Δύο χρόνια πέρασαν. Ηταν 4 Γενάρη 2020. Ο τελευταίος αποχαιρετισμός. Δύο χρόνια χωρίς τον Δάνη Παπαβασιλείου.
Ο «Ημεροδρόμος» συνεχίζει την πορεία του επιδιώκοντας να παραμένει οδηγός του η στάση ζωής, το παράδειγμα , η ευπρέπεια, η συνέπεια, η διαλεκτική σκέψη, το κομμουνιστικό ήθος του Δάνη Παπαβασιλείου. Του δικού μας Δάνη.
Δεν έχουν γίνει και λίγα αυτά τα δύο χρόνια στη χώρα και στον κόσμο. Και ο Δάνης λείπει. Λείπει η σοφία του. Εκείνη η σοφία που τον έκανε, ακόμα και στις καταιγιστικές εξελίξεις και στις αλλαγές που συνταράσσουν, να διατηρεί την ψύχραιμη και παράλληλα βαθιά και ουσιαστική δημοσιογραφική και πολιτική ματιά απέναντι στα γεγονότα.
Κρατάμε το σπάνιο και εξαιρετικό αποτύπωμα του, το οποίο είναι «ζωντανό» στο καθημερινό αποτύπωμα του «Ημεροδρόμου».
***
Ο Δάνης Παπαβασιλείου γεννήθηκε τον Μάη του 1955 στις Σέρρες. Ως φοιτητής στην Πάτρα αναδείχτηκε μετά τη μεταπολίτευση σε κορυφαίο στέλεχος της ΚΝΕ και του ΚΚΕ.
Από το 1990 και μετά την πρώτη του δημοσιογραφική παρουσία στην εφημερίδα «Πρώτη», υπήρξε για δυο δεκαετίες η «φωνή» του «902» κι εκλεκτός συντάκτης του «Ριζοσπάστη», όπου μεταξύ άλλων είχε την ευθύνη για στήλες που άφησαν εποχή, όπως η «Διεθνής Οικονομία» στο κυριακάτικο φύλλο και το «Σαν Σήμερα» στην καθημερινή έκδοση.
Από το 2014 υπήρξε ο συνδημιουργός, ο αρχισυντάκτης και η ψυχή του «Ημεροδρόμου».
***
Οι αναγνώστες μας μπορούν να διαβάσουν τα κείμενά του Δάνη Παπαβασιλείου στον «Ημεροδρόμο» ΕΔΩ.
Αναδημοσιεύουμε ένα από σημαντικά κείμενά του, στον οποίο και επανερχόμαστε συχνά:«H “Συνοικία το όνειρο” και ο εφιάλτης του μετεμφυλιακού κράτους»
H «Συνοικία το όνειρο» και ο εφιάλτης του μετεμφυλιακού κράτους
Αύγουστος 1961. Το μετεμφυλιακό καθεστώς βρίσκεται ακόμη σε κατάσταση σοκ, μετά το εκπληκτικό ποσοστό της ΕΔΑ (24%) στις εκλογές του 1958. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ, υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ακολουθεί μια πολιτική δύο όψεων. Απ’ τη μια, συνεχίζει τις (πάσης φύσεως) διώξεις των αριστερών, και απ΄την άλλη, προσπαθεί να δημιουργήσει μια εικόνα επίπλαστης ανάπτυξης, κυρίως μέσω της προώθησης του «καταναλωτισμού».
Το μέγεθος του πανικού, που διακατείχε την άρχουσα τάξη, εξαιτίας της μεγάλης ανόδου της Αριστεράς, λίγα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, εκδηλώνεται, λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του ΄61, στις εκλογές «Βίας και Νοθείας».
Εξάλλου, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δήλωσε αργότερα (με προφανή σκοπό να αποφύγει τις ευθύνες του): “Μετά τις εκλογές του 1958, που έφεραν την ΕΔΑ δεύτερο κόμμα, είχε δημιουργηθεί μια εύλογη ανησυχία στα Ανάκτορα και σε ορισμένους στρατιωτικούς κύκλους. Και είχε γίνει η σκέψις, εν όψει νέων εκλογών, να ασκηθή ψυχολογική πίεσις επί των κομμουνιστών για να συμπτυχθή η δύναμίς των. Τα ανόητα αυτά σχέδια τα κατήρτιζαν μυστικές υπηρεσίες εν αγνοία της κυβερνήσεώς μου”.
Θεωρήσαμε σκόπιμο να περιγράψουμε σε αδρές γραμμές το πολιτικό περιβάλλον, τον Αύγουστο του 1961, για να έχει ο αναγνώστης υπόψιν του το φόντο της ιστορίας που θα πούμε παρακάτω. Της περιπέτειας της ταινίας «Συνοικία το όνειρο», μιας από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Συντελεστές λοιπόν της ταινίας ήταν:
Σκηνοθέτης: Αλέκος Αλεξανδράκης
Σεναριογράφοι: Τάσος Λειβαδίτης και Κώστας Κοτζιάς
Υπεύθυνος φωτογραφίας: Δήμος Σακελλαρίου
Σκηνικά: Τάσος Ζωγράφος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρωταγωνιστές: Αλέκος Αλεξανδράκης, Μάνος Κατράκης, Αλίκη Γεωργούλη, Αλέκα Παΐζη, Σαπφώ Νοταρά, Αλέκος Πέτσος.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, γνωστός ήδη πρωταγωνιστής του θεάτρου και του κινηματογράφου, αποφασίζει με τη σύντροφο του, Αλίκη Γεωργούλη, επίσης γνωστή ηθοποιό, να κάνει μια ταινία, που θα έσπαζε την ειδυλλιακή εικόνα της «χαρούμενης» και «ευημερούσας» Ελλάδας και θα αναφερόταν στην άλλη όψη της πραγματικότητας, της πραγματικότητας που ζούσαν χιλιάδες άνθρωποι στις παραγκουπόλεις της Αθήνας, αλλά και στην υπόλοιπη χώρα.
Το σενάριο της ταινίας, που έγραψαν ο γνωστός ποιητής Τάσος Λειβαδίτης και ο επίσης γνωστός συγγραφέας, Κώστας Κοτζιάς, όπως και η σκηνοθετική σύλληψη του Αλεξανδράκη, είχαν σαφέστατες επιρροές από το ρεύμα του «ιταλικού νεορεαλισμού», που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο.
Δυο λόγια για την υπόθεση της ταινίας:
Σε μια γειτονιά της Αθήνας, κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου, κοντά στα Άνω Πετράλωνα (λατομείο παλιότερα), γνωστή με την ονομασία Ασύρματος, παρακολουθούμε τον αγώνα των ανθρώπων, κάτω από άθλιες συνθήκες, να επιβιώσουν, να ξεφύγουν από τη μιζέρια.
Το θέμα της ταινίας, αλλά και οι συντελεστές της, όλοι «μπλεγμένοι» με την Αριστερά, προκαλούν την αντίδραση του καθεστώτος, που εκδηλώνεται με πολλές μορφές.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εμφανίζονται παρακρατικοί, τραμπούκοι, που προσπαθούν να διακόψουν τα γυρίσματα, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι.
Μετά την «Οδύσσεια» των γυρισμάτων, η ταινία περνάει από τα «σαράντα κύματα» της λογοκρισίας. Κατά σειρά:
Περνάει από την επιτροπή προληπτικής λογοκρισίας, στη συνέχεια περνάει από την ειδική επιτροπή για τη χορήγηση άδειας «γυρίσματος», κατόπιν περνάει (για δεύτερη φορά) από την επιτροπή ελέγχου του υπουργείου, για να πάρει άδεια προβολής, και τέλος περνάει και από την επιτροπή ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών του υπουργείου για να πάρει άδεια προβολής στο Φεστιβάλ της Βενετίας!
Εννοείται ότι σε κάθε βήμα, σε κάθε επιτροπή, έπεφτε και το ανάλογο «πετσόκομμα» της ταινίας, σε τέτοιο βαθμό, που ο Αλεξανδράκης δήλωσε: «Από τη στιγμή που κόπηκε, δεν με αφορά»…
Ωστόσο, οι περιπέτειες της ταινίας, δεν τέλειωσαν εκεί.
Σκηνή από την ταινία «Συνοικία το όνειρο» όπου ακούγεται ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης να τραγουδάει συγκλονιστικά το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και στίχους του Τάσου Λειβαδίτη.
Μετά τον σφαγιασμό από τη λογοκρισία, η ταινία πήρε την άδεια προβολής και η πρώτη προβολή ορίστηκε για τις 3 Αυγούστου, στον κινηματογράφο «Ράδιο Σίτυ».
Εκείνη την ημέρα, στις 11 το πρωί, το «Ράδιο Σίτυ» ήταν κατάμεστο, από εκπροσώπους του καλλιτεχνικού κόσμου, εκπροσώπους ξένων πρεσβειών, δημοσιογράφους. Όμως, λίγα λεπτά μετά την έναρξη, η προβολή διακόπτεται και η αίθουσα βυθίζεται στο σκοτάδι…
Ιδού, πως παρουσιάζει τα γεγονότα, η (υπεράνω πάσης υποψίας) «Καθημερινή», της 4ης Αυγούστου 1961:
«Είχε ήδη αρχίσει η δοκιμαστική προβολή της εις τω «Ράδιο-Σίτυ» ενώπιον κριτικών τού κινηματογράφου, ξένων μορφωτικών ακολούθων, αντιπροσώπων τού Τύπου και γνωστών ηθοποιών, όταν κατέφθασαν αστυνομικά όργανα τού ΙΣΤ΄ τμήματος και εκτελούντα διαταγάς απηγόρευσαν τήν προβολήν της ταινίας. Οι παριστάμενοι διεμαρτυρήθησαν ζωηρώς. Ο ζωηρότερον διαμαρτυρηθείς ηθοποιός κ. Αλέκος Λειβαδίτης συνελήφθη και ωδηγήθη εις τό τμήμα αφεθείς ακολούθως ελεύθερος. Τελικώς οι αστυνομικοί εξέβαλον εκ τής αιθούσης τούς προσκληθέντας εις τήν προβολήν. Τό περίεργον είναι ότι η ταινία αυτή, δεν φαίνεται να παρουσιάζη κανένα προκλητικό στοιχείον καμμιάς φύσεως και δεν περιέχει ούτε άσεμνες σκηνές, ούτε προπαγανδιστικές, και πολλοί που τήν έχουν δη, έχουν πιστοποιήσει ότι πρόκειται απλώς περί ταινίας «ιταλικού τύπου», με ήρωας αλήτας που ζουν σε φτωχογειτονιά. Αλλά οι αλήται αυτοί, γεμάτοι ανθρώπινα αισθήματα, σώζουν τήν ζωήν τής γρηάς που ξεκινούν για να ληστέψουν και μετανοούν για όλες τις κακές τους πράξεις και ακόμη και για τις κακές τους προθέσεις».
Πιο αναλυτική περιγραφή των γεγονότων κάνει μια άλλη εφημερίδα, η «Ελευθερία», την επομένη της επεισοδιακής προβολής:
Η ταινία προβλήθηκε στη συνέχεια, στην κουτσουρεμένη κόπια, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε τα βραβεία καλύτερης φωτογραφίας για τον Δήμο Σακελαρίου και δεύτερου ανδρικού ρόλου για τον Μάνο Κατράκη.
Επίσης, η Ένωση Ελλήνων Κριτικών έδωσε τα βραβεία πρώτου ανδρικού ρόλου στον Αλέκο Αλεξανδράκη και μουσικής στο Μίκη Θεοδωράκη.
Προβλήθηκε ακόμη στη Σοβιετική Ένωση (όπου πήρε το βραβείο του Διεθνούς Φεστιβάλ Μόσχας), στην Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, με μεγάλη επιτυχία.
Στην Ελλάδα η ταινία προβλήθηκε μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, αφού η προβολή της στην υπόλοιπη χώρα απαγορεύθηκε…