Με μεγάλη οδύνη γράφουμε για την απώλεια του αγαπημένου μας φίλου, συντρόφου και εξαιρετικού συναδέλφου, Φώτη Κοντόπουλου.
Με τον Φώτη, οι περισσότεροι από εμάς, βαδίσαμε μαζί για πολλά χρόνια στον «Ριζοσπάστη». Δεν είναι μόνο ότι συνεργαστήκαμε σε ρεπορτάζ. Με τον Φώτη ζήσαμε μαζί, μοιραστήκαμε σκέψεις, προβλήματα, χαρές και λύπες. Ο Φώτης, άλλωστε, ήταν άνθρωπος με αναλυτική σκέψη που άκουγε τον συνομιλητή του και αφουγκραζόταν τι συμβαίνει στην κοινωνία. Για πολλούς από εμάς ήταν πάντα εκεί. Όποτε και αν το χρειαστήκαμε…
Με τον Φώτη γελάσαμε παρέα, αφού το προσωπικό του χιούμορ πάντα τον συνόδευε, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.
Ο Φώτης ήταν δημοσιογράφος στον «Ριζοσπάστη» επί 28 χρόνια. Ένας ικανός συνάδελφος που αναζητούσε πάντα την τεκμηρίωση και το επιχείρημα, στα κείμενα του. Γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα και από τα μαθητικά του χρόνια οργανώθηκε στην ΚΝΕ. Μετά τη σχολή δημοσιογραφίας που ολοκλήρωσε, ξεκίνησε να εργάζεται στον «Ριζοσπάστη», όπου και παρέμενε μέχρι τον πρόωρο χαμό του. Ήταν από τους δημοσιογράφους που πέρασαν από πολλά ρεπορτάζ και τελευταία χρόνια έγραφε για θέματα Οικονομίας.
Στην Ελένη του, στην Ελένη μας, στην Ελένη Τζιβρά, τη φίλη, τη συντρόφισσα και την σπάνια συνάδελφο, παρόλο που ξέρουμε πως τα λόγια αυτές τις στιγμές δεν φτάνουν, θέλουμε να εκφράσουμε την αγάπη μας και στήριξη μας, γνωρίζοντας πως είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος. Κουράγιο και δύναμη για τη ζωή που έρχεται. Και ξέρουμε ότι η Ελένη θα σταθεί όρθια… Με αυτόν το μοναδικό τρόπο που μόνο αυτή γνωρίζει…
Στον αποχαιρετισμό μας για τον Φώτη, τον αγωνιστή της ζωής και τον στοργικό πατέρα, δημοσιεύουμε ένα κείμενο του με τίτλο «Ερχόμαστε…» (Ριζοσπάστης 14-6-2008) το οποίο καταφέρνει να περιγράψει για τι άνθρωπο μιλάμε:
Οδός Λευκωσίας και Κύπρου, στην Κυψέλη. Μεσημέρι του Ιούνη και ήδη ο ήλιος στο κέντρο της πρωτεύουσας κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Σ’ αυτήν τη γωνιά, στον λαβύρινθο που δημιουργούν τα στενά δρομάκια, δύο κάδοι σκουπιδιών, ξεχειλισμένοι από τα απορρίμματα των περιοίκων, με τα καπάκια τους να χάσκουν ανοιχτά, αποπνέουν μυρωδιές που κάνουν τους περαστικούς να ανοίγουν το βήμα τους και να κλείνουν με τα χέρια τις μύτες τους. Ομως, σ’ εκείνη τη γωνιά του δρόμου, εκτός από την άσχημη μυρωδιά των κάδων υπάρχει και κάτι ακόμη που τραβάει την προσοχή του βιαστικού περαστικού. Τραγούδια παιδικά σε γλώσσες που θυμίζουν ελληνικά διανθισμένα με λέξεις άλλες, ξένες, γέλια, φωνές και κάπου κάπου ανάμεσά τους κλάματα. Ναι, εκεί, ακριβώς δίπλα στους κάδους σκουπιδιών, στο ισόγειο μιας χαρακτηριστικής, άχρωμης πολυκατοικίας της δεκαετίας του ’60, βρίσκεται ένας παιδικός σταθμός.