Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Φώτης Κόντογλου: σκοπός της ζωής του η δημιουργία μιας ζωγραφικής αυθεντικά ελληνικής

Συγγραφέας και ζωγράφος προικισμένος με πλούσιο ταλέντο, γνώστης της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, με αδιόρατη προτίμηση προς τον εξπρεσιονισμό, ο Φώτης Κόντογλου έθεσε..

Συγγραφέας και ζωγράφος προικισμένος με πλούσιο ταλέντο, γνώστης της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, με αδιόρατη προτίμηση προς τον εξπρεσιονισμό, ο Φώτης Κόντογλου έθεσε ως σκοπό της ζωής του τη δημιουργία μιας ζωγραφικής αυθεντικά ελληνικής, πιστεύοντας ότι η ελληνική έκφραση βρίσκεται στη βυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη, καθώς και σε έργα της αρχαιότητας, όπως στις προσωπογραφίες του Φαγιούμ. 

Ο νεαρός Φώτης Αποστολέλλης (όπως ήταν το πατρικό του όνομα, ενώ το Κόντογλου ήταν το όνομα της μητέρας του) παρακολούθησε μαθήματα στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας, όπου γεννήθηκε σαν σήμερα το 1895, τις αρχαίες Κυδωνίες, όπου υπήρχε φημισμένο σχολείο. Με το όνομα Αποστολέλλης έχει υπογράψει τα παιδικά και εφηβικά του έργα. Αργότερα χρησιμοποίησε κάποια άλλα ψευδώνυμα (Πάλμας), για να καταλήξει στην επιλογή του μητρωνύμου Κόντογλου , ίσως και χάρη στο θείο του ιερομόναχο Στέφανο Κόντογλου , που ανέλαβε, μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, την κηδεμονία και ανατροφή του. Κατά τα μαθητικά του χρόνια εμφανίστηκαν τα δύο ταλέντα του: της ζωγραφικής και το συγγραφικό. Το μαθητικό εικονογραφημένο περιοδικό, που εκδίδει με συμμαθητές του, αποτελεί βήμα για την πρώιμη εμφάνιση των δημιουργικών του ικανοτήτων. Το 1913 βρίσκεται στην Αθήνα και εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία εγκαταλείπει δύο χρόνια αργότερα και φεύγει στη Γαλλία. Ταξιδεύει σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και καταλήγει στο Παρίσι, όπου δεν παρακολουθεί συστηματικά μαθήματα ζωγραφικής, αλλά εργάζεται στο περιοδικό «Ιλιουστρασιόν», κάνοντας εικονογραφήσεις, μερικές από τις οποίες βραβεύονται σε διαγωνισμό. Στο Παρίσι γράφει και το αριστούργημά του «Pedro Cazas», που θα εκδοθεί μετά την επιστροφή του στην Αθήνα.

Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί και εργάζεται στο γυμνάσιο ως καθηγητής των Γαλλικών και των Τεχνικών. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή καταφεύγει πρόσφυγας αρχικά στη Μυτιλήνη και αργότερα στην Αθήνα, όπου εργάζεται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη. Είναι τότε που επισκέπτεται το Αγιον Ορος κι έρχεται σε πρώτη ουσιαστική επαφή με τη ζωγραφική. Στα 1925 εκδίδει τη «Φιλική Εταιρία», ένα περιοδικό τέχνης και «ελέγχου», όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, με συνεργάτες τους: Κ. Βάρναλη, Δ. Πικιώνη, Γ. Κεφαλληνό κ.ά. Το 1932 τοιχογραφεί το σπίτι του με την τεχνική της νωπογραφίας, έχοντας ως βοηθούς του τους μαθητές του Γ. Τσαρούχη και Ν. Εγγονόπουλο. Στη γενική συνθετική αντίληψη ακολουθεί τη διάταξη των μεταβυζαντινών εκκλησιών με θέματα όμως κοσμικά, εξωτικά στις μεγάλες συνθέσεις και μορφές αρχαίων ποιητών στα στηθάρια.

Το μεγάλο έργο του στην κοσμική ζωγραφική θα το πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια πριν τον πόλεμο. Από το 1937 έως το 1939/40 ζωγραφίζει στο Δημαρχείο της Αθήνας τέσσερις σε εντοιχισμένους καμβάδες συνθέσεις στο ισόγειο και τους τέσσερις τοίχους του τότε αναγνωστηρίου. Στις μεγάλες αυτές μνημειακές συνθέσεις επιχειρεί να απεικονίσει την ενότητα και συνέχεια του ελληνισμού, ζωγραφίζοντας συνθέσεις ιστορικές και πνευματικές προσωπικότητες από τη μυθολογία έως την Επανάσταση του 1821. 

Στην εκκλησιαστική ζωγραφική συνέχισε τη μεταβυζαντινή παράδοση, χωρίς φιλολογικούς ιστορισμούς. Με τους μαθητές του δημιουργεί μεγάλο αριθμό εικόνων (περίπου 600) και «ντύνει» με τις τοιχογραφίες του δεκαπέντε περίπου μικρούς και μεγάλους ναούς. Την πείρα την οποία είχε αποκτήσει ζωγραφίζοντας με τις τεχνικές και την τεχνοτροπία της βυζαντινής παράδοσης, από τη διδασκαλία αλλά και τη μελέτη παλαιών κειμένων, τη συγκέντρωσε στο δίτομο βιβλίο του «Εκφρασις, ήγουν ιστόρησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας», που τιμήθηκε με Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1960).

Φώτης Κόντογλου – Πρέπει να ἐκσυγχρονιστοῦμε!

Οἱ σημερινοί «ἀνήσυχοι» Ἕλληνες δεν καταστρέφουν καταργώντας ὅτι βρήκαμε ἀπο τους πατεράδες μας, ἀλλα το καταστρέφουν «τελειοποιώντας» το, «ἐξελίσσοντας» ὅτι σώθηκε ὡς ἐμᾶς ἀπό τους παλαιότερους, τους ἐνδιαφέρει μονάχα να το «συγχρονίσουνε», να το«τελειοποιήσουνε», δηλαδή, μ᾿ ἄλλα λόγια να το χαλάσουνε.

«Τελειοποιεῖται» ἡ λαϊκή μας μουσική με «ἐνορχηστρώσεις» και με διάφορες «ἐναρμονίσεις», με τις ὁποῖες ὁ Λύγκος ὁ λεβέντης γίνεται μασκαράς τῆς ὄπερας με σελάχι και καπελαδούρα στο κεφάλι, μὲ φουστανέλα και μπότες ἀλά Ἀρτανιάν, βγάζοντας ἀπό το στόμα του κάτι κορῶνες που ξεταβανώνουνε σπίτι.

 Κοντὰ σ᾿ αὐτά «τελειοποιεῖται» και ἡ μουσική στις ἐκκλησίες μας με τετραφωνίες, με μπολιάσματα ἀπό τη Νόρμα τοῦ Μπελίνι κι ἀπό διάφορα ἰταλικά τραγούδια, σε τρόπο που το τροπάρι τῆς Κασσιανῆς να γίνεται ὄπερα ἀλαμπουρνέζικη και το «Σε ὑμνοῦμεν» να γίνεται «ἡ ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά».

… Ἀκόμα «τελειοποιοῦν» τα σκεύη τοῦ ναοῦ τον φωτισμό (το ἰδεῶδες τους εἶναι να γίνει ἡ ἐκκλησια σαν αἴθουσα κινηματογράφου).

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ασημάκη Πανσέληνου ο Κόντογλου, «στην πολιτική το ίδιο ατζαμής, δημοκράτης, θεωρούσε τον εαυτό του κομμουνιστή παρ’ όλες τις θεοκρατικές του αυταπάτες, και έβρισκε πως και τα δύο συμβιβάζονται και υποστήριζε πως ο ρούσσικος κομμουνισμός είναι έκφραση της χριστιανικής ψυχής των Ρώσων». Το καλοκαίρι του 1945 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύθηκε κείμενο διαμαρτυρίας κατά των δεξιών εξτρεμιστικών επιθέσεων σε βιβλιοπωλεία, θέατρα, εφημερίδες. Μεταξύ των διανοουμένων που υπογράφουν είναι και ο Κόντογλου.

Με το δεύτερό συγγραφικό του έργο Βασάντα, που περιέχει και μεταφράσεις αρχίζει να εδραιώνεται ως ένας ιδιότυπος πεζογράφος. Τα δύο πρώτα του έργα του κινούνται σε καθαρά λογοτεχνικούς χώρους, όμως στα επόμενα χρόνια και στα επόμενα έργα του ο Κόντογλου θα αρχίσει να αγγίζει άλλα πεδία της πεζογραφίας. Το 1925 στο περιοδικό που εκδίδει δημοσιεύει το διήγημα Το μυαλό μου ταξιδεύει (1925). Η δεκαετία του 40′ είναι η πιο δημιουργική στο συγγραφικό του έργο. 

 

Απόψεις