αυτό ο καθηγητής στο Τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης, διαπίστωνε μία από τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ του προπαγανδιστικού συστήματος ενός απολυταρχικού κράτους και της διαδικασίας που ισχύει στις δημοκρατικές κοινωνίες. Όπως εξηγούσε: «Υπερβάλλοντας λίγο, στα απολυταρχικά καθεστώτα το κράτος αποφασίζει ποια είναι η γραμμή πλεύσης και οι υπόλοιποι οφείλουν, στη συνέχεια, να συμμορφωθούν. (…) Στις δημοκρατίες, η “γραμμή” ουδέποτε γίνεται αντιληπτή ως τέτοια, αλλά υπονοείται. Κατά μία έννοια πρόκειται για “πλύση εγκεφάλου σε καθεστώς ελευθερίας”. Ακόμη και οι “έντονες” δημόσιες αντιπαραθέσεις στα μεγάλα ΜΜΕ προσδιορίζονται από παραμέτρους για τις οποίες υφίσταται από τα πριν μία άτυπη συναίνεση και οι οποίες αφήνουν στο περιθώριο τις αντίθετες απόψεις».

 Επάγγελμα: Αυτοφωράκιας της εξουσίας- Πώς από «ενδιάμεσοι» των ισχυρών, οι δημοσιογράφοι καταλήγουν σε «εκτελεστές» συμβολαίων;

Ακριβώς εδώ βρίσκεται ο νοητικός πυρήνας της άποψης που θέλει τους δημοσιογράφους ως «ενδιάμεσους» διαύλους μεταφοράς προς τις «μάζες» επιλεγμένων στοιχείων και όχι ως αυτόνομα υποκείμενα που δρουν καταγράφοντας και αναλύοντας τα γεγονότα, μέσα πάντα από τη δική τους οπτική γωνία.

 Ο Μάικλ Πάουελ, τέως πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών των ΗΠΑ συνήθιζε να καυχιέται για την πληθώρα επιλογών ενημέρωσης που προσφέρει η εποχή μας. Με τα λόγια του: «Αντίθετα με τα όσα ακούγονται γύρω από τα ΜΜΕ, νομίζω ότι είναι τόσο πολλά που μας κατακλύζουν. (…) Με τη σημερινή ροή πληροφόρησης, τίποτα σημαντικό δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να το μάθουμε μέσα σε διάστημα είκοσι λεπτών. Αρκεί να επισκεφθώ την ιστοσελίδα του Google News για να επιλέξω μεταξύ τεσσάρων χιλιάδων πηγών ενημέρωσης. Η προοπτική που μου προσφέρεται είναι αρκετά συναρπαστική» («USC’s Annenberg  Online  Journalism Review»).

Πράγματι, ο Πάουελ είχε δίκιο. Η πληθώρα επιλογών ενημέρωσης είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της δυναμικής εισόδου του διαδικτύου στην καθημερινότητα δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Ωστόσο, εδώ προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα. Για παράδειγμα, πόσο διαφέρουν μεταξύ τους οι διαφορετικές  οπτικές πάνω σε μία είδηση; Σύμφωνα με το Nielsen-Net, το 2005, μεταξύ των ιστοσελίδων με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στις ΗΠΑ, δεκαεπτά συνδέονταν με τα «συστημικά» ΜΜΕ, αναπαράγοντας δηλαδή, «το μεγαλύτερο μέρος των διαδικτυακών περιεχομένων τους για εφημερίδες, περιοδικά ή τηλεοπτικούς σταθμούς».

Παρόλα αυτά, η επικράτηση της «γραμμής» των mainstream media και στον ηλεκτρονικό Τύπου δεν φτάνει για να εξηγήσει τη μετατροπή των μεγάλων ΜΜΕ ως αντηχείων της πλουραλιστικής πολιτικής μονοφωνίας. Κι ίσως εδώ να πρέπει να βάλουμε στη συζήτηση τον Οπένχαιμερ. Για να παραδεχθούμε μερικές αλήθειας για τον κλάδο.

Γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ: Το φιλμάκι πριν την ταινία και τα «μπραβιλίκια της Google»

Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο του αρθρογράφου και συγγραφέα, Γκρεγκ Μίτσελ, με τίτλο «Ατομική Συγκάλυψη: Δύο στρατιώτες των ΗΠΑ, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι και η σπουδαιότερη ταινία που δεν έγινε ποτέ».

Πρόκειται για ένα  βιβλίο, το οποίο διερευνά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν από τις Αρχές όσοι είχαν στη διάθεσή τους υλικό  ή ήταν αυτόπτες μάρτυρες της κτηνωδίας των βομβαρδισμών της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι στις 6 και 9 Αυγούστου 1945·καθώς και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε το κινηματογραφικό υλικό και οι σχετικές ανταποκρίσεις των δημοσιογράφων τις τελευταίες επτά δεκαετίες.

Το ρεπορτάζ έχει ο Γρεγκ Μίτσελ  μιλώντας στο Democracy Now και την Amy Goodman : Στις ΗΠΑ, λέει,  «έχουμε ακόμη σε ισχύ την πολιτική “first use”. Λέμε ποτέ ξανά δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε πυρηνικά όπλα, όμως οι Αμερικανοί ηγέτες, (…) τα Μέσα, (…) όλοι, υπερασπίζονται (…) τη διπλή χρήση της βόμβας (…) το 1945».

Ενώ, σχετικά με το έγχρωμο βίντεο που τραβήχτηκε μετά την ρίψη της βόμβας, ο Αμερικανός δημοσιογράφος αναφέρει ότι την κινηματογράφηση είχε αναλάβει ο Αμερικανικός Στρατός. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ, σύμφωνα πάντα με τον Μίτσελ, είναι ότι οι επιστήμονες στο Λος Άλαμος που κατασκεύασαν τη βόμβα, οι οποίοι πιθανότατα πίστευαν ότι προοριζόταν για τη Γερμανία, στην πραγματικότητα παρακολούθησαν σε ιδιωτική προβολή τα αποσπάσματα που κατείχε το Αμερικανικό Πεντάγωνο, βάσει των οποίων εξηγούταν τι μπορούσε να προκαλέσει η βόμβα.

Το φιλμ τράβηξαν δύο στρατιωτικοί, ο Daniel McGovern και ο Herber Sussan, οι οποίοι για χρόνια προσπαθούσαν να το προωθήσουν στο ευρύ κοινό κάτι που κατέστη τελικά δυνατό μόνο στις αρχές του αιώνα μας.

Αλλά, ακόμη κι όταν τα κατάφεραν, μέσω του Μίτσελ, τα εμπόδια δεν σταμάτησαν να υπάρχουν. Ο κολοσσός του διαδικτύου, η Google προειδοποίησε τον συγγραφέα ότι δεν μπορεί να επιτρέψει την ευρεία κυκλοφορία του βίντεο, εξαιτίας της «προωθούμενης βίας» που αυτό εμπεριέχει· επιχείρημα εντελώς αβάσιμο μιας και ο στόχος της προβολής του αποσπάσματος ήταν εντελώς ο αντίθετος.

Ο Γουίλφρεντ Μπέρτσετ και η «Ατομική Πανούκλα»

Έχοντας πάντα ως βάση το βιβλίο του Μίτσελ, αναζήτησα περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το θέμα και σε άλλες πηγές. Στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Άντριου Φίλιπς, «Χιροσίμα, αντίστροφη μέτρηση», συνάντησα μία από τις πιο φωτεινές περιπτώσεις μαχόμενου δημοσιογράφου.

Ο λόγος για τον Αυστραλό Wilfred Burchett, τον πρώτο δημοσιογράφο που κατάφερε να φτάσει στο απέραντο επίγειο νεκροταφείο της Χιροσίμα αψηφώντας τη σχετική απαγόρευση του Αμερικανικού Στρατού. Τα λόγια του έντυσαν με το πιο μελανό φόρεμα το σώμα της ανθρώπινης τραγωδίας.

«Πήγα σε ένα νοσοκομείο», έγραφε. «Οι άνθρωποι εκεί ήταν σε ποικίλες καταστάσεις σωματικής αποσύνθεσης, θα πέθαιναν όλοι. (…) Οι γιατροί δεν ήξεραν γιατί πέθαιναν. Το μόνο που μπορούσαν να διαγνώσουν ήταν οξεία έλλειψη βιταμινών. (…) Ξεκίνησαν τις ενέσεις βιταμινών. (…) Όπου- όμως- έβαζαν τη βελόνα η σάρκα σάπιζε. (…) Κάθισα σε ένα κομμάτι τσιμέντο που δεν είχε κονιορτοποιηθεί, με τη μικρή μου γραφομηχανή Ηermes, και οι πρώτες μου λέξεις ήταν: Γράφω αυτό ως προειδοποίηση για την Υφήλιο».

Ο Λόρενς της δολοφονημένης δημοσιογραφίας

Την ίδια ώρα που Burchett προειδοποιούσε την ανθρωπότητα για τα δεινά που προκαλούν οι πυρηνικές επιθέσεις, ένας άλλος ρεπόρτερ, ο William Laurence αφηγούταν τα πράγματα με τελείως διαφορετικό τρόπο.

Έχοντας εξασφαλίσει θέση στη μοίρα των αεροσκαφών που πραγματοποίησαν τον πυρηνικό βομβαρδισμό στο Ναγκασάκι, έγραφε ότι «όντας κοντά σ’ αυτό και παρακολουθώντας το καθώς διαμορφωνόταν σε ένα ζωντανό πράγμα τόσο εξαίσια σχηματισμένο που οποιοσδήποτε γλύπτης θα ήταν περήφανος αν το είχε δημιουργήσει, ένιωθε κανείς εαυτόν παρουσία του υπερφυσικού».

Στον αντίποδα των εκθειαστικών σχολίων του Laurence βρισκόταν το βίωμα της Τοσίκο Τανάκα, της εξάχρονης τότε μαθήτριας που βγήκε ζωντανή από τη φρίκη της Χιροσίμα. Μιλώντας το 2017 στο «News24/7», η Τανάκα περιέγραφε τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας στο ανθρώπινο σώμα σαν αποφλυωμένες ντομάτες. «Έχετε δει αποφλοιωμένες ντομάτες σε ζεστό νερό όταν κάνετε τη σαλάτα; Το ίδιο πράγμα συμβαίνει στο ανθρώπινο σώμα. Το δέρμα ξεφλουδίζει από τη θερμότητα. Κάθε φορά που βλέπω ντομάτες, ο εφιάλτης επανέρχεται στη μνήμη μου».

Στον Laurence και πάλι, ίσως σκεφτείτε πως πρόκειται για παράφρονα.

Απ’ την άλλη, μιας και ο γράφων δεν συμφωνεί με τη γραμμική ανάγνωση της Ιστορίας, ας ερευνήσουμε και μια άλλη άποψη. Όπως εκείνη που εξέφρασαν οι Amy  και David Goodman πριν μερικά χρόνια στο Democracy Now.

Σύμφωνα με τους δύο δημοσιογράφους, ο Αμερικανολιθουανός και βραβευμένος με Πούλιτζερ (1946)  ανταποκριτής, παράλληλα με τους NYTimes εργαζόταν και για το Υπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ. Γράφοντας δελτία τύπου και δηλώσεις για τον Πρόεδρο Τρούμαν και τον Γραμματέα Πολέμου, Στίμσον, παπαγάλιζε μέσα από τη στήλη του την επίσημη αμερικανική κυβερνητική γραμμή.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο David Woodman, ο οποίος από κοινού με την αδελφή του το 2005 ζήτησαν από το Δ.Σ των βραβείων Πούλιτζερ την αφαίρεση της διάκρισης από τον Laurence για τις ανταποκρίσεις του σχετικά με την ατομική βόμβα, την άνοιξη του 1945  μια αξιοσημείωτη συνάντηση έλαβε χώρα στα κεντρικά των NYTimes στην πλατεία Τάιμς της Νέας Υόρκης.

Ο Στρατηγός Leslie Groves, υπεύθυνος του προγράμματος Mανχάταν (κωδική ονομασία  του άκρως απόρρητου αγγλο-αμερικανικού προγράμματος παραγωγής πυρηνικών όπλων που αναπτύχθηκε στα τέλη του Β’ ΠΠ), συναντήθηκε με τον Arthur Sulzberger- εκδότη των NYTimes, τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας και  φυσικά τον ίδιο τον Laurence. Σ’ εκείνη την συνάντηση ο Laurence ρωτήθηκε αν ήταν διατεθειμένος να θέσει την πένα του στην υπηρεσία της «ευημερίας του αμερικανικού έθνους». Νομίζουμε, ο καθένας μπορεί να μαντέψει την απάντησή του…

Αλήτες- Ρουφιάνοι- Δημοσιοσχεσίτες

Υπάρχει αναλογία με την περίπτωση Λόρενς, διεθνώς, στη σύγχρονη εποχή, ρωτώ την κυρία Παπαδοπούλου. Ένα μάλλον αφελές ερώτημα, για το οποίο αρκούσαν μόνο τα παραδείγματα των «ενσωματωμένων» (embedded) δημοσιογράφων στον πόλεμο του Ιράκ, των «παπαγάλων» του Fox News  και των «spin doctors» για να διαπιστώσω πέραν πάσης αμφιβολίας πως δεν είναι λίγες οι φορές που η δημοσιογραφία βρέθηκε στην λάθος πλευρά της Ιστορίας.

Στην πρόσφατη ελληνική πραγματικότητα, προβεβλημένοι δημοσιογράφοι- τηλεσχολιαστές και Μέσα που άλλοτε απροκάλυπτα και άλλοτε κεκαλυμμένα παίζουν το κυβερνητικό έργο, όχι μόνο «ανέγνωσαν» με διαφορετική ματιά τα γεγονότα, αλλά διαστρέβλωσαν πλήρως και απόλυτα την ίδια την ουσία τους. Πάρτε για παράδειγμα τις πυρκαγιές στον Έβρο και την εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», η οποία στις 24/8/2023 κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο που έκανε λόγο για «Ουκρανοποίηση του Έβρου», μιλώντας ευθέως για «στρατηγική αντιπερισπασμού με φωτιές στην υπόλοιπη επικράτεια για να απασχολείται ο κρατικός μηχανισμός», παρότι υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. δήλωνε την ίδια περίοδο στην «Καθημερινή» πως η φωτιά στην Αλεξανδρούπολη προκλήθηκε από κεραυνό, αποκλείοντας παράλληλα την  ανάμειξη τρίτης χώρας και τον εμπρησμό με δόλο από μετανάστες.

Όμοια αφηγήματα παρήχθησαν και τις ημέρες των μεγάλων καταστροφών στη Θεσσαλία με πιο πρόσφατο αυτό της ιστοσελίδας «Ελλάδα 24», η οποία παρουσίασε τις σκηνές βίας μεταξύ πλημμυροπαθών και αστυνομίας στη Λάρισα ως «Επεισόδια αναρχικών έξω από το Συντονιστικό της Λάρισας». Κερασάκι στην τούρτα; Οι δηλώσεις της Ιωάννας Μάνδρου στον ΣΚΑΪ, στιγμές μετά τη δολοφονία Καρυώτη από μέλη του πληρώματος «Blue Horizon», με τη δημοσιογράφο να κρίνει ορθότερο για τους κατηγορούμενους να τραβήξουν τον 36χρονο Αντώνη μέσα στο πλοίο και να τον πλακώσουν στις κλωτσιές!

Γιατί δημοσιογραφούμε;

Το 2008, ο τυνησιακής καταγωγής Γάλλος δημοσιογράφος και επί δεκαπενταετίας διευθυντής της γαλλικής εφημερίδας «Le Monde Diplomatique», Σερζ Χαλιμί μίλησε στην «Καθημερινή» για την αδράνεια στην ηθική των ΜΜΕ. Σε μια απόλυτα ειλικρινή συζήτηση, ο διάδοχος τότε του Ιγνάσιο Ραμονέ στη «Μοnde» διαπίστωνε με πικρία πως ποτέ άλλοτε τα ΜΜΕ δεν εκπροσωπούσαν τόσα πιστά την άποψη εκείνων που τα διοικούν και όχι του εκλογικού σώματος. «Το 1958 σε κάποια κρίσιμα ευρωπαϊκά θέματα ο γαλλικός Τύπος αντικατόπτριζε τις απόψεις του λαού όπως φάνηκε από δημοσκοπήσεις, έρευνες και εκλογικά αποτελέσματα. Το 2005, το σύνολο των ΜΜΕ στήριζαν το ευρωπαϊκό σύνταγμα, αλλά τελικά οι Γάλλοι το καταψήφισαν σε δημοψήφισμα».

Το πιο σοκαριστικό όμως κομμάτι της τοποθέτησης του Χαλιμί αφορούσε την ανενδοίαστη παρέμβαση της εξουσίας (οικονομικής και πολιτικής) στη λειτουργία του Τύπου. «Στέκομαι στη φράση του διευθυντή του μεγάλου ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού της Γαλλίας TF1, Πατρίκ Λε Λε που δεν δίστασε να πει δημοσίως “Η δουλειά του καναλιού μας είναι να βοηθάμε τους διαφημιστές να πουλήσουν το προϊόν τους. Πουλάμε στην Coca Cola διαθέσιμο τηλεοπτικό χρόνο στον ανθρώπινο εγκέφαλο”». Κοντολογίς, κατέληγε ο Χαλιμί «όλα τα προγράμματα του σταθμού έχουν ως στόχο να κρατήσουν τον τηλεθεατή στη θέση του (και αρκετά υπνωτισμένο) ώστε να ‘’καταπιεί αμάσητη’’ τη διαφήμιση του αναψυκτικού και άλλων προϊόντων. Ζούμε στην εποχή όπου ο μεγαλοβιομήχανος του Τύπου δεν χρειάζεται να δίνει εντολές στους συντάκτες, διότι εκείνοι συμμορφώνονται από μόνοι τους».

Είναι ο σφιχτός εναγκαλισμός με την εκάστοτε πολιτική και οικονομική ελίτ ο κανόνας της σύγχρονης δημοσιογραφίας, απευθύνω το τελευταίο μου ερώτημα στην κυρία Παπαδοπούλου. «Ο σφιχτός εναγκαλισμός της με την εκάστοτε πολιτική και οικονομική ελίτ, η οικονομική εξάρτηση από την εξουσία και η συνακόλουθη αναπαραγωγή του κυρίαρχου αφηγήματος αποτελούν μία μόνο, τη χειρότερη, πτυχή αυτού του επαγγέλματος. Στον αντίποδα της δημοσιογραφίας που χειραγωγείται, υποκύπτει σε πολιτικές και εμπορικές πιέσεις, (αυτό-) λογοκρίνεται και κατασκευάζει χώρο για τη διασπορά ακροδεξιάς ρητορικής, υπάρχουν φωτεινά παραδείγματα ερευνητικών δημοσιογράφων που εξακολουθούν να βλέπουν την δουλειά τους ως λειτούργημα παραμένοντάς πιστοί στις αρχές και αξίες που υπαγορεύουν ως βασικό καθήκον τον έλεγχο της εξουσίας».

Ναι, για αυτό δημοσιογραφούμε.

 

*dkoulalis93@gmail.com

Σχετικά θέματα

Απόψεις