Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Το ερώτημα των εκλογών και ο «μεγάλος συνασπισμός»

Καθώς οι εκλογές πλησιάζουν, τόσο απομακρύνεται η προεκλογική συζήτηση από την περίφημη «ταμπακέρα». Όλο και περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ και η..

Καθώς οι εκλογές πλησιάζουν, τόσο απομακρύνεται η προεκλογική συζήτηση από την περίφημη «ταμπακέρα». Όλο και περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ αποφεύγουν τη συζήτηση πάνω στα ουσιώδη και τα κρίσιμα, και που δεν είναι άλλα από τα όσα πρόκειται να γίνουν την επομένη των εκλογών.

Η συγκεκριμένη προεκλογική περίοδος αν είναι να μείνει με κάποιον τρόπο στην ιστορία, θα είναι ως η πλέον κάλπικη. Καθώς η πολιτική αντιπαράθεση έχει εκπέσει στον πλέον κατώτατο βαθμό με μοναδικό ζητούμενο τις μετεκλογικές συνεργασίες, το… μουστάκι του Μεϊμαράκη και το πόσο παλιός είναι ο νέος Τσίπρας, η εφαρμοσμένη πολιτική έχει εκπαραθυρωθεί.

Και δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: Για ποιο λόγο έχουν «ρίξει» οι δύο αντίπαλοι τόσο χαμηλά (από άποψη πολιτικής ουσίας) τον πολιτικό διάλογο; Ο πρώτος λόγος είναι προφανής: καθώς είμαστε σε προεκλογική περίοδο οι δύο μονομάχοι πρέπει να αναδείξουν τις αντιθέσεις τους. Δηλαδή, τι είναι αυτό που τους χωρίζει. Και, από τη στιγμή που στην ουσία της πολιτικής που θα ακολουθηθεί την επόμενη μέρα συμφωνούν (μνημόνια), τους μένει να διαφωνήσουν σε δευτερεύοντα ζητήματα.

Ο δεύτερος λόγος, όμως, είναι λίγο πιο ουσιαστικός και αφορά στα λεγόμενα μικροκομματικά οφέλη. Όπως παρατηρούμε η μεν ΝΔ φαίνεται να επιμένει περισσότερο στη ρητορική του μεγάλου συνασπισμού, δηλαδή, στη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως δεν θέλει ούτε να το ακούει. Αυτή άλλωστε είναι και η κύρια διαφορά των δύο.

Η αντίθεση αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει πως αν την επομένη των εκλογών υποχρεωθεί σε συγκυβέρνηση με τη ΝΔ, θα βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. Όχι μόνο θα έχει απωλέσει και το ύστατο πολιτικό του επιχείρημα (παλιό – νέο), καθώς θα έχει γίνει ένα με το παλιό, αλλά, επίσης, χάνει οριστικά και τη δυνατότητα να αποτελέσει τον έναν από τους δύο κύριους «παίκτες» του αστικού πολιτικού συστήματος. Θα ακολουθήσει οριστικά και αμετάκλητα τη μοίρα του ΠΑΣΟΚ.

Από την άλλη, η ΝΔ, αν πετύχει τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, πετυχαίνει έναν κρίσιμο πολιτικό της στόχο και αναδεικνύεται στην εγγυήτρια δύναμη του πολιτικού σκηνικού. Μετατρέπεται –ακόμη και αν χάσει στις εκλογές – σε νικήτρια αυτών.

Αυτή η αντίθεση, όμως, μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ ως προς το θέμα των συνεργασιών, εκφράζει μια βαθύτερη αντίθεση που διατυπώνεται στους κόλπους του κεφαλαίου στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρώπη. Η περίπτωση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στο μετεκλογικό τοπίο, σίγουρα διευκολύνει την εφαρμογή και ολοκλήρωση του Μνημονίου που συναποφάσισαν στη Βουλή. Ωστόσο, αφήνει ανοιχτό ένα ερώτημα: Ποιος θα είναι αντιπολίτευση; Και το κυριότερο: Υπάρχει ενδεχόμενο να δημιουργηθεί ένα ισχυρό λαϊκό ριζοσπαστικό κίνημα που θα διεκδικεί την έξοδο της χώρας από το ευρώ και (το κυριότερο) από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Επιπρόσθετο ερώτημα είναι τι θα γίνει τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή.

Συνεπώς, ο μεγάλος συνασπισμός απαντάει στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης, αλλά αφήνει ανοιχτά τα ορισμένα μακροπρόθεσμα ζητήματα. Από την άλλη, η μη συνεργασία των δύο αφήνει άλλα ζητήματα ανοιχτά. Αν δεν υπάρχει ισχυρή κυβέρνηση μετά τις εκλογές, τότε τίθεται εν αμφιβόλω η εφαρμογή του μνημονίου, αντιθέτως, όμως, εξασφαλίζεται η ομαλή «δικομματική» εναλλαγή ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ. Άρα υπάρχουν μακροπρόθεσμα οφέλη για την αστική τάξη.

Συνεπώς, το ερώτημα των εκλογών δεν είναι τόσο αν θα έχουμε κυβέρνηση, ούτε αν αυτή η κυβέρνηση θα εφαρμόσει το μνημόνιο. Αλλά, τι αντιπολίτευση θα έχουμε να αντιταχθεί στα σχέδια της αστικής τάξης και του ευρωενωσιακού κατεστημένου…

Σχετικά θέματα

Απόψεις