Σαν σήμερα πριν από τρία χρόνια, στις 30 Μάρτη του 2020, έφυγε από τη ζωή ο Μανώλης Γλέζος.
Ο Μανώλης Γλέζος τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου 1941 μαζί με τον Απόστολο Σάντα κατέβασαν από την Ακρόπολη τη σβάστικα.
«Κατά τη νύκτα της 30ης προς την 31η Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και οι συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου» ανέφερε σε ανακοίνωση της η Κομαντατούρ, στις 31 Μαΐου 1941.
Ο Λάκης Σάντας σ’ ένα κείμενό του, που υπάρχει στο αρχείο του Ηλία Πετρόπουλου, περιγράφει αυτό το ηρωικό εγχείρημα. Αφού αναφέρει πώς αποφάσισαν με τον Γλέζο το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας, περνάει στην περιγραφή της επιχείρησης που ξεκίνησε στις εννιάμισι το βράδυ της 30ης Μαΐου.
«Λύσαμε το συρματόσχοινο, συνεχίζει, και τραβήξαμε για να την κατεβάσωμε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμιόμαστε και οι δυο για να την κατεβάσωμε, μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε με τη σειρά να σκαρφαλώνουμε στο σιδερένιο κοντό για να τη φτάσωμε και να την κόψωμε. Μα ήταν αδύνατο να τη φτάσωμε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνωμε. Να φύγωμε χωρίς τη σημαία – λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε να σπάσωμε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσωμε να τη σπάσωμε». Αρχισαν τότε «με χέρια και με δόντια» και σε λίγο το μισητό σύμβολο κατέβηκε. Εσκισαν τον αγκυλωτό σταυρό και την υπόλοιπη σημαία την έκαναν ρολό και την πέταξαν στη σπηλιά. «Ακούσαμε το γδούπο της και ησυχάσαμε»,αφηγείται.
Ο Μανώλης Γλέζος γεννήθηκε στην Απείρανθο (στ’ Απεράθου, σύμφωνα με τη ντοπιολαλιά της περιοχής) της Νάξου στις 9 Σεπτεμβρίου 1922. Το 1935 ήλθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, δουλεύοντας παράλληλα ως φαρμακοϋπάλληλος. Το 1940 πέτυχε στην ΑΣΟΕΕ. Μαθητής γυμνασίου δημιούργησε αντιφασιστική ομάδα το 1939 για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς και την αποτίναξη της δικτατορίας του Μεταξά. Μόλις ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος στις 28 Οκτωβρίου 1940 ζήτησε να καταταχτεί ως εθελοντής, αλλά λόγω του νεαρού της ηλικίας του δεν του επετράπη. Εργάστηκε, όμως, εθελοντικά στο Υπουργείο Οικονομικών (Γ’ Ταμείο Εισπράξεων Αθηνών).
Την περίοδο της ναζιστικής κατοχής (1941-1944) ανέπτυξε έντονη απελευθερωτική δράση μέσα από τις γραμμές της ΟΚΝΕ, του ΕΑΜ Νέων και της ΕΠΟΝ, με αποτέλεσμα να υποστεί φυλακίσεις και διώξεις. Τη νύχτα της 30ης προς την 31η Μαΐου 1941 μαζί με τον Απόστολο Σάντα κατέβασε από την Ακρόπολη τη σβάστικα και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Στις 24 Μαρτίου 1942 συνελήφθη μαζί με τον Απόστολο Σάντα από τα γερμανικά στρατεύματα και φυλακίστηκε ένα μήνα στις φυλακές Αβέρωφ, όπου βασανίστηκε απάνθρωπα, με αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση βαρύτατης μορφής. Στις 21 Απριλίου 1943 συνελήφθη από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής και παρέμεινε φυλακισμένος τρεις μήνες. Στις 7 Φεβρουαρίου 1944 συνελήφθη από συνεργάτες των αρχών κατοχής και παρέμεινε στις φυλακές επτάμισι μήνες, απ’ όπου δραπέτευσε στις 21 Σεπτεμβρίου 1944. Κατά τη διάρκεια της κατοχής δούλεψε ως υπάλληλος στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό (1941-1943) και τον Δήμο Αθηναίων (1943-1945).
Μετά την απελευθέρωση δούλεψε στον Ριζοσπάστη ως συντάκτης και από τις 10 Αυγούστου 1947 έως το κλείσιμό του ανέλαβε αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής. Στις 3 Μαρτίου 1948 συνελήφθη και παραπέμφθηκε συνολικά σε 28 δίκες για αδικήματα Τύπου. Καταδικάστηκε σε διάφορες ποινές, από τις οποίες μία φορά σε θάνατο, τον Οκτώβριο του 1948. Άλλη μία φορά καταδικάστηκε σε θάνατο, στις 21 Μαρτίου 1949 για παράβαση του Γ’ Ψηφίσματος. Οι θανατικές καταδίκες δεν πραγματοποιήθηκαν, ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης. Το 1950 οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε στις 16 Ιουλίου 1954.
Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, αν και φυλακισμένος, εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ. Τότε κήρυξε απεργία πείνας, με αίτημα την αποφυλάκιση των δέκα εκλεγέντων βουλευτών της ΕΔΑ που ήταν εξορία και φυλακή. Σταμάτησε την απεργία πείνας τη 12η ημέρα, όταν έφεραν από την εξορία τους επτά εξόριστους βουλευτές. Μετά την αποφυλάκισή του εκλέχτηκε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ και ανέλαβε οργανωτικός γραμματέας της. Τον Δεκέμβριο του 1956 ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας «Η Αυγή». Στις 5 Δεκεμβρίου 1958 συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπίας και καταδικάστηκε.
Η δίκη του Γλέζου και άλλων στελεχών του ΚΚΕ αρχίζει στις 9 Ιουλίου 1959, στο Τακτικό Στρατοδικείο Αθηνών. Σύμφωνα με το βούλευμα, οι πέντε από τους παρόντες κατηγορούμενους και πιο συγκεκριμένα οι: Τρικαλινός, Βουτσάς, Ευθημιάδης, Συγγελάκης και Καρκαγιάνης παραπέμπονται «δια προσφοράν εις κατασκοπείαν», σύμφωνα με το Α.Ν. 375/1936 άρθρο 9ο. Οι υπόλοιποι, ανάμεσα στους οποίους και ο Γλέζος, για παροχή βοήθειας στους προσφερθέντες σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του ιδίου Νόμου. Οι συνήγοροι υπερασπίσεως υποβάλλουν από την πρώτη στιγμή ενστάσεις αναρμοδιότητας του δικαστηρίου με το δικαιολογητικό ότι ο νόμος Α.Ν. 375 έχει καταργηθεί και ότι το κατηγορητήριο είναι αόριστο, αλλά το δικαστήριο τις απορρίπτει. Η διάρκεια της δίκης είναι 14 ημέρες. Μέσα στο δικαστήριο παρευρίσκονταν μόνο δημοσιογράφοι, μάρτυρες κατηγορίας, συγγενείς, συνήγοροι και τα αστυνομικά όργανα. Οι μάρτυρες κατηγορίας είναι ανώτατα στελέχη της Αστυνομίας.
Στην αγόρευσή του ο Βασιλικός Επίτροπος καταφέρθηκε κατά του διεθνούς κομμουνισμού καθώς επίσης και του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και ΚΚΕ. Στην αναφορά του στο πρόσωπο του Γλέζου, ζητά να μη καταδικαστεί για την υπόθεση της κατασκοπείας αλλά διότι γνώριζε και δεν ανέφερε. Στις 22 Ιουλίου το Στρατοδικείο ανακοίνωσε την απόφασή του, σύμφωνα με την οποία ο Μανώλης Γλέζος καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση, 4 χρόνια εκτόπιση και 8 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, ο Γλέζος επανεκλέχθηκε βουλευτής με το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ 1961. Τελικά ο Μ. Γλέζος απελευθερώθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1962 ως αποτέλεσμα της δημόσιας κατακραυγής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Αμέσως μετά την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου συνελήφθη μαζί με άλλους πολιτικούς και κρατήθηκε στο Γουδι, στο Πικέρμι, στη Γενική Ασφάλεια, στη Γυάρο, στο Παρθένι Λέρου και τέλος στον Ωρωπό, απ’ όπου αποφυλακίστηκε το 1971.
Συνολικά, ο Μανώλης Γλέζος καταδικάστηκε 28 φορές για την πολιτική του δραστηριότητα, από τις οποίες τρεις φορές σε θάνατο και παρέμεινε στις φυλακές 11 χρόνια και 5 μήνες και άλλα 4 χρόνια και έξι μήνες. Παρέμεινε, δηλαδή, κρατούμενος (φυλακή και εξορία) 16 χρόνια σε όλη τη ζωή του.
Μετά τη Μεταπολίτευση, μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Το 1981 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών, το 1984 ευρωβουλευτής και το 1985 βουλευτής Β’ Πειραιά.
Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2002 κατήλθε επικεφαλής του συνδυασμού «Ενεργοί Πολίτες» για τη διευρυμένη Νομαρχία Αθηνών-Πειραιώς, που υποστηρίχθηκε από τον Συνασπισμό και εξελέγη νομαρχιακός σύμβουλος. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πάρου, επικεφαλής του συνδυασμού «Κίνηση Ενεργών Πολιτών Πάρου». Το 2012 στις διπλές εκλογές της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου εκλέχτηκε βουλευτής Επικρατείας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με το ίδιο κόμμα εξελέγη ευρωβουλευτής στις ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου 2014.