O Νίκος Εγγονόπουλος, ποιητής και ζωγράφος, κορυφαίος εκπρόσωπος του υπερρεαλιστικού πνεύματος στη νεοελληνική τέχνη και από τους σημαντικότερους εκφραστές του στο χώρο της ελληνικής ποίησης, έφυγε από τη ζωή στις 31 του Οκτώβρη 1985.
Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν Κωνσταντινουπολίτης και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Από το 1923 (σε ηλικία 12 χρονών) μέχρι το 1927 γράφεται εσωτερικός σε ένα Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάσκεται την κλασική γαλλική ποίηση. Στη γαλλική πρωτεύουσα του μεσοπολέμου, η υπερρεαλιστική πρόταση σήμανε μια πραγματική επανάσταση στις ιδέες, την τέχνη και την ίδια τη ζωή. Πρώτοι οι ποιητές διατύπωσαν τις αρχές του κινήματος και οραματίζονταν να μεταμορφώσουν τον κόσμο με την απόδοση των συναισθημάτων και την απελευθέρωση των συνειρμών. Στους στίχους του Αντρέ Μπρετόν (ηγέτης του κινήματος), του Λ. Αραγκόν, του Π. Ελυάρ και στους πίνακες του Ερνστ, του Μασόν, του Μιρό και αργότερα του Νταλί, οι ανθρώπινες μορφές και τα αντικείμενα βγήκαν για πρώτη φορά από το περιβάλλον τους και τοποθετήθηκαν πλάι – πλάι σε σχέσεις απροσδόκητες.
Το 1927 επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την θητεία του. Εργάστηκε αρχικά ως σχεδιαστής εξωφύλλων σε περιοδικά και το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη θα φοιτήσει και στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου.
Μέσα στη δεκαετία του 1930, ο Ν. Εγγονόπουλος είναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες που θα δοκιμάσουν να φέρουν το μήνυμα του νέου ρεύματος στην ελληνική πνευματική ζωή. Οι πηγές που χρησιμοποιεί προέρχονται από την ελληνική παράδοση, την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεότερη, αλλά ο τρόπος, που τις επεξεργάζεται, δανείζεται στοιχεία από τον πρωτοποριακό ευρωπαϊκό υπερρεαλισμό. Βασικές αφετηρίες για τη διαμόρφωση της ζωγραφικής του γλώσσας υπήρξαν η μαθητεία του κοντά στον Κ. Παρθένη (ο οποίος τον μύησε στις αναζητήσεις του ιμπρεσιονισμού και τον Σεζάν), η θητεία του στην τεχνική του Φ. Κόντογλου και, κυρίως, η επαφή του με την ποίηση του Α. Εμπειρίκου και το έργο του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο.
Την ίδια εποχή αρχίζει να δημοσιεύει και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές (είναι επηρεασμένος αρχικά από τον Σολωμό και τον Μπωντλαίρ). Από τότε ξεκινά και ο διασυρμός της ποίησής του. Πολλά περιοδικά και εφημερίδες, ελληνικές και ξένες, παρωδούσαν τα ποιήματά του με εξευτελιστικά στο τέλος σχόλια. Το 1939 οργανώνει και την πρώτη έκθεση των έργων του ζωγραφικής, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Από το 1940 αρχίζει η προσωπική του περιπέτεια. Με την επιστράτευση στέλνεται κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Το μεταξικό καθεστώς τον κρατάει στην πρώτη γραμμή πυρός, αδιαλείπτως, έως το τέλος του πολέμου. Στο τέλος συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, στις 13 Απριλίου 1941, μετά από φονικότατη μάχη της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, και στέλνεται παράνομα σε στρατόπεδο “εργασίας αιχμαλώτων”, από όπου δραπετεύει και επιστρέφει στην Αθήνα με τα πόδια.
«Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιο» στη «Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου «4ης Αυγούστου», ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα με τους συναδέλφους μου παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια». (Σημειώσεις, Ποιήματα, σ. 332)
Στο αυτοβιογραφικό του κείμενο (Νίκος Εγγονόπουλος, Σημειώσεις, στο Ποιήματα Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977) που ακολουθεί, ο Εγγονόπουλος «μιλάει» για την ποίηση και τη ζωγραφική.
«Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα, και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό, δεν ένοιωσα ποτέ κανενός είδους επιθυμία να ιδώ τα ποιήματά μου δημοσιευμένα. Μου αρκούσε, κυρίως, που τα έγραφα. Κατόπιν, βέβαια, δεν είχα καμιάν αντίρρηση ναν τα διαβάσω σε κάναν φίλο, ενίοτε σε μικρό κύκλο ακροατών, δυό – τρεις το πολύ, που μου το ζητούσαν. Πάντως δε θα έστεργα ποτέ ναν τα δώσω για τύπωμα πριν από τα μέσα του 1938. Ήταν η χρονιά όπου ετελείωνα τις εργαστηριακές μου σπουδές στη ζωγραφική. Μαθήτευα πλησίον του Κωνσταντίνου Παρθένη, και το εύρισκα άπρεπο απέναντι στον σεβαστό κι’ αγαπητό δάσκαλο να θέλω να εκδηλωθώ προσωπικά, και μάλιστα σε διαφορετική «σχολή» , τον υπερρεαλισμό, την στιγμή που καταρτιζόμουνα κοντά του για το μελλούμενο καλλιτεχνικό μου στάδιο. Δεν πιστεύω να ήτανε και αντίθετο στην επιθυμία του μεγάλου Παρθένη να βλέπη τους μαθητάς του, μετά το πέρας, όμως, των σπουδών τους, να παίρνουν τον δικό τους δρόμο, σύμφωνα με την ιδιαίτερή τους διάθεση και τις ιδιαίτερές τους κλίσεις.
Όταν ο χαριτωμένος ποιητής Απόστολος Μελαχρινός, προχωρημένο πια το καλοκαίρι του 1938, μου εζήτησε ποιήματα για ναν τα περιλάβη σε τεύχος του περιοδικού του «Κύκλος», τότε το μπορούσα, και του έδωσα αρκετά της παραγωγής μου εκείνης της χρονιάς, να διαλέξη όσα ήθελε. Του ήρεσαν τόσο («Τα αρέσω» μου είπεν αυτολεξεί), όπου, όχι μόνο δημοσίεψε πολλά στο αμέσως επόμενο τεύχος του «Κύκλου», αλλά προσφέρθηκε και επέμεινε και να βγάλη σε βιβλίο, πάλι στις εκδόσεις του «Κύκλου», όλα όσα του είχα δώσει.»
»Ο ευγενής αυτός άνθρωπος κάθησε μαζί μου και κάναμε τη σελιδοποίηση. Ύστερα φρόντισε τη στοιχειοθέτηση. Αρκετά στοιχειοθέτησε και με το ίδιο του το χέρι – δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μεγάλη τιμή που μου έγινε – καθώς είχε εγκατεστημένο το τυπογραφείο του «Κύκλου» σ’ ένα δωμάτιο της τότε κατοικίας του, στην οδό Δαιδάλου. Ο αλησμόνητος Μελαχρινός φρόντισε ιδιαιτέρως το τύπωμα: μετά από τον διορθωτή, διάλεξε και τον καλύτερο πιεστή που μπορούσε να βρεθή στην Αθήνα εκείνο τον καιρό. Επέμενε, μάλιστα, για το εξώφυλλο και για την εσωτερική πρώτη σελίδα του τίτλου να χρησιμοποιηθούν δυό χρωμάτων μελάνια. Και το βιβλίο παρουσιάστηκε, ένα, ή το πολύ, δυό μήνες ύστερ’ από το περιοδικό.
Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν. Έτσι και τότε, παρ’ όλη την απογοήτευση μου, εξακολουθούσα ανελλιπώς να ζωγραφίζω, «να γράφω» (σημ.Εγγονόπουλου: Τα ποιήματα τα ζει κανείς, δεν τα «γράφει») ποιήματα. Κι’ όταν, μεσούντος του 1939, ο μακαρίτης Τάσος Βακαλόπουλος, Ναυπλιεύς, μου πρότεινε να μου δημοσιεύση συλλογή, του παρέδωσα τα ποιήματα των «Κλειδοκυμβάλων της Σιωπής», που κυκλοφόρησαν στο τέλος της ίδιας χρονιάς.
Εδώ πρέπει να πω πως, αν δεν εδαπάνησα ποτέ τίποτα για τη δημοσίευση των ποιημάτων μου, δεν απεκόμισα και ποτέ κανένα απολύτως υλικό όφελος απ’ αυτά.»
Από την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, το έργο του άρχισε να καθιερώνεται σταθερά, αποσπώντας το ενδιαφέρον των Ελλήνων και ξένων κριτικών.
Πάντοτε αγαπούσα
– με πάθος –
κάθε εκδήλωση της ζωής
όμως δεν μ’ ένοιαζε
ο θάνατος.
Τώρα που μ’ άφησες να ξαποσταίνω
πλάι στο λαμπρό φως
των ωραίων ματιών σου
τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή
και δε θα ’θελα
να πεθάνω πια
ποτέ