Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο «ιερός» ου-τόπος της Επιδαύρου — Περί ημιμάθειας και άλλων δεινών

Πολύς ο λόγος με αφορμή πρόσφατες παραστάσεις στην Επίδαυρο, όπως αυτές της πάντα προκλητικής Λένας Κιτσοπούλου (Σφήκες) ή του διεθνώς αναγνωρισμένου Φρανκ Κάστορφ (Μήδεια). Η έγκυρη κριτική κατέθεσε τις έστω και αντικρουόμενες σε κάποια σημεία εκτιμήσεις-αξιολογήσεις της. Το πρόβλημα είναι ότι μια παρα-κριτική ημιμάθεια απλώθηκε, ως είθισται, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από εκεί σε σκανδαλοθηρικά έντυπα ή τηλεοπτικές εκπομπές, η οποία, με αφορμή τις παραπάνω παραστάσεις, επανέφερε στο προσκήνιο θρησκευτικό-εθνικιστικά στερεότυπα και προκαταλήψεις περί ιερότητας και άλλα συναφή που θεωρούσαμε ότι τα είχαμε πλέον αφήσει πίσω.

Πολύς ο λόγος με αφορμή πρόσφατες παραστάσεις στην Επίδαυρο, όπως αυτές της πάντα προκλητικής Λένας Κιτσοπούλου (Σφήκες)  ή του διεθνώς αναγνωρισμένου Φρανκ Κάστορφ (Μήδεια). Η έγκυρη κριτική κατέθεσε τις έστω και αντικρουόμενες σε κάποια σημεία εκτιμήσεις-αξιολογήσεις της. Το πρόβλημα είναι ότι μια παρα-κριτική ημιμάθεια απλώθηκε, ως είθισται, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από εκεί σε σκανδαλοθηρικά έντυπα ή τηλεοπτικές εκπομπές, η οποία, με αφορμή τις παραπάνω παραστάσεις, επανέφερε στο προσκήνιο θρησκευτικό-εθνικιστικά στερεότυπα και προκαταλήψεις περί ιερότητας και άλλα συναφή που θεωρούσαμε ότι τα είχαμε πλέον αφήσει πίσω. Στερεότυπα που είναι απόρροια μιας επινοημένης παράδοσης γύρω από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, την οποία παραθεσμικά κέντρα συνεχίζουν να καλλιεργούν.

Δράττομαι της ευκαιρίας να σχολιάσω σύντομα το θρησκευτικό-εθνικιστικό  παραλήρημα, χρησιμοποιώντας, αναθεωρημένα και εμπλουτισμένα για την περίπτωση, κάποια αποσπάσματα παλαιότερου βιβλίου μου με τίτλο: Δυτικό ηγεμονικό «παράδειγμα» και διαπολιτισμικό θέατρο. Για την πρόσληψη του αρχαιοελληνικού δράματος στην Ελληνική και μη Δυτική Σκηνή, Παπαζήσης, Αθήνα, 2017.

 

Η Επίδαυρος νοείται ως «ετεροτοπία», ήτοι ως υπαρκτός ου-τόπος (M. Foucault, 2001: 1574-1575), αφού στη διαμορφωμένη εθνική συνείδηση είναι συναισθηματικά και συμβολικά φορτισμένη ως τόπος εκτός τόπου, και άρα εκτός χρόνου: με άλλα λόγια, πρόκειται για μια «ετεροτοπολογία» και «ετεροχρονία» (αυτόθι, 1575 & 1578), που σημαίνει αμφισβήτηση του τόπου, όπως αυτός θα έπρεπε να βιώνεται πραγματικά σήμερα, αλλά και αμφισβήτηση του τρόπου με τον οποίο  βιωνόταν πραγματικά στην αρχαία Ελλάδα, προκαλώντας έτσι ρήξη και με τον παραδοσιακό χρόνο, αφού χρονικά δεν τοποθετείται πουθενά. Διότι, τι υπήρξε για τους αρχαίους Έλληνες το ελληνιστικό αυτό θέατρο του 300 π.Χ. περίπου, συνορεύον με το ιερό του Ασκληπιού αν όχι τόπο  προοριζόμενο πρώτιστα να φιλοξενεί παραστάσεις πολιτιστικού–ψυχαγωγικού χαρακτήρα για τους προσκυνητές‐ασθενείς και τους συγγενείς τους, που επισκέπτονταν το Ασκληπιείο για θεραπεία;  Και πώς, αντίθετα, αντιλαμβάνονται οι σύγχρονοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης το Θέατρο της Επιδαύρου; Με το να το αναγάγουν σε σημαίνον που αποσπάται επιλεκτικά από το παρελθόν και τις συνάφειές του, ώστε να αποκτά σύγχρονα επιλεκτικά σημαινόμενα.

Η Επίδαυρος, στην πραγματικότητα έχει αναχθεί σε πολιτιστική παραπομπή, η οποία χωροθετεί τον ίδιο τον ελληνισμό και την εθνική υπόσταση. Το κρηπίδωμα εκείνο που ορίζει το ίδιο το έθνος και το διαχωρίζει από οτιδήποτε «ξένο» (πρβλ. Α. Λιάκος,  42005: 101). Με άλλα λόγια, ως ιδεολογικοποιημένο έδαφος, ανάγεται σε μικρογραφία ή συμπύκνωση εδαφικής περιοχής που ορίζει την εθνική ταυτότητα. Μια ταυτότητα που ακόμη και σήμερα αυτοσυστήνεται αμυντικά απέναντι σε αυτούς που συνιστούν δυναμική περιβάλλουσα πραγματικότητα, και κυρίως ξένους όπως οι Βούλγαροι Γκότσεφ, οι Ρώσοι Βασίλιεφ, οι Γερμανοί Λάνγκχοφ, οι Τούρκοι που εισάγει στην ορχήστρα της ο Τερζόπουλος, οι Κάστορφ ή διάφοροι βέβηλοι Έλληνες σκηνοθέτες, επιρρεπείς σε αλλότρια ήθη.  Δηλαδή αυτοί που προβάλλουν ταυτότητες οι οποίες αντίκεινται στον «εθνοτικό μονοθεϊσμό», ταυτότητες που «απειλούν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά [στο εθνικό αφήγημα και] θα αντιμετωπιστούν ως υποδεέστερες, συχνά μάλιστα και ως εξοβελιστέες μορφές» (Κ. Τσουκαλάς, 2010: 54). Το διακύβευμα, εντέλει, είναι ο κίνδυνος αποδιάρθρωσης των αξιακών ορίων και διαχωριστικών γραμμών με αποτέλεσμα υβριδικές και μεταιχμιακές μορφές να θεωρούνται ως «διαταρακτικά, ανοίκεια, ακατάτακτα και αποκρουστικά “βδελύγματα” που ανατρέπουν την τάξη των νοημάτων» (αυτόθι: 69).

Συγχρόνως, η Επίδαυρος νοείται ως «ιερότητα», καθώς το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου δεν διαφοροποιείται από τα άλλα αρχαία μνημεία και τέχνεργα, υλικά σημαίνοντα της συνέχειας κλασικής Ελλάδας και νέας, που επιπλέον ενδύονται θρησκευτικών σημασιοδοτήσεων.

Η αποκατάσταση του Βυζαντίου κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ως αναγκαίου κρίκου της γραμμικής συνέχειας του έθνους, εισήγαγε στον εθνικό λόγο τη χριστιανικής αντίληψης ιερότητα των μνημείων, επιβεβαιώνοντας στην πράξη «τους στενούς δεσμούς και τη συγγένεια μεταξύ θρησκείας και εθνικισμού» που ειδικά στην Ελλάδα παρουσιάζεται με τη μορφή μιας «συγκρητικής σύμμειξης θρησκευτικών και εθνικιστικών στοιχείων» (Γ. Χαμηλάκης, 2012:112). Η ιερότητα της Επιδαύρου και η «βεβήλωσή της» από σκηνοθέτες (με αποκορύφωμα την κραυγή «μην πατάτε τη θυμέλη» στην παράσταση των Περσών του «Βούλγαρου» Dimiter Gotscheff το 2009) ‒και που δημιουργεί απόηχους ακόμη και σήμερα σε πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές και φυλλάδες με τον γνωστό μανδύα σοβαροφάνειας‒ αναπαράγει απλώς τη θρησκευτικής προέλευσης εθνική ρητορική «περί καθαρότητας» των αρχαιοτήτων και «μόλυνσής» της από ξένα σώματα που επισημαίνει ο Γ. Χαμηλάκης με αφορμή την αφαίρεση μετακλασικών μνημείων από τις αρχαιότητες (2012: 115). Μια ρητορική η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση των Περσών, στηρίζεται σε επινοημένη παράδοση και ψευδή τεκμήρια, σε συνδυασμό με την καταγωγή του (αν και πολιτογραφημένου Γερμανού) Βούλγαρου σκηνοθέτη. Έτσι, η κραυγή «μην πατάτε τη θυμέλη», που ακούστηκε στη συγκεκριμένη παράσταση, αναπαράχθηκε έκτοτε από τον Τύπο, σχολιάστηκε από δημοσιογράφους και «τεκμηριώθηκε» με αναφορές στον διαχρονικό σεβασμό όλων των Ελλήνων σκηνοθετών και ηθοποιών προς τον ιερό «βωμό» από έγκυρους κριτικούς (όπως ο και αρχαιοελληνιστής Κ. Γεωργουσόπουλος) σε άρθρα ή τηλεοπτικά αφιερώματα (βλ., για παράδειγμα, το «Παρασκήνιο», του Λάκη Παπαστάθη, για την Ιερότητα της Επιδαύρου, 2009) και επανήλθε δριμύτερη σήμερα επικυρώνοντας την εθνικιστική ημιμάθεια. Κυρίως με το επιχείρημα ότι οι παλαιοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί σέβονταν τη «θυμέλη».  

Η επινόηση τόσο του σεβασμού όσο και της αυταπόδεικτης «ιερότητας» της θυμέλης διαψεύδονται ωστόσο αν κανείς παρακολουθήσει βιντεοσκοπημένες παραστάσεις παλαιότερων εποχών όπως τον Οιδίποδα επί Κολωνώ στην Επίδαυρο το 1976, σε σκηνοθεσία και ερμηνεία του Αλέξη Μινωτή, όπου είναι ορατή η πλειστάκις καταπάτηση της θυμέλης από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή-σκηνοθέτη ή τον Χορό. Ταυτόχρονα, είναι γνωστές οι έγκυρες και ικανά τεκμηριωμένες επιφυλάξεις αρχαιολόγων ως προς το κατά πόσο η επιδαύρεια θυμέλη είναι διασωθείσα βάση βωμού ή, αντίθετα, ένα απλό αρχιτεκτονικό στοιχείο του θεάτρου, στερούμενο της οιασδήποτε «ιερότητας» (Σ. Γώγος, 2004:34 & Σ. Γώγος-Κ. Πετράκου, 2012: 162).

Με το ανωτέρω παράδειγμα μπορούμε να μιλάμε, επομένως, για προσπάθεια δημιουργίας μιας επινοημένης παράδοσης (όπως την εννοεί ο Eric Hobsbawm, 2004), προερχόμενης από παραθεσμικούς πολιτισμικούς φορείς που, ωστόσο, διαθέτουν δύναμη πειθούς και επιβολής σε ομάδες κοινού, διαιωνίζοντας την θρησκευτικο-εθνικιστική ρητορική μέσω των παραστάσεων αρχαίου δράματος.

Άλλωστε, η δύναμη ή καλύτερα η σκόπιμη καλλιέργεια της «επινοημένης παράδοσης» είναι τέτοια ώστε να οδηγεί στην αμάθεια, σε βαθμό που πολλοί να υπονοούν ‒και ακόμη περισσότεροι να πιστεύουν (όπως διάβασα πρόσφατα στο διαδίκτυο)‒ ότι οι αρχαίοι κλασικοί ποιητές ανέβαζαν οι ίδιοι τα έργα τους στην Επίδαυρο!  

Αγνοώντας ότι το αρχαίο αυτό θέατρο ελληνιστικής εποχής χτίστηκε τουλάχιστον έναν αιώνα μετά τον θάνατο του νεότερου εξ αυτών.

 

Αναφορές

 

–Foucault, Michel (2001), “Des Espaces autres”, Dits et écrits, II. 1976-198 8, Éditions Gallimard, Paris, σ. 1571-1581.

–Hobsbawm, Eric (2004), «Εισαγωγή: Επινοώντας παραδόσεις», στο: Eric Hobsbawm – Terence Ranger (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης, μετ. Θανάσης Αθανασίου, Θεμέλιο, Αθήνα, σ. 9-24.

–Γώγος, Σάββας – Κυριακή Πετράκου (2012), Λεξικό του Αρχαίου Θεάτρου. Όροι – Έννοιες – Πρόσωπα, Μίλητος, Αθήνα.

–Γώγος, Σάββας (2004), «Ο αρχαιολογικός χώρος του θεάτρου», στο: Κ. Γεωργουσόπουλος – Σ. Γώγος, κ.ά., Επίδαυρος. Το αρχαίο θέατρο, οι Παραστάσεις, Μίλητος, Αθήνα, σ. 21-95.

–Λιάκος, Αντώνης (42005), Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο; Πόλις, Αθήνα.

–Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος (2010), Η επινόηση της ετερότητας. «Ταυτότητες» και «Διαφορές» στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Καστανιώτης, Αθήνα.

–Χαμηλάκης, Γιάννης (2012), Το έθνος και τα ερείπιά του. Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, μετ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα.

 

 

Απόψεις