Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η δίκη των επτά κομμουνιστών φαντάρων του Καλπακίου

Στις 28 Νοέμβρη 1930, στα πλαίσια της κατατρομοκράτησης των φαντάρων και του λαού, ξεκινά στο Στρατοδικείο Ιωαννίνων η δίκη 7 κομμουνιστών φαντάρων του Καλπακίου, με την κατηγορία της «βιαιοπραγίας κατ’ ανωτέρου, ανυποταξία, εξύβριση» κλπ.

Εξω από το Καλπάκι, περίπου 30 χλμ. από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, τον Αύγουστο του 1924 εγκαταστάθηκε ο Πειθαρχικός Ουλαμός Καλπακίου, μια στρατιωτική μονάδα με αποστολή τον «σωφρονισμό» των απείθαρχων (ένα από τα δύο κολαστήρια –μαζί με της Μαρμάρως — όπου έστελναν τους στρατευμένους νέους κομμουνιστές για να τους εξοντώσουν ψυχικά και σωματικά).

Πολύ σύντομα, στο Καλπάκι άρχισαν να στέλνονται και κομμουνιστές φαντάροι και ναύτες, μέλη και στελέχη της ΟΚΝΕ και του ΚΚΕ, για να «αναμορφωθούν» — να τσακιστούν δηλαδή σωματικά και ψυχικά. Γι’ αυτό και ο Πειθαρχικός Ουλαμός Καλπακίου ονομάστηκε «τάφος των ζωντανών».

Από το Καλπάκι πέρασαν εκατοντάδες κομμουνιστές στρατιώτες. Ανάμεσά τους ο Θανάσης Κλάρας (Αρης Βελουχιώτης), ο Κώστας Καραγιώργης (μετέπειτα μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ), ο Δημήτρης Βλαντάς (μετέπειτα μέλος του ΠΓ της ΚΕ), ο Κώστας Γαμβέτας (μετέπειτα μέλος της ΚΕ) και άλλοι.

Οι κομμουνιστές στρατευμένοι, μέλη της ΟΚΝΕ, οργάνωναν τον αγώνα μέσα στα στρατόπεδα για την καλυτέρευση του συσσιτίου, για την αύξηση του μισθού του φαντάρου, για βελτίωση της κατάστασης στους στρατώνες, για κατάργηση των πειθαρχικών ποινών, ενάντια στον αυταρχισμό, στις αυθαιρεσίες κ.ά. Ταυτόχρονα, διαπαιδαγωγούσαν ταξικά τους φτωχούς φαντάρους να μπορούν να ξεχωρίζουν τα συμφέροντά τους, που είναι αντίθετα με αυτά της αστικής τάξης και σε συνθήκες πολέμου και σε συνθήκες «ειρήνης», να μην παρασύρονται από τα καλέσματα της «εθνικής ομοψυχίας», να μην ταυτίζονται με τα αστικά σχέδια εμπλοκής σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις.

Το αστικό κράτος φυσικά δεν θα μπορούσε να μη λάβει τα μέτρα του ενάντια στη δράση των κομμουνιστών. Συνολικά, άλλωστε, την ίδια περίοδο, το αστικό κράτος λάμβανε νομοθετικά – κατασταλτικά μέτρα ενάντια στο ΚΚΕ, όπως για παράδειγμα, το 1927, συστάθηκαν η Επιτροπή «για την καταπολέμηση του κομμουνισμού εις τα σχολεία» και η «Επιτροπή καταπολέμησης του κομμουνισμού», που σαν πρώτο μέτρο αποφάσισε την «εκκαθάριση των δημόσιων υπηρεσιών από τα κομμουνιστικά στοιχεία». Ενα χρόνο μετά, ψηφίστηκε το περιβόητο «Ιδιώνυμο», βάσει του οποίου διώχτηκαν, φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν χιλιάδες κομμουνιστές και αγωνιστές.

Το Καλπάκι υπήρξε τμήμα αυτού του κατασταλτικού μηχανισμού. Αρχικά εκεί στέλνονταν οι «απλώς απείθαρχοι», γρήγορα όμως, τουλάχιστον απ’ την επόμενη χρονιά, άρχισαν να εξορίζονται εκεί κομμουνιστές στρατευμένοι.

Ο Πειθαρχικός Ουλαμός στην πραγματικότητα ήταν ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας και ταυτόχρονα βασανισμού.

Σκίτσο του Καλπακίου

Στις 28 Νοέμβρη 1930, στα πλαίσια της κατατρομοκράτησης των φαντάρων και του λαού, ξεκινά στο Στρατοδικείο Ιωαννίνων η δίκη 7 κομμουνιστών φαντάρων του Καλπακίου, με την κατηγορία της «βιαιοπραγίας κατ’ ανωτέρου, ανυποταξία, εξύβριση» κλπ.

Αφορμή για να σκηνοθετηθεί η κατηγορία αποτέλεσε το εξής επεισόδιο: Την 1η του Σεπτέμβρη του 1930, ο τότε διοικητής του Πειθαρχικού Ουλαμού, ο ανθυπολοχαγός Φατούρος, αμέσως μετά το φαγητό κάλεσε τους «πειθαρχούμενους» φαντάρους να πάνε στη δουλειά. Οι φαντάροι αρνήθηκαν να δουλέψουν παραπάνω από 4 ώρες τη μέρα, αρνήθηκαν να εξοντωθούν. Τότε, ο διοικητής του Καλπακίου επιτέθηκε σ’ έναν απ’ αυτούς, τον Δημήτρη Βλαντά που διαμαρτυρήθηκε έντονα και ο Φατούρος τον έκλεισε στο μπουντρούμι. Οι υπόλοιποι φαντάροι διαμαρτυρήθηκαν, αρνήθηκαν να πάνε για δουλειά και απαίτησαν την αποφυλάκισή του Δ. Βλαντά, η διοίκηση απάντησε με επίθεση στους φαντάρους, ακολούθησε μια συμπλοκή ανάμεσα στους «πειθαρχούμενους» φαντάρους και τους ένοπλους φρουρούς τους. Η διοίκηση προχώρησε στη προφυλάκιση άλλων έξι κομμουνιστών φαντάρων, των Μάρκο Μαρκοβίτη, Γιάννη Πανούση, Σ. Τσακίρη, Αργύρη Αδαμόπουλου, Κώστα Γαμβέτα και Βασίλη Κορδέλη.

Οι 7 φαντάροι του Καλπακίου φυλακίστηκαν στις φυλακές Ακραίου και δικάστηκαν στις 29 Νοέμβρη 1930, κατηγορούμενοι «επί ανυποταξία και βιοπραγία κατ’ ανωτέρου εκ προμελέτης».

Το Στρατοδικείο Ιωαννίνων τους καταδίκασε στις εξής ποινές: Οι Μάρκος Μαρκοβίτης και Γιάννης Πανούσης καταδικάστηκαν σε θάνατο. Οι Δημήτρης Βλαντάς και Κώστας Γαμβέτας σε ισόβια δεσμά. Οι Αργύρης Αδαμόπουλος και Σ. Τσακίρης σε 7 χρόνια φυλακή και ο Βασίλης Κορδέλης σε φυλάκιση 2 ετών.

Σε μπροσούρα της Εργατικής Βοήθειας, με τον τίτλο «Καλπάκι – Κόλαση» καταγράφονται και παραθέτουμε μερικές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες από τη σκηνοθετημένη δίκη:

Ο Πανούσης ρωτάει τον Φατούρο: «Είναι αλήθεια, μάρτυς, ναι ή όχι, πως όταν ήρθα γεμάτος ψείρες από τα διάφορα… καθαρά κρατητήρια της πατρίδας και σου ζήτησα να πλυθώ, με έδιωξες στη δουλειά με βρισιές και με ξύλο;»

Πρόεδρος: «Τέτοιοι που είσαστε καλά να πάθετε. Να βρωμίσετε στις ψείρες».

Ο Πανούσης απαντάει ατάραχος: «Τα ανθρωπιστικά σας αισθήματα κ. Πρόεδρε μας συγκινούν ιδιαιτέρως!».

Ο Αδαμόπουλος ρωτάει επίσης: «Αφού, όπως λέτε, μάρτυς δεν σας χτύπησα, γιατί εσείς με χτυπήσατε άνανδρα στο δένδρο, αφου με δέσατε προηγουμένως;»

Ο Φατούρος απαντάει κυνικά: « Ναι σε χτύπησα κατ’ αυτόν τον τρόπο».

Αδαμόπουλος: «Ο Φατούρος κύριοι δικαστές ήθελε να μας ξεκάνει. Αυτό αποδείχνεται μόνο του».

Γερολυμάτος (ταγματάρχης δικαστής): «Τι δουλειά κάνεις μωρέ;»

Αδαμόπουλος: «Καθηγητής της Θεολογίας στο Γυμνάσιο Εδέσσης».

Γερολυμάτος: «Είσαι κομμουνιστής;»

Αδαμόπουλος: «Δεν ήμουν κομμουνιστής όταν πήγα στο στρατό, μα η χτηνωδία του μιλιταρισμού, ο κανιβαλισμός του Καλπακίου, μ’ έκαναν να δω την αλήθεια και έγινα κομμουνιστής. Ναι, είμαι κομμουνιστής και το θεωρώ μεγάλη μου τιμή αυτό».

Ενας στρατοδίκης, ο Φαναριώτης, λέει στον Αδαμόπουλο: «Εγώ τότε θα σου έκοβα τα χέρια όχι μόνο δέσιμο σε δέντρο».

Ο Βλαντάς ρωτάει: «Επειδή ο λόγος περί καλοπέρασης και νουθεσίας. Είναι αλήθεια, μάρτυς, ότι με χτυπήσατε όταν πρωτόρθα στο Καλπάκι με τρεις σκοπούς; Μήπως για νουθεσία; Είναι αλήθεια ότι από την καλοπέραση δύο μας σύντροφοι, ο σ. Γαζέπης πήρε αναβολή για να μην πεθάνει στο Καλπάκι από διπλή πλευρίτιδα και ο σ. Παπαγγέλου από φθίση, από την υγρασία επειδή μας είχες και κοιμόμαστε κάτω από τρύπιες σκηνές με βρεμένες κουβέρτες σαν σεντόνια, αναγκάζοντάς τους να δουλεύουν με πυρετό 40; Είναι αλήθεια πως ο στρατιώτης Χριστόπουλος ήταν άρρωστος και δέθηκε στο δέντρο για να… γίνει καλά;».

Η δίκη έγινε κρυφά και οι αποφάσεις πάρθηκαν γρήγορα αφού οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να απολογηθούν με ένα «ναι» ή με ένα «όχι», όπως τους διέταξαν οι στρατοδίκες, οι οποίοι έγραψαν πάνω σ’ ένα χαρτί: Οι Μαρκοβίτης και Πανούοης καταδικάζονται σε θάνατο. Ο Γαμβέτας ισόβια, 3 με 15 χρόνια φυλακή, ένας σε 2 χρόνια και όλοι μαζί από 5 χρόνια για εξύβριση του διοικητή της φυλακής Ακραίου. Άλλα 8 χρόνια χωριστά καταδικάστηκε ο Μαρκοβίτης για εξύβριση του δικαστηρίου.

Ο τάφος των ζωντανών έπρεπε να αρχίσει να γίνεται και ο τάφος των δολοφονημένων.

Την ώρα που διαβαζόταν η απόφαση, τη στιγμή που έφτασαν στο σημείο της καταδίκης των δύο συντρόφων σε θάνατο, οι κομμουνιστές φαντάροι με θάρρος απάντησαν τραγουδώντας τον «Υμνο της Διεθνούς». Εγραψε αργότερα ο Μάρκος Μαρκοβίτης:

«Θάνατος; Ε ναι, λοιπόν! Κι εμείς:

Εμπρός της γης οι κολασμένοι
της πείνας σκλάβοι εμπρός – εμπρός…

Το τραγούδι μας ήταν εγερτήριο. Από την στενάχωρη αίθουσα του στρατοδικείου που το τραγουδήσαμε πέρασε χώρες και χωριά». («Πρωτοπόροι», 1-1931).

Η δημοσιοποίηση της απόφασης του Στρατοδικείου προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Οι εργατικές οργανώσεις, οι φοιτητές απάντησαν με συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες. Διανοούμενοι όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Δημήτρης Γληνός, ο Νίκος Καζαντζάκης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Λιλίκα Νάκου, ο Νίκος Κατηφόρης, ο Κώστας Παρορίτης, ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, ο Κώστας Βάρναλης και άλλοι υπέγραψαν έκκληση για τη σωτηρία των 7 φαντάρων και για την κατάργηση του Καλπακίου.

Οι αντιδράσεις ξεπέρασαν τα σύνορα της χώρας. Η Κομμουνιστική Διεθνής Νέων, η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία εξέδωσαν ανακοινώσεις, με τις οποίες καλούσαν σε οργάνωση αγώνων για να εμποδιστεί η δολοφονία των επαναστατών φαντάρων. Στη Νέα Υόρκη και τη Μασσαλία, οι Ελληνες εργάτες οργάνωσαν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Ακόμα, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν υπέγραψε επιστολή διαμαρτυρίας στον Ελ. Βενιζέλο.

O τελευταίος, απαντώντας σε Επερώτηση σχετικά με το Καλπάκι στη Βουλή, αρνήθηκε τα όσα συνέβαιναν εκεί και σημείωσε:

«Εχομεν (…) έναν πειθαρχικόν ουλαμόν τον οποίον θα διατηρήσωμεν και αν ακόμη πρόκειται να πέσωμεν εις την Βουλήν».

Αναφερόμενος, δε, στην επιστολή του Αϊνστάιν είπε:

«Η απάντησίς μου ήτο να μη δώσω καμμίαν απάντησιν. (…) Δεν έρχεται να μας ερωτήση αν είναι αληθή τα διαδιδόμενα»Ριζοσπάστης», 17-12-1930).

«Αν πέσουμε, θα πέσουμε τίμια, ταξικά τίμια, σαν επαναστάτες»

Μέχρι και τις 12 Γενάρη του 1931, όταν και δικάστηκε η έφεση των «7» στο αναθεωρητικό στρατοδικείο στην Αθήνα, οι κομμουνιστές φαντάροι απευθύνθηκαν με επιστολές τους στην εργατική τάξη. Σε μια απ’ αυτές, με ημερομηνία 7 Δεκέμβρη 1930, γραμμένη στο Τμήμα Μεταγωγών, έγραφαν:

«Το κράτος των εκμεταλλευτών με τα όργανά του φαντάστηκε πως θα μπορούσε να λυγίσει την επαναστατικότητά μας, πως θα τσάκιζε ηθικά και σωματικά τους νέους κομμουνιστές (…) στο κάτεργο του Καλπακιού. Μα οι δοκιμασίες (…) όχι μόνο δεν μας κλόνισαν, αλλά μας εμψυχώσανε με το πιο θανάσιμο ταξικό μίσος, μας ατσάλωσαν την ταξική μας συνείδηση. (…) Η εξοντωτική τους διάθεση δεν μας τρομάζει. (…) Προβάλλει επιταχτικό το καθήκο σε κάθε εργάτη, αγρότη, φαντάρο και ναύτη, σε κάθε εκμεταλλευόμενο να πυκνώσει τις γραμμές του ΚΚ και με εκατονταπλασιασμένες τις δυνάμεις να σαρώσουμε κάθε φασιστικό μέτρο, να βαδίσουμε στο γκρέμισμα του καπιταλισμού, στην προλεταριακή επανάσταση (…)»Ριζοσπάστης», 9-12-1930).

Μερικές μέρες μετά, έλεγαν στον αντιπρόσωπο της Εργατικής Βοήθειας που τους επισκέφθηκε:

«(…) Δεν πιστεύουμε στην αστική δικαιοσύνη, ούτε περιμένουμε το δίκιο απ’ αυτή. Μόνο η απάντηση της εργατικής τάξης, η πάλη των μαζών θα σταματήσει το χέρι του δημίου και θα ανακόψει το κύμα της τρομοκρατίας που εξαπολύθηκε σ’ όλη την Ελλάδα. Σαν και μας πόσοι άλλοι σύντροφοι μένουν στις φυλακές. (…) Διακηρύξτε στην εργατική τάξη πως τα κεφάλια μας δεν τα λογαριάζουμε καθόλου. Ας πέσουμε, γιατί αν γίνει αυτό, θα πέσουμε τίμια, ταξικά τίμια, σαν επαναστάτες κομμουνιστές που κάναμε το καθήκο μας»Ριζοσπάστης», 20-12-1930).

Χάρη στην πάλη του λαού και την παγκόσμια κατακραυγή η κυβέρνηση Βενιζέλου αναγκάστηκε να δηλώσει πως δε θα γίνει η εκτέλεση πριν εκδικαστεί η έφεση των καταδικασθέντων. Αντικαταστάθηκε ο βασανιστής του Καλπακίου Φατούρος και στις 12 του Γενάρη 1931 άρχισε στην Αθήνα η αναθεώρηση της δίκης των 7 φαντάρων που κράτησε 5 μέρες.

Κι ενώ οι στρατοδίκες του αναθεωρητικού δικαστηρίου επί 5 ολόκληρες μέρες κρατούσαν στα χέρια τους απειλητικά «τη μαρμάρινη πλάκα που προορίστηκε από το στρατοδικείο Ιωαννίνων να σκεπάσει τον τάφο του Μαρκοβίτη και Πανούση», οι εργαζόμενοι, οι φοιτητές και οι διανοούμενοι όλης της χώρας, βρισκόταν στο πόδι για τη σωτηρία τους.

Η περιγράφει τα γεγονότα και το κλίμα της δίκης:

«Η αίθουσα του στρατοδικείου στην οδό Ακαδημίας κοντά στο Σύνταγμα», γράφει η Αύρα Παρτσαλίδου, «ήταν ασφυκτικά γεμάτη, απ’ έξω πλήθος κόσμου. Θυμάμαι τι εντύπωση μας έκανε όταν, με τα πολλά, καταφέραμε μερικοί νεολαίοι να τρυπώσουμε και μεις μέσα.

Στην έδρα όλοι ήταν ντυμένοι στο χακί. Για πρώτη φορά βλέπαμε στρατοδικείο. Οι στρατοδίκες κοίταζαν εντυπωσιασμένοι το φαντάρο, που ανεβασμένος στο βήμα μπροστά τους, απολογιότανε, με νεανική ορμή και άφθαστη άνεση, λες και μιλούσε σε καμιά συγκέντρωση. Η καμπανιστή, δροσερή φωνή του γέμισε την αίθουσα, όπου βασίλευε άκρα σιωπή.

 Στη διάρκεια της δίκης έριξε το Κόμμα το σύνθημα για εκδήλωση μπροστά στο στρατοδικείο. Στο Πανεπιστήμιο η αστυνομία χτύπησε τη διαδήλωση που ανέβαινε στην οδό Ακαδημίας. Έπεσε άγριο ξύλο, γίνηκαν συλλήψεις. Σε μια στιγμή μια ομάδα αστυφύλακες έριξε κάτω το σημαιοφόρο και η σημαία του Κόμματος σερνόταν στη γη. Πετάχτηκε στη μέση ο γιατρός Γιώργης Ανδρεόπουλος, γνωστός για την παλληκάρια του. Πανύψηλος και ρωμαλέος, έσπρωξε πέρα τους αστυφύλακες, σήκωσε τη σημαία και έκανε να προχωρήσει. Δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι και έπεσε κάτω αναίσθητος, γεμάτος αίματα».

Υπερήφανοι για την πάλη τους και βέβαιοι για την παντοδύναμη θέληση του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς οι επτά ηρωικοί κομμουνιστές φαντάροι αντίκρουσαν με ψυχραιμία τόσο τις ψεύτικες κατηγορίες του Φατούρου και των χαφιέδων του, όσο και τον αιμοβόρο μιλιταρισμό. Να πώς απάντησαν στους στρατοδίκες:

Τσακίρης: «Η απόφασή σας όποια κι αν είναι, δεν είναι ικανή ν’ ανακόψει το δρόμο μας. Θα εξακολουθήσουμε τον αγώνα μας μέσα στο στρατό για την προλεταριακή επανάσταση»

Βλαντάς: «Στην εξέγερση των αγροτών Μαλεβυζίου Κρήτης 30 του Μάρτη μας είπανε οι αξιωματικοί: «να οι εχθροί του καθεστώτος, χτυπάτε τους». Ποιοι; Οι πατεράδες μας! Αυτό ήταν το δεύτερο μάθημα που πήρα στη ζωή μου για το ρόλο του σημερινού αστικού στρατού».

Μαρκοβίτης: «Ο Φατούρος είχε αποθρασυνθεί. Μας έδερνε, μας έβριζε, μας τυραννούσε κι όταν διαμαρτυρόμαστε φώναζε «σκότωμα θέλετε! Με στείλανε στο Καλπάκι γιατί οργάνωνα μαζί με τ’ άλλα μέλη της Κομμουνιστικής Νεολαίας την πάλη των φαντάρων στον αστικό στρατό, να τον αποσυνθέσουμε. Όταν δε οι στρατοδίκες προσπαθούν να συκοφαντήσουν τον Κόκκινο Στρατό απαντάει: «Εκεί θεωρεί τιμή του το εργατόπαιδο και το αγροτόπαιδο να πάει στο στρατό, γιατί ξέρει πως ο στρατός αυτός είναι δικός του και εξυπηρετεί τα συμφέροντά του, φρουρεί την επανάστασή του ενάντια στις επιθέσεις των ιμπεριαλιστών».

 

Δηλώσεις των κατηγορουμένων στον Ριζοσπάστη

 

Ο Ριζοσπάστης που κάλυπτε την αναθεώρηση της δίκης καταγράφει:

«Ο καταδικασμένος σε θάνατο Μάρκος Μαρκοβίτης δήλωσε στον «Ριζοσπάστη»: «Είμαστε κομμουνιστές, μέλη της ηρωικής ΟΚΝΕ, αγωνιστήκαμε με πείσμα, με θυσίες στο στρατό για τη διαφώτιση των συναδέλφων μας, για τα ζητήματά τους, ενάντια στον προετοιμαζόμενο αντισοβιετικό πόλεμο. Και τώρα δεν θα κάνουμε τίποτα άλλο παρά να κρατήσουμε ψηλά τη σημαία του Κομμουνιστικού Κόμματος, της επανάστασης» («Ριζοσπάστης», 13-1-1931).

Ακριβώς αυτό έπραξαν απολογούμενοι οι 7 ΟΚΝίτες.

Ο Δημήτρης Βλαντάς είπε:

«Μάθαμε, κύριοι στρατοδίκες, το χειρισμό του όπλου στο στρατό. Τον μάθαμε, όπως μας λέγαν, για να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας. Μα πόσο ψέμα είναι αυτό, φάνηκε από την πρώτη στιγμή. Στην εξέγερση των φτωχών χωρικών του Μαλεβιζίου της Κρήτης ενάντια στην καταπίεση μάς στείλαν με τα όπλα για να εμποδίσουμε τους χωριάτες να μπουν στην πόλη. Πήγαμε. Και σε λίγο αντικρύζαμε τους πατεράδες μας άοπλους να κατέρχονται στην πόλη για να υπερασπιστούν αυτή τη ζωή τους. Οι αξιωματικοί μας είπαν: Να, αυτοί είναι εχθροί του καθεστώτος. Ποιοι; Οι πατεράδες μας. (…) Εγώ σαν κομμουνιστής που ήξερα πια να εξηγώ όλα αυτά τα γεγονότα όφειλα να τα πω και στους άλλους φτωχούς φαντάρους. Και τους είπα πως ο στρατός ο αστικός είναι ένα μέσο καταπίεσης ενάντια στους εργάτες και φτωχούς αγρότες, για να χτυπάει τους αγώνες τους, για καινούργιους πολέμους. (…)» («Ριζοσπάστης», 15-1-1931).

Ο Κώστας Γαμβέτας, ανάμεσα σε άλλα, είπε:

«Οταν ήλθε ο στρατηγός, ήλθε μόνο για να μας δει. Οταν πήγαμε να κάνουμε παράπονα μας είπε παληοτόμαρα. Για ποιο λόγο: Επειδή είμαστε κομμουνιστές. Επειδή σαν κομμουνιστές πάντα βρισκόμαστε επικεφαλής κάθε αγώνα των φαντάρων και των εργατών. Επειδή αγωνιζόμαστε για τα μεροκάματα των εργατών, για την καλλιτέρευση της ζωής των καταπιεζόμενων μαζών (…)» («Ριζοσπάστης», 15-1-1931).

Ο Μάρκος Μαρκοβίτης σημείωσε:

«Εμείς έχουμε υποχρέωση μπροστά σ’ αυτό το μακελειό που έρχεται να διαφωτίσουμε τους φαντάρους και να τους πούμε πως όταν αύριο εκραγεί (σ.σ. ο νέος πόλεμος ενάντια στην ΕΣΣΔ) το καθήκον τους είναι να συναδελφωθούν με τον Κόκκινο Στρατό της Σοβιετικής Ενωσης, να τον υποστηρίξουν, να χτυπήσουν τη δική τους κεφαλαιοκρατία» («Ριζοσπάστης», 15-1-1931).

Η κινητοποίηση της εργατικής τάξης, που συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της δίκης, κατόρθωσε να σώσει τους καταδικασμένους σε θάνατο φαντάρους, καθώς οι ποινές τους μετατράπηκαν σε φυλακίσεις λίγων ετών.

Το Στρατοδικείο, μπροστά στη θαρραλέα στάση των κομμουνιστών φαντάρων και την παλλαϊκή κατακραυγή αναγκάστηκε τελικά να μετατρέψει τις θανατικές ποινές σε πρόσκαιρα δεσμά και να μειώσει τις άλλες.

Το μνημείο της ΚΝΕ στο Καλπάκι

 

Και άλλες δίκες φαντάρων και ναυτών του Καλπακίου

 

Ακολούθησε και άλλη δίκη 13 φαντάρων και ναυτών του Καλπακίου τον Νοέμβρη του 1933, με τις εξής κατηγορίες:

«1) για εξύβριση κατά των ανωτέρων υπηρεσιακών οργάνων, 2) άρνηση να υπακούσουν σε διαταγή του διοικητού του πειθαρχικού ουλαμού Καλπακίου, 3) γιατί – τάχα – επεχείρησαν στάσεις και αντιστάσεις» («Ριζοσπάστης», 20-11-1933).

Το αστικό κράτος, φυσικά, καταδίωκε την κομμουνιστική δράση σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες, ενώ όσον αφορούσε τους ναύτες, ως χώρος μαρτυρίου χρησιμοποιήθηκε το πολεμικό πλοίο «Μαρμάρω» (βλ. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1939», τόμ. Α2, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 468-470).

Ενα χρόνο αργότερα, το 1934, οι αγώνες αυτοί και η σθεναρή στάση των κομμουνιστών φαντάρων οδήγησαν στην κατάργηση του Πειθαρχικού Ουλαμού Καλπακίου.

 

Πολύτιμη παρακαταθήκη

 

Η αλύγιστη στάση των κομμουνιστών φαντάρων, η λεβέντικη στάση που κράτησαν απέναντι στους δημίους τους και στα στρατοδικεία είναι μια απ’ τις σημαντικότερες σελίδες της Ιστορίας της ΟΚΝΕ.

Αποτελεί και σήμερα φωτεινό παράδειγμα πίστης και αφοσίωσης στα επαναστατικά ιδανικά, στην πάλη για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

ΠΗΓΕΣ:

–«ΟΚΝΕ 1922-1943», του Χρήστου Τζιτζιλώνη, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή – Εκδόσεις Οδηγητή, 1989
Ριζοσπάστης 1-2 Φλεβάρη 2020

 

Απόψεις