Στις 13 Οκτωβρίου 2016 πέθανε σε ηλικία 90 ετών, ο Ντάριο Φο, θρύλος στο χώρο του στρατευμένου Θεάτρου.
Γεννήθηκε στο Λεγκιούνο-Σαντζιάνο, στην επαρχία του Βαρέζε, κοντά στην ανατολική πλευρά της Λάγκο Ματζιόρε, στις 24 Μαρτίου 1926. Ο πατέρας του Φελίτσε ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά κατοικία λόγω των μεταθέσεων του. Ο Φελίτσε ήταν σοσιαλιστής και ερασιτέχνης ηθοποιός. Ο Ντάριο Φο έμαθε την τέχνη της διήγησης απ’ την γιαγιά του και από Λομβαρδούς ψαράδες και φυσητές γυαλιού.
Ο Φο ενσάρκωνε ένα θέατρο ταυτόχρονα λαϊκό και στρατευμένο, που τοποθετείται ηθελημένα εκτός συστήματος, ένα πραγματικά ελεύθερο και ανεξάρτητο θέατρο. Για πολλά χρόνια ήταν ανεπιθύμητος σε πολλές χώρες και οι ΗΠΑ για χρόνια δεν του επέτρεπαν την είσοδο. Στις μέρες μας θεωρείται ο διασημότερος πολιτικός σχολιαστής και οι παραστάσεις των έργων του ξεπερνούν σε συχνότητα πολλούς άλλους μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς. Το έργο του χαρακτηρίζεται ως: «μια μαστιγωτική, τραγικής υφής καταγγελία των συνθηκών ζωής της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ως ένα ρωμαλέο, καθαρά και άμεσα προοδευτικό, λαϊκό και αγωνιστικό θέατρο». Ο υπέροχος αυτός Ιταλός παραμυθάς και θεατράνθρωπος πίστευε πως «ό,τι μας έχει γίνει κατά καιρούς βραχνάς και φόβητρο στη ζωή από την εξουσία, είναι γιατί δεν γελάσαμε όσο πρέπει με τα χάλια της…. Η εξουσία φοβάται όποιον ανεβάζει στη σκηνή το σκοτεινό της πρόσωπο και καλά κάνει. «Ενα δυνατό γέλιο, τη σωστή στιγμή, μπορεί πράγματι να τους θάψει όλους».
Από το 1952, ο Ντάριο Φο, μαζί με τη γυναίκα του ηθοποιό Φράνκα Ράμε, έγραφε, σκηνοθετούσε και ερμήνευε, στο δικό του θέατρο, και την τηλεόραση, αμέτρητα θεατρικά έργα και μικρά σατιρικά κείμενα. Το Σεπτέμβρη του 1997, καταξιωμένος πια σε όλο τον κόσμο, πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, από τη Σουηδική Ακαδημία, με μια σπάνια και πολυσήμαντη αιτιολογία: «Το βραβείο Νόμπελ, απονέμεται στο Ντάριο Φο, γιατί, μαζί με τη Φράνκα Ράμε, ηθοποιό και συγγραφέα, συνεχίζοντας την παράδοση των μεσαιωνικών giullari, περιγελά και καυτηριάζει την εξουσία, αποκαθιστώντας έτσι την αξιοπρέπεια των καταπιεσμένων ταπεινών ανθρώπων…».
Απόφαση που, όπως είπε ο ίδιος στην ομιλία του, προκάλεσε αναταραχή, τόσο στους κύκλους του Πάπα, όσο και στους ιταλικούς κύκλους των «εκλεκτών». Η ομιλία του Ντάριο Φο συνοδευόταν από 25 σκίτσα του, γιατί «μ’ αυτό μου δίνεται η ευκαιρία να αυτοσχεδιάσω, να εξασκήσω την φαντασία μου και να σας αναγκάσω να χρησιμοποιήσετε και τη δική σας φαντασία…». Η ομιλία του ενώπιον της Σουηδικής Ακαδημίας, δεν ήταν μια τυπική ομιλία παραλαβής ενός βραβείου. Ήταν ουσιαστικά μια θεατρική παράσταση που περιλάμβανε καλαμπούρια, κίνηση, παντομίμα, αφήγηση.
Ο Ντάριο Φο και πριν και μετά το Νόμπελ διατηρούσε μια ολόφρεσκη ματιά και επιθυμία να οργανώνει, με όπλο του τη σάτιρα, την ειρωνεία και τη χρήση του παράδοξου στη θεατρική του γλώσσα, την υγιή αντίδραση του κοινού αισθήματος απέναντι σε ό,τι το καταπιέζει. Εάν θυμηθούμε τους τίτλους από τα έργα του θα δούμε πόσες φορές μας έχει καθρεφτίσει… «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω», «Κλέψε λιγότερο», «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», «Η μεγάλη Παντομίμα», κ.λπ.
«Σε όλη την ζωή μου» -έλεγε- «δεν έγραψα ποτέ κάτι μόνο και μόνο για να διασκεδάσω (τους θεατές). Πάντα προσπάθησα να βάλω μέσα στα γραπτά μου αυτή την ρωγμή την ικανή να θέσει σε κρίση τις σιγουριές (βεβαιότητες), να θέσω υπό αμφισβήτηση τις απόψεις, να ανοίξω λίγο τα μυαλά. Ολα τα άλλα, η ομορφιά για την ομορφιά, δεν με ενδιαφέρουν. Το σταμάτημα της εξάπλωσης της γνώσης είναι ένα εργαλείο ελέγχου για την εξουσία γιατί το να γνωρίζεις είναι να ξέρεις να διαβάζεις, να ερμηνεύεις, να ελέγχεις προσωπικά και να μην εμπιστεύεσαι σε αυτά που σου λένε».