Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Δεν είναι η συνείδησή μου καπέλο να την πάρω από τούτο το καρφί και να την κρεμάσω στο άλλο»

του Δάνη Παπαβασιλείου* «Δεν είναι η συνείδησή μου καπέλο να την πάρω από τούτο το καρφί και να την κρεμάσω..

του Δάνη Παπαβασιλείου*

«Δεν είναι η συνείδησή μου καπέλο να την πάρω από τούτο το καρφί και να την κρεμάσω στο άλλο».

Στις 27 Ιανουαρίου 1980, πέθανε ο Στρατής Τσίρκας, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους της λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς.  Ο Στρατής Τσίρκας (το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Χατζηαντρέας) γεννήθηκε στο Κάιρο, στις 10 Ιουλίου 1911. Μετά την αποφοίτηση του από την «Αμπέτειο Σχολή» του Καίρου, το 1928, προσλαμβάνεται στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου και μετά από ένα χρόνο πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο εκκοκισμού βάμβακος στην Άνω Αίγυπτο. Την ίδια περίοδο συνδέεται με την κομμουνιστική ομάδα του Σακελλάρη Γιαννακάκη και γράφει τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φτωχών αγροτών της Αιγύπτου.

Καθοριστικής σημασίας για την μετέπειτα πορεία του ήταν η συνάντηση του με τον Καβάφη, το 1930, στην Αλεξάνδρεια. Παρά το γεγονός ότι αυτή η συνάντηση δεν διήρκεσε πολύ, άφησε ένα βαθύ αποτύπωμα στον Τσίρκα, ο οποίος στο βιβλίο του «Ο Καβάφης και η εποχή του» γράφει: «Όταν μετρώ τις ώρες που πέρασα πλάι του, δεν τις βρίσκω περισσότερες από δώδεκα, το πολύ δεκατρείς. Στις εννιά ή δέκα είμασταν μόνοι. Ήταν οι καλύτερες». Και προσθέτει: «Από τότε δεν τον ξαναείδα. Γρήγορα με τράβηξαν άλλοι ορίζοντες. Ένας ανόητος φανατισμός δε μ’ άφηνε να επιζητήσω νέα συνάντηση όσες φορές ξαναπήγα στην Αλεξάντρεια. Ένα απόγεμα, στο Κάιρο, μέσα στο δρόμο, έμαθα πως πέθανε. Εκείνες τις μέρες ο Χίτλερ, καγκελάριος πια, ξαπολούσε το μεγάλο κύμα της τρομοκρατίας στη Γερμανία. Αν κανένας μου έλεγε πως κάποτε θ’ αφιέρωνα τρία χρόνια σε μελέτες και σε αναζητήσεις των πηγών και των περιστάσεων της ποίησης του Καβάφη, θα τον έπαιρνα για τρελό».

Το 1938 μετακομίζει στην Αλεξάνδρεια και αναλαμβάνει τη θέση του διευθυντή στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του Μικέ Χαλκούση.

Το 1943 μαζί με άλλους Έλληνες Αιγυπτιώτες συγκροτούν τον Ελληνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο (ΕΑΣ) που συνδέεται στενά με το ΕΑΜ.

Τον Απρίλιο του 1944, καταστέλλεται βίαια από τους Εγγλέζους και ελληνικές ένοπλες δυνάμεις κίνημα στο στρατό και στο στόλο της Μέσης Ανατολής, γεγονός που, σε συνδυασμό με την αποκήρυξη του κινήματος από την επίσημη αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στο Λίβανο, θα επηρεάσει βαθιά τον Τσίρκα. Λίγο πριν πεθάνει, μάλιστα, σε ομιλία του στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Υμηττού (13 Μαρτίου 1973) θα τονίσει: «Γιατί εμένα με καίει, ακόμα τώρα ύστερα που έχω γράψει [εννοεί τις Ακυβέρνητες Πολιτείες] η υπόθεση του Απρίλη. Τον έχω ζήσει κιόλας τον Απρίλη πάρα πολύ έντονα, και η αδικία που έχει γίνει στους ανθρώπους που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν – που ίσαμε σήμερα να μην έχει αναγνωριστεί επίσημα η συμβολή του κινήματος του Απριλίου για την εθνική ενότητα… Αυτό μ’ έκανε να γράψω, για να δικαιωθεί ο Απρίλης. Αυτό είναι το νόημα».

Στη διάρκεια της δεκαετίας 1944- 1954 εξέδωσε τρεις συλλογές διηγημάτων και το 1956 έγραψε (μέσα σε δέκα μέρες) την εξαιρετική νουβέλα «Νουρεντίν Μπόμπα», εμπνεόμενος από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ και τους αγώνες του αιγυπτιακού λαού κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας. Ο «Νουρεντίν Μπόμπα» εκδίδεται στην Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας.

Ασφαλώς, το σημαντικότερο έργο του Στρατή Τσίρκα είναι οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες», μια τριλογία που απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη Λέσχη, την Αριάγνη και τη νυχτερίδα. Ένα έργο που αποτελεί τομή στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, τόσο στο περιεχόμενο, όσο (κυρίως) στη μορφή του, με την εισαγωγή ενός τολμηρού μοντερνισμού στο ελληνικό μυθιστόρημα.

Ωστόσο, η έκδοση της Λέσχης, το 1960, τον φέρνει σε αντιπαράθεση με την ηγεσία του ΚΚΕ, εξαιτίας της ιδιαίτερα σκληρής κριτικής του Τσίρκα σε στελέχη του Κόμματος, την περίοδο της εξέγερσης του Απρίλη του 1944. Το 1961 διαγράφεται από την Πρωτοποριακή Οργάνωση Ελλήνων Αιγύπτου, οργάνωση του ΚΚΕ, μετά την άρνηση του να ανασκευάσει την άποψη του. Ο ίδιος περιγράφει ως εξής τη συζήτηση που οδήγησε στη διαγραφή του;

«[…] Μου λένε

– Άκουσε εδώ. Η Λέσχη σου συκοφαντεί τους λαϊκούς αγωνιστές και το κίνημα. Πρέπει να την αποκηρύξεις. Διαφορετικά…

– Σταθείτε, τους λέω, δε διαβάζετε σωστά. Και γιατί βιαζόσαστε; Τώρα γράφω το δεύτερο μέρος, θα υπάρξει και τρίτο, αν ζήσω. Τότε θα καταλάβετε καλύτερα.

Εκείνοι όμως ήταν ανένδοτοι: «Ή την αποκηρύχνεις ή…». Κι εγώ τους λέω:

– Πάρετε μόνοι σας την ευθύνη, εγώ βιβλία δεν καίω.

Τότε μου είπαν πως η απόφαση ήταν κιόλας βγαλμένη: «Ή… ή…». Κι εγώ αποκρίθηκα:

Ό,τι βλέπω καταθέτω, μια μαρτυρία. Δεν είναι η συνείδησή μου καπέλο να την πάρω από τούτο το καρφί και να την κρεμάσω στο άλλο».

Οι κριτικοί εκείνης της εποχής (1960- 1965) διχάστηκαν σχετικά με τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Φαίνεται όμως ότι το έργο και ο συγγραφέας έπεσαν «θύματα» μιας αντιπαράθεσης, όπου το βιβλίο έγινε η αφορμή να λυθούν λογαριασμοί στο χώρο της Αριστεράς, που είχαν να κάνουν με τα όσα έφερνε το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και τις διεργασίες που οδήγησαν στη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968.

Όπως και με πολλά άλλα έργα, όπου επιχειρείται η μυθιστορηματική καταγραφή ιστορικών γεγονότων (και μάλιστα νωπών), έτσι και με τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες», η κριτική εστιάζει (πολλές φορές) στην ακριβή, ή μη, αποτύπωση της ιστορικής πραγματικότητας, αποσπώντας την από τη λογοτεχνική αξία του έργου. Έτσι έχουμε από τη μια πλευρά την κριτική που στο όνομα της «ιστορικότητας», παραγνωρίζει τη λογοτεχνική αξία, και απ΄ την άλλη, την κριτική που εν ονόματι της λογοτεχνικής αξίας του έργου, παραγνωρίζει την ιστορική ακρίβεια.

Ο ίδιος έγραφε για το θέμα αυτό, σε μια επιστολή του προς τον Τάσο Βουρνά, στις 15 Δεκεμβρίου 1961:

«Σαν αντίδραση στη «δογματιστική» λογοτεχνία που πολύ μας ζημίωσε, θέλησα να εξαφανίσω από το μυθιστόρημα την προσωπική άποψη του συγγραφέα, να δώσω καταστάσεις, αντικειμενικά, και ν’ αναγκάσω τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω τους. Βέβαια, κατά βάθος, αυτό είναι ένας ψευτοαντικειμενισμός, η ιδεολογία του συγγραφέα υπάρχει και το εκφράζει με χίλιους τρόπους: με τα νέα θέματα που εισάγει, με τις πλευρές που φωτίζει, με την κλίμακα αξιών που υποδηλώνει όταν αντιπαραθέτει τους δύο κόσμους και γενικά με την εποπτεία, τη φιλοσοφική ματιά που κυβερνάει ολόκληρο τον κόσμο του βιβλίου».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσίρκας δεν απάντησε ποτέ δημοσίως στην κριτική που του ασκήθηκε από μια μερίδα της αριστεράς, που εκφράσθηκε κυρίως με την κριτική του Μάρκου Αυγέρη.

Στο «Ημερολόγιο» του, όμως, έγραψε (σελ 67- 68):

«Δεν εμίλησα ποτέ. Σώπασα για την πολεμική που μου έγινε. Άφησα τους άλλους να… Γιατί; Διότι ήτανε πολύ γλιστερό το έδαφος. Είδαμε ανθρώπους που διαφώνησαν με το κόμμα τους, και τελικά κατάντησαν στην αντίδραση. Ήξερα ότι ήτανε πάνω απ’ τις δυνάμεις μου για να μπορέσω να βρω δίκιο. Τ’ άφησα λοιπόν. Έχοντας εμπιστοσύνη ότι μια μέρα δεν μπορεί παρά αυτά τα πράγματα να βρούνε τη σωστή τους εξήγηση. Όμως, πρέπει να πω ότι αυτή η εχθρική στάση απέναντί μου, μου έκοψε τα φτερά. Δηλαδή χρειάστηκε να περάσουν πάρα πολλά χρόνια για να μπορέσω να αποχτήσω τέτοια αυτοπεποίθηση ώστε να δοκιμάσω άλλο μυθιστόρημα, που είναι Η Χαμένη Άνοιξη. Πολύ μου εκόστισε. Όχι γιατί περίμενα τα «εύγε», δεν είναι γι’ αυτό, αλλά να βλέπεις ανθρώπους που αγωνίστηκες μαζί τους και σε κοιτάζουνε σαν ύποπτο… Φοβερό! Πάντως, πρώτη φορά μιλάω τώρα».

Υπό την προϋπόθεση λοιπόν ότι οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο και αδιάσπαστο έργο, όπου συμβιώνουν η ιδεολογική συγκρότηση του συγγραφέα (αποτέλεσμα της οποίας είναι και η ματιά του στην ιστορία και τα πρόσωπα) με την λογοτεχνική του ικανότητα, συγκαταλέγονται στα έργα αναφοράς της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας.

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στον Ημεροδρόμο στις 27/1/2017

Απόψεις