του Σπύρου Κουζινόπουλου
Η επέτειος του Ολοκαυτώματος της Κορμίστας Σερρών, με την ομαδική σφαγή των κατοίκων της, την 1η Οκτωβρίου 1941, φέρνει στο νου μία ακόμη από τις αγριότητες που διέπραξαν οι φασίστες Βούλγαροι κατακτητές στην Ανατολική Μακεδονία, για να «τιμωρήσουν» τον ελληνικό πληθυσμό όχι μόνο για τη συμμετοχή του στην εξέγερση της Δράμας, αλλά ακόμη και για την άρνησή του να υποταχθεί στην πολιτική αφομοίωσης που εφάρμοζαν. Ένα ακόμη ομαδικό έγκλημα που θυμίζει τα δεινά που πέρασε η χώρα μας στη διάρκεια της τριπλής χιτλερικής και φασιστικής Κατοχής 1941-1944.
Τη νύχτα της 28ης προς 29η Σεπτεμβρίου 1941, εξαιτίας της σκληρής καταπίεσης που εφάρμοζαν οι Βούλγαροι κατακτητές οργανώθηκε εξέγερση στη Δράμα από μία φούχτα επαναστάτες. Και παρά το γεγονός, ότι η πρόωρη εκείνη επανάσταση, δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη και καταπνίγηκε στο αίμα από τους κατακτητές, με περίπου 3.000 νεκρούς, εντούτοις απέτρεψε την εγκατάσταση εποίκων και εμπόδισε την αφομοίωση της περιοχής, όπως επεδίωκαν οι τύραννοι.
Στην κοντινή προς τη Δράμα επαρχία του Παγγαίου Σερρών, δεν υπήρξε γενικά συμμετοχή των κατοίκων στην εξέγερση, κι αυτό εξαιτίας των προσπαθειών του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ να την αποτρέψει, θεωρώντας την ως άκαιρη και πρώιμη.
Εντούτοις, το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου, ομάδα ανταρτών που προηγουμένως είχαν πάρει μέρος στα γεγονότα του Φωτολίβους και της Συμβολής, μαζί με ενόπλους από άλλα χωριά του κάμπου της Δράμας, πήγαν στο πιο κοντινό χωριό, στην Κορμίστα Σερρών. Εκεί, αφού κήρυξαν την επανάσταση, έδιωξαν τους οπλισμένους Βουλγάρους που ήταν στο χωριό και τραυμάτισαν έναν από αυτούς. Στη συνέχεια, στρατολογώντας μερικούς νέους της Κορμίστας, πήγαν στην Αγγίστα, όπου έκαψαν τα κοινοτικά και αστυνομικά αρχεία και πυρπόλησαν την ξύλινη γέφυρα του Αγγίτη, κοντά στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Αγγίστας.
Οι βουλγαρικές αρχές εγκατέλειπαν τις θέσεις τους
Αντίθετα, στα υπόλοιπα χωριά του Παγγαίου, δεν εκδηλώθηκαν επαναστατικές ενέργειες, παρά την αναστάτωση που παρατηρήθηκε το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου, όταν έκπληκτοι οι κάτοικοι είδαν τις βουλγαρικές αρχές να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να απομακρύνονται βιαστικά από τα χωριά. Ενώ την ίδια στιγμή επικρατούσε κι ένας πρόσκαιρος ενθουσιασμός στο άκουσμα της είδησης ότι στη Δράμα γίνεται «επανάσταση».
Στο κεφαλοχώρι του Παγγαίου, το Ροδολίβος, κάποιοι ενθουσιώδεις επιχείρησαν να κατεβάσουν τη Βουλγαρική σημαία όταν είδαν τους εκπροσώπους των βουλγαρικών αρχών να απομακρύνονται από το χωριό. Τους απέτρεψαν όμως οι πρόκριτοι του χωριού, που συνέστησαν στους κατοίκους να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους.
Πάντως είναι γεγονός ότι το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου, οι βουλγαρικές αρχές, επηρεασμένες από την εξέγερση στη Δράμα και τα χωριά της, είχαν εγκαταλείψει όλα τα χωριά της δυτικής πλευράς του Παγγαίου, με συνέπεια να δοθεί εσφαλμένα η εντύπωση ότι είχε γίνει επανάσταση η οποία είχε επικρατήσει. Και ήταν τέτοια η ταραχή που είχε καταλάβει εκείνες τις πρώτες ώρες τους Βούλγαρους κατακτητές ώστε μέχρι σήμερα στη βουλγαρική ιστοριογραφία να είναι καταγεγραμμένο ότι οι αντάρτες είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη την περιοχή που ορίζεται από τα χωριά του νομού Σερρών Ηλιοκώμη, Αγγίστα, Σιδηροδρομικός Σταθμός Αγγίστας, Νέα Μπάφρα και Κορμίστα. Καθώς επίσης ότι υπό τον έλεγχο των ανταρτών είχαν τεθεί οι κεντρικές οδικές αρτηρίες αλλά και το τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Αλεξανδρούπολης που διέρχεται από εκεί.
Εφιαλτική τρομοκρατία
Με την κατάπνιξη της εξέγερσης, οι Βούλγαροι κατακτητές εφάρμοσαν αγριότητες σε όλη την Ανατολική Μακεδονία, που θύμιζαν «νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου». Οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις, οι πυρπολήσεις και η διαρπαγή περιουσιών είχαν προκαλέσει τέτοιο κύμα εφιαλτικής τρομοκρατίας στη Δράμα, ώστε όπως ανέφερε σε έκθεσή του με ημερομηνία 14 Αυγούστου 1942 προς το βουλγαρικό υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Υγείας ο αστυνομικός διοικητής της περιφέρειας Δράμας, Λ. Βαρμπάνοφ, «απερίγραπτος τρόμος κατέλαβε τον ελληνικό πληθυσμό».
Η Κορμίστα, το όμορφο αυτό χωριό, πλήρωσε στην περιοχή του Παγγαίου τον μεγαλύτερο φόρο αίματος στα αντίποινα των Βουλγάρων κατακτητών. Αρχικά, εμφανίστηκε στις 30 Σεπτεμβρίου ένα βουλγαρικό αεροπλάνο και βομβάρδισε τα περισσότερα καταστήματα και σπίτια στο κέντρο της Κορμίστας.
Την επόμενη ημέρα, Τετάρτη 1η Οκτωβρίου εμφανίστηκε μία μονάδα Βουλγάρων στρατιωτών και αφού διαβεβαίωσαν τους κατοίκους ότι δεν θα τους πειράξουν, συνέλαβαν εκατόν τριάντα (130) άντρες, τους οποίους και φυλάκισαν στα υπόγεια της κοινότητας. Όταν οι έγκλειστοι αντιλήφθηκαν την πρόθεση των Βουλγάρων να τους εκτελέσουν, αποφάσισαν να αντιδράσουν δυναμικά.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του τέως προέδρου της κοινότητας Κορμίστας, Νίκου Κορμιστινού, όταν κάποιοι στρατιώτες κατέβηκαν να πάρουν για εκτέλεση, οι κρατούμενοι προσπάθησαν να σπάσουν την πόρτα για να δραπετεύσουν. Οι Βούλγαροι τότε πέταξαν μία χειροβομβίδα στο υπόγειο και πριν προλάβει αυτή να σκάσει, την πέταξαν οι κρατούμενοι έξω, με συνέπεια να τραυματιστεί ένας Βούλγαρος και να επικρατήσει πανικός στις γραμμές των υπολοίπων. Τότε οι κρατούμενοι όρμησαν να βγουν για να φύγουν. Οι κατακτητές άνοιξαν πυρ, σκοτώνοντας ενενήντα δύο (92) άντρες, ενώ κατόρθωσαν να διαφύγουν τριάντα τρεις (33), κάποιοι από τους οποίους τραυματισμένοι σοβαρά.. Άλλοι πέντε(5) Κορμιστινοί σκοτώθηκαν από τους Βουλγάρους σε άλλα σημεία.
Εκτελέσεις και σε άλλα σημεία του Παγγαίου
Εκτελέσεις όμως έγιναν και σε άλλα σημεία του Παγγαίου, παρότι, όπως είδαμε, δεν υπήρξε συμμετοχή στο κίνημα.
–Στον Σιδηροδρομικό Σταθμός Αγγίστας: Την 1η Οκτωβρίου 1941 εκτελέστηκαν είκοσι δύο (22) κάτοικοι και άλλοι δύο (2) τις επόμενες ημέρες, ενώ στο Σιδηροδρομικό Σταθμό εκτελέστηκαν επίσης και ο Κωνσταντίνος Μεχτίδης από τη Δράμα μαζί με το γιό του Δαμιανό και τον Σπύρο Διαμαντή από το Δασωτό.
–Στην Παλαιοκώμη: Από τις υπάρχουσες ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, προκύπτει ότι στην Παλαιοκώμη και στο συνοικισμό της Νέας Φυλής θανατώθηκαν είκοσι τρεις (23) άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και τα εκτελεσθέντα πέντε (5) μέλη του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ. Από τους πολίτες που εκτελέσθηκαν στην Παλαιοκώμη, μόνο οι πέντε (5) ήταν κάτοικοι του χωριού, άλλοι εννέα (9) κατάγονταν από το νομό Δράμας και οι υπόλοιποι από άλλες περιοχές της χώρας. Ο Γιώργος Καφταντζής αναφέρει δέκα έξι (16) εκτελέσεις στην Παλαιοκώμη.
–Στην Αλιστράτη: Στις 29 Σεπτεμβρίου, παρά το γεγονός ότι στην κωμόπολη αυτή δεν είχε εκδηλωθεί καμία πράξη εξέγερσης, εντούτοις οι Βούλγαροι συνέλαβαν ογδόντα περίπου άντρες, από τους οποίους τις επόμενες ημέρες εκτέλεσαν σε διάφορα σημεία είκοσι πέντε (25) άτομα. Οι επτά (7) από τους εκτελεσθέντες ήταν κάτοικοι Αλιστράτης και οι υπόλοιποι δέκα οχτώ (18) κατοικούσαν στα γειτονικά χωριά Αγιοχώρι, Μεγαλόκαμπο και Αργυρούπολη.
–Στη Νέα Ζίχνη: Οι βουλγαρικές θηριωδίες εκδηλώθηκαν από τις 29 Σεπτεμβρίου με αθρόες εκτελέσεις και ξυλοδαρμούς, όπως αναφέρουν αρκετές πηγές, ενώ σύμφωνα με μαρτυρία στη θέση «Λαγκάδα» βρέθηκαν δέκα (10) πτώματα πατριωτών. Ο ιστορικός Γιώργος Καφταντζής σημειώνει ότι άλλες τέσσερις (4) εκτελέσεις, έγιναν στο γειτονικό χωριό Δήμητρα, ενώ ο Ξόμαλης συμπληρώνει πως εκτός από τις εκτελέσεις αυτές, υπήρξαν άλλες τέσσερις (4) στο Θολό και δύο (2) στον Σφελινό.
Στα θύματα, πρέπει να προστεθεί και η οικογένεια του κρεοπώλη Αντώνη Μαλάκη ή Μαλακή από τον Γάζωρο, πέντε (5) μέλη της οποίας πέθαναν από ψύξη στην προσπάθειά τους να περάσουν, στην περιοχή Ιβήρων, τον παγωμένο ποταμό Στρυμόνα, για να γλυτώσουν από τους κατακτητές.
Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Δράμα 1941: Μία παρεξηγημένη εξέγερση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» και ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο.
Από farosthermaikou.blogspot.com