Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Εκ της παρανομίας δεν γεννάται δίκαιο – Νομικά ζητήματα από την εξαγορά καταπατημένων δασών και οικοτόπων του Ν. 5024/2023

Νομικά ζητήματα από την εξαγορά καταπατημένων δασών και οικοτόπων του Ν. 5024/2023 Πηγη: Σοφία Παυλάκη, Δικηγόρος, M.Sc./dasarxeio.com

Ex injuria jus non oritur (Εκ της παρανομίας δεν γεννάται δίκαιο) – Νομικά ζητήματα από
την εξαγορά καταπατημένων δασών και οικοτόπων του Ν. 5024/2023

Πηγη: Σοφία Παυλάκη, Δικηγόρος, M.Sc./dasarxeio.com

Οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν. 5024/2023, επιτρέποντας την εξαγορά
από ιδιώτες καταπατημένων ακινήτων του Δημοσίου εντός των οποίων υπάρχουν δάση, δασικές
εκτάσεις και οικότοποι, και αναθέτοντας τη μέριμνα για την προστασία τους στους ίδιους τους
ιδιώτες – καταπατητές, είναι όχι μόνον αντιφατικές μεταξύ τους αλλά και, κυρίως, αντικείμενες
στο Σύνταγμα, στην περιβαλλοντική, δασική, ποινική και ευρωπαϊκή νομοθεσία, στη νομοθεσία
περί του κοινοχρήστου χαρακτήρα των περιβαλλοντικών αγαθών και στις θεμελιώδεις αρχές της
νομιμότητας, της ισότητας και του Κράτους δικαίου που διέπουν το σύνολο της οργάνωσης, της
λειτουργίας και της δράσης της δημόσιας διοίκησης. Για τους λόγους που αναλύονται, οι ως άνω
διατάξεις είναι, επομένως, ευθέως αντισυνταγματικές, μη νόμιμες και, ως εκ τούτου,
ανεφάρμοστες και ανεπίτρεπτες, καθιστώντας μη νόμιμη και ανίσχυρη και κάθε πράξη που
εκδίδεται κατ’ εφαρμογή τους.
Με τις διατάξεις του ν. 5024/2023 (ΦΕΚ Α’ 41/24.2.2023) κατέστη επιτρεπτή, σύμφωνα με τις
προβλεπόμενες προϋποθέσεις, η εξαγορά κατεχομένων ακινήτων της ιδιωτικής περιουσίας του
Δημοσίου[1], ήδη δε αναμένεται, στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, η λειτουργία και της
σχετικής διαδικτυακής πλατφόρμας για τη δήλωση των προς εξαγορά εκτάσεων εκ μέρους των
αναγνωριζομένων ως δικαιούχων. Από τη συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 4
παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ως άνω νόμου συνάγεται ότι η εξαγορά επιτρέπεται ακόμα και σε
περίπτωση που εντός του δημοσίου ακινήτου περιλαμβάνεται έκταση δασικού χαρακτήρα, εφόσον
αυτή καταλαμβάνει, κατ’ ανώτατο όριο, 20% του συνολικού εμβαδού του, καθώς και σε περίπτωση
που εντός του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου περιλαμβάνονται, άνευ ποσοστώσεως, εκτάσεις
υπαγόμενες στο εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών της περιβαλλοντικής νομοθεσίας (ν.
3937/2011, ν. 1650/1986)[2].
Με το περιεχόμενο αυτό, οι ως άνω διατάξεις του ν. 5024/2023, περιέχουσες ρυθμίσεις όχι μόνον
αντιφατικές μεταξύ τους, όπως καταδεικνύεται ακολούθως, αλλά και, κυρίως, αντικείμενες στο
Σύνταγμα, στην περιβαλλοντική, δασική, ποινική και ευρωπαϊκή νομοθεσία, στη νομοθεσία περί
κοινοχρήστων πραγμάτων και στις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας, της ισότητας και του
Κράτους δικαίου, που διέπουν το σύνολο της οργάνωσης, της λειτουργίας και της δράσης της
δημόσιας διοίκησης, είναι αντισυνταγματικές, μη νόμιμες και, ως εκ τούτου, ανεφάρμοστες και
ανεπίτρεπτες, για τους εξής αναλυτικά αναφερόμενους λόγους:
Α) Παραβιάσεις της συνταγματικής προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος ως θεμελιώδους
δικαιώματος, της δασικής νομοθεσίας και του δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος
1. Σύνταγμα
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν. 5024/2023[3], εξαγορά θα
γίνεται, μεταξύ άλλων, και σε ακίνητα που περιλαμβάνουν δασικές εκτάσεις αλλά και
προστατευόμενους οικοτόπους. Ο αποκτών θα υπογράφει «ρήτρα διασφάλισης της προστασίας
τους», οι όροι της οποίας θα αναγράφονται στην απόφαση εξαγοράς, όμως αυτό που δεν μας λένε
οι ως άνω διατάξεις είναι πώς ακριβώς θα διασφαλίζεται και θα ελέγχεται η τήρηση της αυξημένης
προστασίας που απαιτεί για τα δάση και το φυσικό περιβάλλον το Σύνταγμα[4], ο νόμος[5] αλλά
και η Ευρωπαϊκή νομοθεσία (άρθρο 6 παρ. 3 οδηγία 43/92 για τους οικοτόπους) η οποία, ειδικά για
τις περιοχές Natura (οι οποίες στην πλειονότητά τους εντάσσονται σε δασικά οικοσυστήματα)
απαιτεί -όχι απλά τη λήψη μέτρων για την προστασία τους- αλλά την πλήρη και
αυστηρή διασφάλιση ότι από τις ενεργούμενες σε αυτές ανθρώπινες επεμβάσεις δεν επέρχεται
οποιαδήποτε βλάβη ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος[6].
Με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος η προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων καθώς και
του φυσικού περιβάλλοντος εν γένει αναγορεύθηκε σε υποχρέωση του Κράτους, το οποίο οφείλει
να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα, πρόσφορα για την προστασία τους.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 24 παρ. 1 ορίζει: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού
περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή
του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο
της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών
εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους…». Καθίσταται επομένως
σαφές ότι η συνταγματική διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 ορίζει ρητά το Κράτος ως υποκείμενο της
υποχρέωσης προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, με όλα τα όργανά του: νομοθετικά,
διοικητικά, δικαστικά, τα οποία οφείλουν, αρνητικά μεν να μην προβαίνουν σε πράξεις που
συνιστούν προσβολή του περιβάλλοντος ή της προστασίας του, θετικά δε να το προστατεύουν,
προληπτικά ή κατασταλτικά.
Επομένως, η συνταγματικά επιβαλλόμενη υποχρέωση προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και
των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας, ως σύνθετων οικοσυστημάτων με μεγάλη οικολογική
και αισθητική αξία, ανατίθεται από το Σύνταγμα αποκλειστικά στο Κράτος (και όχι στον ιδιώτη)
που με τις αρμόδιες υπηρεσίες του υποχρεούται να προβαίνει στη λήψη όλων των αναγκαίων
μέτρων για την πραγμάτωσή της. Παραβιάζουν επομένως ευθέως το άρθρο 24 παρ. 1 του
Συντάγματος οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν. 5024/2023 με τις οποίες η
συνταγματικά επιβαλλόμενη υποχρέωση προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και των δασών
και δασικών εκτάσεων αναγνωρίζεται, αυθαίρετα και ανεπίτρεπτα (δυνάμει της εξαγοράς), σε
ιδιώτες έστω και για τμήμα των εκτάσεων μικρότερο του 20% που προβλέπεται για τα δάση, αφού
το Σύνταγμά μας δεν προβλέπει καμία απολύτως ποσόστωση στην περιβαλλοντική και δασική
προστασία που καθιερώνει.
Η δε αντισυνταγματικότητα και το μη νόμιμο των ως άνω διατάξεων του ν. 5024/23 επιτείνεται
ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία των δασικών
οικοσυστημάτων και των οικοτόπων της χώρας μας δεν καταλείπεται απλώς σε ιδιώτες (ενώ
συνιστά υποχρέωση του Κράτους ως «Κράτους δικαίου»), αλλά πολύ περισσότερο σε ιδιώτες –
καταπατητές…! Προσδοκά δηλαδή ο νομοθέτης του ν. 5024/2023 ότι οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι οι
οποίοι προσβάλλουν το περιβαλλοντικό αγαθό του δάσους ή ενός οικοτόπου εδώ και δεκαετίες (30
ή και 40 έτη κατ’ άρθρο 4 του ν. 5024/2023) καταπατώντας το συστηματικά, δύνανται να
εγγυηθούν ότι θα το προστατεύσουν αυστηρά όταν θα έχουν πια εξαγοράσει κιόλας την
προστατευόμενη δημόσια έκταση που οι ίδιοι καταπάτησαν και θα έχει πια αυτή περιέλθει πλήρως
στην ιδιωτική περιουσία τους!
2. Περιβαλλοντική νομοθεσία
Παρομοίως οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν. 5024/2023 αντίκεινται
και στις θεμελιώδεις διατάξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της χώρας μας, που έχουν
ψηφιστεί προς υλοποίηση της Συνταγματικής επιταγής για την προστασία του φυσικού
περιβάλλοντος εν γένει, βασικό στοιχείο του οποίου συνιστούν τα δάση και οι δασικές εκτάσεις.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 του ν. 3937/2011 καθιερώνει «Εθνικό σύστημα προστατευόμενων
περιοχών», «υπαγομένων σε μία ή περισσότερες από τις κατηγορίες του ν. 1650/1986 («Για την
προστασία του περιβάλλοντος»), με στόχο την αποτελεσματική προστασία της
βιοποικιλότητας και των λοιπών οικολογικών αξιών τους». Η εποπτεία της λειτουργίας και ο
κεντρικός συντονισμός του Εθνικού Συστήματος Προστατευόμενων Περιοχών ανήκει στην
αρμοδιότητα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Το ΥΠΕΝ τηρεί βάση δεδομένων με
όλα τα διαθέσιμα στοιχεία για την οικολογική κατάσταση και την κατάσταση διαχείρισης όλων των
προστατευόμενων περιοχών ανά την Επικράτεια και δίνει τις κατευθύνσεις για την αειφορική
διαχείριση των περιοχών αυτών, ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής «Φύση 2000»[7].
Σύμφωνα περαιτέρω με το άρθρο 27 του ν. 4685/2020, ιδρύθηκε ο Οργανισμός Φυσικού
Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) με κύριο έργο τον συντονισμό της εφαρμογής
της πολιτικής για τις προστατευόμενες περιοχές με την υποστήριξη του «Εθνικού Συστήματος
Προστατευόμενων Περιοχών».
Βάσει αυτού του νομοθετικού πλαισίου, η διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών στην Ελλάδα
ανήκει σήμερα στην αρμοδιότητα του ΟΦΥΠΕΚΑ, με αντικείμενο την εφαρμογή της πολιτικής για τις
προστατευόμενες περιοχές και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας καθώς και την προώθηση και
υλοποίηση δράσεων αειφόρου ανάπτυξης και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Στον
ΟΦΥΠΕΚΑ υπάγονται και λειτουργούν, σε επίπεδο Τμήματος, είκοσι τέσσερις (24) Μονάδες
Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΜΔΠΠ) που, μαζί με τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, τις
Περιφέρειες και τους Δήμους, συγκροτούν, σε περιφερειακό επίπεδο, το «Σύστημα Διακυβέρνησης
Προστατευόμενων Περιοχών». Οι ΜΔΠΠ καλύπτουν το σύνολο των προστατευόμενων περιοχών
της χώρας οι οποίες προσδιορίζονται στις περιοχές προστασίας της βιοποικιλότητας, στα Εθνικά
Πάρκα, στα Καταφύγια Άγριας Ζωής και στα προστατευόμενα τοπία και φυσικούς σχηματισμούς
του άρθρου 18 παρ. 3 ν. 1650/1986, όπως ισχύει. Ο ΟΦΥΠΕΚΑ αναλαμβάνει ρόλο κεντρικού
φορέα συντονισμού της διακυβέρνησης και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος και εκπονεί
πρόγραμμα εφαρμογής των εγκεκριμένων σχεδίων διαχείρισης κάθε προστατευόμενης περιοχής,
που εγκρίνεται από τον αρμόδιο Υπουργό. Οι ΜΔΠΠ συμμετέχουν στην κατάρτιση και εφαρμογή
των σχεδίων διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών της αρμοδιότητάς τους και συνεργάζονται με
την τοπική κοινωνία και με κάθε εμπλεκόμενο φορέα εντός των περιοχών ευθύνης τους, με στόχο
την ολοκληρωμένη διαχείριση, την αποτελεσματική προστασία και την ανάδειξη των
προστατευόμενων περιοχών της αρμοδιότητάς τους.
Σύμφωνα, περαιτέρω, με τα άρθρα 18-19 και 21 του ν. 1650/1986, στις περιοχές προστασίας της
φύσης επιτρέπονται μόνο κατ’ εξαίρεσιν ανθρώπινες επεμβάσεις και χρήσεις, μόνον εφόσον και
στην έκταση που προβλέπονται ήδη από τις διατάξεις του πδ/τος 59/2018 «περί χρήσεων γης» και
με τη διαδικασία που καθορίζεται από τον ν. 1650/1986 και τις κατ’ εξουσιοδότησή του εκδοθείσες
κανονιστικές διατάξεις (έκδοση σχετικών προεδρικών διαταγμάτων χαρακτηρισμού και καθορισμού
χρήσεων γης, εκπόνηση περιβαλλοντικών μελετών, έγκριση Επιτροπής «Φύση 2000, αδειοδοτική
διαδικασία κ.λπ.). Είναι δε εντελώς ανεπίτρεπτη από την περιβαλλοντική νομοθεσία η εκ των
υστέρων ένταξη προστατευόμενων περιοχών της φύσης σε μη νόμιμες και μη προβλεπόμενες
χρήσεις, που έχουν επικρατήσει μέσα από αυθαίρετες και έκνομες διαδικασίες, όπως εν
προκειμένω οι καταπατήσεις δημόσιας γης και οι οποίες είναι ασύμβατες και επιζήμιες για τη
διατήρηση της αειφορίας τους και την οικολογική και αισθητική τους ισορροπία.
Ειδικά δε το δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 6 παρ. 3 της
Οδηγίας 92/43/ΕΚ για τους οικοτόπους) ορίζει ότι κάθε ανθρώπινη επενέργεια σε προστατευόμενες
περιοχές υπόκειται υποχρεωτικά σε διαδικασία προηγούμενης δέουσας εκτίμησης όσον αφορά τις
επιπτώσεις της στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του, οι δε
αρμόδιες εθνικές αρχές την εγκρίνουν μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την
ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται. Σύμφωνα επομένως με το εφαρμοστέο δίκαιο
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη (και όχι οι ιδιώτες!) δεν έχουν απλώς γενική και
αφηρημένη υποχρέωση για τη λήψη μέτρων προστασίας των οικοτόπων τους, αλλά προκειμένου
να εγκρίνουν επεμβάσεις και σχέδια διαχείρισης σε αυτούς, οφείλουν προηγουμένως να έχουν
εξακριβώσει ότι δεν θα έχουν αρνητική επίδραση στην ακεραιότητα των οικοτόπων που
αφορούν[8].
Συναφώς, η περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ (άρθρο 6 παρ. 1-2 Οδηγίας 92/43/ΕΚ) προβλέπει ότι
για τις ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που
ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης και τα δέοντα κανονιστικά,
διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις του τύπου του
εκάστοτε προστατευόμενου φυσικού οικοτόπου. Επίσης, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα
μέτρα, ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων
και των οικοτόπων ειδών καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι
ζώνες έχουν ορισθεί. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι το έργο του καθορισμού της δέουσας εκτίμησης
των προστατευόμενων οικοτόπων της πατρίδας μας δεν έχει καν ακόμα εκπονηθεί, ως όφειλε, ούτε
από το ίδιο το αρμόδιο υπουργείο, καθίσταται σαφές ότι είναι απολύτως αδύνατη η
διασφάλιση από τους ίδιους τους ιδιώτες – καταπατητές της αυστηρής προστασίας των οικοτόπων
που συνιστούν καταπατημένες από αυτούς εκτάσεις… Για τούτο, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 4
παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν. 5024/2023 αντιστρατεύονται ευθέως και τις διατάξεις της
περιβαλλοντικής μας νομοθεσίας (εθνικής και ευρωπαϊκής) για την προστασία των οικοτόπων και
των ειδών και καθίστανται, και για τον λόγο αυτόν, ανεφάρμοστες ως αντισυνταγματικές, μη
νόμιμες και επιζήμιες για το φυσικό περιβάλλον.
3. Δασική νομοθεσία
Όσον αφορά, ειδικότερα, τα δάση και τις δασικές εκτάσεις στα οποία εντάσσεται άλλωστε και η
πλειονότητα των αυστηρά προστατευόμενων οικοτόπων, η δασική νομοθεσία προβλέπει ρητά ότι
«κύριος φορέας για την ανάπτυξη, την προστασία και τη διαχείριση των δημόσιων δασών της
χώρας αλλά και για τη δασοπολιτική και δασοτεχνική εποπτεία και επιτήρηση των μη δημοσίων
δασών είναι η Δασική Υπηρεσία»[9]. Σύμφωνα και με τις ισχύουσες διατάξεις του Δασικού
Κώδικα (άρθρο 62) η δασοπονία και η εδαφοπονία στα δημόσια και μη δημόσια δάση ασκείται,
στο σύνολό της, σύμφωνα με τη δασική νομοθεσία με στόχο την πληρέστερη επίτευξη των
επιδιωκόμενων δασοπονικών και εδαφοπονικών σκοπών για τα δάση της χώρας τα οποία
συνιστούν «εθνικό κεφάλαιο» κατά το άρθρο 2 του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου
998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων».
Σύμφωνα και με το άρθρο 5 του ν. 998/1979 και τις διατάξεις της εν γένει δασικής νομοθεσίας που
κατοχυρώνουν τον θεσμικό ρόλο και τις αρμοδιότητες της δασικής υπηρεσίας, η προστασία των
δασών και των δασικών εκτάσεων και η λήψη των προβλεπομένων ειδικότερων μέτρων ανήκουν
στην αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας η οποία συνεργάζεται με τις λοιπές δημόσιες υπηρεσίες,
τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε
περίπτωση που, κατά την άσκηση του έργου της, απαιτείται η λήψη μέτρων των οποίων η
πραγματοποίηση ανήκει και στη δική τους αρμοδιότητα. Αλλά και για την κατασκευή κάθε είδους
τεχνικών έργων και την εκτέλεση εργασιών προστασίας και ανάπτυξης των δασών και δασικών
εκτάσεων μεριμνούν οι, επίσης, δημόσιες υπηρεσίες δασοτεχνικών έργων (άρθρο 16 ν. 998/1979).
Περαιτέρω, με το πδ/γμα 29/2022[10] ορίζεται ότι στρατηγικοί σκοποί της Γενικής Διεύθυνσης
Δασών & Δασικού Περιβάλλοντος (και όχι του ιδιώτη!) είναι ιδίως η διασφάλιση της εφαρμογής
της δασικής πολιτικής, η προστασία των δασικών οικοσυστημάτων και της δημόσιας
περιουσίας από κάθε κίνδυνο και απειλή, η προστασία του δασικού περιβάλλοντος και της
δημόσιας αγροτικής περιουσίας, η προστασία της δασικής βιοποικιλότητας των ειδών, των
οικοσυστημάτων και του τοπίου, η αειφορική διαχείριση των δασών, η αναδάσωση καμένων και η
αποκατάσταση υποβαθμισμένων δασικών οικοσυστημάτων κ.ά.
Όπως επομένως συνάγεται, οι ως άνω διατάξεις του ν. 5024/2023, επιτρέποντας την εξαγορά από
ιδιώτες καταπατημένων δασών και δασικών εκτάσεων, έστω και σε τμήμα μόνο ευρύτερων
ακινήτων του δημοσίου, και αναθέτοντας τη μέριμνα για την προστασία τους στους ιδιώτες –
καταπατητές και όχι στις δασικές υπηρεσίες (που είναι αρμόδιες για τη δασική προστασία και
διαχείριση και λειτουργούν ως θεματοφύλακες και εγγυητές της δημόσιας δασικής περιουσίας),
αντίκεινται ευθέως και στην ισχύουσα δασική νομοθεσία και στην δι’ αυτής παρεχομένη προστασία
στα δάση και στις δασικές εκτάσεις της χώρας.
Β) Προσβολή του κοινοχρήστου χαρακτήρα των περιβαλλοντικών αγαθών και των δασικών
οικοσυστημάτων
1. Κοινόχρηστα πράγματα εκτός συναλλαγής
Με το καθιερούμενο μέτρο της εξαγοράς δημοσίων κτημάτων, μεταξύ των οποίων και τα δημόσια
δάση και οι περιοχές Natura, παραβιάζεται όχι μόνον ο χαρακτήρας των δασών, των δασικών
εκτάσεων και των οικοτόπων ως προστατευόμενων περιοχών και στοιχείων της φύσης, αλλά και
ο κοινόχρηστος χαρακτήρας τους ως συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένων
περιβαλλοντικών αγαθών.
Διαφορετικά θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν.
5024/23 δέχονται την -αντίθετη προς το Σύνταγμα και εσφαλμένη κατά τη θεωρία του δικαίου και
τη νομολογία των δικαστηρίων μας- αντίληψη ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της χώρας (εντός
των οποίων απαντάται και η πλειονότητα των περιοχών Natura) ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία
του δημοσίου. Η δε γενίκευση της εσφαλμένης αυτής αντίληψης θα καθιστούσε ευρύτερα δυνατή
την αθρόα εκποίηση δασικής γης με τη θεώρησή της ως ελεύθερα μεταβιβάσιμης, χωρίς να
λαμβάνεται ουδόλως υπ’ όψη το κριτήριο της κοινοχρησίας των περιβαλλοντικών αγαθών[11]. Θα
καταλήγαμε έτσι και στο εντελώς άτοπο η εξουσία χρήσης και απόλαυσης που παρέχεται για τα
εντός οικιστικού ιστού πάρκα και άλση, να είναι κατά πολύ ευρύτερη εκείνης που παρέχεται στα
ίδια τα δασικά οικοσυστήματα, αφού τα πάρκα και άλση θ’ αποτελούσαν, στην περίπτωση αυτή, τις
μοναδικές εκτάσεις πρασίνου στη χώρα που θα είχαν αμιγώς κοινόχρηστο χαρακτήρα χάριν των
κανόνων που διέπουν τα σχέδια πόλεως!
Κατά το άρθρο 967 του Αστικού Κώδικα: «Πράγματα κοινής χρήσης είναι ιδίως τα νερά με
ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες
πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους». Η απαρίθμηση των κοινοχρήστων
πραγμάτων στον Αστικό Κώδικα είναι ενδεικτική, όχι αποκλειστική, για τον λόγο δε αυτόν ο
νομοθέτης χρησιμοποιεί τη λέξη «ιδίως». Τούτο σημαίνει ότι μπορούν να υπαχθούν στη διάταξη
αυτή περισσότερα περιβαλλοντικά αγαθά, τα οποία χρήζουν προστασίας. Γίνεται επίσης δεκτό ότι
«κοινής χρήσεως» είναι τα πράγματα που βρίσκονται στην άμεση διάθεση κάθε προσώπου για
ελεύθερη χρήση σύμφωνα με τον προορισμό τους με στόχο την ικανοποίηση του δημοσίου
συμφέροντος[12]. Με τη διάταξη δε του άρθρου 966 ΑΚ τα κοινόχρηστα πράγματα ορίζεται ρητά
ότι ανήκουν στα πράγματα εκτός συναλλαγής.
Με την αφιέρωση ενός πράγματος στην κοινή χρήση επιδιώκεται η απόλαυσή του από όλους
γενικά. Τούτο σημαίνει ότι ο πολίτης δικαιούται να χρησιμοποιεί το κοινό πράγμα (κοινόχρηστο)
ελεύθερα[13]. Η σχέση του πολίτη προς το κοινό- χρηστο πράγμα συνίσταται στην εξουσία που έχει
να το χρησιμοποιεί ελεύθερα, ενδεχομένως με κάποιους περιορισμούς που απλώς και μόνον
απορρέουν από τη σύγχρηση των άλλων[14]. Πρόκειται, επομένως, για εξουσία μόνο της χρήσεως
του πράγματος από την οποία δεν δύναται να απορρέει καμία εμπράγματη σχέση ή εμπράγματο
δικαίωμα. Διότι τα κοινής χρήσεως πράγματα είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και, έτσι, δεν
είναι δεκτικά εμπραγμάτων δικαιωμάτων από κάθε πολίτη που έχει μόνον εξουσία χρήσεώς τους.
Είναι επομένως, και για τον λόγο αυτό, μη νόμιμη η δυνατότητα απόκτησης κυριότητας (με
εξαγορά) σε κοινόχρηστα, εκτός συναλλαγής, πράγματα όπως είναι τα δάση, οι δασικές εκτάσεις
και οι οικότοποι, η οποία παρέχεται με τις σχολιαζόμενες διατάξεις του ν. 5024/2023.
2. Η πάγια θέση της νομολογίας
Τούτο υποστηρίζεται παγίως και από τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων μας. Συναφώς, η
απόφαση ΑΠ 1271/2011 έκρινε ότι: «Από τις διατάξεις των άρθρων 966, 968 και 1054 ΑΚ προκύπτει
ότι τα εκτός συναλλαγής ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου, στα οποία συγκαταλέγονται και τα
κοινής χρήσεως … δεν μπορούν να είναι αντικείμενο της κατά το ιδιωτικό δίκαιο κτήσεως, είτε
κατά κυριότητα είτε κατά νομή, από οποιονδήποτε τρίτο του οποίου το δικαίωμα προς χρήση των
πραγμάτων αυτών δεν συνιστά νομή ή οιονεί νομή ή κατοχή, αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα που
απορρέει από την προσωπικότητα του ανθρώπου και προστατεύεται με τη διάταξη του άρθρου 57
ΑΚ σε περίπτωση παρακώλυσης ή αποβολής του από τη χρήση κοινοχρήστου πράγματος».
Καθίσταται επομένως σαφές ότι η εξουσία χρήσεως των κοινοχρήστων πραγμάτων απορρέει από
το πρωταρχικό και θεμελιώδες δικαίωμα της προσωπικότητας του ατόμου. Αποτελεί εκδήλωση
της ελευθερίας ως θεμελιώδους στοιχείου της προσωπικότητας, όπως κατοχυρώνεται στα άρθρα 5
παρ. 1 του Συντάγματος[15] και 57 ΑΚ[16]. Σε περίπτωση δε προσβολής του, το δικαίωμα
στα κοινόχρηστα πράγματα προστατεύεται όπως το δικαίωμα του ατόμου στην προσωπικότητά
του (ΑΠ 207/2010, ΣτΕ 805/2016)[17].
Γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι το δικαίωμα στο περιβάλλον συνιστά συλλογικό αγαθό και μείζον
δημόσιο συμφέρον, που αφορά την υγεία και τη ζωή του συνόλου των ατόμων[18]. Κατά τον Ιω.
Καράκωστα: «Η νομολογία του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ έτρεξε πέραν και πάνω από το γράμμα της
διατάξεως του άρθρου 24 του Συντάγματος, διαβλέψασα ότι η προστασία του περιβάλλοντος
έπρεπε, σύμφωνα με τον σκοπό της, να αναχθεί σε πρωτίστης προτεραιότητας δικαιικό στόχο. Η
θεωρία στο πεδίο του δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου συνέδεσε το περιβάλλον με το πολιτικό,
κοινωνικό και ατομικό δικαίωμα χρήσεως, ωφελείας και απολαύσεως του ζωτικού χώρου, ως
έκφρασης της προσωπικότητας με τη μορφή δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου δικαιώματος»[19].
3. Ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των περιβαλλοντικών αγαθών
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του βδ/τος της 17.11-1.12.1836 (A’ 69),
αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση ή δασικές
εκτάσεις, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού
αγώνα περιήλθαν σε ιδιώτες, οι τίτλοι των οποίων θα αναγνωρίζονταν από τον Υπουργό
Οικονομικών, εφ’ όσον υποβάλλονταν εντός έτους από τη δημοσίευση του ως άνω
διατάγματος[20]. Με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος 1975 η προστασία των δασών και
δασικών εκτάσεων αναγορεύθηκε σε υποχρέωση του Κράτους, το οποίο οφείλει να λαμβάνει
ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα, πρόσφορα για την προστασία των δασικών
οικοσυστημάτων. Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του
Συντάγματος και των διατάξεων περί κοινοχρήστων του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι τα δάση, ως
φυσικό κεφάλαιο και κατ’ εξοχήν περιβαλλοντικό αγαθό, τελούν υπό αυστηρό προστατευτικό
καθεστώς.
Όπως επίσης γίνεται δεκτό από το Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας στην απόφασή του ΣτΕ
805/2016: «… Τα δημόσια δάση αποτελούν δημόσια αγαθά και ανήκουν στη δημόσια κτήση είτε
ως ιδιόχρηστα όταν εξυπηρετούν τη δασολογική έρευνα και διδασκαλία, είτε ως κοινόχρηστα όταν
είναι ελεύθερη η χρήση τους από το κοινό». Αλλά και ο Άρειος Πάγος στην ιδιαίτερα σημαντική
απόφασή του ΑΠ 1453/2010 έκρινε ότι: «Εκτός από τα πράγματα που απαριθμούνται στο άρθρο
967 ΑΚ, κοινόχρηστα είναι και τα δημόσια δάση και άλση … Ένα δάσος, εν όψει της ειδικής
συνταγματικής προστασίας των δασών (άρθρο 24 του Συντάγματος), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι
ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και είτε είναι ιδιόχρηστο, όταν εξυπηρετεί, κυρίως,
τη δασολογική έρευνα και διδασκαλία, είτε είναι κοινόχρηστο, όταν είναι ελεύθερη η χρήση του
από το κοινό».
Γίνεται ομοίως δεκτό ότι μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975 και την προστασία των δασών
και δασικών εκτάσεων η οποία εισήχθη με αυτό, το δημόσιο δάσος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι
ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου[21]. Και τούτο, διότι ο προορισμός του δεν είναι η
δημιουργία όσο το δυνατόν περισσοτέρων εσόδων για το Κράτος, αλλ’ η κοινοχρησία του, δηλαδή
η απόλαυσή του ως περιβαλλοντικού αγαθού από τις παρούσες και τις μέλλουσες γενεές. Είναι δε
αδιαμφισβήτητο ότι η απόλαυση του δάσους συνιστά δημόσιο σκοπό. Με άλλα λόγια, το δημόσιο
δάσος προορίζεται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται
στην κοινοχρησία του και στην δι’ αυτής απόλαυσή του, ως περιβαλλοντικού αγαθού, από το
σύνολο των κοινωνών του δικαίου. Είναι ακριβώς ο ορισμός του κοινοχρήστου, εκτός συναλλαγής,
πράγματος.
Σύμφωνα περαιτέρω με τη σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου (ΑΠ 207/2010): «Προϋπόθεση της
προστασίας, που παρέχεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 57 εδάφ. α’ και 59 ΑΚ για την
προσβολή της προσωπικότητας του ατόμου, είναι η συνδρομή παράνομης πράξης, από την οποία
επέρχεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας σε κάποια έκφανσή της, όπως συμβαίνει όταν
παρακωλύεται η χρήση κοινοχρήστου πράγματος. Στην έννοια του κοινοχρήστου πράγματος
υπάγεται και το δημόσιο δάσος[22], το οποίο αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως περιβαλλοντικό
αγαθό, που εντάσσεται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και διατηρεί τον κοινόχρηστο
χαρακτήρα του ακόμα και μετά την καταστροφή ή αποψίλωσή του, θεμελιώνεται δε και δικαίωμα
αποζημιώσεως σε βάρος εκείνου που προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Η
δε παράνομη προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας μπορεί να συνίσταται είτε
σε αυθαίρετο αποκλεισμό της πρόσβασης σε δημόσιο δάσος, είτε σε αλλοίωση της φυσιογνωμίας
ή καταστροφή του, με συνέπεια να υποβαθμίζεται, για λόγους αισθητικής, αναψυχής και
υγιεινής, η ποιότητα ζωής των ευρισκομένων διαρκώς ή προσκαίρως σε τοπική σχέση με αυτό».
Αλλά και κατά τη θεωρία του δημοσίου δικαίου: «Όλα τα κοινόχρηστα πράγματα αποτελούν είτε
αντικείμενα που προσφέρει απευθείας η φύση είτε αντικείμενα που κατασκευάζει ο άνθρωπος για
να καταστήσει δυνατή ή να διευκολύνει την απόλαυση και κάρπωση της φύσης. … Τα κοινόχρηστα
πράγματα μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: α) … δ) δημόσιοι κήποι και
δημόσια άλση και δάση»[23]. Συνεπώς, τα δημόσια δάση και οι δημόσιες δασικές εκτάσεις, λόγω
των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους, του κυρίου προορισμού τους, της συνταγματικής
κατοχύρωσης της προστασίας τους ως δημοσίων περιβαλλοντικών αγαθών και της ελεύθερης
χρήσης τους από τους πολίτες, συγκαταλέγονται στα κοινόχρηστα πράγματα.
Τα δημόσια δασικά οικοσυστήματα στα οποία εντάσσονται, στην πλειονότητά τους και οι περιοχές
Natura, ως κοινόχρηστα πράγματα, αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο του ζωτικού χώρου του
ανθρώπου κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στη σύγχρονη επιστήμη και νομολογία των
ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας μας[24]. Τούτο γίνεται δεκτό πως ισχύει, τηρουμένων των
αναλογιών, ακόμα και για τα ιδιωτικά δάση και τις ιδιωτικές δασικές εκτάσεις[25]. Υποστηρίζεται
δηλαδή ότι και τα ιδιωτικά δάση και οι δασικές εκτάσεις συνιστούν όχι μόνον αντικείμενα δημόσιας
κτήσης αλλά και περιβαλλοντικά αγαθά που ενσωματώνουν το συνταγματικά προστατευόμενο
δικαίωμα στο περιβάλλον και, ως εκ τούτου, εξυπηρετούν την κοινή ωφέλεια[26]. Για τον λόγο δε
αυτό τα ιδιωτικά δασικά οικοσυστήματα διέπονται από καθεστώς «οιονεί κοινοχρησίας» που
επιτρέπει, ως προς την ελευθερία απόλαυσης και χρήσης τους, την αντιμετώπισή τους από το
δίκαιο όπως τα δημόσια δάση και τα κοινόχρηστα περιβαλλοντικά αγαθά[27]. Ούτως το δάσος,
αναγνωριζόμενο ως περιβαλλοντικό αγαθό και υπαγόμενο στην έννοια του «κοινοχρήστου
πράγματος», προστατεύεται από την έννομη τάξη έναντι παρανόμων πράξεων (ΑΠ 1271/2011, ΑΠ
207/2010), όπως εν προκειμένω οι καταπατήσεις, αλλά και η μεταβολή του προορισμού του, η
υποβάθμιση και καταστροφή του κ.ά. Η δε παρακώληση της χρήσεως δάσους ως κοινοχρήστου
αγαθού συνιστά, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν, προσβολή της προσωπικότητας και
παράνομη πράξη[28].
Η εξαγορά επομένως δημοσίων δασών, δασικών εκτάσεων και περιοχών Natura (οι οποίες στην
πλειονότητά τους είναι ενταγμένες σε ευρύτερα, πολύτιμα δασικά οικοσυστήματα) είναι
αντισυνταγματική και, ως εκ τούτου, ανεπίτρεπτη και για τον λόγο ότι, ως κοινόχρηστα
περιβαλλοντικά αγαθά, τα δάση και οι δασικές εκτάσεις αλλά και οι οικότοποι που, ως επί το
πλείστον, συμπεριλαμβάνονται σε αυτά, είναι ανεπίδεκτα συναλλαγής σύμφωνα με τις διατάξεις
του άρθρου 966 του Αστικού Κώδικα και αναπαλλοτρίωτα, ενώ σύμφωνα και με τη συνταγματική
επιταγή περί απαγόρευσης μεταβολής του προορισμού τους (άρθρο 24 Συντ.) και διαθέσεώς τους
για άλλον προορισμό, βρίσκονται διαρκώς στην άμεση διάθεση κάθε προσώπου για ελεύθερη
χρήση τους σύμφωνα με τον δημόσιο προορισμό τους, που συνίσταται στην ακώλυτη απόλαυση
της φύσης από το κοινό εις το διηνεκές.
Γ) Αντιφατικές διατάξεις
1. Έννοια της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου
Η δυνατότητα που παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν. 5024/2023
για την εξαγορά καταπατημένων εκτάσεων της «ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου» έρχονται
σε πλήρη αντίθεση με τις αμέσως επόμενες διατάξεις των περιπτώσεων β’ και στ’ της παρ. 2 του
άρθρου 5 του ιδίου ως άνω νόμου, για τον λόγο ότι δέχονται ότι στην ιδιωτική περιουσία του
δημοσίου μπορούν να ανήκουν δάση και δασικές εκτάσεις (δημόσια ή και ιδιωτικά) καθώς και
προστατευόμενες περιοχές της φύσης που, όπως καταδείχθηκε στην αμέσως προηγούμενη
ενότητα, συνιστούν δημόσια περιβαλλοντικά αγαθά καθώς και κοινόχρηστα πράγματα εκτός
συναλλαγής που ανήκουν στη δημόσια περιουσία του κράτους -και όχι στην ιδιωτική[29].
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη θεωρία του δημοσίου δικαίου, την ιδιωτική περιουσία του
δημοσίου απαρτίζουν πράγματα τα οποία δεν υπηρετούν άμεσα κανένα δημόσιο συμφέρον. Εδώ
ανήκουν οι κρατικές ή δημοτικές κ.λπ. επενδύσεις σε μετοχές, ομόλογα, ακίνητα, η ιδιοκτησία
επιχειρήσεων και, γενικά, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται στο πλαίσιο της
συναλλακτικής δραστηριότητας της διοικήσεως. Εδώ ανήκουν, επίσης, τα αδέσποτα ακίνητα και οι
περιουσίες των αποβιωσάντων δίχως κληρονόμο που περιέρχονται κατά τον νόμο στο ελληνικό
δημόσιο, καθώς και τα ευρεθέντα και τα κατατεθέντα αλλά μη πλέον αναζητηθέντα πράγματα, των
οποίων η κυριότητα περιέρχεται στον δήμο ή στην κοινότητα του τόπου της ευρέσεως. Τα στοιχεία
αυτά αποτελούν τη λεγομένη «ιδιωτική περιουσία» (ή κτήση) του κράτους ή των άλλων δημοσίων
οργανισμών[30]. Καθίσταται επομένως απολύτως σαφές ότι ούτε τα δάση ούτε οι δασικές εκτάσεις
ούτε οι οικότοποι (οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι ενταγμένοι σε δασικά οικοσυστήματα) ανήκουν
στην ιδιωτική κτήση του δημοσίου, αλλ’ ως κοινόχρηστα και ανεπίδεκτα συναλλαγής δημόσια
περιβαλλοντικά αγαθά, εντάσσονται στη δημόσια περιουσία του κράτους η οποία είναι σταθερά
προορισμένη να υπηρετεί δημόσιο σκοπό, που εν προκειμένω συνίσταται στη διατήρηση
αναλλοίωτης της οικολογικής ισορροπίας του δασικού και εν γένει του φυσικού περιβάλλοντος και
στην απόλαυσή του από το κοινό.
Επομένως είναι μη νόμιμες οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν. 5024/2023, και
για τον λόγο ότι στην προς εξαγορά ιδιωτική περιουσία του δημοσίου, την οποία επιτρέπουν,
δέχονται εσφαλμένα ότι ανήκουν και τμήματα δάσους ή δασικής έκτασης ή ακόμα και
προστατευόμενοι οικότοποι στο σύνολό τους.
2. Εξαίρεση δασών και κοινοχρήστων πραγμάτων
Η δυνατότητα που παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν. 5024/23 για
την εξαγορά καταπατημένων εκτάσεων δασικού χαρακτήρα και προστατευόμενων περιοχών της
φύσης έρχεται και σε πλήρη αντίθεση με τις αμέσως επόμενες διατάξεις αφ’ ενός της περίπτωσης
β’ της παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 5024/2023 που ορίζει ότι από τη δυνατότητα εξαγοράς
εξαιρούνται εκτάσεις που «εμπίπτουν στη δασική νομοθεσία» και αφ’ ετέρου της περ. στ’ της παρ.
2 του άρθρου 5 του ν. 5024/2023 οι οποίες ορίζουν ότι από το μέτρο της εξαγοράς εξαιρούνται
«πράγματα εκτός συναλλαγής κατά το άρθρο 966 του Αστικού Κώδικα». Ακόμα δε και το ιδιωτικό
δάσος ή η ιδιωτική δασική έκταση θεωρούνται, όπως προεκτέθηκε, ότι εμπίπτουν σε καθεστώς
«οιονεί κοινοχρησίας» ως περιβαλλοντικά αγαθά ευθέως προστατευόμενα από το Σύνταγμα και
την κείμενη νομοθεσία.
Δ) Προστασία των δασών ως «εθνικού κεφαλαίου»
Η κτήση του Δημοσίου επί των δασών του εξυπηρετεί περαιτέρω και τον πρωταρχικής σημασίας
δημόσιο σκοπό της εθνικής κυριαρχίας, εφ’ όσον η ελληνική Πολιτεία, για να είναι βιώσιμη και
κυρίαρχη, πρέπει να διαθέτει την αναγκαία εδαφική επάρκεια και τον έλεγχο του φυσικού
περιβάλλοντος. Σύμφωνα δε και με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 998/1979, τα δάση
«συνιστούν εθνικό κεφάλαιο».
Και με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2753/1994 έγινε δεκτό ότι: «Η μεταβίβαση δημοσίου δάσους ακόμη
και σε φορέα δημόσιας εξουσίας (όπως π.χ. η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου), όταν στους
σκοπούς του εν λόγω φορέα δεν περιλαμβάνεται η διοίκηση και η διαχείριση δασών και δασικών
εκτάσεων, είναι μη νόμιμη γιατί με αυτό τον τρόπο οι δημόσιες δασικές εκτάσεις
απομακρύνονται από τη διοίκηση και διαχείριση του κράτους, οι οποίες αποτελούν βασικό
στοιχείο της κρατικής εποπτείας επί των δασών και δασικών εκτάσεων για τη διατήρηση
αναλλοίωτης της μορφής τους, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον νόμο». Κατ’ αναλογία, η
μεταβίβαση δημοσίων δασών προς το ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο δεν περιλαμβάνει στον σκοπό του τη
διοίκηση και διαχείριση δασών και δασικών εκτάσεων, θα πρέπει να θεωρηθεί μη νόμιμη, εφ’
όσον δεν παρέχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις για τη διατήρηση της απαραίτητης κρατικής
εποπτείας που διασφαλίζει τη συνταγματική δασική προστασία[31].
Η κυριότητα του δημοσίου επί των κοινοχρήστων πραγμάτων προβλέπεται μεν στον Αστικό Κώδικα
(άρθρο 968 ΑΚ), όμως προκύπτει και από το ίδιο το Σύνταγμα. Αυτό ισχύει για τα δημόσια δάση και
τις δασικές εκτάσεις και τούτο, διότι η αποτελεσματική προστασία των αγαθών αυτών, όπως
επιτάσσουν τα άρθρα 24 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, προϋποθέτει τη διατήρηση της
ιδιότητάς τους ως κοινοχρήστων και, επομένως, την απαγόρευση αποκαθιέρωσής τους και τη
διατήρηση της κυριότητας του δημοσίου σε αυτά, προκειμένου να μην τεθεί σε διακινδύνευση η
διατήρηση και προστασία τους.
Η υποχρέωση, επομένως, αφ’ ενός αποτελεσματικής προστασίας των συνταγματικών αγαθών των
δασών, των δασικών εκτάσεων και των οικοτόπων και αφ’ ετέρου της διατήρησης του
κοινοχρήστου χαρακτήρα τους, σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζεται με τις διατάξεις του ν.
5024/2023, αφού η αναγνώριση της δυνατότητας κτήσης κυριότητας σε αυτά από ιδιώτες, και
μάλιστα καταπατητές, αντιστρατεύεται εξ ορισμού τη διατήρηση τόσο του προορισμού όσο και του
κοινοχρήστου χαρακτήρα τους, θέτοντας στη διάθεση ιδιώτη αγαθά ζωτικής σημασίας για το
κοινωνικό σύνολο, η καταστροφή των οποίων θα ήταν μη αναστρέψιμη για τα αναντικατάστατα
αυτά φυσικά στοιχεία τα οποία συνιστούν εθνικό κεφάλαιο και δημόσιο πλούτο[32]. Άλλωστε και
το άρθρο 970 ΑΚ[33] αναγνωρίζει μεν, κατ’ εξαίρεση, τη δυνατότητα απόκτησης ιδιαίτερων
ιδιωτικών δικαιωμάτων σε κοινόχρηστα πράγματα, με παραχώρηση της αρμόδιας διοικητικής
αρχής κατά τους όρους του νόμου (πχ. χορήγηση αδείας σε καταστήματα υγειονομικού
ενδιαφέροντος να χρησιμοποιούν μέρος του κοινοχρήστου χώρου πλατείας για ανάπτυξη
τραπεζοκαθισμάτων κ.λπ.), πλην όμως πρόκειται για παραχώρηση απλής χρήσης και όχι
κυριότητας η οποία, μάλιστα, είναι επιτρεπτή μόνον εφ’ όσον με τα δικαιώματα αυτά
εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, δεν αναιρείται η κοινοχρησία στο δημόσιο χώρο.
Καθίσταται επομένως σαφές ότι είναι μη νόμιμη και, ως εκ τούτου, ανεπίτρεπτη η παρεχομένη,
δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν. 5024/2023, δυνατότητα
εξαγοράς δημοσίων ακινήτων τα οποία εμπεριέχουν ή αποτελούν δάση, δασικές εκτάσεις ή
προστατευόμενες περιοχές της φύσης, για τον λόγο ότι η παρεχομένη δυνατότητα κτήσης
κυριότητας επ’ αυτών από ιδιώτη προσβάλλει κατάφωρα τον κοινόχρηστο χαρακτήρα τους ως
δημόσιων περιβαλλοντικών αγαθών και απομειώνει ανεπίτρεπτα τη δημόσια κτήση.
Ε) Απαγόρευση χρησικτησίας κατά του Δημοσίου
Η παράνομη κατοχή δημοσίου κτήματος (μεταξύ των οποίων και τα δημόσια δάση και οι δημόσιες
δασικές εκτάσεις στα οποία ανήκουν, κατά κανόνα, και οι προστατευόμενες περιοχές της φύσης),
δεν δύναται να στοιχειοθετήσει ούτε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την κτήση κυριότητας σε
αυτά με έκτακτη χρησικτησία, όχι μόνον επειδή, κατά τη γνωστή αρχή του ρωμαϊκού δικαίου, «εκ
της παρανομίας δεν γεννάται δίκαιο» (λατ. ex injuria jus non oritur), αλλά και για τον λόγο
ότι έκτακτη χρησικτησία είναι δυνατόν να αποκτηθεί σε δημόσια κτήματα μόνον εφόσον η
τριακονταετής νομή τους είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου 1915 (ΑΠ Ολ 75/1987, ΑΠ
52/2014, ΑΠ 1524/2012, ΕφΑθ 5077/2022 κ.ά.)[34].
Σύμφωνα και με το άρθρο 58 (περί νομής επί δασών) του Δασικού Κώδικα (νδ/γμα 86/1969): «Επί
των δημοσίων εν γένει δασών θεωρείται νομεύς το Δημόσιον, έστω και αν ουδεμίαν ενήργησεν
επ’ αυτών πράξιν νομής. Ουδείς δύναται να αποκτήση δικαίωμα νομής δι’ εκχερσώσεως,
υλοτομίας, σποράς ή οιασδήποτε άλλης πράξεως επί δημοσίων εν γένει δασών». Συναφώς, κατά
τις παρ. 1-2 του άρθρου 2 του αν.ν. 1539/1938 («Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων»): «1.
Επί των … δημοσίων κτημάτων εν γένει νομεύς θεωρείται το Δημόσιον έστω και αν ουδεμίαν
ενήργησεν επ’ αυτών πράξιν νομής. 2. Νομή παρά τρίτου θεωρείται ασκούμενη α) επί των δασών …
μόνον δια της κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις βάσει αδειών της δασικής Αρχής».
Αλλά και το άρθρο 1054 ΑΚ ορίζει ρητά ότι είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, τα
εκτός συναλλαγής πράγματα στα οποία ανήκουν τα δασικά οικοσυστήματα και οι περιοχές Natura,
σύμφωνα και με όσα αναλύθηκαν ως άνω. Σύμφωνα δε με το άρθρο 115 του πδ/τος της 11-
12.11.1929 «Περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων» (ΦΕΚ Α’ 399/12.11.1929), σε βάρος
οποιουδήποτε κάνει αυθαίρετη χρήση ή καρπούται δημόσιο κτήμα χωρίς σχετική νόμιμη
συμβατική σχέση, επιβάλλεται η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, όπως ειδικότερα ο νόμος
ορίζει.
Ειδικά όσον αφορά τα δασικά οικοσυστήματα αλλά και τις περιοχές natura, που κατά κανόνα
εμπεριέχονται σε αυτά, των οποίων οι διατάξεις του ν. 5024/2023 επιτρέπουν την παράνομη
κατάληψη και εξαγορά, το άρθρο 61 παρ. 1 του Δασικού Κώδικα (νδ/γμα 86/1969, ΦΕΚ Α’
7/18.1.1969) προβλέπει ότι σε βάρος εκείνου που επιχειρεί εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά ή άλλη
διακατοχική πράξη, μεταξύ άλλων, σε δημόσια, δημοτικά, κοινοτικά και μοναστηριακά δάση, σε
δάση ανήκοντα σε ιδρύματα καθώς και σε αναδασωτέες εκτάσεις, ασχέτως του χρόνου κατά τον
οποίο έλαβαν χώρα οι πράξεις αυτές, συντάσσεται και κοινοποιείται, από τον αρμόδιο Διευθυντή
Δασών ή Δασάρχη πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Με το πρωτόκολλο αυτό, προκειμένου περί
δημοσίων δασών, βεβαιούται από τον Δ/ντή Δασών ή τον Δασάρχη, κατά του ενεργούντος τις
παράνομες ως άνω διακατοχικές πράξεις η εις βάρος του δημοσίου τυχόν επελθούσα ζημία, το
ποσό για την αποκατάστασή της καθώς και το ποσό της οφειλομένης αποζημιώσεως χρήσεως.
Εφόσον, επομένως, δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει, σήμερα, ιδιώτης κυριότητα με τα προσόντα
της χρησικτησίας σε δημόσιο ακίνητο, ήτοι λόγω καλόπιστης διενέργειας πράξεων νομής σε αυτό,
πολύ περισσότερο είναι απολύτως αδύνατη, άκυρη και ανεπίτρεπτη η κτήση κυριότητας δημοσίου
ακινήτου από ιδιώτη που απλώς κατέχει, και μάλιστα παράνομα, δημόσιο ακίνητο, όπως μη
νόμιμα προβλέπουν οι διατάξεις του ν. 5024/2023.
ΣΤ) Η παράνομη κατοχή δημοσίου κτήματος ως ποινικό αδίκημα
Το πλέον αξιοσημείωτο σχετικά με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν.
5024/2023 είναι ότι εισάγουν στην έννομη τάξη και καθιερώνουν, ως νόμιμες και θεμιτές,
ανθρώπινες ενέργειες τις οποίες το ισχύον ποινικό δίκαιο στη χώρα μας προβλέπει και τιμωρεί
αυστηρά ως εγκληματικές πράξεις! Συγκεκριμένα, η παράνομη κατάληψη δημοσίου
κτήματος θεωρείται πράξη νομικά κολάσιμη εδώ και αιώνες στην ελληνική έννομη τάξη, για τον
λόγο ότι συνιστά συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από τέτοιου βαθμού ηθική απαξία, την οποία η
πολιτεία δεν είναι δυνατόν να ανεχθεί και, ως εκ τούτου, την αποδοκιμάζει και την τιμωρεί
ως ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με ειδικούς ποινικούς νόμους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 23 του αν.ν. 1539/1938 «Περί
προστασίας των δημοσίων κτημάτων» (όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του αν.ν.
263/1968, ΦΕΚ Α’ 12): «1. Ο αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος οιουδήποτε δημοσίου κτήματος,
ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχήν του Δημοσίου, τιμωρείται, διωκόμενος
αυτεπαγγέλτως, διά φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) μηνών, ης δεν συγχωρείται η μετατροπή, και
διά χρηματικής ποινής, τουλάχιστον, εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών. 2. Με τας αυτάς ποινάς
τιμωρείται και ο αναγνωρίσεως με την κυριότητα του Δημοσίου μη παραδίδων όμως
προκαλούμενος υπό του Δημοσίου το κτήμα ή μη παραλείπων τη κατοχήν του…»[35].
Σύμφωνα δε με τις παρ. 8, 10 και 15 του άρθρου 13 του βδ/τος της 24.9-20.10/1958 (ΦΕΚ Α’ 17,
όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 50 παρ. 2 του ν. 4257/2014, ΦΕΚ Α’ 93):
α) Η αυθαίρετη χρήση κοινοχρήστου χώρου διαπιστώνεται από τις αρμόδιες αρχές μετά από
διενέργεια αυτοψίας.
β) Η χρήση κοινοχρήστου χώρου, κατόπιν αδείας της αρμόδιας αρχής, επιτρέπεται μόνον εφ’ όσον
δεν αναιρείται εξ ολοκλήρου η ιδιότητα του κοινοχρήστου.
γ) Για την εκμετάλλευση κοινοχρήστου χώρου απαιτείται, πάντοτε, η διενέργεια διαγωνισμού βάσει
της ισχύουσας νομοθεσίας, και
δ) Όποιος χρησιμοποιεί κοινόχρηστο χώρο, τον οποίο αφορά η εφαρμογή του εν λόγω
διατάγματος, χωρίς άδεια ή καθ’ υπέρβαση αδείας της αρμόδιας αρχής, τιμωρείται με τις
προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις.
Εφόσον επομένως είναι κατά τα ανωτέρω αξιόποινη η άνευ νόμιμης αδείας απλή χρήση και
εκμετάλλευση κοινοχρήστου χώρου, καθίσταται πολύ περισσότερο τιμωρητέα κατά το ποινικό
δίκαιο η ενέργεια στην οποία προβαίνει ιδιώτης ο οποίος, εν γνώσει του, καταλαμβάνει δημόσιο ή
δημοτικό ακίνητο με σκοπό να καθιδρύσει επ’ αυτού ίδιο δικαίωμα κυριότητας και αποκλείοντας
έτσι, για το σύνολο, τη δυνατότητα χρήσης και απόλαυσής του ως κοινοχρήστου (ΑΠ 1151/2014, ΑΠ
199/2015, ΑΠ 379/2016, ΑΠ 1172/2018 κ.ά.). Το δε απολύτως και προκλητικά παράνομο και
ανεπίτρεπτο των προαναφερομένων διατάξεων του ν. 5024/2023, δυνάμει των οποίων επετράπη η
παράνομη κατοχή και εξαγορά δημοσίων κτημάτων που φέρουν ακόμα και χαρακτήρα δάσους,
δασικής έκτασης και προστατευόμενης περιοχής της φύσης, έγκειται στο γεγονός ότι, αντίθετα σε
κάθε συνταγματική και νομοθετική τάξη, καθιερώνουν ως νόμιμες και θεμιτές, δια της νομοθετικής
οδού, ενέργειες οι οποίες, ταυτόχρονα, αποδοκιμάζονται και τιμωρούνται αυστηρά από
την ποινική νομοθεσία της χώρας ως εγκληματικές συμπεριφορές (ποινικά αδικήματα)!.. Τούτο
είναι ενδεικτικό και του τρόπου με τον οποίο ο θεμελιώδης για τη δημοκρατία θεσμός της
νομοθέτησης, ενίοτε σήμερα «επιστρατεύεται» για την επιβολή στο κοινωνικό σύνολο μη νόμιμων
και απολύτως αντισυνταγματικών διατάξεων και πολιτικών επιλογών.
Ζ) Απαγόρευση εξαγοράς κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας
Αξιοσημείωτο είναι ακόμα ότι η εξαγορά δασών και δασικών εκτάσεων έχει ήδη
κριθεί αντισυνταγματική με την υπ’ αριθ. 710/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της
Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις της, ήδη καταργηθείσας, παραγράφου 5 του
άρθρου 47 του ν. 998/1979, που προέβλεπαν τη δυνατότητα εξαγοράς δασών και δασικών
εκτάσεων και τη μεταβίβαση της κυριότητάς τους έναντι χρηματικού τιμήματος στους κατόχους
τους, παραβίαζε τα άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος και τις αρχές του κράτους
δικαίου και της ισότητας[36].
Συγκεκριμένα, όπως έγινε δεκτό με την εν λόγω απόφαση, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1
του Συντάγματος καθιερώνεται υποχρέωση των κρατικών οργάνων να λαμβάνουν, στο πλαίσιο της
αρχής της αειφορίας, ιδιαίτερα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για την προστασία του
φυσικού περιβάλλοντος. Ειδικά για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις ο συντακτικός νομοθέτης
έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα, εισάγοντας ειδικότερες διατάξεις, βάσει των οποίων τα δασικά
οικοσυστήματα υπάγονται σε αυστηρό προστατευτικό καθεστώς, προς τον σκοπό της διαφύλαξης
της οικολογικής ισορροπίας και της διατήρησης της κατά προορισμόν χρήσης τους, η οποία
καθορίζεται ευθέως εκ του Συντάγματος[37]. Εντός του πλαισίου αυτού ανατίθεται, κατά την
απόφαση, στον κοινό νομοθέτη η υποχρέωση να θεσπίσει τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την
προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων και επιβάλλεται η απαγόρευση της μεταβολής
του προορισμού τους.
Σε περίπτωση δε δασών και δασικών εκτάσεων που καταστράφηκαν με οποιονδήποτε τρόπο
(πυρκαγιά, εκχέρσωση κ.λπ.), πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975, υπερισχύει
και εφαρμόζεται η αυστηρότερη ρύθμιση του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος η οποία
επιβάλλει την κήρυξή τους αναδασωτέων, και μάλιστα υποχρεωτικά, κατά δέσμια αρμοδιότητα,
ανεξάρτητα της τυχόν παρόδου μακρού χρόνου από την καταστροφή τους, αποκλειομένης
ρητά της διάθεσής τους για κάθε άλλον σκοπό δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε κατά
νόμον επέμβαση στο δάσος πριν την καταστροφή του, σύμφωνα με το έκτο κεφάλαιο του ν.
998/1979[38]. Καθίσταται επομένως σαφές, σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου
της Επικρατείας, ότι δάση και δασικές εκτάσεις (στα οποία κυρίως εντάσσονται και οι περιοχές
natura) τα οποία έχουν καταπατηθεί και, ως εκ τούτου, αποψιλωθεί παράνομα ή αλλάξει
προορισμό αντίθετα με το Σύνταγμα και τη δασική νομοθεσία, όχι μόνον απαγορεύεται να
διατεθούν κατά κυριότητα σε ιδιώτες -και μάλιστα σε εκείνους που ευθύνονται για την
καταπάτηση, την καταστροφή, την υποβάθμιση ή την αλλοίωσή τους- καθιστάμενα προς
τούτο αντικείμενο εξαγοράς, αλλά θα πρέπει να κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέα για την
ανάκτηση της δασικής βλάστησής τους και την ακώλυτη λειτουργία τους στο εξής ως αειφόρων και
οικολογικά ισόρροπων δασικών οικοσυστημάτων και ως δημόσιων περιβαλλοντικών αγαθών.
Είναι δε παντελώς άτοπη, καταχρηστική και παρελκυστική, η πρόβλεψη στις διατάξεις της παρ. 8
του άρθρου 4 του ν. 5024/2023, ότι «σε περίπτωση επέμβασης χωρίς νόμιμη άδεια σε δάση και
δασικές εκτάσεις ή μη τήρησης των περιορισμών που προβλέπονται για τις προστατευόμενες
περιοχές, η απόφαση εξαγοράς θα ανακαλείται αυτοδικαίως», αφού στις περιπτώσεις αυτές η μη
νόμιμη επέμβαση στις εκτάσεις δασικού ή προστατευόμενου χαρακτήρα έχει ήδη συντελεστεί από
αυτή την ίδια την παράνομη κατάληψή τους και την αποψίλωσή τους ή την εν γένει διενέργεια
παράνομων επεμβάσεων σε αυτές. Ομοίως είναι καταχρηστική, μη νόμιμη και απαράδεκτη,
σύμφωνα και με το σκεπτικό των αποφάσεων ΣτΕ Ολ 710/2020 και ΣτΕ 645/2019, η επίκληση εκ
μέρους της κυβέρνησης -για την ψήφιση και εφαρμογή των διατάξεων του ν. 5024/2023-
αφενός εισπρακτικών λόγων που αφορούν τη διασφάλιση εσόδων («που μπορεί να φτάσουν και
τα 500 εκατ. ευρώ σε βάθος 5 ετών»), και αφετέρου της «τακτοποίησης μιας χρόνιας
εκκρεμότητας που προωθεί τη θωράκιση της δημόσιας περιουσίας» καθ’ ότι από τη φύση του
πράγματος, οι καταπατήσεις αυτές έχουν γίνει προφανώς ασύνδετα προς κρατικούς
αναπτυξιακούς σκοπούς ή άλλους λόγους δημοσίου συμφέροντος, δημιουργούν δε τετελεσμένες
καταστάσεις οι οποίες δεν νομιμοποιούνται ούτε προβλέπονται από καμία διάταξη της
συνταγματικής και νομοθετικής τάξης, εμποδίζουν τον σχεδιασμό αειφορικής δασικής και
περιβαλλοντικής πολιτικής τον οποίο επιβάλλει το Σύνταγμα, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο,
και όχι μόνο δεν προωθούν «τη θωράκιση της δημόσιας περιουσίας», σύμφωνα με τις
προσχηματικές ως άνω εξαγγελίες, αλλ’ αντιθέτως την αντιστρατεύονται και την
καταλύουν εκποιώντας αθρόα και συστηματικά τη δημόσια περιουσία, νομιμοποιώντας ακόμα
και εγκληματικές ενέργειες, όπως η παράνομη κατάληψη δημόσιας περιουσίας, και καθιστώντας τη
δημόσια, κοινόχρηστη και εκτός συναλλαγής κτήση αντικείμενο εξαγοράς έναντι χρηματικού
ανταλλάγματος[39].
Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει η Μ. Καραμανώφ, «Οι κρατικές δραστηριότητες δεν μπορεί και
δεν πρέπει να μπουν συλλήβδην στην προκρούστεια κλίνη της αγοράς και να αξιολογούνται με
κύριο γνώμονα την οικονομική τους διάσταση … Η απόσπαση δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών
από τον χώρο του δημοσίου συμφέροντος και η είσοδός τους στον χώρο του ιδιωτικού
ενδιαφέροντος σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να ασκούνται πλέον υπό ειδικό νομικό
καθεστώς δημοσίου δικαίου, αλλά καθίστανται εφεξής κοινή ιδιωτική κτήση και δραστηριότητα,
επιχειρηματικού κατά κανόνα χαρακτήρα, την οποία ασκούν πλέον οι ιδιώτες δικαιωματικά» [40].
Οι μεθοδεύσεις αυτές «έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πραγματικών καταστάσεων οι οποίες
υπονομεύουν αυτά ταύτα τα θεμέλια της υποστάσεως του κυρίαρχου και βιώσιμου
κράτους, παγίωνονται de facto και είναι δυσχερώς αναστρέψιμες…» [41].
Επομένως, η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ν. 5024/2023 δυνατότητα εξαγοράς δημοσίων
ακινήτων με χαρακτήρα δάσους, δασικής εκτάσεως ή προστατευόμενης περιοχής της φύσης, πέραν
όσων αναφέρθηκαν σε προηγούμενες ενότητες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπηρετεί θεμιτό
σκοπό, ούτε από εκείνους που περιγράφονται στο άρθρο 106 του Συντάγματος (για την
εξυπηρέτηση της Εθνικής οικονομίας), ενώ παραβιάζει και τον συνταγματικό κανόνα του άρθρου
95 παρ. 5 Συντ.[42] κατά τον οποίο η δημόσια διοίκηση υποχρεούται να συμμορφώνεται με το
περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων, καθιστάμενη και για τους λόγους αυτούς
αντισυνταγματική και μη νόμιμη.
Η) Παραβιάσεις των αρχών της νομιμότητας, της ισότητας και του Κράτους δικαίου
Οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν. 5024/2023 παραβιάζουν ευθέως και τη
θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας, επί της οποίας ερείδεται ολόκληρο το σύστημα του Κράτους
Δικαίου και η έννομη τάξη. Συγκεκριμένα, η αρχή της νομιμότητας επιτάσσει τη συμμόρφωση των
κανόνων δικαίου κατωτέρας ισχύος (νόμοι, κανονιστικές πράξεις της διοικήσεως κ.λπ.) προς τους
υπερκείμενους κανόνες δικαίου, με κορωνίδα τις διατάξεις του Συντάγματος. Εφόσον επομένως,
για όλους τους λόγους που αναλύθηκαν λεπτομερώς ως άνω, οι σχολιαζόμενες διατάξεις του ν.
5024/23 είναι μη νόμιμες και αντιβαίνουν το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας, καθίσταται σαφές ότι
παραβιάζουν, ταυτόχρονα, και τη θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας που απορρέει από τη
Συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του Κράτους δικαίου (άρθ. 25 Συντ.) και διέπει ολόκληρο το
οικοδόμημα της διοικητικής οργάνωσης, λειτουργίας και δράσης.
Πράγματι το Σύνταγμά μας προβλέπει στο άρθρο 25 αυτού ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου
ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου
τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν
την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις
μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. … 2. H αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και
απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της
κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. 3. H καταχρηστική άσκηση δικαιώματος
δεν επιτρέπεται», ενώ σύμφωνα και με το άρθρο 4 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την αρχή
της ισότητας: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου».
Συνάγεται επομένως ότι η δυνατότητα εξαγοράς καταπατημένων εκτάσεων του δημοσίου που
παρέχεται με τις διατάξεις του ν. 5024/23, ακόμα και αν πρόκειται για εκτάσεις δασικού χαρακτήρα
ή για αυστηρά προστατευόμενες περιοχές της φύσης, δημιουργεί υπέρ των παρανόμως κατόχων –
καταπατητών μεταγραπτέο, μεταβιβάσιμο και εμπορεύσιμο τίτλο κυριότητας με οικονομική
αξία και, ταυτόχρονα, προκαλεί αδικαιολόγητη ευμενή μεταχείριση των καταπατητών δασών και
οικοτόπων έναντι εκείνων που δεν παρανόμησαν. Η διάκριση αυτή προσβάλλει ευθέως τη
συνταγματική αρχή της ισότητας και του κράτους δικαίου, αφού θέτει την κατηγορία αυτή
προσώπων, που έδρασαν αυθαιρέτως και παρανόμως, σε πλεονεκτική θέση έναντι όσων δεν
προέβησαν σε καταπάτηση δασών, δασικών εκτάσεων και οικοτόπων[41].
Ούτε όμως η πάροδος μακρού χρόνου (30 ή και 40 ετών) -που επίσης αυθαίρετα προβλέπουν οι
διατάξεις του ν. 5024/23- συνιστά λόγο που καθιστά νόμιμη την καταπάτηση και εξαγορά
δημοσίων εκτάσεων δασικού ή αυστηρά προστατευόμενου χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι διατάξεις
του Συντάγματος (άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3) και η εν γένει δασική και περιβαλλοντική
νομοθεσία, δεν επιτρέπουν τη θέσπιση χρονικών ορίων και περιορισμών στην υποχρέωση
δασικής και περιβαλλοντικής προστασίας και αναδάσωσης, ούτε ανέχονται τη διατήρηση
πραγματικών καταστάσεων που θεμελιώνονται σε αυθαίρετη κατάληψη και σε αλλοίωση ή
καταστροφή της βλάστησης και της βιοποικιλότητας δασών και οικοτόπων.
Συμπεράσματα
Όπως επομένως αναλυτικά καταδείχθηκε, οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και 5 παρ. 2β’ του ν.
5024/2023, κατά το μέρος που επιτρέπουν την εξαγορά καταπατημένων δημοσίων ακινήτων, τα
οποία φέρουν, εν όλω ή εν μέρει, χαρακτήρα δάσους, δασικής εκτάσεως ή προστατευόμενης
περιοχής της φύσης, αντίκεινται ευθέως στο Σύνταγμα και στην έννομη τάξη της χώρας και
συγκεκριμένα, παραβιάζουν την περιβαλλοντική, δασική, ποινική και ευρωπαϊκή νομοθεσία, τη
νομοθεσία περί κοινοχρήστων πραγμάτων, αλλά και τις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας, της
ισότητας και του Κράτους δικαίου που διέπουν το σύνολο της οργάνωσης, της λειτουργίας και της
δράσης της δημόσιας διοίκησης.
Επιπλέον, οι ως άνω διατάξεις του ν. 5024/2023 είναι μη νόμιμες και ως μεταξύ
τους αντιφατικές, αφού παρέχουν τη δυνατότητα εξαγοράς κοινοχρήστων, δηλ. εκτός συναλλαγής
εκτάσεων, ενώ στις αμέσως επόμενες διατάξεις της περίπτωσης στ’ της παρ. 2 του άρθρου 5 του
ίδιου ως άνω νόμου προβλέπεται ότι από το μέτρο της εξαγοράς εξαιρούνται τα «πράγματα εκτός
συναλλαγής», δηλαδή τα κοινόχρηστα του άρθρου 966 του Αστικού Κώδικα, στα οποία παγίως
συμπεριλαμβάνονται τα δημόσια δάση και οι δασικές εκτάσεις, εντός των οποίων υπάρχουν και οι
κυριότεροι προστατευόμενοι οικότοποι. Ακόμα δε και το ιδιωτικό δάσος ή η ιδιωτική δασική
έκταση θεωρούνται ότι εμπίπτουν σε καθεστώς «οιονεί κοινοχρησίας» ως περιβαλλοντικά αγαθά
προστατευόμενα από το Σύνταγμα και την κείμενη νομοθεσία.
Για το σύνολο επομένως των λόγων που προαναφέρθηκαν, οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6-7 και
5 παρ. 2β’ του ν. 5024/2023 είναι αντισυνταγματικές, μη νόμιμες και, ως εκ τούτου, ανεφάρμοστες
και μη δυνάμενες να παράσχουν νόμιμο έρεισμα για την έκδοση κανονιστικών πράξεων της δρώσας
διοίκησης ή ακόμα και ιδιωτικών πράξεων για τα θέματα που ρυθμίζουν (άδειες εξαγοράς,
συμβολαιογραφικές πράξεις κ.λπ.). Σε περίπτωση δε που εκδοθεί τέτοια διοικητική πράξη,
στηριχθείσα στις ως άνω διατάξεις του ν. 5024/2023, θα είναι ακυρωτέα ως μη νόμιμη και
αντισυνταγματική, οι δε πράξεις του ιδιωτικού δικαίου απολύτως άκυρες ή ακυρώσιμες κατά την
κείμενη νομοθεσία.
________________________
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. άρθρα 4 και 5 ν. 5024/2023 (ΦΕΚ Α’ 41/24.2.2023) «Ρυθμίσεις για την εξαγορά κατεχομένων
ακινήτων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, ακινήτων του Ταμείου Εθνικής Άμυνας, λοιπές
διατάξεις για την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου
Οικονομικών»: «Άρθρο 4. Δικαίωμα υποβολής αίτησης εξαγοράς. … 6. Εάν εντός του προς εξαγορά
δημοσίου ακινήτου βρίσκεται έκταση δασικού χαρακτήρα, εφόσον αυτή καταλαμβάνει κατ’ ανώτατο
όριο είκοσι τοις εκατό (20%) του εμβαδού του, εξαγοράζεται ενιαία με το δημόσιο ακίνητο, με
διατήρηση των όρων προστασίας της, που απορρέουν από τη φύση της και από την κείμενη νομοθεσία.
Οι όροι προστασίας μνημονεύονται στο σύνολό τους υποχρεωτικά στην απόφαση εξαγοράς. 7. Εάν
εντός του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου περιλαμβάνονται περιοχές, οι οποίες υπάγονται στο εθνικό
σύστημα προστατευόμενων περιοχών, κατά το άρθρο 3 του ν. 3937/2011 (Α’ 60), εξακολουθούν να
εφαρμόζονται μετά την εξαγορά αυτού οι περιορισμοί, οι οποίοι ορίζονται στη σχετική για τις περιοχές
αυτές νομοθεσία και μνημονεύονται υποχρεωτικά στην απόφαση εξαγοράς. 8. Σε περίπτωση επέμβασης
άνευ νόμιμης αδείας στις εκτάσεις που αναφέρονται στην παρ. 6 ή μη τήρησης των περιορισμών που
προβλέπονται σύμφωνα με την παρ. 7, η απόφαση εξαγοράς, η οποία εκδίδεται, ανακαλείται
αυτοδικαίως και εκδίδεται σχετική διαπιστωτική πράξη από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου
Οικονομικών, κατόπιν γνώμης της οικείας κτηματικής υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή: α) δεν
επιστρέφεται το καταβληθέν τίμημα εξαγοράς, και β) εφαρμόζεται κατά τα λοιπά η νομοθεσία για την
προστασία των δημοσίων κτημάτων, με αναφορά των περ. α’ και β’ στην ανωτέρω διαπιστωτική πράξη.
… Άρθρο 5. Εξαιρούμενα ακίνητα. 1. … 2. Εξαιρούνται της εξαγοράς ακίνητα ή τμήματα αυτών, τα
οποία: (α) κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αποφάσεων που
κηρύσσουν αναγκαστική απαλλοτρίωση ή επιβάλλουν ρυμοτομική απαλλοτρίωση, (β) εμπίπτουν στη
δασική νομοθεσία, με την επιφύλαξη των παρ. 6 και 7 του άρθρου 4, …, (στ) είναι εκτός συναλλαγής,
κατά το άρθρο 966 του Αστικού Κώδικα, ή (ζ) έχουν περιέλθει στην κυριότητα της Εταιρείας Ακινήτων
Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.) και έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταγραφής ή καταχώρισης στα κατά τόπους
αρμόδια υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία κατά περίπτωση, δυνάμει των παρ. 4 και 8 του
άρθρου 196 του ν. 4389/2016 (Α’ 94). 3. Αν οι λόγοι εξαίρεσης από την εξαγορά της παρ. 2 αφορούν σε
τμήμα μόνον του προς εξαγορά δημοσίου ακινήτου, δεν κωλύεται η εξαγορά του υπόλοιπου τμήματος
του ιδίου δημοσίου ακινήτου, σύμφωνα με το άρθρο 4. Στην περίπτωση αυτή, το τμήμα του δημοσίου
ακινήτου, που εξαιρείται της εξαγοράς, δεν συνυπολογίζεται στο όριο αρτιότητας για τους σκοπούς της
παρ. 3 του άρθρου 4». Σχετ. βλ. και Γιώργος Αλεξάκης, «Πώς θα εξαγοράζονται τα καταπατημένα
κτήματα του δημοσίου», https://www.news247.gr/oikonomia/pos-tha-exagorazontai-ta-katapatimenaktimata-tou-dimosiou/
[2] Βλ. άρθρο 3 ν. 3937/2011 (ΦΕΚ Α’ 60/31.3.2011) «Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες
διατάξεις»: «Εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών. ..», άρθρα 18-19 του ν. 1650/1986 «Για την
προστασία του περιβάλλοντος» (ΦΕΚ Β’ 160/16.10.1986, όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 4 και 5 ν.
3937/2011, ΦΕΚ Α’ 60/31.3.2011, 20 παρ. 3 ν. 4492/2017, ΦΕΚ Α’ 156 και 45 παρ. 1 και 46 ν. 4685/2020,
ΦΕΚ A’ 92/7.5.2020).
[3] Βλ. άρθρα 4 και 5 ν. 5024/2023 (ΦΕΚ Α’ 41/24.2.2023), ό.π.
[4] Άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος
αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει
υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της
αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη
δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών
και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη
τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον».
[5] Βλ. άρθρο 3 ν. 3937/2011 (ΦΕΚ Α’ 60/31.3.2011) συνδ. άρθρα 18-19 ν. 1650/1986 (ΦΕΚ Β’
160/16.10.1986, όπως ισχύουν), ό.π., άρθρο 27επ. ν. 4685/2020 (ΦΕΚ Α’ 92/7.5.2020, όπως
τροποποιήθηκε με τους ν. 4722/2020, ΦΕΚ Α’ 177 και 4819/2021, ΦΕΚ Α’ 129).
[6] Άρθρο 6 παρ. 1-3 Οδηγίας 92/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των
φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206/7/22.7.1992): «1. Για τις
ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως
συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης ή ενσωματωμένα σε άλλα σχέδια διευθέτησης
και τα δέοντα κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές
απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II, τα
οποία απαντώνται στους τόπους. 2. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές
ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών,
καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι
ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της
παρούσας οδηγίας. 3. Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το
οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα
σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων
διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης
της περίπτωσης των διατάξεων της παρ. 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο
σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου
πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη…».
[7] Άρθρο 5 κ.υ.α. της 11.12.1998 (ΦΕΚ Β’ 1289).
[8] Βλ. Σοφία Παυλάκη, «Διατήρηση φυσικών οικοτόπων κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έγκριση σχεδίων διαχείρισης – Προστασία του δάσους της
Białowieża», https://dasarxeio.com/2017/12/09/51753/
[9] Βλ. «Δάση», σε: https://ypen.gov.gr/perivallon/dasi/
[10] ΦΕΚ Α’ 77/20.4.2022.
[11] Σχετ. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος, «Η κοινοχρησία των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων»
(https://dasarxeio.com/2016/12/18/38648/), όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η εκποίηση δημόσιας
δασικής γης «οδηγεί αυτομάτως στην παραδοχή σημαντικών δυσμενών εννόμων συνεπειών, η
σημαντικότερη των οποίων έγκειται στην άρνηση του δικαιώματος της κατ’ αρχήν ακώλυτης πρόσβασης
του κοινού στα δημόσια δάση ως εκδήλωσης του δικαιώματος στην προσωπικότητα».
[12] Δημήτριος Παπαστερίου, «Εμπράγματο Δίκαιο», τόμ. Ι, § 11, αρ. 55, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2008.
[13] Απόστολος Γεωργιάδης, «Εμπράγματο Δίκαιο», β’ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
2010, § 16, σελ. 153. Βλ. και Ευτυχία Κουράκου, «Πτυχές της Νομολογίας του Συμβουλίου της
Επικρατείας για τα κοινόχρηστα πράγματα», Εισήγηση σε επιστημονική ημερίδα με θέμα: «Ο Δημόσιος
Χώρος ως πεδίο έντασης ανάμεσα στο δημόσιο και ιδιωτικό συμφέρον», που διοργάνωσε η Ελληνική
Εταιρεία Δικαίου Περιβάλλοντος, την 28η Ιουνίου 2017, στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών
(http://environmental-law.gr/), όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «Πριν από την εισαγωγή του Αστικού
Κώδικα και υπό την ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου υποστηριζόταν έντονα τόσο στη θεωρία όσο
και στη νομολογία η άποψη ότι επί των κοινοχρήστων πραγμάτων δεν είναι νοητή η ύπαρξη καμιάς
μορφής κυριότητας, αφού η Διοίκηση δεν έχει επί των πραγμάτων αυτών ούτε εξουσία χρήσης, ούτε
εξουσία κάρπωσης ούτε εξουσία διάθεσης, αλλά ότι η έννομη σχέση που δημιουργείται μεταξύ της
Διοίκησης και των κοινοχρήστων πραγμάτων είναι αποκλειστικά δημοσίου δικαίου, από την οποία
πηγάζουν μόνον εξουσίες της Διοικήσεως (domain public). Ωστόσο, σταδιακά και με τη θέσπιση του
Αστικού Κώδικα επικράτησε στο ελληνικό δίκαιο η άποψη ότι η Διοίκηση έχει επί των κοινοχρήστων
πραγμάτων την κοινή κυριότητα του Αστικού Κώδικα. Σκοπός της αναγνώρισης της κυριότητας του
Δημοσίου ήταν, ιδίως, να μπορεί το Δημόσιο να την προστατεύει έναντι επεμβάσεων τρίτων, να αποκτά
τους καρπούς του πράγματος, να το εκμεταλλεύεται εκμισθώνοντάς το κ.λπ. με ορισμένες, ωστόσο,
ιδιαιτερότητες που επιβάλλονται από τη φύση των πραγμάτων αυτών ως κοινοχρήστων και ειδικότερα,
κατά κύριο λόγο, του αναπαλλοτρίωτου». Βλ. και Μανόλη Βελεγράκη, «Η έννοια της Δημόσιας Κτήσης
στο Ελληνικό Δίκαιο», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σελ. 227 επ., με εκεί αναφορές στο έργο
του Ph. Yolka, «La propriété publique – Eléments pour une théorie», Paris 2000, κατά τον οποίο: «Τελικά
ο συγγραφέας άγεται στη διάκριση μεταξύ δημόσιας κυριότητας (propriété publique) και δημόσιας
κτήσης (domanialité publique), με την πρώτη να αποτελεί ένα ιδιαίτερο νομικό καθεστώς γα τα
πράγματα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, τα νπδδ και τους ΟΤΑ. Χαρακτηριστικά του
καθεστώτος αυτού είναι η απαγόρευση της (δωρεάν) παραχώρησης (incessibilité) και το ακατάσχετο
(insaisissabilité) των περιουσιακών αντικειμένων της Διοίκησης». Σχετ. και Μιχαήλ Στασινόπουλος, «Τα
κοινόχρηστα και δημόσια πράγματα κατά τον Αστικό Κώδικα» Νομικαί Μελέται, 1946, Ευάγγελος
Δωρής, «Τα Δημόσια κτήματα», 1980, σελ. 357, 404.
[14] Δημ. Παπαστερίου, «Εμπράγματο Δίκαιο», τόμ. Ι, § 11, αρ. 77, ό.π.
[15] Άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την
προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον
δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».
[16] Άρθρο 57 ΑΚ: «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να
απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον».
[17] Απ. Γεωργιάδης, «Εμπράγματο Δίκαιο», § 21, σελ. 153, ό.π.
[18] Γλυκερία Σιούτη, «Η Συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος», εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1985, σελ. 125.
[19] Ιωάννης Καράκωστας, «Η προστασία του περιβάλλοντος – Αδιαπραγμάτευτο νομικό και κοινωνικό
κεκτημένο», περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» (ΠερΔικ) τεύχ. 2/2006, σελ. 161.
[20] Άρθρο 21 του νδ/τος της 22.4-26.5.1926 και άρθρο 4 του αν.ν. 1539/1938.
[21] Πρόδρομος Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», τρίτη έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα
1992, παρ. 1180, περ. δ’, σελ. 628. Ευτ. Κουράκου, ό.π., κατά την οποία περαιτέρω: «Τα δημόσια δάση
ανήκουν στα κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία, μάλιστα, συμπεριλαμβάνονται στα προστατευόμενα
από το Σύνταγμα περιβαλλοντικά αγαθά και δεν μπορούν να αποκαθιερωθούν και να μεταβιβαστούν
κατά κυριότητα σε απλούς ιδιώτες». Βλ. και Σεραφείμ Πεταμίδης, «Αξιοποίηση της περιουσίας του
Δημοσίου – Μελέτη περίπτωσης – Το Ελληνκό Σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας», Εθνική Σχολή
Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, ΚΒ’ Εκπαιδευτική Σειρά, επιβλέπων: Αντ. Ροβολής, Αθήνα 2014,
σελ. 23, chromeextension://efaidnbmnnnibpcajpcglclefindmkaj/https://www.ekdd.gr/ekdda/files/ergasies_esdd/22/034/
1761.pdf, κατά τον οποίο: «Η ιδιωτική περιουσία του δημοσίου περιλαμβάνει όλα εκείνα τα πράγματα
τα οποία δεν υπάγονται στο δημόσιο σκοπό, όπως οικόπεδα, αξιόγραφα, εργοστάσια (που αποβλέπουν
κυρίως στην οικονομική εκμετάλλευση) ή ακίνητα τα οποία το κράτος εκμισθώνει και εισπράττει τα
μισθώματα. Επίσης οι κρατικές ή δημοτικές επενδύσεις σε μετοχές, ομόλογα, αποθεματικά σε
τραπεζικές καταθέσεις, χρηματικές δωρεές ιδιωτών προς το κράτος δίχως προσδιορισμό του
ειδικότερου σκοπού, τα προϊόντα κερδών από όσα αποκομίζει το δημόσιο ή ο δήμος ή ένα
πανεπιστήμιο. Τα κινητά ή ακίνητα που αποκτά το δημόσιο κατά την εκπλειστηρίασή τους αποτελούν
ιδιωτική περιουσία του κράτους ή των δημόσιων οργανισμών». Καθίσταται επομένως σαφές ότι ούτε τα
δάση ούτε οι δασικές εκτάσεις (δημόσια ή ιδιωτικά), ούτε οι οικότοποι συγκαταλέγονται στην «ιδιωτική
περιουσία του δημοσίου» της οποίας την καταπάτηση και την εξαγορά επιτρέπει και καθιερώνει ο ν.
5024/2023.
[22] Σχετ. Απ. Γεωργιάδης, «Εμπράγματο Δίκαιο», β’ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2010,
§ 16, σελ. 152. Βλ. και Μιχ. Στασινόπουλος, «Τα κοινόχρηστα», σελ. 25. Βλ. και Ευτ. Κουράκου, «Πτυχές
της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα κοινόχρηστα πράγματα», ό.π., όπου μεταξύ
άλλων αναφέρει: «Η έννοια του κοινοχρήστου δεν περιορίζεται μόνο στους “χαρακτηρισμένους” από
κάποια νομοθετική διάταξη ως κοινοχρήστους χώρους, αλλά περιλαμβάνει και μη ειδικώς
χαρακτηρισμένα ως κοινόχρηστα πράγματα, π.χ. εκτός σχεδίου εκτάσεις και αγαθά, τα οποία
περιλαμβάνονται στην έννοια του κοινοχρήστου του Αστικού Κώδικα λόγω της αφιέρωσής τους στην
κοινή χρήση. Εξ άλλου η απαρίθμηση των κοινοχρήστων πραγμάτων στο άρθρο 967 ΑΚ είναι ενδεικτική
(βλ. τη χρησιμοποίηση στο άρθρο αυτό του επιρρήματος “ιδίως”)». Σχετ. και Αθ. Παπαθανασόπουλος,
«Η κυριότητα στα περιβαλλοντικά αγαθά», https://dasarxeio.com/2016/12/18/38648/ Σχετ. Σ. Παυλάκη,
«Ζητήματα παραχώρησης δημόσιας δασικής κτήσης στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας», παρέμβαση στο πλαίσιο Ημερίδας με θέμα: «Η Προστασία των Δασών υπό το πρίσμα του
Κτηματολογικού Δικαίου», που διοργάνωσε η Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος (ΕΝΟΒΕ), την 17η
Μαρτίου 2017, στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, δημοσιευμένη στη σειρά της
Εταιρείας Νομικών Βορείου Ελλάδος, τ. 73, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη
2017, https://dasarxeio.com/2017/03/22/43025/, Σ. Παυλάκη, «Ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των
δημόσιων δασικών οικοσυστημάτων», Εισήγηση στην 4η Επιστημονική Διημερίδα στην Περιβαλλοντική
Πολιτική και Φιλοσοφία, του Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων,
Σχολής Επιστημών Γεωπονίας και Δασολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ), που
διεξήχθη στην Ορεστιάδα Ν. Έβρου, την 5-6 Μαΐου 2018, με θέμα: «Περιβαλλοντική Πολιτική: καλές
πρακτικές, προβλήματα και προοπτικές», δημοσιευμένη στον 10ο Τόμο της περιοδικής έκδοσης
«Θέματα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων» του Τμήματος Δασολογίας
και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων ΔΠΘ, σελ. 299, Σ. Παυλάκη, «Ο κοινόχρηστος
χαρακτήρας των δασών στη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων», https://dasarxeio.com/2018/04/
02/54853/
[23] Πρ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», … 1992, ό.π., παρ. 1180-1181, σελ. 628, παρ. 1199-1200,
σελ. 636-637.
[24] Πρ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 2015, σελ. 657, Ευ. Δωρής, ό.π., σελ. 404, Ιω.
Καράκωστας, «Περιβάλλον και Δίκαιο», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σελ. 276, Ευπραξία –
Αίθρα Μαριά, «Η νομική προστασία των δασών», 1998, σελ. 254, κατά την οποία: «Τα δημόσια δάση ή
δασικές εκτάσεις δεν θεωρούνται ότι ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου … Η διαφύλαξη
και βελτίωσή τους αναμφισβήτητα συμβάλλει στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας αλλά και στην
αναβάθμιση της ποιότητας ζωής». Απ. Γεωργιάδης, Μιχ. Σταθόπουλος, «Ερμηνεία Αστικού ΚώδικαΕρμΑΚ», άρθρο 967, 55, Βασ. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, 2007, άρθρο 967, Ιω. Καράκωστας, «Αστικός
Κώδικας», 2015, άρθρο 967. Ευ. Δωρής, ό.π., σελ. 404. Σχετ. Αθ. Παπαθανασόπουλος, «Η κοινοχρησία
των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων», ό.π., όπου μεταξύ άλλων υποστηρίζει: «Η ευρύτατη
περιβαλλοντική σημασία των δασικών οικοσυστημάτων και η αντίστοιχη λειτουργία τους, ως
σημαντικού τμήματος του ζωτικού χώρου του ανθρώπου, με εκείνη των ρητώς οριζομένων από τον
Αστικό Κώδικα ως κοινοχρήστων περιβαλλοντικών αγαθών οδηγεί στην υπαγωγή των δημοσίων
δασικών οικοσυστημάτων στην κατηγορία των κοινοχρήστων πραγμάτων».
[25] Δημ. Παπαστερίου, «Δασικό Δίκαιο και Εθνικό Κτηματολόγιο», § 19, αρ. 199.
[26] Σχετικά με τον σκοπό της εξυπηρέτησης της κοινής ωφέλειας, βλ. Ε.-Α. Μαριά, «Η νομική προστασία
των δασών», ό.π., σελ. 258 επ.
[27] Ε.-Α. Μαριά, «Η νομική προστασία των δασών», ό.π., σελ. 263-264. Σχετ. και Αθ.
Παπαθανασόπουλος, «Νομική φύση δικαιώματος κυριότητας επί των δασών: Νομολογιακή
προσέγγιση», Εισήγηση στην επιστημονική διημερίδα με θέμα: «Δασικά Οικοσυστήματα: Επίκαιρες
διεπιστημονικές προσεγγίσεις και Διοικητική Δικαιοσύνη», που συνδιοργάνωσαν το Χαροκόπειο
Πανεπιστήμιο (Τμ. Γεωγραφίας) και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, την 1-2 Δεκεμβρίου 2017.
[28] Ε.-Α. Μαριά, «Η νομική προστασία των δασών», ό.π., σελ. 255.
[29] Πρ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», … 1992, ό.π., παρ. 1180-1181, σελ. 628, Ε.-Α. Μαριά, «Η
νομική προστασία των δασών», ό.π., σελ. 254, Αθ. Παπαθανασόπουλος, «Η κοινοχρησία των δημοσίων
δασικών οικοσυστημάτων», ό.π., Ευτ. Κουράκου, ό.π.
[30] Αθ. Παπαθανασόπουλος, «Η κοινοχρησία των δημοσίων δασικών οικοσυστημάτων», ό.π. Σχετ. και
Αθ. Παπαθανασόπουλος, «Νομική φύση δικαιώματος κυριότητας επί των δασών: …», ό.π.
[31] Ευ. Κουράκου, ό.π.
[32] Σοφία Παυλάκη, «Ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των δημόσιων δασικών οικοσυστημάτων», ό.π.
[33] Άρθρο 970 ΑΚ: «Σε κοινόχρηστα πράγματα μπορούν να αποκτηθούν με παραχώρηση της αρχής
κατά τους όρους του νόμου ιδιαίτερα ιδιωτικά δικαιώματα εφόσον με τα δικαιώματα αυτά
εξυπηρετείται ή δεν αναιρείται η κοινή χρήση».
[34] Με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του βδ/τος της 17.11-1.12.1836 «Περί ιδιωτικών δασών» (A’
69), αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση ή δασικές
εκτάσεις, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα
περιήλθαν σε ιδιώτες, οι τίτλοι των οποίων θα αναγνωρίζονταν από τον Υπουργό Οικονομικών, εφ’ όσον
υποβάλλονταν εντός έτους από τη δημοσίευση του ως άνω διατάγματος (άρθρο 21 του νδ/τος της 22.4-
26.5.1926 και άρθρο 4 του αν.ν. 1539/1938). Σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του Αστικού
Κώδικα (23.2.1946) Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο [βλ. διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1
Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του
προϊσχύσαντος Β. Ρ. Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την
απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά τον χρόνο που αυτές ίσχυαν], ήταν
επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και
αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ήταν δυνατόν να
αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτες, ακόμη και σε έκταση χαρακτηριζόμενη ως δημόσια δασική, όπως και
σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα. Σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1),
10, 18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), προϋπόθεση της χρησικτησίας ήταν η
άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο ακόμα και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλά με καλή πίστη, ήτοι με την
ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσέβαλλε κατ’ ουσίαν
το δικαίωμα κυριότητας τρίτου και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς
τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του
νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφ’ όσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός
διάδοχος αυτού. Η ύπαρξη ταπί, χοτζέτ ή άλλου οθωμανικού τίτλου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή η
υποβολή των τίτλων αυτών στη διαδικασία του άρθρου 3 του βδ/τος της 17.11-29.11.1836 δεν αποτελεί
προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης (ΑΠ 52/2014) αλλά έχει σημασία για την κρίση ότι η νομή
ήταν ανεπίληπτη, κατά τη συνείδηση του νομέα (ΑΠ 102/2010, ΑΠ 178/2004). Οι διατάξεις αυτές δεν
καταργήθηκαν με τον νόμο της 21.6-3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», στο άρθρο 21 του
οποίου ορίσθηκε ότι «ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων
κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις». Από τον συνδυασμό των παραπάνω
διατάξεων, προς εκείνες του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν
σε εκτέλεσή του, καθώς και του άρθρου 21 του νδ/τος της 22.4-26.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής
από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» (που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938
«περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των
δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26.5.1926 και εφεξής), συνάγεται ότι,
προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, είναι δυνατή η απόκτηση από
άλλον κυριότητας σε αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών, με
διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11/9/1915. Μόνο σε περίπτωση που δεν
πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη, με τακτική ή έκτακτη
χρησικτησία, και μετά τις 11/9/1915, εφ’ όσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος
(ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 148/2016, 34/2019, ΑΠ 1840/2017).
[35] Συναφώς, κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του αν.ν. 263/1968, η αληθής έννοια των διατάξεων του ως
άνω άρθρου 23 του αν.ν. 1539/1938, είναι ότι εφαρμόζονται και επί κτημάτων τα οποία ανήκουν στη
δημόσια περιουσία του Κράτους, όπως οι κοινόχρηστοι χώροι αιγιαλού, παραλίας, οδών κ.λπ. Κατά δε
το άρθρο 1 παρ. 1 του νδ/τος 31/1968 «Περί προστασίας της περιουσίας των Οργανισμών τοπικής
αυτοδιοικήσεως κ.λπ.» (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 1 του ν. 2307/1995), ως προς
τα κτήματα των δήμων εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης
περιουσίας του Δημοσίου εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του αν.ν. 1539/1938, όπου δε στις διατάξεις
αυτές αναφέρεται το Δημόσιο, νοείται, αντίστοιχα, οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης.
[36] ΣτΕ Ολ 710/2020, ΣτΕ 645/2019, κατά τις οποίες: «Οι διατάξεις … του άρθρου 47 παρ. 5 επ. του ν.
998/1979, κατά το μέρος που αφορούν εξαγορά ή έγκριση επέμβασης και αλλαγή χρήσης δασικών
εκτάσεων που εκχερσώθηκαν αυθαιρέτως προ της ισχύος του Συντάγματος του 1975 και καλλιεργούνται
έκτοτε αγροτικώς, και β/ του άρθρου 47Β του ν. 998/1979 [το οποίο αναφέρεται, εξ ορισμού, σε
εκχέρσωση δασικών εκτάσεων “χωρίς άδεια”] είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα». Σχετ. Σοφία Παυλάκη,
«Η αντισυνταγματικότητα της εξαγοράς και εκμετάλλευσης εκχερσωθέντων δασών και δασικών
εκτάσεων (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 645/2019)», https://dasarxeio.com/2019/05/12/67468/
[37] ΣτΕ 696/2016 κ.ά.
[38] ΣτΕ 3168/2015, ΣτΕ Ολ 2153/2015, ΣτΕ 645/2019, ΣτΕ 453/2014 (7μ.) κ.ά.
[39] Σχετ. ΣτΕ Ολ 710/2020, ΣτΕ 645/2019.
[40] Μαρία Καραμανώφ, «Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων – Βιώσιμο Κράτος και Δημόσια κτήση»,
Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, Αθήνα 2014, σελ. 151επ.
[41] Μ. Καραμανώφ, «Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων…», ό.π., σελ. 124.
[42] Άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος: «Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις
δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο,
όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της
διοίκησης».

Σχετικά θέματα

Απόψεις