Λένε ότι για να μεγαλώσεις ένα παιδί χρειάζεται ένα χωριό. Πέρα όμως από χέρια που θα συνδράμουν, πρέπει να υπάρχουν και χώροι· χώροι παιχνιδιού και απασχόλησης, χώροι για βόλτα και επαφή με τη φύση, χώροι κατάλληλοι και χώροι φροντισμένοι. Την Πέμπτη 18 Ιουλίου, στο Άλσος Ιωαννίνων, το Εργατικό Κέντρο της πόλης διοργάνωσε μια γιορτή για τα παιδιά και απέδειξε στην πράξη ότι δημόσιος χώρος υπάρχει και μπορεί να αξιοποιηθεί προς όφελος των πολιτών.
Σε αυτό το σημείο, εάν μπορούσα, θα ρωτούσα τον καθένα από εσάς: Έχω ένα καλό και ένα κακό νέο. Με ποιο προτιμάτε να ξεκινήσω; Ό,τι κι αν απαντήσατε, θα αρχίσω με το κακό, ώστε τουλάχιστον η επίγευση να είναι καλή. Βέβαια, δεν είναι ακριβώς νέο αυτό που θα διαβάσετε. Ειδικά όσοι ζείτε στην πόλη των Ιωαννίνων και μάλιστα έχετε παιδί/παιδιά στην οικογένεια αντιμετωπίζετε εδώ και χρόνια την απαξίωση που δείχνουν οι τοπικές Αρχές για τον δημόσιο χώρο και πιο συγκεκριμένα για αυτόν που προορίζεται (ή θα μπορούσε να προορίζεται) για τα παιδιά. Έστω ότι είναι απόγευμα με καλό καιρό και θέλετε να βγείτε έξω με τον τρίχρονο γιο σας ή την πεντάχρονη κόρη σας. Οι επιλογές είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Οι παιδικές χαρές είναι ελάχιστες, ενώ δεν είναι όλες όσες υπάρχουν κατάλληλες για επίσκεψη από παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας. Για παράδειγμα, η παιδική χαρά στο Πάρκο Κατσάρη έχει παιχνίδια με τα οποία δεν είναι εύκολο να παίξει ένα νήπιο· χωρίς ιδιαίτερη επιτήρηση και ενήλικη παρέμβαση, είναι αδύνατο έως επικίνδυνο. Ένα αντίθετο παράδειγμα αποτελεί η παιδική χαρά στα Λιθαρίτσια, που είναι ένας βατός χώρος, το ίδιο και τα παιχνίδια της, ωστόσο φοβάμαι ότι δεν υπάρχει άλλη τέτοια. Ή τουλάχιστον δεν την έχω εντοπίσει.
Η κραυγαλέα, σχεδόν εξοργιστική, περίπτωση με την παιδική χαρά στο Πάρκο Κουραμπά, στο κέντρο της πόλης, της οποίας η ανάπλαση κόστισε μισό εκατομμύριο ευρώ, είναι δηλωτική της εγκατάλειψης, της κακής έως ανύπαρκτης συντήρησης και της εν πολλοίς υποτίμησης του δημόσιου χώρου (και) στα Ιωάννινα. Άλλες… συνορεύουν, όπως αυτή στη Ναπολέοντος Ζέρβα, με κάδους σκουπιδιών ή/και μπορεί να είναι ακόμη και ακαθάριστες. Για το Γιαννιώτικο Σαλόνι, ή αλλιώς Πάρκο Πυρσινέλλα, ούτε λόγος. Ρημάζει εδώ και χρόνια και σίγουρα οι ιθύνοντες (κάποιοι εκ των οποίων επανεκλέγονται για δεκαετίες και τα συμπεράσματα/σχόλια ας είναι του νοήμονος αναγνωστικού κοινού) θα έχουν μια δικαιολογία και γι’ αυτό, όπως έχουν για όλα (ή μπορεί και όχι, αφού έτσι κι αλλιώς τους… περνάει και χωρίς να δίνουν απαντήσεις).
Ούτε το Άλσος βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Ωστόσο, στις 18 Ιουλίου, γέμισε ασφυκτικά με κόσμο – και είναι από τις φορές που το συγκεκριμένο επίρρημα δε δημιούργησε δυσαρέσκεια αλλά χαρά και συγκίνηση. Είκοσι τέσσερα εργατικά σωματεία μαζί με τον Εμπορικό Σύλλογο Ιωαννίνων, την Ένωση Γονέων Μαθητών Δήμου Ιωαννιτών, τον Σύλλογο Γυναικών Ιωαννίνων και πάντα με τη στήριξη του Εργατικού Κέντρο οργάνωσαν για τα παιδιά εργαστήρια ζωγραφικής, ψηφιδωτού, αγγειοπλαστικής, ξυλογλυπτικής, κοσμήματος, ενώ στο τέλος πραγματοποιήθηκε παράσταση με τον Καραγκιόζη από το θέατρο σκιών του Α. Αγαπίου. Στον χώρο, δε, υπήρχε πάγκος με βιβλία αλλά και περίπτερο προκειμένου να εγγραφούν αφενός τα παιδιά στα Λαϊκά Μαθήματα Αλληλεγγύης και αφετέρου οι γονείς στα σωματεία τους (εφόσον το επιθυμούσαν). Οι εθελοντές, με μεγάλη όρεξη και υπομονή, ήταν εκεί για να βοηθήσουν τα παιδιά, η μουσική ακουγόταν δυνατά από τα μεγάφωνα και ο Καραγκιόζης με την παρέα του κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον όλων. Ιδιαιτέρως σημαντική ήταν και η συμμετοχή στη γιορτή προσφύγων που διαμένουν στη δομή του Κατσικά.
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία συνιστά αδιαμφισβήτητα ένα καλό νέο και η (μεγάλη) επιτυχία της ένα ακόμη καλύτερο. Το δε πικ νικ που διοργάνωσε ο Δήμος στον ίδιο χώρο λίγες μέρες αργότερα, στις 31 Ιουλίου, μοιάζει με άσκηση σουρεαλισμού, ειδικά αν λάβουμε στα υπόψη την πρόταση με την οποία ολοκληρώνεται το δελτίο τύπου μέσω του οποίου παρουσιάστηκε το πικ νικ: «Γιατί οι δημόσιοι χώροι ανήκουν σε όλους μας». Προφανώς η δημοτική Αρχή έχει χιούμορ, διότι, αν μη τι άλλο, το να υποστηρίζεις γραπτώς κάτι που αναιρείς εμπράκτως είναι κάπως αστείο.
Τα τελευταία πολλά χρόνια ομολογώ ότι έχω πάρει μέρος σε πλείστες κουβέντες που θα μπορούσε κανείς τις χαρακτηρίσει καφενειακές. Μόνιμη επωδός σε όλες είναι, σε διάφορές παραλλαγές της, η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει σωτηρία για όσα ζούμε στην Ελλάδα, αφού εμείς οι ίδιοι δε φαίνεται να θέλουμε να σωθούμε. Ούτε εύκολες ούτε ανώδυνες λύσεις υπάρχουν. Ούτε τρόπος να ξεριζωθούν μια και καλή νοοτροπίες ολόκληρων δεκαετιών, οι οποίες κάποτε βόλεψαν, συνεχίζουν να βολεύουν και θα βολεύουν και στο μέλλον αρκετούς με τους οποίους μοιραζόμαστε αυτό τον τόπο. Επίσης, οφείλουμε να συμφωνήσουμε άπαντες ότι όλα όσα γράφονται στο παρόν άρθρο και σε πάρα πολλά ακόμη αφορούν τη ζωή μας, τη δική μας πεπερασμένη ζωή, συνεπώς δεν είναι απλώς λόγια, είναι βιωμένος χρόνος και μόχθος.
Η πρωτοβουλία της 18ης Ιουλίου είναι ένα καλό νέο και η επιτυχία της ένα ακόμη καλύτερο γιατί απέδειξε ότι οι (σωτήριες) αλλαγές ξεκινούν από εμάς και καταλήγουν σε εμάς, ότι η οργάνωση για την επίτευξη ενός σκοπού είναι εφικτή και πολύ απτή, ότι πολλές διεκδικήσεις πάνε χαμένες, ας είμαστε ρεαλιστές, αλλά μία νίκη είναι αρκετή για να συνεχίζουμε να διεκδικούμε.