Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Το κολαστήριο των Ναζί στη Θεσσαλονίκη επί της οδού Τσιμισκή 72

Η Θεσσαλονίκη στα μαύρα χρόνια της ναζιστικής Κατοχής -- του Σπύρου Κουζινόπουλου

του Σπύρου Κουζινόπουλου

Ένα από τα εφιαλτικά κέντρα βασανιστηρίων το οποίο είχαν δημιουργήσει οι Ναζί στη Θεσσαλονίκη, στα μαύρα χρόνια της χιτλερικής κατοχής της πατρίδας μας, προκειμένου να αποσπούν- με μεσαιωνικού τύπου ανακρίσεις – πληροφορίες από τους πατριώτες που έπεφταν στα χέρια τους, ήταν και αυτό που βρισκόταν στην πολυσύχναστη οδό Τσιμισκή 72 (σήμερα Τσιμισκή 64).

Η οδός Τσιμισκή στα χρόνια της χιτλερικής κατοχής με τη ναζιστική σημαία να κυματίζει σε μπαλκόνι

Εκεί, είχε την έδρα της η τρομερή Γερμανική Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία (GFP), η δύναμη της οποίας, μετά το 1943, ανέρχονταν σε 170-180 άτομα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν υπηρετήσει προπολεμικά στη γερμανική και την αυστριακή αστυνομία. Ενώ επίσης λειτουργούσε και το 1ο Γραφείο της GFP, που στεγάζονταν στο «Βοσπόρειον Μέγαρον», στην οδό Αριστοτέλους 6 και ήταν υπεύθυνο για την αντιμετώπιση και εξουδετέρωση κάθε αντιστασιακής ενέργειας και κυρίως η προστασία του στρατού κατοχής από δολιοφθορές, κλοπές και κατασκοπεία, αλλά και η καταπολέμηση των ανταρτών με την ταυτόχρονη εξουδετέρωση των δικτύων ανεφοδιασμού τους.[1] 

Η GFP (Geheim Feld Polizei) είχε ως επιθεωρητή διοικητή τον Σικόφσκι και ανακριτή τον Μαξ Κέρμπες, έναν «απαίσιο σαδιστή», όπως τον αναφέρει ο Γιώργος Καφταντζής.[2]

Επρόκειτο για ένα κολαστήριο στην κυριολεξία, στο οποίο βασανίστηκαν εκατοντάδες Θεσσαλονικείς στα τριάμισι χρόνια της γερμανικής Κατοχής, με πολλούς από αυτούς να μην ξαναβγαίνουν ζωντανοί, μετά από τα όσα υπέστησαν στα νύχια των δημίων τους.

Και μόνο το άκουσμα της διεύθυνσης «Τσιμισκή 72», πάγωναν όλοι και εύχονταν να μην τους τύχει ποτέ να περάσουν την είσοδο του κτηρίου, καθώς η υπηρεσία που στεγάζονταν σ’ αυτό είχε γίνει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα συνώνυμη των λέξεων τρόμος, δυστυχία, βασανιστήρια, πόνος.

Ένα τέτοιο τρόμο, ένιωσε και ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Γιώργος Βαφόπουλος όταν κάποια στιγμή τον ειδοποίησαν πως έπρεπε να μεταβεί στην GFP. Ας παρακολουθήσουμε την εξιστόρησή του:

Γιώργος Βαφόπουλος

«Ένα πρωί ξαφνικά τηλεφώνησαν στο γραφείο μου να παρουσιαστώ αμέσως στη διεύθυνση της οδού Τσιμισκή αριθμ. 72. Η είδηση έπεσε πάω μου σαν κεραυνός. Όλη η Θεσσαλονίκη το γνώριζε πως εκεί ήσαν τα κεντρικά γραφεία της Γερμανικής Γκεστάπο. Ο καθένας που έμπαινε εκεί μέσα, δεν ήξερε βγαίνοντας προς ποια κατεύθυνση θα τραβούσε. Η διαταγή ήταν ρητή κι’ έπρεπε να φύγω αμέσως. Πρόφθασα στην παραζάλη μου να παρακαλέσω τους συναδέλφους μου να φροντίσουν για τη ζωή μου, αν τύχαινε και δεν επέστρεφα. Τι με θέλανε; Ποιος μου είχε ανάψει τη φωτιά τούτη;

Ανέβηκα κοντανασαίνοντας τις ψηλές σκάλες και χτύπησα δειλά μία θύρα. Ένας βλοσυρός Γερμανός μου άνοιξε. Παρακάλεσα για έναν «ντόλμετσερ». Ο διερμηνέας με ανέβασε άλλα δύο πατώματα και χτύπησε μία θύρα. Στο άνοιγμά της φάνηκε ένας λεπτός ξανθός Γερμανός, που φορούσε γυαλιά με χρυσό σκελετό. Μιλούσε ελληνικά, με πήρε μέσα και μούδειξε να καθήσω σε έναν ξύλινο πάγκο. Έπειτα κάθισε κι εκείνος σιωπηλός στο γραφείο του, δίχως να ασχοληθεί πια μαζί μου. Κατεχόμουν από τον πανικό του αγνώστου. Έφερα τη ματιά μου ένα γύρο στο γραφείο. Σε μιάν άκρη του δωματίου, είδα να κάθεται έναν Έλληνα εργατικό τύπο, με ένα μπογαλάκι στα πόδια του. Δίπλα στη γωνιά, ήταν ακουμπισμένο ένα τουφέκι. Σκέφθηκα μέσα στη σύγχυση της ψυχής μου, πως ίσως ο νέος εκείνος άνδρας να είχε συλληφθεί για την κατοχή όπλου. Και τον φαντάστηκα στημένον μπρος στις κάννες του γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος. Θεέ μου, είναι λοιπόν τόσο φθηνή αυτή η ζωή που μας έχεις δώσει; Μπορεί να την ορίζει, κατά πως το θέλει, τούτος ο μικρόσωμος ξανθός Γερμανός;»

Τελικά ο Βαφόπουλος τη γλύτωσε από το κολαστήριο της οδού Τσιμισκή 72 και αφέθηκε ελεύθερος από την GFP, όταν διαπιστώθηκε ότι δεν είχε μεταβεί κρυφά στην Αθήνα, όπως είχε καταδώσει στους Ναζί κάποιος πληροφοριοδότης τους, ούτε ότι γνώριζε τον νεαρό άντρα με το τουφέκι, ο οποίος στη συνέχεια μάλλον εκτελέστηκε.[3]

 

«Πόσοι και πόσοι δεν άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή»

 

Σύμφωνα με τον Κώστα Τομανά, τα γραφεία και οι αίθουσες βασανιστηρίων της GFP, είχαν μεταφερθεί από το μέγαρο «Βόσπορος» της οδού Αριστοτέλους, για λόγους ασφαλείας στο κτήριο της Τσιμισκή 72, λίγο πιο πέρα από τη διασταύρωση με την οδό Αγίας Σοφίας.

«Πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν δύσκολες ώρες και πόσοι δεν άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί μέσα», έγραψε.

Μετά την απελευθέρωση, ο κόσμος ζήτησε, χωρίς να εισακουστεί, να εντοιχιστεί στην πρόσοψη του μεγάρου μια αναμνηστική πλάκα που να θυμίζει τις θυσίες και τα μαρτύρια των τόσων πατριωτών που πέρασαν από εκεί μέσα, όπως γίνεται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.[4]

 

Αποκαλύψεις για το όργιο βασανιστηρίων

 

Απόδειξη παραλαβής από την GFP 11 πατριωτών που κρατούνταν στο στρατόπεδο Παύλος Μελάς για ανακρίσεισ. Το πιθανότερο είναι ότι κανένας από αυτούς δεν επέζησε

Οι αποκαλύψεις για τις συνθήκες κόλασης, που είχαν δημιουργήσει οι χιτλερικοί δήμιοι στα άντρα βασανιστηρίων της Θεσσαλονίκης, ήταν καταιγιστικές τον πρώτο καιρό της απελευθέρωσης και πριν ξεσπάσει η λαίλαπα του εμφύλιου σπαραγμού. Μάλιστα, όπως έγραφαν οι τοπικές εφημερίδες της πόλης, τους πρώτους μήνες του 1945 «τόμους ολόκληρους θα καταλάβει κάποτε η εξιστόρηση των φρικτών εγκλημάτων, τα οποία διέπραξαν εις την χώρα μας οι Γερμανοί κατά την μαύρη περίοδο της Κατοχής. Βιβλίο απαραίτητο δια να μάθει και ο τελευταίος Έλλην των γενεών του μέλλοντος, το ανείπωτο δράμα της φυλής μας και να κατατοπισθεί περί των ψυχικών διαθέσεων του «πολιτισμένου» γερμανικού έθνους».[5]

Σε κάποιες περιπτώσεις, εκτός από τις ανακρίσεις, η GFP αναλάμβανε και τη μεταφορά κρατουμένων από το στρατόπεδο «Παύλου Μελά». Σε μία μάλιστα περίπτωση, είχε παραλάβει από το στρατόπεδο έντεκα κρατούμενους των Γερμανών πολίτες, οι επτά εκ των οποίων ήταν Εβραίοι. Τους οδήγησε εν συνεχεία την ίδια μέρα στο εκτελεστικό απόσπασμα, μερίμνησε για τον τουφεκισμό τους καθώς και για την ταφή όλων των εκτελεσμένων στο Νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας. Τα ονόματά τους ήταν Σαμουήλ Αλγκάβα, Σιμαντώφ Αλμοσνίνο, Σολομών Ντάσσα, Λάζαρος Κοέν, Λεών Μπαρτζιλάϊ, Μωϋσής Ελιέζερ, δαβίδ Καμχή. Επίσης οι Έλληνες Δημήτριος Ζέμπρας και Αθανάσιος Τέρρης, ο Αρμένιος Σαρκίς Τσιλιγκριάν και ένας Σέρβος, ο Γεώργιος Γεωργκίεβιτς Κοσφίνωφ.[6]


Ελληνόφωνοι καταδότες


Από ένα αχρονολόγητο πληροφοριακό δελτίο το οποίο είχε συνταχθεί από το κατασκοπευτικό δίκτυο “ΖΕΥΣ”, με επικεφαλής τον Γεώργιο Μαργέτη και το οποίο τακτικά ενημέρωνε από τη Θεσσαλονίκη, μέσω κρυφού ασυρμάτου, το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, διαβάζουμε για μία σειρά από προδότες που “κάρφωναν” Έλληνες πατριώτες στους Ναζί της GFP, αποτελώντας πειθήνια όργανά της:

“1.– Ταγματάρχης Ανεζίδης Σταύρος, κάτοικος Θεσσαλονίκης. Συνεδέετο μετά του Ανθ/γού Χέρτεν, του Επιλοχίου Χέγκελ και του Επιλοχίου Λόχερ. Ούτως κατετόπιζε συνήθως τους Γερμανούς περί των κινήσεων των ανταρτών της περιφερείας Κατερίνης…

2.– Ντίνας Παύλος του Νικολάου, κάτοικος Θεσσαλονίκης. Σεσημασμένος απατεών και διαρρήκτης. Ούτως εχρησιμοποιείτο υπό του 2ου Γραφείου Αντικατασκοπείας Θεσσαλονίκης. Μεταξύ άλλων, κατέδωσεν τον Ανθυπολοχαγόν Βαμβέτσον και τον Ενωμοτάρχην Κυριακόπουλον, οίτινες συνελήφθησαν και εξετελέσθησαν.

3.– Τσιμονίδου Άννα. Αύτη ηργάζετο εις GFP ως διερμηνεύς. Εντεύθεν ανεχώρησεν δια Γερμανίαν και επέστρεψεν το 1943, αποσταλείσα ειδικώς εις Βερολίνον ως διερμηνεύς. Εις GFP Θεσσαλονίκης συμπεριεφέρετο πιεστικώς προς τους κρατουμένους Έλληνας και παρηκολούθη μετ’ αγαλιάσεως τα βασανιστήρια εις τα οποία ούτοι υπεβάλλοντο.

4.– Συνταγματάρχης Πούλος και υπολοχαγός Μιχαλάκης. Αμφότεροι οι ανωτέρω, κατέδιδον κατά σύστημα Έλληνας δρώντες κατά Γερμανών. Συνεπεία των καταδόσεων τούτων, συνελήφθησαν και εξετελέσθησαν πολλοί Έλληνες. Ο Πούλος συνεδέετο και μετά του λοχαγού του 2ου Γραφείου Στάκ, εις τον οποίο παρείχε πληροφορίας».[7]  


Μία συγκλονιστική μαρτυρία

 

Στις αποκαλύψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας τους πρώτους μήνες της απελευθέρωσης, περιλαμβάνονταν και η μαρτυρία του Θεσσαλονικιού Πέτρου Κοντούδη, ο οποίος είχε την «τύχη» να γνωρίσει από πρώτο χέρι τα όσα διαδραματίζονταν στο κτήριο της Τσιμισκή 72, αλλά επίσης στο «510», όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε, αλλά και στα χιτλερικά στρατόπεδα του Άουσβιτς, του Μπιργκενάου και του Μπούχενβαλντ, όπου στάλθηκε για να συνεχίσει τις… σπουδές του στις μεθόδους του χιτλερικού θηρίου. Όπως περιέγραψε:

«Νόμιζα και εγώ στην αρχή, όπως πολλοί συμπατριώτες μας, ότι οι περιγραφές εκείνων που ως εκ θαύματος διέφυγαν από τα γαμψά νύχια της γερμανικής θηριωδίας, ήταν υπερβολικές ή ότι αποτελούσαν συνέπεια της τρομοκρατίας που ασκήθηκε εις βάρους τους. Τώρα, ύστερα από δύο φριχτά χρόνια που πέρασα κάτω από τη γερμανική τυραννία, μπορώ αδίστακτα να πω πως καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει πιστά τη γερμανική βαρβαρότητα και κτηνωδία.

Τους γνώρισα για πρώτη φορά μια νύχτα του Νοεμβρίου του 1942 στην αίθουσα ανακρίσεων του μεγάρου της Τσιμισκή 72, όπου οδηγήθηκα ευθύς μετά τη σύλληψή μου «για να δώσω μερικές πληροφορίες» στην υπηρεσία της GFP. Προηγούνταν ένας άλλος «ανακρινόμενος». Ένας νεαρός, εργάτης αν κρίνει κανείς από την περιβολή του.

 

Η «μαγική χειροπέδη»

 

Τον είχαν καθισμένο δίπλα σε ένα μεγάλο τραπέζι. Το δεξί του χέρι ήταν περασμένο σε μια παράξενη χειροπέδη που ήταν βιδωμένη επάνω στο τραπέζι. Νόμισα ότι επρόκειτο περί μέτρου προφυλακτικού κατά ενδεχόμενης απόδρασης και το βρήκα υπερβολικό. Πως θα ήταν δυνατόν και εάν έμενε μόνος του να δραπετεύσει ο άνθρωπος από τον τέταρτο όροφο του μεγάρου, όπου ήταν η «αίθουσα ανακρίσεων»;

Σε λίγο ο ανακριτής, ο υπολοχαγός Χέρτελ, μου έδωσε να εννοήσω την πραγματική αξία της χειροπέδης. Έπιασε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του «ανακρινόμενου» και ένα-ένα τα έσπασε! Η αίθουσα γέμισε από τις κραυγές πόνου του θύματος και από το απαίσιο «κρακ – κρακ» που έκανε το σπάσιμο των κλειδώσεων των δακτύλων του. Δεν είπε τίποτε ή γιατί δεν ήθελε ή γιατί, όπως συνέβαινε στις περισσότερες περιστάσεις, δεν ήξερε τίποτα.

Τον έσυραν σαν ψόφιο σκυλί έξω από την αίθουσα. Γελαστοί και χαρούμενοι. Ευχαριστημένοι ασφαλώς γιατί εκτελούσαν πιστά τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και συγχρόνως το καθήκον τους σαν Γερμανοί… πατριώτες!

Νόμισα πως θα περνούσα κι’ εγώ με τη σειρά μου από τη δοκιμασία της «χειροπέδης» και ένοιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, όταν ο εκτελών χρέη γραμματέα και διερμηνέα, ελληνομαθής υπαξιωματικός μου είπε να καθίσω κοντά στο τραπέζι όπου κάθονταν προ ολίγου ο άλλος.

Για μένα όμως οι «ανακριτές» προόριζαν άλλο σύστημα «ανακρίσεως». Ύστερα από μερικές τυπικές ερωτήσεις επί μιας υποθέσεως την οποία ούτε στον ύπνο μου δεν είχα δει, οδηγήθηκα στο προσωρινό κρατητήριο που βρισκόταν στο υπόγειο του μεγάρου.

Εκεί μέσα στο ημίφως, ξεχώριζαν οι σκιές δύο ανθρώπων. Ο ένας, από το κάτωχρο πρόσωπο του οποίου έφευγε ποτάμι ο ιδρώτας, ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα και βογκούσε. Από τα δάχτυλά του έτρεχε ποτάμι το αίμα.

–Του έβγαλαν τα νύχια και έχει ακατάσχετη αιμορραγία, με πληροφόρησε ο άλλος. Έσκισα το πουκάμισό μου και προσπάθησα με κάτι λωρίδες που έκανα να σταματήσω το αίμα, αλλά δεν το κατόρθωσα. Θα πεθάνει, αν συνεχιστεί αυτό το κακό ως το πρωί.

–Μακάρι… Να ησυχάσω για πάντα, ψιθύρισε με σβησμένη φωνή ο άνθρωπος χωρίς νύχια».

 

Ηλεκτροσόκ και … «γλωροθραύστης»  

 

Τα μεγάλα βάσανα για τον Κοντούδη, άρχισαν όταν μετά την GFP μεταφέρθηκε στο άντρο του «510»:

«Στο βάθος του δευτέρου πατώματος, ήταν μια πόρτα που έφερε την πινακίδα «Γραφείον Εγκληματικών Υποθέσεων». Μια πινακίδα που δεν έλεγε τίποτε για όσα διαδραματίζονταν πίσω από αυτή την πόρτα.

Μας έσπρωξαν οκτώ άτομα μέσα στην αίθουσα για να βρεθούμε μπροστά στο πιο απίθανο θέαμα. Στο βάθος ένα τραπέζι που χρησιμοποιούσαν για γραφείο. Δίπλα στο τραπέζι μια πολυθρόνα που θύμιζε πολύ τις πολυθρόνες που χρησιμοποιούν οι οδοντίατροι. Επάνω από την πολυθρόνα, κρέμονταν μια σιδερένια κάσκα, που έμοιαζε πολύ με εκείνες τις κάσκες που χρησιμοποιούν οι κομμωτές για το περμανάντ.

Τοποθέτησαν έναν από τους προς «ανάκριση» επάνω στην πολυθρόνα, τον έδεσαν σφιχτά και του πέρασαν την κάσκα στο κεφάλι. Ύστερα ένας Γερμανός με άσπρη μπλούζα, σα να ήταν νοσοκόμος, γύρισε ένα διακόπτη. Ο «ανακρινόμενος» άρχισε να ουρλιάζει από τον πόνο και στο τέλος λιποθύμησε. Από τους κροτάφους του έτρεχε άφθονο αίμα. Το στεφάνι του είχε σφίξει το κρανίο μέχρι διαρρήξεως.

Ύστερα ήρθε η σειρά του δεύτερου… του τρίτου, ο οποίος πέθανε κατά την «ανάκριση» γιατί, ίσως από κακό υπολογισμό, πολτοποιήθηκε το κρανίο του. Θυμάμαι σαν τώρα ότι χύθηκαν τα μάτια του.

 

Η «επιστημονική ανάκριση»

 

Στο ίδιο δωμάτιο λειτουργούσε και το σύστημα της «επιστημονικής ανακρίσεως» την οποία υπέστην λίγες μέρες πριν  με φορτώσουν στο βαγόνι για το Άουσβιτς.

Με έδεσαν στην ίδια πολυθρόνα που είχαν δέσει τους άλλους τρεις και μου πέρασαν στους αστραγάλους και καρπούς των χεριών κάτι λεπτούς, μεταλλικούς κρίκους. Ύστερα ο Γερμανός με την άσπρη μπλούζα γύρισε ένα διακόπτη. Στην αρχή ένοιωσα ένα ελαφρύ μούδιασμα, το οποίο διαδέχθηκε στο κορμί μου ένας πόνος που ολοένα γίνονταν σφοδρότερος. Πόσο κράτησε το μαρτύριό μου δεν ξέρω. Μου φάνηκε όμως ένας ολόκληρος αιώνας. Ούτε ξέρω πως και πότε με μετέφεραν στα κρατητήρια, γιατί εν τω μεταξύ είχα λιποθυμήσει.

Επί 15 μέρες δεν μπορούσα να κάνω ούτε την παραμικρή κίνηση. Το ηλεκτρικό ρεύμα είχε παραλύσει το νευρικό μου σύστημα”.[8]

Το τραγικό της υπόθεσης με το κτήριο της Τσιμισκή 72, είναι ότι όπως έγραψε η γνωστή δεξιά εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Το Φως, τον Μάρτιο του 1945, εγκαταστάθηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση τα γραφεία του “Λαϊκού Κόμματος. Και σύμφωνα με το σχόλια του Κώστα Τομανά, “ήταν ωμή πρόκληση προς τους αριστερούς ή απλή αναισχυντία των τότε επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος στη Θεσσαλονίκη;”.[9]

Τα όσα δημοσιεύονται στο άρθρο αυτό είναι μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου “Σελίδες Κατοχής” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις IANOS

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Στράτος Δορδανάς, «Γερμανικές αρχές Κατοχής και ελληνική διοίκηση», στο Βασίλη Γούναρη-Πέτρου Παπαπολυβίου Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 2001, Παρατηρητής, σ.96

[2] Γιώργος Καφταντζής, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον καιρό της Κατοχής, Θεσσαλονίκη 1976, χ.ε., σ.109

[3] Γιώργος Βαφόπουλος, Σελίδες Αυτοβιογραφίας, τ.2ος, Αθήνα 1971, βιβλιοπωλείο της Εστίας, σ.166-167

[4] Κώστας Τομανάς, Δρόμοι και γειτονιές της Θεσσαλονίκης, Σκόπελος 1997,  Νησίδες, σ. 231

[5] Εφημερίδα Πρωϊνή Ώρα (Θεσσαλονίκης), 16 Ιουλίου 1945

[6]  Βασίλης Γούναρης-Πέτρος Παπαπολυβίου, Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 2001, Παρατηρητής, σ. 157

[7] Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Φ.16, υποφ.1, έγγραφο 5 δακτυλογραφημένο.

[8] Εφημερίδα Πρωϊνή Ώρα (Θεσσαλονίκης), 16 Ιουλίου 1945

[9] Κώστας Τομανάς, Δρόμοι και γειτονιές της Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 99

Από farosthermaikou.blogspot.com

Σχετικά θέματα

Απόψεις