Ποτέ άλλοτε καλλιτέχνης, που συνέδεσε το όνομά του με την παραδοσιακή μουσική, δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα στενά δεσμά του είδους και να γνωρίσει την πανελλαδική αποδοχή. Ο Νίκος Ξυλούρης, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, το 1980, σε ηλικία μόλις 44 χρονών, έκανε αγαπητό το κρητικό ιδίωμα από το Ηράκλειο μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Ποτέ άλλοτε τραγουδιστής δεν πέρασε από το δημοτικό τραγούδι στο λόγιο, όχι μόνο χωρίς απώλειες, αλλά, αντίθετα, με δάφνες γενικής αναγνώρισης, συμπάθειας και δικαίωσης. Μέσα σε μια δεκαετία, κάλυψε τεράστια ποσότητα έργου υψηλής ποιότητας και καθολικής παραδοχής. Τραγούδησε Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, Χάλαρη, Λεοντή, Κόκκοτο, Ανδριόπουλο, Ανδρεόπουλο, Γκάτσο, Γεωργουσόπουλο, Σεφέρη, Σολωμό, Κινδύνη, Ρίτσο, Φέρρη κ.ά. Κυριολεκτικά, δέσποσε τη δεκαετία του ’70, σηκώνοντας στις πλάτες του το προοδευτικό τραγούδι τα χρόνια της δικτατορίας και στις αρχές της μεταπολίτευσης.
H φωνή του Ξυλούρη στην καρδιά της δικτατορίας γίνεται σημαία αντίστασης. Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια» σε στίχους K. X. Μύρη («Γεννήθηκα», «Χίλια μύρια κύματα μακριά απ’ τ’ Αϊβαλί»), στο ίδιο πνεύμα με το «Χρονικό». Παράλληλα, συμμετέχει στο «Διάλειμμα», πάντα σε μουσική του Μαρκόπουλου και στίχους των K. X. Μύρη, Μάνου Ελευθερίου, Γιώργου Σκούρτη, Ερρίκου Θαλασσινού και του ίδιου του συνθέτη. Την ίδια χρονιά, συνεργάζεται με τον Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας». Θα συνεχίσουν μαζί στο θέατρο «Αθήναιον», όπου η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο παρουσιάζουν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», με θέμα την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας τα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια, εκφράζεται το τεταμένο αντιδικτατορικό κλίμα, το οποίο θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και εκεί ο Ξυλούρης είναι μπροστάρης. Τραγουδά κι εμψυχώνει τους φοιτητές, μένει μαζί τους, μοιράζεται το πρόχειρο φαγητό τους. Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται.
Το 1974 κυκλοφορεί η «Συλλογή», με παλαιότερα και καινούρια τραγούδια του Ξαρχάκου. Εδώ περιλαμβάνονται τα υπέροχα: «Πώς να σωπάσω» (στίχοι K. Κινδύνη), «Αυτόν τον κόσμο τον καλό» (στίχοι B. Ανδρεόπουλου), «Γεια σου χαρά σου Βενετιά», «Παλικάρι στα Σφακιά» (στίχοι N. Γκάτσου) και «Ητανε μια φορά» (στίχοι K. Φέρρη).
Και στη μεταπολιτευτική περίοδο, ο Ξυλούρης θα εκδηλώσει έντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα. Στο «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα. Ολο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα».
Το 1975, μετά το έντονο πέρασμά του στη λόγια δισκογραφία, επιστρέφει και πάλι στις ρίζες, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα Που Θυμάμαι Τραγουδώ». Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, με τον οποίο έχουν ήδη συνυπάρξει στα χαρακτηριστικά lp «Τροπικός Της Παρθένου» και «Ακολουθία», κυκλοφορεί σε πολυτελή έκδοση – με καλαίσθητο πολυσέλιδο ένθετο και εικαστική εικονογράφηση – ο «Ερωτόκριτος», μια περιήγηση σε όλες τις μελωδικές καταγραφές του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου. Στο δίσκο συμμετέχει η Τάνια Τσανακλίδου. Παράλληλα, τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη», σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου.
Την επόμενη χρονιά, εκδίδει τα «Ερωτικά», ερμηνεύοντας τραγούδια της ζωής, της χαράς, του κεφιού, του έρωτα, με σύγχρονο ήχο, μαζί με παραδοσιακά κρητικά τραγουδά και λαϊκές στιγμές του Στέλιου Βαμβακάρη. Τον Οκτώβριο του 1977, συμμετέχει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μαρκόπουλου. To 1978 τραγουδά τα «Αντιπολεμικά», σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Το 1979 κυκλοφορούν τα «Ξυλουρέικα», ένα καθαρά προσωπικό έργο, με δικούς του στίχους, μουσική – διασκευές του σε παραδοσιακά πρότυπα. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, το «Σάλπισμα» σε μουσική Λουκά Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη, κ.ά. H «Μπαλάντα του κυρ Μένιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα.
Το Ανωγειανάκι με τη γλυκιά φωνή απέκτησε την πρώτη του λύρα στα δώδεκά του χρόνια. Στα δεκατέσσερά του κιόλας, παίζει και τραγουδά σε πανηγύρια. Πρώτος σημαντικός σταθμός της ζωής και της πορείας του υπήρξε το Ηράκλειο. Το 1969 – χρονιά που τραγουδά την περίφημη «Ανυφαντού» – εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα. Το 1970, η γνωριμία του με τον Τάκη B. Λαμπρόπουλο αποφέρει συμβόλαιο συνεργασίας με την «Columbia». Θέλει να τραγουδήσει τα τραγούδια της πατρίδας του, τα Ριζίτικα, τον «Ερωτόκριτο». O πρώτος μεγάλος του δίσκος με τίτλο «Ψαρρονίκος – Κρητικά Τραγούδια» περιλαμβάνει επιτυχίες του από 45άρια και ηχογραφήσεις του σε κρητικά κομμάτια. Ακολουθεί η εξαίρετη συνεργασία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο «Χρονικό» (σε στίχους K. X. Μύρη). Την επόμενη χρονιά, εκδίδονται τα «Ριζίτικα», σε ενορχήστρωση Μαρκόπουλου (ο δίσκος βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος).
Ο Νίκος Ξυλούρης είναι μια φιγούρα ανθρωπιάς, μεγαλοσύνης και ψυχής αληθινής, που πάλλεται ανέπαφη, δεκαετίες μετά το τελευταίο «αντίο». Μια μορφή ταυτισμένη με την περηφάνια, την ανθρωπιά, την αγωνιστικότητα, που μας διδάξει πολλά για το ρόλο του καλλιτέχνη, τη στάση απέναντι στην τέχνη του και στην κοινωνία.