Ο ισλαμιστής ιεροκήρυκας Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο η Άγκυρα έχει χαρακτηρίσει εγκέφαλο της απόπειρας πραξικοπήματος το 2016, πέθανε χτες, Κυριακή 20 Οκτώβρη σε ηλικία 83 ετών, στις ΗΠΑ, όπου είχε εγκατασταθεί πριν από χρόνια.
Ο Φετουλάχ Γκιουλέν, ιδρυτής θρησκευτικού τάγματος, που απέκτησε τεράστια επιρροή στην Τουρκία κι όχι μόνο, είχε κατηγορηθεί από την κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία στις 15 Ιουλίου 2016, με σκοπό την ανατροπή του τούρκου ηγέτη — τότε πρωθυπουργού, νυν προέδρου — Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κάτι που ο ίδιος διέψευδε.
Ο Γκιουλέν ήταν σύμμαχος του Ερντογάν μέχρι το 2013, μέχρι τις κατηγορίες για εμπλοκή του Ερντογάν στο σκάνδαλο διαφθοράς στην Τουρκία. Ο Ερντογάν κατηγόρησε τον Γκιουλέν ότι κρύβεται πίσω από τις έρευνες για τη διαφθορά.
Ζούσε εξόριστος εδώ και 22 χρόνια στην Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών και παρά τα επανειλημμένα αιτήματα της τουρκικής κυβέρνησης για την έκδοσή του, η Ουάσινγκτον αρνείτο.
Στην Τουρκία χιλιάδες οπαδοί του Γκιουλέν, πολιτικοί σύμμαχοι επί σειρά ετών στο παρελθόν της κυβέρνησης Ερντογάν έχουν φυλακιστεί τα τελευταία χρόνια, ενώ χιλιάδες άλλοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του θανάτου του στην ιστοσελίδα Herkul.org, ο Γκιουλέν άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Πενσιλβάνια στο οποίο νοσηλευόταν, καθώς αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα, νεφρική ανεπάρκεια και διαβήτη, ο Γκιουλέν νοσηλευόταν και για άνοια. Είχε ιδρύσει το κίνημα Γκιουλέν (γνωστό ως Χιζμέτ στα τουρκικά) «για το μέλλον της Τουρκίας και του Ισλάμ στον σύγχρονο κόσμο.
Από τον Μάιο του 2016, το κίνημα Γκιουλέν έχει χαρακτηριστεί από την Τουρκία ως τρομοκρατική οργάνωση με τα ονόματα Φετουλαχιστική Τρομοκρατική Οργάνωση ( τουρκικά : Fethullahçı Terör Örgütü ) (FETÖ) και Παράλληλη Κρατική Δομή ( Τουρκικά : Paralel Devlet Yapılanması ) (PDY). Η τουρκική κυβέρνηση τον έχει χαρακτηρίσει ως τον πλέον καταζητούμενο τρομοκράτη.
Γεννήθηκε στο χωριό Korucuk του Ερζερούμ στις 27 Απρίλη 1941 και διαπαιδαγωγήθηκε από τον ιμάμη πατέρα του. Από το 1959 έως το 1965 εργάστηκε ως ιμάμης, ιεροκήρυκας και καθηγητής Κορανίου. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας το 1963, διορίστηκε ως κεντρικός ιεροκήρυκας στο Κιρκλαρελί και στη συνέχεια διορίστηκε κεντρικός ιεροκήρυκας στη Σμύρνη το 1966.
Ο Γκιουλέν, συνελήφθη μετά το πραξικόπημα της 12ης Μαρτίου 1971 βάσει του άρθρου 163 του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα για «προπαγάνδα» για την καταστροφή της κοσμικής τουρκικής τάξης και την ίδρυση «θρησκευτικού κράτους». Αφέθηκε ελεύθερος μετά την κράτηση για 6,5 μήνες.
Παρά τα εμπόδια από το στρατιωτικό νόμο και την αυτοεξορία από τη Σμύρνη στο Edremit, τα κηρύγματα του Γκιουλέν συνεχίστηκαν μέχρι το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου το 1980. Μετά το πραξικόπημα, το όνομα του Γκιουλέν προστέθηκε στη λίστα καταζητούμενων κι εκείνος βρισκόταν υπό συνεχή μετακίνηση ώσπου τελικά συνελήφθη, το 1986.
Μετά το 1986-87 παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την ημέρα που πήγε στην Αμερική το 1999.
Το όνομα του Γκιουλέν άρχισε να αναφέρεται συχνά στα μέσα ενημέρωσης στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η συνάντησή του με τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β‘, οι συναντήσεις του με αντιπολιτευόμενους πολιτικούς όπως η Τανσού Τσιλέρ, ο Μεσούτ Γιλμάζ και ο Μπουλέντ Ετσεβίτ αλλά και η αύξηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που συνδέονται με το κίνημα του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ενίσχυαν συνεχώς τη φήμη του.
Εν μέσω εκστρατείας συκοφαντίας εναντίον του ο Γκιουλέν προτίμησε να μην επιστρέψει από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, το μήνυμά του κατά της βίας χαρακτηρίστηκε ξεκάθαρο: “Κάθε μουσουλμάνος δεν μπορεί να είναι τρομοκράτης και κάθε τρομοκράτης δεν μπορεί να είναι μουσουλμάνος”.