Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο εμβληματικός αγωνιστής Λάκης Σάντας

Ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας αποτελεί μια εμβληματική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, ένας αγωνιστής το όνομα του οποίου συνδέθηκε με το κατέβασμα της χιτλερικής σημαίας από την Ακρόπολη, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941. Ο Λάκης Σάντας, με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε, σαν σήμερα, στις 22 Φλεβάρη 1922

Ο Λάκης Σάντας αποτελεί μια εμβληματική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, ένας αγωνιστής το όνομα του οποίου συνδέθηκε με το κατέβασμα της χιτλερικής σημαίας από την Ακρόπολη, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941.

Ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας, με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε, σαν σήμερα, στις 22 Φλεβάρη 1922 στη Πάτρα, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος.

Το 1934, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τελείωσε το γυμνάσιο το 1940 και στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία θα αποφοιτήσει μετά την Κατοχή. Τη νύχτα της 30ής Μαΐου 1941 κατεβάζει, μαζί με τον Μανόλη Γλέζο, τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. Το 1942, εντάχθηκε στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ. Βγήκε στο βουνό με τον ΕΛΑΣ και πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στην Αττικοβοιωτία. Το 1944 τραυματίστηκε.

Μετά την απελευθέρωση θα κυνηγηθεί για τα αριστερά του φρονήματα από το επίσημο κράτος. Το 1946 εξορίστηκε στην Ικαρία. Το 1947 φυλακίστηκε στην Ψυττάλεια, απ’ όπου το 1948 στάλθηκε στη Μακρόνησο. Αποφυλακίστηκε το 1950 και κατάφερε να διαφύγει στην Ιταλία και στη συνέχεια ζήτησε πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου και έζησε μέχρι το 1962.

Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα, με προτροπή του πατέρα του, αλλά συνελήφθη και πάλι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Μέχρι τη συνταξιοδότησή του έκανε διάφορες δουλειές για να συμπληρώσει τα απαραίτητα ένσημα. 

Ο Λάκης Σάντας διακρινόταν για τη σεμνότητά του. Ο ίδιος σε συνεντεύξεις του συνήθιζε να λέει: «Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την Αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, “ανώνυμοι”».

Σε μια από τις λιγοστές δημόσιες δηλώσεις του, ο Λάκης Σάντας είχε μιλήσει στον «Ριζοσπάστη», με αφορμή το αντικομμουνιστικό Μνημόνιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στη δήλωσή του, που δημοσιεύτηκε στον «Ρ» στις 12/1/2006, έλεγε μεταξύ άλλων:

«Σχετικά με το ψήφισμα της Πολιτικής Επιτροπής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (…) δηλώνω, ως εκπρόσωπος νεκρών (συγγενών μου και συναγωνιστών μου), ότι αποτελεί το μνημόνιο αυτό κατάπτυστη αισχύνη και προσβολή στις εκατόμβες, τα εκατομμύρια των νεκρών, που έπεσαν μαχόμενοι στα πεδία των μαχών, των αιθέρων και των θαλασσών, ως και στα μπουντρούμια και στα στρατόπεδα του ναζιστικού τέρατος. Καθώς, επίσης, αποτελεί προσπάθεια παραχάραξης της σύγχρονης Ιστορίας και ιστορικής μνήμης και αισχρή συκοφάντηση του μεγάλου και θαυμαστού αντιφασιστικού αγώνα των λαών, όπου και οι κομμουνιστές μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες πατριώτες, πολέμησαν το ναζισμό – φασισμό – μιλιταρισμό (…)».

Τον Σεπτέμβριο του 2010 εκδόθηκε το βιβλίο του «Μια νύχτα στην Ακρόπολη: Μνήμες από μία σπουδαία εποχή» («Βιβλιόραμα»), στο οποίο εκφράζει τις σκέψεις του για εκείνη τη νύχτα που καθόρισε την υπόλοιπη ζωή του. 

Ο Λάκης Σάντας έφυγε από τη ζωή στις 30 Απρίλη 2011, σε ηλικία 89 ετών.

Απρίλης 1941. Οι Γερμανοί υψώνουν τη σημαία με τη σβάστικα στην Ακρόπολη. Αυτή κατέβασαν το Μάη ο Λ. Σάντας και ο Μ. Γλέζος

 

 

«Υπεξηρέθη η γερμανική σημαία»

 

Οι δυο νέοι που είχαν την τόλμη – και την αποκοτιά – να κατεβάσουν το σύμβολο του ναζισμού απ’ την Ακρόπολη ήταν δυο δεκαεννιάρηδες – τότε – φοιτητές: Ο Μανώλης Γλέζος της ΑΣΟΕΕ και ο Λάκης Σάντας της Νομικής. Οι δυο Ελληνες πατριώτες δεν είχαν μόνο το θάρρος να κατεβάσουν το σύμβολο του ναζισμού, αλλά είχαν και την τόλμη να αφήσουν και τα αποτυπώματά τους πάνω στο κοντάρι της σημαίας για να τα βρουν οι αρχές της κατοχής και να μην κάνουν εκτελέσεις αθώων για αντίποινα.

Να πώς αφηγείται ο Λάκης Σάντας το «πολύ απλό, αλλά και πολύ μεγάλο» εγχείρημά τους (Τα στοιχεία είναι παρμένα από ένα δακτυλόγραφο του 1945 που υπάρχει στο Αρχείο του Ηλία Πετρόπουλου και δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» το 1993):

«Είχε περάσει ένας μήνας που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα και η Κρήτη είχε λυγίσει… Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε, λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στο βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στον υπέροχο φόντο της δύσης, σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε… το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους, που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά – ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη. Να τι πρέπει να τους κάμωμε! Ηρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρωμε. Να την γκρεμίσωμε και να την ξεσχίσωμε και να πλύνωμε έτσι τη βρωμιά απ’ τον Ιερό Βράχο.Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα, που απ’ αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας. Μια σημαία σήκωσε στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μια σημαία θα κατεβάζαμε εμείς στις 31 Μάη 1941. Συμβολικό και το πρώτο, συμβολικό και το δεύτερο”.

Και έβαλαν σ’ ενέργεια αμέσως το σχέδιό τους. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και απ’ την Εγκυκλοπαίδεια βρήκαν το τοπογραφικό της Ακρόπολης και αποφάσισαν τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν. Στις 9.30 μμ της 30ής Μάη 1941, ο Λ. Σάντας και Μ. Γλέζος έφτασαν στα Προπύλαια. “Ακούγαμε, συνεχίζει η αφήγηση του Λ. Σάντα , από μακριά τα κτηνώδη χάχανα των Γερμαναράδων, που έπιναν μπύρα και κρασί, μαζί με μερικές κακές Ελληνίδες, απ’ αυτές που πουλούσαν τον έρωτά τους στα Προπύλαια, όπου είχαν το Φρουραρχείο. Σφίγγαμε ακόμη περισσότερο τα δόντια μας. Οταν έφτασε η ώρα κοιταχτήκαμε. Ισως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν’ ανατέλη. Είναι αλήθεια ότι νιώθαμε ένα δυνατό χτυποκάρδι, μα αυτό δεν ακουγόταν παραέξω. Τα στήθη μας τα ελληνικά το πνίγανε. Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνης για τα ιδανικά σου. Σ’ αυτές τις στιγμές δεν έχεις παρά να θυμηθής την Ιστορία…».

 

Με χέρια και με δόντια

 

Στη συνέχεια, ο Λ. Σάντας περιγράφει πώς έφτασαν μέχρι τη σημαία: «Λύσαμε τον συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσωμε. Μα, την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμιόμαστε και οι δυο για να την κατεβάσωμε, μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε με τη σειρά να σκαρφαλώνουμε στον σιδερένιο κοντό για να τη φτάσωμε και να την κόψωμε. Μα ήταν αδύνατο να τη φτάσωμε. Κουρασμένοι, σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνωμε. Να φύγωμε, χωρίς τη σημαία λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε να σπάσωμε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσωμε να τη σπάσωμε».

Και άρχισαν τότε με «χέρια και με δόντια» και σε λίγο το μισητό σύμβολο κατέβηκε. Εσχισαν ένα κομμάτι απ’ τον αγκυλωτό σταυρό και την υπόλοιπη την έκαναν ρολό και την πέταξαν στη σπηλιά. «Ακούσαμε το γδούπο της και ησυχάσαμε», αφηγείται ο Λ. Σάντας.

Το κομμάτιασμα της χιτλερικής σημαίας κατατάραξε τους χιτλερικούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους.

Στις 31 Μάη 1941 η γερμανική Κομαντατούρ εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:

«Κατά τη νύκτα της 30ης προς την 31η Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και οι συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου».

Επικράτησε πανικός στο γερμανικό στρατηγείο. Πήραν τα αποτυπώματά τους και με έκτακτο στρατοδικείο τους καταδίκασαν σε θάνατο ερήμην (γιατί δεν τους ήξεραν).

Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στην Ελλάδα. Την άλλη μέρα το Λονδίνο και το Κάιρο έπλεξαν εγκώμια γι’ αυτό… Η γενναία πράξη του Γλέζου και του Σάντα , με το συμβολισμό της, προκάλεσε μεγάλο πατριωτικό ενθουσιασμό.

ΠΗΓΗ: Ριζοσπάστης 12.11.1996, 30.5.2000, 3.5.2011

 

Απόψεις