Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Βασίλης Ρώτας: Ενας εργάτης του πνεύματος

Στις 30 Μάη του 1977, σε ηλικία 88 ετών, έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Ρώτας, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής, μια σημαντικότατη μορφή του ελληνικού πολιτισμού

Στις 30 Μάη του 1977, σε ηλικία 88 ετών, έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Ρώτας, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής, μια σημαντικότατη μορφή του ελληνικού πολιτισμού.

Ο Βασίλης Ρώτας γεννήθηκε στο Χιλιομόδι Κορινθίας, στις 5 Μάη (23 Απρίλη με το παλιό ημερολόγιο) του 1889.

Πήγε σχολείο στην Κόρινθο και αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο Αθηνών. Στη συνέχεια σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Το 1908 πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του στο περιοδικό «Νουμάς» και το 1910 υπήρξε συνιδρυτής της «Φοιτητικής Συντροφιάς».

 

Το 1910 κατατάχθηκε στο στρατό, πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμουςως έφεδρος αξιωματικός και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη.

Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου και ιδιαίτερα με το θέατρο. Το 1930 ίδρυσε το Λαϊκό Θέατρο. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Σημαντική ήταν η συμβολή του στην οργάνωση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων στο βουνό και στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Τη διετία 1965-66 εξέδιδε το περιοδικό «Λαϊκός Λόγος». Απαράμιλλο υπήρξε το έργο του της μετάφρασης των έργων του Σαίξπηρ σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου. Ο Βασίλης Ρώτας ενστερνίστηκε τις προοδευτικές αριστερές ιδέες, τις εξέφρασε με το έργο του και διώχτηκε γι’ αυτές. 

Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει, μεταξύ άλλων, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος Λεοντής, ο Μιχάλης Τερζής και ο Αργύρης Μπακιρτζής.

 

          Το Χριστινάκι

του Βασίλη Ρώτα

 

                    Δώδεκ΄ αγόρια του σκολειού
                    κι η Χριστινιώ μια τάξη,
                    μη βρέξει και μη στάξει.

                    Τ΄ αγόρια τ΄ ορκιστήκανε
                    στην παληκαροσύνη
                    να κλέψουν τη Χριστίνη.

                    Βαρκούλα αρματώνουνε
                    με σταυρωτό πανάκι-
                    Χριστίνα-Χριστινάκι.

                    Ποιός είδε πετροπέρδικα
                    να παίζει με γεράκια
                    στο πλάι στα θυμαράκια;

                    Ποιός είδε την ξανθόμαλλη
                    γελούσα και πανώρια
                    να παίζει με τ΄αγόρια;

                    Έμπα, καλή, στη βάρκα μας
                    να πάμε και να ΄ρθούμε
                    τραγούδι που θα ειπούμε!

                    Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε
                    στου ζέφυρου το χάδι
                    τ’ όμορφο τούτο βράδυ.

                    Σπαρμένο χρυσολούλουδα
                    το πέλαγο λιβάδι
                    τ’ όμορφο τούτο βράδυ.

                    ‘Aλλοι ταιριάζουν τα πανιά
                    κι άλλοι κουπί τραβούνε,
                    Χριστίνα,ο νους σου πού ΄ναι;

                    Το Χριστινάκι τραγουδεί
                    της βάρκας κυβερνήτης,
                    γλυκειά που ΄ν΄η φωνή της!

                    Και λέει τραγούδι του έρωτα
                    και για τον πόθο λέει,
                    για το φιλί που καίει’

                    κι η βάρκα εποθοφτέρωσε
                    κι ορθοπηδάει το κύμα
                    τραβώντας όλο πρίμα.

                    Γέλια, τραγούδια εσώπασαν,
                    τ΄αγόρια συμπαλεύουν,
                    μοχτούν, φιλί γυρεύουν.

                    Χουγιάζει ο αέρας για φιλί,
                    βγάζουν καημούς και πάθη
                    της θάλασσας τα βάθη.

                    Κανείς δεν είναι στο κουπί,
                    κανείς και στο τιμόνι,
                    λαχτάρα που τους ζώνει!

                    Για το φιλί της Χριστινιώς
                    χυμάν με χίλια χέρια
                    νερά, βουνά κι αστέρια.

                    Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη
                    πάει στων νερών τα βάθη
                    με του έρωτα τα πάθη.

                    Κι εκεί σαλεύουν τα παιδιά,
                    ψάχνουν να βρουν ακόμα
                    της Χριστινιώς το στόμα.

                    Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά,
                    τους νιούς, τους μαθητάδες,
                    τις δώδεκα μανάδες,

                    μον΄κλαίω τα μάτια τα γλαρά,
                    το λυγερό κορμάκι,
                    τ΄αγρίμι,το ελαφάκι,

                    που ήτανε δώδεκα χρονών,
                    -Παρθένα Παναγιά μου,
                    -κι έλαμπε η γειτονιά μου.

 

 

Βουνά Για Χαμηλώσετε…

 

Βουνά για χαμηλώσετε, κορφές, για τραβηχτείτε,
να δούμε κάμπους πράσινους, πλαγιές λουλουδιασμένες,
λιβάδια με τα πρόβατα, γιαλούς με τα καράβια.
Και τραβηχτήκαν οι κορφές, τα όρη χαμηλώσαν
κι είδαμε κάμπους με σταυρούς, πλαγιές με σκοτωμένους,
ανταριασμένες θάλασσες που ξέβραζαν κουφάρια
και τα κοράκια σύγνεφα και τα σκυλιά κοπάδια.

 

Απόψεις