Η τελική πράξη του εγκλήματος εκτυλίχτηκε, σαν σήμερα, στις 23 Αυγούστου 1927.
Η σκευωρία είχε στηθεί από τις 15 Απρίλη του 1920. Στη χώρα της «ελευθερίας», στις ΗΠΑ, συλλαμβάνονται δύο από τους γνωστότερους ηγέτες του εργατικού κινήματος, οι Ιταλοί εργάτες Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι.
Το «έγκλημά» τους ήταν ότι πρωτοστάτησαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου και ήσαν πρωτοπόροι οργανωτές των εργατικών συνδικάτων. Η υπόθεσή τους έμελλε να καταγραφεί στα παγκόσμια χρονικά ως υπόδειγμα για το πώς δουλεύουν τα εργαστήρια κατασκευής προβοκατσιών και εγκλήματος.
Ας τα πάρουμε από την αρχή:
Η επίσημη κατηγορία που απαγγέλθηκε στους Σάκο και Βαντσέτι δεν είχε φυσικά καμιά σχέση με τις συνδικαλιστικές και τις πολιτικές τους δραστηριότητες. Κατηγορήθηκαν πως δήθεν πήραν μέρος σε ένοπλη ληστεία μιας χρηματαποστολής, που μετέφερε χρήματα για μισθούς στο Σάουθ Μπράιντρι. Κατά τη διάρκεια της ληστείας δολοφονήθηκαν ένας φρουρός της χρηματαποστολής και ο ταμίας της επιχείρησης. Το «αποδεικτικό» στοιχείο, το οποίο η αστυνομία χρησιμοποίησε για να ενοχοποιήσει τους δύο εργάτες, ήταν ένα πιστόλι, που είχε υπό την κατοχή του ο Νικόλα Σάκο, κατά τη στιγμή της σύλληψής του.
Σημείωση: Η οπλοκατοχή στις ΗΠΑ δεν απαγορευόταν και το να έχει κανείς στην κατοχή του πιστόλι κάθε άλλο παρά ασυνήθιστο ήταν…
Ο πραγματικός λόγος της σύλληψης των δυο εργατών δεν ήταν άλλος από το γεγονός ότι είχαν «είχαν κόκκινες δραστηριότητες και έπρεπε να πεθάνουν»! Αυτό ήταν το σκεπτικό της θανατικής απόφασης με το οποίο οι Σάκο – Βαντσέτι οδηγήθηκαν στην εκτέλεση.
Ο πραγματικός λόγος αυτής της πολιτικής δολοφονίας ήταν ότι η αστική τάξη των ΗΠΑ και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι έπρεπε να στείλουν ένα μήνυμα παραδειγματισμού. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που οι επαναστατικές εξελίξεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σε συνδυασμό με την ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος μέσα στις ΗΠΑ, προκαλούν πανικό στη κυρίαρχη αμερικανική ελίτ.
Το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο πρωταγωνιστεί σε έκρηξη του αντισοβιετισμού και του αντικομμουνισμού που αγγίζουν τα όρια της υστερίας. Κάθε συγκέντρωση που υψώνεται κόκκινη σημαία θεωρείται έγκλημα. Αρκεί να φορέσει κανείς κόκκινη γραβάτα ή μαντήλι για να θεωρηθεί ύποπτος… Το αντεργατικό πογκρόμ διώξεων έχει ως συνέπεια χιλιάδες κομμουνιστές, αναρχικοί – όπως οι Σάκο και Βαντσέτι – και προοδευτικοί πολίτες να ξυλοκοπούνται και να φυλακίζονται.
Ταυτόχρονα αναπτύσσεται ένα κύμα προπαγάνδας κατά των νεοφερμένων μεταναστών. Η αστυνομία και οι υπηρεσίες ασφαλείας βλέπουν στους μετανάστες από τις ευρωπαϊκές χώρες τους κύριους υπεύθυνους για τη ραγδαία διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στην αμερικανική εργατική τάξη. Οι ιθύνοντες κύκλοι των ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι οι μετανάστες είναι το «εύκολο θύμα». Τους αποδίδουν όχι μόνο τις «ανατρεπτικές ενέργειες» όπως ονόμαζαν τις απεργίες, αλλά τους αξιοποιούν και για να στρέψουν τους άλλους εργαζόμενους εναντίον των μεταναστών. Ίδιο πάντα το «επιχείρημα»: Αυτοί ευθύνονταν, τάχα, οι μετανάστες, για την ανεργία και την οικονομική κρίση που έπληττε αυτήν την περίοδο τις ΗΠΑ…
Σε αυτό το κλίμα είναι που στήνεται η υπόθεση Σάκο – Βαντσέτι. Η δικαστική διαδικασία που ακολουθείται είναι μια ασύλληπτη φάρσα. Οι «αυτόπτες μάρτυρες» που προσέρχονται είναι εμφανώς «κατασκευασμένοι» από την αστυνομία. Αν και κανένας τους δεν ήταν παρών την ώρα της ληστείας, εντούτοις όλοι τους «αναγνωρίζουν» τους κατηγορούμενους ως δράστες…
Από την αρχή κιόλας της δίκης αποκαλύπτεται ότι ένας από τους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας είναι εγκληματίας του ποινικού δικαίου που σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα δέχεται να ψευδομαρτυρήσει με αντάλλαγμα την αποφυλάκισή του. Κατά τη διάρκεια της δίκης αποκαλύπτεται, επίσης, ότι ο διορισμένος από το δικαστήριο διερμηνέας παραποιεί συστηματικά τα λεγόμενα των δύο κατηγορουμένων, καθώς οι Σάκο και Βαντσέτι δεν ξέρουν καλά αγγλικά.
Μετά την κατάρριψη όλων των κατηγοριών το μόνο που απομένει είναι να εμφανιστεί ότι το όπλο με το οποίο έγιναν η ληστεία και οι φόνοι είναι του Σάκο. Την μεθόδευση αποκάλυψε αργότερα ο διευθυντής της αστυνομίας της Μασαχουσέτης, κάπτεν Πρόκτορ, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμων όπλων στη δίκη. Όπως αργότερα ομολόγησε: «Συμφωνήσαμε με τον εισαγγελέα να πω ότι οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο της ληστείας προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από το πιστόλι του Νικόλα Σάκο (…)».
Αυτό φτάνει για να κηρυχτούν οι δύο εργατικοί ηγέτες ένοχοι. Όμως ο δικαστής Θέιχερ, στο «αιτιολογικό» της απόφασης στην πρώτη δίκη του Βαντσέτι, απευθυνόμενους στους ενόρκους είχε αναφερθεί στους πραγματικούς λόγους της καταδίκης, μιλώντας χωρίς περιστροφές: «Ίσως – είχε πει – αυτός ο άντρας να μην έπραξε το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται. Είναι όμως ηθικά ένοχος γιατί αποτελεί εχθρό των υπαρχόντων θεσμών της χώρας»…
Ο αγώνας για την αναθεώρηση της θανατικής απόφασης διαρκεί έξι χρόνια. Εργατικές διαδηλώσεις και επιφανείς προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο στέκουν στο πλευρό των αθώων καταδικασθέντων. Μέχρι που η σκευωρία καταπίπτει ολοκληρωτικά: Τον Νοέμβρη του 1925 ο φυλακισμένος για σειρά εγκλημάτων Τσελεστίνο Μαντέιρος στέλνει ένα σημείωμα από τη φυλακή στη διοίκηση της αστυνομίας και στο δικαστήριο της Μασαχουσέτης, όπου γράφει: «Ομολογώ ότι πήρα μέρος στο έγκλημα του Σάουθ Μπράιντρι και ότι οι Σάκο και Βαντσέτι δεν συμμετείχαν».
Οι μάσκες πέφτουν. Παρά την ομολογία οι αρχές της Μασαχουσέτης και της Ουάσιγκτον απορρίπτουν το αίτημα για επανάληψη της δίκης. Η απόφαση είχε ληφθεί: Η εκτέλεση θα γίνει και θα γίνει για παραδειγματισμό όλων των εργατών. Οι Σάκο και Βαντσέτι θα εκτελεστούν για να ενοχοποιηθούν όλοι οι εργάτες που σηκώνουν κεφάλι. Θα εκτελεστούν για να ενοχοποιηθούν στο πρόσωπό τους όλοι οι νεοφερμένοι μετανάστες.
Παραμονές της δολοφονίας, στις 10 Αυγούστου 1927, ο Ριζοσπάστης κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο τίτλο: «Οι αθώοι εργάται Σάκο και Βαντσέτι δεν πρέπει να αποθάνουν εις την ηλεκτρικήν καρέκλα». Μια μέρα πριν, οι εργατικές οργανώσεις της Αθήνας είχαν κάνει διάβημα στην πρεσβεία των ΗΠΑ. Δώδεκα μέρες μετά, στις 23 Αυγούστου, η «Δικαιοσύνη» της χώρας των δημίων, όπως την είχε αποκαλέσει με τον υπέρτιτλό του ο Ριζοσπάστης, οι δύο αγωνιστές του αμερικανικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος, ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι, οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα. Δολοφονήθηκαν γιατί πίστευαν και έλεγαν ότι «η ταξική συνείδηση δεν είναι μια φράση – επινόηση των προπαγανδιστών, αλλά μια αληθινή, ζωτική δύναμη και πως όποιοι νιώθουν τη σημασία της παύουν να είναι υποζύγια και μετατρέπονται σε ανθρώπινες υπάρξεις».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης αλλά και της εξάχρονης φυλάκισής τους αντιμετώπισαν τη σκευωρία με ψηλά το κεφάλι. Εν αναμονή του θανάτου, τέσσερεις μήνες πριν από την εκτέλεση, ο Βαντσέτι, λάτρης του Πουτσίνι και του Δάντη, γράφει: «Αυτή η τελευταία αγωνία ήταν ο θρίαμβός μας. Τα λόγια μας, η ζωή μας, τα βάσανά μας, δεν είναι τίποτα! Η αφαίρεση της ζωής μας, της ζωής ενός καλού τεχνίτη παπουτσιών κι ενός φτωχού υπαίθριου πωλητή ψαριών, τα πάντα!».
Σημείωση 1η: Πενήντα χρόνια αργότερα από την δολοφονία, μόλις το 1977, ο κυβερνήτης της πολιτείας της Μασαχουσέτης, ο Μάικλ Δουκάκης, αναγνώρισε αυτό που ήξερε όλη η ανθρωπότητα: Επιβεβαίωσε ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι «ήταν αθώοι». Πενήντα χρόνια αργότερα…
Σημείωση 2η (απόσπασμα από τον Ριζοσπάστη – 19/8/2007): «Ο Σάκο και ο Βαντσέτι ιδεολογικά και πολιτικά ήταν αναρχικοί. Για την εποχή εκείνη, ανήκαν σ’ ένα υπαρκτό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα που σε γενικές γραμμές επαγγελλόταν τον κομμουνισμό χωρίς όμως να αναγνωρίζει τη μεταβατική περίοδο όπου το κράτος της εργατικής τάξης είναι ιστορικά αναγκαίο. Η δογματική αυτή θέση των αναρχικών, να τοποθετούνται από θέση αρχής ενάντια σε κάθε εξουσία, τους οδηγούσε στην τραγική αντίφαση να συμμετέχουν μεν – όπως έγινε και στη Ρωσία – στην επαναστατική δράση κατά της αστικής εξουσίας, αλλά μόλις αυτή υποχωρούσε, μόλις συντελούνταν το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη, στρέφονταν κατά της δικτατορίας του προλεταριάτου, βοηθώντας έτσι αντικειμενικά την αντεπανάσταση. Σε ένα γράμμα του, γραμμένο στη φυλακή, στις 24 του Γενάρη του 1924, τρεις μέρες μετά το θάνατο του Λένιν, ο Βαντσέτι γράφει: “ Ο Λένιν πέθανε. Έχω πειστεί πως, χωρίς να το θέλει, κατάστρεψε τη ρωσική επανάσταση. Σκότωσε και φυλάκισε πολλούς από τους συντρόφους μου. Κι όμως υπέφερε πολύ, δούλεψε ηρωικά για κείνο που νόμιζε πως είναι η αλήθεια, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα σαν διάβασα τις λεπτομέρειες του θανάτου του και της κηδείας του. Όσο για τους πουλημένους κοντυλοφόρους του καπιταλισμού, που παραποιούν τα γεγονότα και την αλήθεια, που ρίχνουν τη λάσπη της άθλιας ψυχής τους πάνω στον αγνό μου αντίπαλο, δε μου μένει παρά να ουρλιάξω, όλη μου τη σιχαμάρα και την περιφρόνησή μου για δαύτους”» («Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 47-48).
Πρώτη δημοσίευση «Ημεροδρόμος» 23 Αυγούστου 2016